Αντρέας -Κρον Andre- Crohn


Αντρέας -Κρον

Ο ήλιος, ζουμερό ροδάκινο βάραινε το μουντό ουρανό. Έκανε τόση ζέστη στο κάτασπρο δωμάτιο! Το θαμπό φως χαστούκιζε τους τοίχους και το πάτωμα, πετροβολούσε τα σιδερένια κρεβάτια με τις ωχρές σκιές να τα βαραίνουν όσο κι ένα πούπουλο.
Ησυχία! Η ζέστη κόρωνε τα πάντα τούτο το κυριακάτικο μεσημέρι. Που και που η σειρήνα του ασθενοφόρου έσχιζε την πηχτή υγρή σιωπή κι όλοι αναστέναζαν με ανακούφιση, λες και δροσίστηκαν από κάποιο ρεύμα αγέρα. Οχτώ κρεβάτια στοιχισμένα στο λευκό θάλαμο, τρία στην κάθε πλευρά και δυο πρόσθετα στριμωγμένα στη μέση. Λευκά σεντόνια, λευκά κρεβάτια, λευκοί οι τοίχοι, λευκά τα παράθυρα και οι πόρτες. Ήθελαν ν΄ αποπνέουν την καθαριότητα μα έλαμπαν σα φωτοστέφανο θανάτου.
-Κάτι ξέρουν οι κινέζοι, συλλογίστηκε ο Αντρέας. Το άσπρο είναι πένθιμο.
Τώρα, που το χέρι του συνήθισε τον πόνο, τώρα που η ζέστη ανάγκασε τους άλλους να μεθύσουν όσο κι αυτός με τα φάρμακα που τον ποτίζουν, τώρα μπορούσε να τους κοιτάζει κατάματα σαν ίσος προς ίσο. Τον Ηλία με το σκωληκοειδίτη, που θάβγαινε αύριο- μεθαύριο, που «πήγε περίφημα» όπως είπαν οι γιατροί, μα που κλαψούριζε σα μυξιάρικο όποτε τούκαναν αλλαγή, το μπάρμπα Πέτρο με τη Χολή, πούχε και Κίρρωση απ’ το πολύ πιοτό, τον κυρ Ανέστη με το Στομάχι, πούχε ρέψει απ’ την αμφιβολία «καρκίνος ή έλκος;», τον κυρ Παναγιώτη με το μισό νεφρό, το Μιχαλάκη με τη Χρυσή, το Γιώργο με το «κεφάλι του Παγκρέατος», τον Πέτρο με το Σιγμοειδές.
-Αλήθεια, γέλασε ο Αντρέας. Χάσαμε τα ονόματά μας, αποκτήσαμε νέα. Έτσι συνενογιόμαστε.
-Πώς σε λένε; Τι έχεις;
Να συστηθώ: Αντρέας- Κρον. Έτσι λένε την αρρώστια μου. Δεν έχω παραπονο. Ωραίο όνομα. Θυμίζει κράνος, θυμίζει Κρόνο, το αστέρι ή το βασιλιά των θεών, διαλέχτε και παίρνετε.
Καλοήθης, λένε τα βιβλία. Τόσα χρόνια, που ζω μαζί της, έπρεπε να τη γνωρίσω. Λες και τη ζήτησα σε γάμο. Ζόρικη ερωμένη. Δε σηκώνει απιστίες. Καμιά γυναίκα δε τολμά να με κοιτάξει. Είμαι της Κρον, ανήκω στη Κρον. Της παραδόθηκε άνευ όρων κι αυτή με κατάθεσε στα χέρια των γιατρών, που με κουτσουρεύουν εδώ και πέντε χρόνια. Κόβουν κάτι, ράβουν κάτι, με μαστουρώνουν, με πρήζουν με τις κορτιζόνες, έτσι για να κυλάει ο καιρός και φτου κι απ’ την αρχή.
Το νοσοκομείο είναι πια δεύτερο σπίτι μου. Έχω τα μέσα, που λένε. Τους ξέρω όλους και όλα. Όλοι κι όλα πάνα κι έρχονται, μα εγώ σταθερά, σαν εκκρεμές, μπαινοβγαίνω στο νοσοκομείο.
Φυσικά και δεν έχω δουλειά. Σπουδάζω. Είμαι φοιτητής. Λένε πως είμαι ωραίος. Οι βαθμοί μου λένε πως είμαι έξυπνος. Ψιθυρίζεται ότι ο κόσμος θα χάσει όταν… Πιστεύουν πως αυτοί είναι βολεμένοι, πως η θέση τους είναι τόσο αμετακίνητη όσο και η τιμή του δολαρίου. Ζουν στη ψευδαίσθηση της αθανασίας τους. Πόσο παραξενεύονται σαν κάποιος πάει ξαφνικά από καρδιά ή από τροχαίο!
-Φοβερό! Μουρμουράνε. Τόσο νέος!! Τα νιάτα πιστεύουν, είναι σοβαρό άλλοθι στο ν’ αποφεύγεις την έκδοση του εισιτηρίου σου για τους τόπους τους χλοερούς!
Εγώ όμως, εδώ, με τόσα που είδα, ξέρω πολύ καλά πως κανένας τους δεν είναι φαβορί στην αγώνα του με το Χάρο. Έχω δει γέρους, σαράβαλα να φθάνουν ως το χείλος του γκρεμνού κι αιφνίδια να ξαναγυρνούν στο μάταιο τούτο κόσμο, θαρρείς σε πείσμα των κληρονόμων τους. Έχω δει άλλους χρόνια να αιωρούνται ανάμεσα θανάτου και ζωής, ν’ ακροβατούν, να μισοζούν, άλλοι φυτά και άλλοι ζώα. Έχω δει τέλος και κάποιους σαν και λόγου μου, φερέλπιδες νέους, να σβύνουν σαν καπνός στον καθαρό ουρανό, να εξαφανίζονται ως δια μαγείας και τίποτε μα τίποτε να μη μαρτυρά το πέρασμά τους από αυτή τη γη, έξω από τα μυξοκλάματα των γονιών τους.
Τη Κρον τη πρωτογνώρισα σε μια διαδήλωση. Τότε που τάχα όλα, τότε που ήμουν λεύτερος, πίστευα πως δεν κρατούσα τίποτε και πως ήμουν σκλάβος του κατεστημένου. Με κλώτσησε ένας μπασκίνας στην κοιλιά –τη δουλειά του έκανε ο άνθρωπος. Στην αρχή τον κατηγόρησα γιαυτή την αιορραγία, λίγο ακόμη και θα τον τραβούσα στα δικαστήρια τον κακομοίρη, είχα κρατήσει και τα στοιχεία του ΖΗ18. Με πήγαν άρον άρον στο νοσοκομείο οι συναγωνιστές, οι σύντροφοι. Με κάνανε παντιέρα, βλέπεις. Ήλθε και ο ΖΗ18 τρέμοντας από πανικό. Είχε περάσει ο καιρός των παχιών αγελάδων για τους μπασκίνες. Πού η δικτατορία!!!
Η διάγνωση ήταν καταπέλτης. Κρον, Κρον, έτσι έλεγαν συνέχεια. ¨Ήταν και μια νόστιμη αδελφή, που ενώ ως τότε μου κολλούσε διακριτικά, μόλις άκουσε τα’ όνομα της αντιζήλου της άρχισε να με κοιτά με τόσο οίκτο, που μ’ έκανε να τη μισήσω όσο δε μίσησα ή δεν αγάπησα γυναίκα ως τότε.
Οι σύντροφοι απογοητεύθηκαν. Μ’ αφήσαν στα μισά του δρόμου. Όχι όλοι μαζί, μα ένας ένας. Είχαν τόσα να κάνουν τα παιδιά! Απεργίες, συνελεύσεις, εκλογές, αφισοκολλήσεις!
Παράξενο! Γίναμε φίλοι με τον ΖΗ18! Τηλεφωνάει σχεδόν καθημερινά κι όλο και μ’ επισκέπτεται όταν το 100 περνάει από τα λημέρια μας. Έχει κι αυτός ένα παιδί με Αναιμία και ξέρει από νοσοκομεία και γιατρούς.
Για τους γονιούς μου είμαι κατάρα. Πολλές φορές σαν αγριεύουνε τα πράγματα, μελετώ τον τρόπο της αυτοκτονίας μου. Ινσουλίνη στη φλέβα, ναρκωτικά… Όχι ματωμένες ιστορίες ή ανατριχιαστικές. Ήμερα και σωστά.
Τις προάλλες, πούφτασε ο κόμπος στο χτένι κι ήθελαν να μου βάλουν κωλοστομία, είπα να τ’ αποφασίσω. Όχι για τους πόνους, για το μαρτύριο και την ανημποριά μου. Για το χαμόγελο της μάνας μου. Έχει ένα τρόπο να μου χαμογελά, αφ’ ότου αρρώστησα! Με κάνει να νοιώθω έμβρυο που κολυμπά στη μήτρα της. Κάπως έτσι θα χαμογέλαγε σα με γεννούσε. Κάθε φορά που με γραπώνει απ’ το γκρεμό και με ξαναφέρνει στ’ άπλετο φως τούτου του κόσμου, το χαμόγελό της παίρνει κι άλλο βάθος. Πιστεύει πως νικά το Χάρο. Πώς να της καταστρέψω μια τέτοια ψευδαίσθηση; Είμαι το μοναχοπαίδι της. Αν μπορούσε θα με κρατούσε στην αγκαλιά της και νεκρό, όσο μπορούσε, όσο την άφηναν να με κρατά.
Ο πατέρας μου δε δείχνει τίποτε. Ίσως πότε πότε να σκέφτεται ότι καλύτερα να πέθαινα, για το καλό μου φυσικά και όχι για την οικονομική του αιμορραγία.
-Για ποιον μάζευα τα λεφτά; Λέει πότε πότε. Μόνο που έλπιζα να τα ξοδέψει αλλιώς.
Όταν ήμουν γερός τσιγκουνευόταν και τον καφέ να μου προσφέρει. Τώρα με προκαλεί να ξανοιχτώ σε τρέλες, να ταξιδέψω, να γλεντήσω. Δεν τον αδικώ. Προσπαθεί να συμπυκνώσει τις εμπειρίες μιας ζωής στα λίγα χρόνια που μου μένουν. Μα τι αστείο! Ο ίδιος στα τόσα χρόνια πούζησε, δεν γνώρισε τίποτε πιο πολύ από το δρόμο γραφείο- σπίτι. Φοβάμαι ότι ποτέ δε κάρφωσε το βλέμμα του κάθετα ψηλά στον ουρανό να δει πόσες μορφές αλλάζει κάθε στιγμή, φοβάμαι ότι ποτέ δε γεύτηκε μ’ απόλαυση το νερό και το ψωμί. Αναζητούσε τις γεύσεις της μόδας σε ρεστοράν και ταβέρνες, έπαιρνε ακριβά κρασιά, μα ποτέ δε μέθυσε, δεν ίδρωσε, δεν πείνασε, ποτέ δε πεθύμησε γυναίκα τόσο που να πονάει ωε τις τρίχες των μαλλιών, ποτέ του δεν αγάπησε τη ζωή τόσο που να την οδηγήσει ως τα χνάρια του θανάτου.
Εγώ, εγώ όμως έζησα. Ζω την κάθε στιγμή της μίζερης κομματιασμένης μου ζωής. Τούτα τα πέντε χρόνια έζησα όσα δεν είχα ζήσει. Ίσως, ίσως ο θάνατος να σταθεί δίκαιος για το δικό μου το χατίρι. Ίσως, ίσως να μη μ’ αφήσει να μπουχτίσω τη ζωή. Στοργικός που γίνεται φορές φορές ο θάνατος!
-Ώρα για τα φάρμακό σας, τραγούδησε η φωνή της αδελφής, ενώ τα μπουκαλάκια στο καρότσι πούσπρωχνε κουδούνιζαν χαρούμενα. Το δωμάτιο είχε κοκκινίσει μ’ ένα ζεστό πορτοκαλί. Οι κουρτίνες χόρεψαν ευχάριστα στο πρώτο βραδινό αεράκι. Όλοι αναστατώθηκαν.
-Απόψε θάχει επισκεπτήριο!

Σχετικά με νόσο Crohn δες
http://iatrika-eurumata.blogspot.gr/2012/12/crohn.html


Andre- Crohn
traduit par F. J. (Beppo) Herr






Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου

Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης