Η αδελφή της Ελένης

         
Η ΑΔΕΛΦΗ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ

Η ευτυχία της ανάρρωσης. Απολαμβάνεις χίλια δυο μικροπράγ­ματα που πριν δεν έβλεπες βουλιαγμένος στην ενδοσκοπήσεις. Τον πρωινό περίπατο στους άδειους δρόμους, τ' αναπάντεχο συναπάντημα με μιαν ανθισμένη γαζία απ' όπου κλέβεις δυο χνουδωτά μυρωδάτα λουλούδια, που θυμίζουν πρωτοφτέρουγα κοτόπουλα, ο πρωινός ήλιος που θωπεύει, η λαμπερή θάλασσα κι ο γαλήνιος ουρανός, τα μυστικά των κυμάτων. Στιγμές ευτυχίας. Το γιασεμί που επιμένει να μοσκοβολά μεθυστικά, κάποια πουλιά που τιτιβίζουν στα δέντρα, το ξαφνικό φτεροκόπημα κάποιων ερω­τευμένων πουλιών, οι γλάροι που εξαφανίστηκαν κι οι βάρκες που ράθυμα χαράζουν τον ορίζοντα, η ξαφνική μπόρα Απολαμβάνεις τις τελευταίες καλοκαιριές. Σαν γάτα
Το μεσημέρι, την ώρα του φαγητού ξετρελαμένες από την πείνα τσακωνόντουσαν ποια θα πρωταρπάξει το ψαροκέφαλο που τους πετούσαμε. Μια μικρή, πιο αυθάδης, ανέβηκε και στο τραπέζι. Τα σπίτια όλα κλειστά κι ο χειμώνας καταδικάζει αυτά τα γατιά σε θάνατο. Τις έβλεπες να υπερασπίζονται με μανία και το τελευταίο κόκαλο, να ουρλιάζουν απειλητικά σ' όποιον σίμωνε την περιοχή που η πιο τυχερή κρυβόταν κρατώντας σφιχτά στο στόμα τη μπου­κιά, ανήμπορη να την ακουμπήσει στο χώμα για να την απολαύσει, άλλαζε συνέχεια στέκια κι οι άλλες την κυνηγούσαν μυρίζοντας το πέρασμά της, ελπίζοντας πως ίσως κάποιο ψίχουλο κάπου της έπεσε να τις παρηγορήσει. Η εικόνα θύμιζε ζούγκλα κι άγρια ένστικτα. Δεν είχε σχέση με τις διαφημίσεις της τηλεόρασης με τις κονσέρβες για τ' αγαπημένα μας τετράποδα. Εδώ υπήρχε η μάχη της επιβίωσης. Αυτές οι γάτες θ' αναγκαζόντουσαν ξανά να κυνηγούν ποντίκια. Θυμήθηκα τη σιαμέζα μου που κάποτε μου είχε φέρει για τρόπαιο ένα ψόφιο ποντικό. Τον σκότωσε για να διασκεδάσει αλλ' ήταν πολύ χορτάτη για να τον φάει. Τούτες οι γάτες θα ξεσχίζουν το θύμα τους από αναγκαιότητα. Ακόμη και στον κόσμο των κατοικίδιων υπάρχουν ταξικές διακρίσεις. Γάτες γόησσες που καμαρώνουν στις γιγαντοαφίσσες και κοπρίτες που ψοφάνε απ' το κρύο και την πείνα σ' ένα προάστιο θερινών διάκο- πών ή και σε μιαν αποστειρωμένη πόλη. Γάτες στον ήλιο, είπα και ξαφνικά μεταφέρθηκα.
Ο Ευρώτας κυλούσε νωχελικά καθρεφτίζοντας το γαλανό ουρα­νό. Ανοιξη και τα πλατάνια αγριεμένα πετροβολούσαν τα νερά με χρυσά πούπουλα. Το δάκρυ μου έσταξε στο νερό και χάθηκε.
Γιατί; ρώτησα με παράπονο την εικόνα μου που μόλις είχε δια­λυθεί στο νερό που ταράχτηκε απ' το δάκρυ.
Γιατί; απόρησα. Γιατί; ρώτησα το θεό Ευρώτα συγγενικό μου πρόγονο, παλιό μου φίλο. Γιατί; κι η απορία μου μπερδεύονταν στο μυαλό, όπως το δάκρυ διαλύθηκε στο ποταμίσιο νερό. Γιατί το φεγγερό μου πρόσωπο με τα μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια και τα καστανά ατίθασα μαλλιά, γιατί να μου φέρνουν τόση λύπη; Γιατί το δάκρυ να συνάζεται στα βλέφαρα κάθε που κοιτώ τ' όμορφο πρό­σωπο μου στον καθρέφτη; Γιατί να μη μπορώ σαν τ' άλλα τα κορί­τσια να καμαρώσω στολίζοντας με γιρλάντες το λαιμό και τα μαλ­λιά, καρφώνοντας με νάζι μια παπαρούνα στο αυτί; Γιατί να μη μπορώ να σεργιανώ περήφανα και κυματιστά σαν τ' άλλα τα κορί­τσια; Μήπως δεν ήμουν βασιλοκόρη; Μήπως δεν είχα αρχοντική γενιά; Μήπως στερήθηκα τα στολίδια και τις τιμές που οι άνθρω­ποι προσφέρουν στους εκλεκτούς των θεών, τους μπροστάρηδες των ανθρώπων;
Το Φως. Ο Απόλλων. Αυτός τα φταίει. Αυτός που καθρεφτίζεται στου παπού Ευρώτα τα νερά και με τυφλώνει, θαμπώνει τη ματιά μου, με κάνει και δακρύζω. Βούτηξα τις παλάμες στο νερό, γιόμι­σα τις φούχτες μου κι ύψωσα τα χέρια γεμάτα ψηλά ψηλά πάνω απ' το κεφάλι μου προς τον ουρανό τελετουργικά προσφέροντας στον Απόλλωνα να πιει. Το νερό κύλησε ανάμεσα στα δάχτυλα, μου έγλυψε τα μπράτσα, λίμνασε στις γυμνές ακόμη μασχάλες μου και στάθηκε στο μικρό μου στήθος σα δροσοστάλα.
Έτσι ερωτεύονται οι θεοί, συλλογίστηκα κι ανατρίχιασα.


  Απόλλωνα, ψιθύρισα καλώντας τον με δέος. Χαμήλωσα το κεφάλι ντροπιασμένη. Ήμουν μικρή ακόμη, τόσο μικρή! Κι έπειτα πώς εκείνος ο καλύτερος απ' τους θεούς θα καταδεχόταν να δεχθεί τον έρωτα της πρωτοκόρης του Τυνδάρεω, της Κλυταιμνήστρας; Κι όμως γιατί; σκέφθηκα μ' ελπίδα Η Δάφνη... Ήταν πιο όμορφη η Δάφνη; Όμως όχι. Ήταν παιχνίδι της Αφροδίτης, ξεγέλασμα, μεθύσι του θεϊκού μυαλού. Αν ήταν να πεθυμήσει μια θνητή ένας θεός, τότε μόνο μια υπήρχε στη Σπάρτη που ν' αξίζει ιην τιμή: η αδελφή μου, η Ελένη. Θύμωσα απότομα μ' αυτή τη σκέψη και με μια κίνηση έριξα από πάνω μου το λευκό χιτώνα κι ολόγυμνη στην παρθενική μου λάμψη βούτηξα στο καθαρό νερό. Συλλογίστηκα ανατριχιάζοντας τα χαϊδέματα του κρύου νερού που γλυστρούσε γλύφοντας το κορμί μου.
Πάντα η Ελένη. Μόνο η Ελένη, συλλογίστηκα πικρά.

Η μητέρα; Δεν ήταν τόσο όμορφη η μητέρα όταν την αγάπησε ο Δίας. Δεν ήταν πιο όμορφη από μένα, λένε. Κι όμως εκείνος για το χατήρι της μεταμορφώθηκε σε κύκνο. Σ' ένα λευκό πανώριο κύκνο. Εκεί που εγώ τώρα, λουζόταν στα νερά. Δεν ήταν βίαιος κι ορμητικός, όπως τότε που άρπαξε την Ευρώπη, μήτε τόσο απρό­σωπος όπως τότε που για χατήρι της Σεμέλης μεταμορφώθηκε σε χρυσή βροχή. Ήταν απαλός, λαμπερός κι ευαίσθητος. Τι νά 'νιώθε η μάνα στο άγγιγμά του; Κι έπειτα... Πώς καταδέχτηκε να ξαναξαπλώσει στο κλινάρι του πατέρα και να γευτεί τα χάδια του, όταν είχε δοκιμάσει στη θεϊκή αγκαλιά την ηδονή που μόνο οι θεοί προσφέρουν σε θνητές γυναίκες;
Κι ο πατέρας; Αυτός ο περήφανος βασιλιάς πώς άντεξε το θεϊκό έρωτα της δικής του γυναίκας;
Η μάνα στιγματίστηκε απ' τ' άγγιγμα του κύκνου. Με τι πόνους γέννησε τα θεϊκά παιδιά της, τ' αδέλφια μου; Παιδιά βγαλμένα απ' τ' αυγό. Οι Διόσκουροι κι η Ελένη, τα παιδιά του κύκνου. Εγώ κι η Τιμάνδρα, τα παιδιά του βασιλιά Τυνδάρεω.
Ο λαός πανηγύρησε τη γέννηση των παιδιών του κύκνου. Ευλογία για την πόλη μας η ευμένεια πού 'δείξε ο βασιλιάς των θεών στη γυναίκα του βασιλιά μας, είπαν.
Όμως όχι, είπα και πετάχτηκα τρέχοντας απ' το νερό. Δε θά 'θελα εγώ μια τέτοιαν εύνοια. Ένα άγγιγμα που να σε σημαδεύει μια ζωή.
Ξάπλωσα γυμνή στον ήλιο κι έκλεισα σφιχτά τα βλέφαρα.
— Ο Κάστορας είναι αδελφός μου, λένε. Ο Πολυδεύκης είναι παιδί του Δία. Μα βγήκαν απ' το ίδιο το αυγό γι' αυτό και τόσο αγαπιούνται. Πάντα αχώριστοι. Πάντα μαζί για ζωή ή για θάνατο.
Η Ελένη μοιάζει νά 'ναι ξένη. Λες και δε βγήκαμε απ' την ίδια κοιλιά Ο Πολυδεύκης πρόσφερε στον Κάστορα την αθανασία Η Ελένη δε μου δίνει μήτε to χτενάκι των μαλλιών ιης. Κι όλοι κάνουν δώρα στην Ελένη. Όλοι την Ελένη θαυμάζουν. Όλοι την Ελένη αγαπούν. Περπατά τόσο περήφανα, λες κι η γη της ανήκει. Κοιτά τους άντρες κι όλοι χαμηλώνουν το βλέμμα. Κι είναι μικρή, μικρότερη από μένα η Ελένη. Ποιος τη δίδαξε τα μυστικά τεχνά­σματα της Αφροδίτης;
Το χέρι μου χάιδεψε το γυμνό μου κόρφο που ανασάλεψε κι έπειτα κατέβηκε κι άγγιξε την πρώτη χλόη της ήβης.
Είμαι όμορφη, συλλογίστηκα. Πολλοί άντρες θα μ' επιθυμού­σαν, αν δεν υπήρχε η Ελένη.
Σηκώθηκα ξαναμμένη απ' τον ήλιο και τις σκέψεις μάζεψα τα τσουλούφια πού 'χαν ξεφύγει απ' την κορδέλα των μαλλιών μου και φόρεσα το χιτώνα μου.
Δεν είμαι η Κλυταιμνήστρα, συλλογίστηκα πικρά Είμαι μονά­χα η αδελφή της Ελένης.

Δεν κοιμόμουν. Οι γάτες τριγύρω μου πάλευαν για τα κόκαλα κι η παρέα με κοιτούσε παράξενα.
Νύσταξα, είπα. Μ' αυτό τον ήλιο!

Να λοιπόν που ξανά ο κύκλος του χρόνου επιστρέφει. Αυτάρεσκα καθρεφτιζόμαστε στην επανάληψη των σημαδιών που μας χαράζουν τελεσίδικα. Εγώ απλά αναμένω να μου αποκαλυφθεί το θάμα της ζωής. Ιδού λοιπόν που τίποτε δε γνωρίζω. Ιδού που φαίνεται πως κανείς δε μπορεί να παρέμβει στον κύκλο του παρα­λογισμού που βαφτίζουμε Ιστορία. Η αλήθεια! Ποια αλήθεια; Ποια βεβαιότητα μπορεί να υπάρχει; Καθένας υποστηρίζει την άποψή του. Όσο περισσότερα γνωρίζει κανείς, τόσο πληρέστερη εικόνα μπορεί να σχηματίσει, λέμε. Κι όμως, ακόμη και για το σοφότερο ο κύκλος των γνώσεων είναι ασήμαντος στο πέλαγο της άγνοιας που μας κυκλώνει. Κι όμως, ακόμη και για τον πιο έμπειρο μπορεί ν' αποδειχθεί πως αυτό που λείπει είναι το πιο σημαντικό.
Το πεπρωμένο λοιπόν μας καθοδηγεί. Δε μπορούμε να ξεφύ­γουμε όσες σκέψεις κι αν καταναλώσουμε. Δε μπορούμε να γυρί­σουμε πίσω κι αν γυρίζαμε το πιθανότερο είναι πως θα επαναλαμ­βάναμε τα ίδια Λάθη. Το παραμύθι τελειώνει όταν ο κύκνος μετα­μορφωθεί σε ασχημόπαπο ξανά. Η τελική μας κατάληξη είναι η αθλιότητα. Λατρεύουμε την ομορφιά γιατί κρατά όσο μια αστραπή και μας θαμπώνει. Με δέος προσμένουμε όμως μάταια πως το θάμα θα επαναληφθεί. Υπάρχει μια σιωπηλή συγκατάβαση. Όχι, ποτέ δεν ήμουν ορθολογιστής. Ορμώ τυφλά προς τα 'κεί που με παρασύρει η διαίσθηση. Κι ως τώρα μου βγήκε σε καλό. Τι ωφε­λούν οι στατιστικές όταν εξατομικεύεις κάθε περίπτωση;

Απόσπασμα 13η συνέχεια από "Ονείρου απατηλότερα"

Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης