Αγνή

           
                                           ΑΓΝΗ

Την Αγνή πίστεψα ότι την αγάπησα Ήταν η καλύτερη φίλη της Σοφίας και ζούσε μιαν ερωτική απογοήτευση την εποχή που εγώ δεν είχα πια καμιά σχέση με τη Σοφία. Την άγγιξα στα πρώτα γενέθλια του γιου μου, δήθεν για να της φτιάξω το γιακά.
Αν δεν υπήρχε η Σοφία θα σ' ερωτευόμουν, της είπα
Ήταν αθώα. Με κοίταξε με κατάπληξη και βιάστηκε ν' απομα­κρυνθεί.
Την ξανασυνάντησα στο σπίτι της. Είχα περάσει να πάρω τη Σοφία, που κείνη την ώρα μιλούσε απ' το τηλέφωνο της κουζίνας.
Έρχομαι αγάπη μου αμέσως, μου φώναξε, ενώ καθόμουν στον καναπέ.
Τι να σου βγάλω; ρώτησε η Αγνή ευγενικά.
Βγάλτα όλα, της είπα κι αυτή λαμπάδιασε σαν παπαρούνα.
Κείνο το βράδυ φεύγοντας τη φίλησα φροντίζοντας να παρατεί­νω τον τυπικό εναγκαλισμό. Ήξερα ότι την κρατώ. Ήξερα ότι κουβεντιάζει με τη Σοφία τα προβλήματα του γάμου μας, όπως κι η Σοφία μου μετέφερε τα δικά της αισθηματικά προβλήματα Ήξερα τα προβλήματά της. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να μου τα κρύψει; Πολλές φορές η Αγνή ερχόταν κλαίγοντας στο σπίτι μας κι απο- μονωνόντουσαν κουβεντιάζοντας στο σαλόνι. Γιατί να μην προ­σπαθήσω να την παρηγορήσω; Μ' ερέθιζε η αφέλειά της, τόσο αταίριαστη με την εμφάνιση, την κοινωνική της θέση και την ηλι­κία της. Ήταν σα νά 'χε πέσει από κάποιον άλλο πλανήτη. Την πολιορκούσα προσεκτικά Κι ήταν η μεγαλύτερη έκπληξη στη ζωή μου, όταν κάποιο μεσημέρι ήλθε στο γραφείο μου και μου είπε:
Σε συμπαθώ και ξέρω πώς με βλέπεις. Η Σοφία μου έχει μιλή­σει για τα προβλήματά σας και ξέρεις τι με απασχολεί. Τι θά 'λεγες αν δοκιμάζαμε; Μπορεί το πείραμα να μην πετύχει, όμως να ξέρεις ότι ποτέ πια δε θα ξαναγίνεις για μένα απλά ο άντρας της Σοφίας.
"Δεν έχω πια σπίτι" παραπονιόμουνα στη μάνα μου. Το σπίτι είναι ένα λιμάνι, ένα καταφύγιο. Όσο εσύ υπάρχεις, εδώ είναι το σπίτι μου. Με τη Σοφία δεν έχω σπίτι. Απλώς συγκατοικούμε.
Τίποτε δε μοιραζόμαστε.
— Σπίτι! ονειροπόλησε η μάνα μου. Δεν ξέρω γιατί πράμα μου μιλάς. Πάντα μέναμε σε νοίκι. Πάντα όλα ήταν προσωρινά. Ακόμη και το πατρικό μου δεν το ένιωσα για σπίτι μου. Ήθελα πάντα να πετάξω μακριά του. Ονειρευόμουν το δικό μου σπίτι. Αυτό που ποτέ δε χτίσαμε. Τελικά σπίτι για μένα πάντα ήταν εκεί που ήμουν εγώ. Προσπαθούσα να στήσω την ατμόσφαιρα του σπιτιού παντού, τη θαλπωρή του. Ίσως θα πρέπει να προσπαθήσεις περισ­σότερο. Μην τα περιμένεις όλα απ' τους άλλους. Προσπάθησε εσύ να στεριώσεις το δικό σου σπίτι, κοντά στη γυναίκα που διά­λεξες για σύντροφο σου.
Προσπάθησα. Σπίτι δεν έστησα ποτέ. Ήμουν πάντα σα να ζούσα σε ξενοδοχείο. Ποτέ πια σπίτι μου. Όμως ισορροπούσα. Πατούσα ξανά στα δικά μου πέλματα κι απολάμβανα τον ήχο των βημάτων μου στην άγρια ερημιά του κόσμου. Τελικά μόνοι γεν­νιόμαστε. Μήπως μόνοι δεν πεθαίνουμε; Τι μας σπρώχνει κοντά στην ανθρώπινη μάζα; Τι μας πείθει ότι μπορούμε στ' αλήθεια να σμίξουμε μ' έναν άλλο άνθρωπο; Αγγιζόμαστε, σμίγουμε με τους άλλους, ζευγαρώνουμε κατά τα προστάγματα της φύσης, μας προ­δίδουν και προδίδουμε. Όχι, σε κανένα δε χρωστάμε, πέρα απ' τον ίδιο μας τον εαυτό. Ούτε στους γονιούς ή τα παιδιά μας. Δεν ανήκουμε σε κανένα, δεν προδίδουμε κανένα. Δεν προδίδουμε παρά μονάχα τον εαυτό μας. Δεν υπάρχει ιδέα ή χρέος που ν' αξί­ζει τον κόπο να θυσιαστούμε, δεν υπάρχει άνθρωπος που ν' αξίζει τον κόπο να του δώσουμε το παραμικρό. Δίνουμε όπου θέλουμε να δώσουμε και παίρνουμε απ' όπου μπορούμε ν' αντλήσουμε κάτι. Δε μας χρωστά κανείς το παραμικρό και δε χρωστάμε σε κανένα τίποτε.
Ο θάνατος υπάρχει καθημερινά στη ζωή μας. Σκοτώνουμε τους ανθρώπους που αγαπάμε, τους τεμαχίζουμε σύμφωνα με τις ανά­γκες μας. Κρατάμε κείνη την ηλιαχτίδα στα μαλλιά, κείνο το φευ­γαλέο άγγιγμα πάνω στην άμμο, κείνο το βλέμμα που γύρευε να κρυφτεί στα βάθη της ψυχής. Όλα τα ξεπουλάμε στο χρηματιστή­ριο της μνήμης. Στιγμές. Αυταπάτες. Όλα ήταν μια παρεξήγηση. Κι ο ιδρώτας του έρωτά μας θα μπορούσε να ερμηνευτεί με χημικές εξισώσεις.
Έτσι πίστευα κι όμως διάλεξα το σπίτι μας και το κρεβάτι της Σοφίας για να κάνω έρωτα με την Αγνή, αν και αυτή δεν το ήθελε. Πίστευα ότι έτσι την εκδικούμαι; Στο βάθος υποπτευόμουν ότι η Σοφία μου είχε πασάρει την αφελή της φιλενάδα στην προσπάθειά της να με κρατήσει. Αφού είχα που είχα γκόμενες γιατί να μην είναι κάποια που να μπορεί να την ελέγχει; Δε θά 'χε ίσως αντίρ­ρηση να συμμετέχει σε παρτούζα αν έλεγα ότι αυτό επιθυμώ, αλλ' η Αγνή μπορεί να ήταν απελευθερωμένη στο κρεβάτι, αλλά πίστευε ότι το σεξ είναι άθλημα αποκλειστικά για δύο. Ήταν καλή στο κρεβάτι. Όμως για μένα που είχα δοκιμάσει τα πάντα δεν έφθανε. Της ζήτησα ν' αγοράσει τα σέξυ εσώρουχα που πάντα μ' ερέθιζαν. Δεν ήταν άσχημη. Όμως μ' ερωτευόταν. Κρεμόταν πάνω μου. Δενόταν μαζί μου όσο κι αν την απέφευγα. Μου συγχωρού­σε τα πάντα. Ήταν στο τέλος πληκτική.
Μού 'στελνε γράμματα, όποτε θύμωνε. Γράμματα που έσχιζα δίχως να διαβάσω. Κράτησα μόνο το τελευταίο που έλαβα από τη Σρι Λάγκα. Σκοτώθηκε με τον άντρα της στην επιστροφή σε αερο­πορικό δυστύχημα κάπου πάνω απ' τη Σαουδική Αραβία. Το γράμ­α έφθασε μετά την είδηση του θανάτου της. Δεν καταλάβαινα. Γιατί όλες οι γυναίκες δίνουν τόση σημασία σε τέτοιες λεπτομέ­ρειες; Γιατί απαιτούν αποδείξεις; Μπορώ να πω ειλικρινά ότι την αγαπούσα, όσο το αυτοκίνητο ή το σκυλάκι μου. Απλώς ήμουν τόσο αγχωμένος εκείνο τον καιρό με τις επιχειρήσεις μου κι αυτή ήθελε καθημερινά να της τηλεφωνώ. Απαιτούσε στη ζωή μου κάποιο χώρο που δεν υπήρχε. Δεν καταλάβαινε ότι στο πάρε δώσε της ζωής, ποτέ δεν δίνεις εκεί απ' όπου δεν προσδοκάς κάποιαν ανταπόδωσα Ήταν απ' τους χαμένους. Αναρωτιέμαι αν θα την ξανασυναντήσω κάποτε σε κάποια από τις επόμενες μετενσαρκώ­σεις μας. Ήταν απ' τους ανθρώπους που στ' αλήθεια κάποιες στιγ­μές ένιωθα κοντά μου και της είχα εξομολογηθεί πράγματα που συνήθως δεν έλεγα σε κανένα.
Σ' αυτό το τελευταίο γράμμα έλεγε:
"Αλέξη, αγάπη μου,
Πάει λοιπόν. Χάθηκε τα αγαπημένο μου βραχιολάκι για πάντα. Δεν ξέρω. Κάπου. Σε μιαν αρχαία πόλη στη Σρι Δάγκα στις όχθες κάποιας λίμνης από αιώνες τεχνητής, στον ιερό περίγυρο του δέντρου Μπο, όπου με γυμνά πέλματα τιμούσα το ακατανόητο. Το φορούσα, όταν έσμιγα τα χέρια λατρευτικά μπροστά στο άγαλμα του Βούδα προσφέροντας άνθη λωτού και μη ζητώντας τίποτε γι αντίδωρο. Το φορούσα την ώρα που ο μισόγυμνος μοναχός με σφράγισε στο μέτωπο με στάχτη κι έδεσε μ' ένα σπάγκο το χέρι μου για να πιάσει κάποια μου ευχή, που όμως δεν είχα σκεφθεί να κάνω. Το φορούσα την ώρα που ο χειρομάντης διάβαζε στις γραμμές του χεριού μου ότι έχω εξασφαλισμένη μακροζωία, καλήν υγεία, κοινωνική ευμάρεια, φήμη ως τα πέρατα της γης κι ένα μονάχα άντρα.
Ένα; ρώτησα
Είναι ο πρώτος, είπε με σπασμένα αγγλικά
Και μετά; επέμεινα
Δες μόνη σου, είπε τεντώνοντας την παλάμη μου. Η γραμμή της σελήνης είναι καθαρή. Δεν υπάρχει άλλος, είπε κατηγορηματι­κά, κοιτώντας τον άντρα μου.
Κείνη την ώρα χάιδεψα το βραχιολάκι στον καρπό μου. Ίσως, σκέφθηκα. Ίσως ο χειρομάντης να ξέρει πιο πολλά. Ίσως να εννοεί τον άντρα που πραγματικά είναι ο σύντροφος μου.
Το χρυσό αλυσιδάκι, το ξέρεις, ότι άλλα ιστορούσε. Εσύ σίγου­ρα πια δεν το θυμάσαι. Πάνω στο τραπεζάκι του ζαχαροπλαστείου πίνοντας την πορτοκαλάδα μ' άγγιξες στον καρπό δήθεν χαϊδεύο­ντας αυτό το βραχιολάκι.
Θά 'θελες; είπες. Θά 'θελες εγώ να είμαι το γιατρικό που θα γλυκάνει τον πόνο σου; Κι οι στιγμές τόσο ζουμερές και το βλέμ­μα σου μόνο για μένα. Το έβγαλα έπειτα μήπως σε πληγώσω.
Είσαι τόσο όμορφη! μου έλεγες καθώς μου το ξαναφορούσες μετά, φιλώντας τον καρπό μου. Δε σ' αγαπούσα. Όχι ακόμη. Ήμουν ευτυχισμένη. Χορτάτη απ' τον έρωτά σου. Εσύ τότε ακόμη πεινούσες για μένα. Κι έπειτα... μού 'λειπες. Πόσο μού 'λειπες τότε στην αρχή! Τότε θά 'θελα να πέθαινα στην αγκαλιά σου. Αρκούσε η γεύση του κορμιού σου, οι σταλαγματιές του ιδρώτα σου στο πρόσωπο μου. Αρκούσες εσύ για νά 'μαι ευτυχισμένη. Το δέρμα σου, το άγγιγμά σου, το χάδι σου σε μέρη αναπάντεχα, το ξαφνικό συναπάντημα των χεριών σου στην έρημο του κρεβατιού. Τα δάχτυλά σου. Νά 'ξερες πόσες οάσεις έρωτα συγκέντρωναν για μένα! Τ' αγαπούσα τα δάχτυλά σου. Λεπτά δάχτυλα. Τ' ανακά­λυψα την πρώτη κιόλας μέρα καθώς τα σκέπαζα με τα δικά μου. Πίστευα τότε ότι κανείς δε μού 'δωσε ότι εσύ. Τη λευτεριά του έρωτα, το χρώμα της απόλαυσης, τη μετάφραση της σαρκικής χαράς σε συναίσθημα. Πίστευα ότι εσύ ήσουν το ταίρι μου. Κι όμως φοβόμουν να στο πω. Και βλέπεις ότι είχα δίκιο. Ήθελα νά 'σαι τόσο ευτυχισμένος, όσο εγώ κι ακόμη παραπάνω.
Θα σε σκοτώσω, είπες ξαφνικά κι εγώ χαμογελούσα.
Με κοροϊδεύεις, μου φαίνεται, είπες τότε, ενώ εγώ βούλιαζα στη γραμμή των χειλιών σου. Το στόμα σου έχει πάντα ένα πικρό χαμόγελο και τα φιλιά σου τη γεύση του καπνού.
Είναι η ιταλική κουλτούρα έλεγε η Σοφία, για σένα. Πίστευα ότι είσαι μόνον εσύ, ότι έβγαινε από μέσα σου. Πίστευα ότι θα ήσουν έτσι ακόμη κι αν είχες ζήσει στην Αλάσκα. Κι εγώ χανό­μουν στην ομορφιά της απόλαυσης, που καθρέφτιζε το πρόσωπο σου κι ένιωθα τα σπλάχνα μου να πονούν απ' την ανάγκη μου να σμίξω ξανά με σένα. Έλεγες "Τι γλυκά που είναι μέσα σου!" κι εγώ ανοιγόμουν, γινόμουν ολάκερη μια σπηλιά να σε δεχθώ, ένα λιμάνι να ρίξει άγκυρα ο έρωτάς σου. Κι έπειτα είπες "Δεν είναι πια τόσο σημαντικό το σεξ για μένα" κι ένιωσα πως συμπυκνώθη­κες σ' αμυντική στάση σαν το σκαντζόχοιρο. Δεν είχες άδικο. Πόσο μπορούσε να κρατήσει αυτή η παράκρουση που μας συνεπήρε;
Μου έλεγες ότι αν είμαστε στην αρχή όλα θα ήταν αλλιώτικα. Όμως αν είμαστε στην αρχή θά 'χαμε περισσότερο καιρό να φθεί­ρει τα συναισθήματα. Έτσι τουλάχιστον εγώ τότε πίστευα. Για μένα τα περιθώρια είχαν εξαντληθεί όταν σε πρωτογνώρισα. Κι εσύ ήσουν η κρυφή μου Άνοιξη που ήλθε παράλογα να μου γεμί­σει τη ζωή. Τη ζωή μου που είχε τόσο φυράνει που ήμουνα έτοιμη να την πετάξω στα σκυλιά σαν παλιομοδίτικο φουστάνι. Σ' απά­ντησα δίχως ελπίδα. Κι ένιωσα πως μ' αγάπησες. Δε μου έκανες έρωτα Μου δόθηκες. Σου δόθηκα Μού 'δειξες πως ένας άντρας αγαπά μια γυναίκα. Γιατί πριν δεν τό 'ξερα. Είχα διαβεί μια ζωή δίχως να το γνωρίσω. Κι η αγκαλιά σου λιμάνι απάνεμο. Στο στή­θος σου μπορούσα να κουρνιάσω. Μπορούσα στα μπράτσα σου να γαντζωθώ, να επιζήσω καταβροχθίζοντας τη γλύκα των φιλιών σου, να χωράω στη μασχάλη σου. "Κάποιες ευχάριστες στιγμές που θα τις θυμόμαστε αν επιβιώσουμε", έλεγες. Για μένα δεν ήταν ποτέ μόνο αυτό. Ήταν γιατί ακροβάιησα για να σ' αγγίξω, κρεμά­στηκα στην άβυσσο για να σε φθάσω, πέταξα σ' άγριους καιρούς για να σε κλείσω στην αγκαλιά μου, για να πιστέψω ότι εσύ υπάρ­χεις, κι ήσουν στο πλάι μου, έτσι σε ένιωθα, όχι σκιά ονείρου αλλά καλύτερα απ' ότι τολμούσα να ονειρευτώ. Ήταν η γλύκα του κορμιού σου, η παραδοχή των επιθυμιών σου για μένα, ήταν τα καινούρια χνάρια στο κορμί μου που βάδιζε δισταχτικά στο θάνα­το.
Κάθε φορά διάβαινα όρη και βουνά, περνούσα πέλαα και ποτά­μια για να σ' αγγίξω. Σκαλί σκαλί ανέβαινα. Κι εσύ γλιστρούσες στην αγκάλη μου, γινόσουν θάλασσα για να πνιγώ. Στη θαλπωρή των μυστικών εγκάτων με καρτέραγες. "Μη μου φεύγεις" έλεγες κι ας έφυγες μετά Πίστευα ότι δεν ήταν το κορμί μου το πεδίο του θριάμβου σου, όπως με τον άλλο, αλλά η ακρογιαλιά της ηρεμίας. Πίστευα ότι θά 'μαστέ λεύτεροι κι οι δυο, κι οι δυο γεμάτοι. Σε πείσμα κάθε λογικής ήταν απλό και φυσικό, ήταν ωραίο. Μπορούσαμε ν' αγαπιόμαστε σα δυο παιδιά. Έτσι το πίστευα στο ξεκίνημα. Είχα παλέψει. Είχα αντισταθεί. Δεν ήθελα να σε κλέψω. Ήθελα να χωρέσω ανάμεσά σας, όσο μου επέτρεπε ο χώρος που εσείς μ' αφήνατε.
Έπειτα, αφού σε είχα ερωτευθεί, δεν ήξερα πια τι μου φτάνει. Ψάχνουμε βλέπεις πάντα για ένα αστέρι κι έπειτα ολάκερος ο ουρανός δε μας χωρά Κι όμως στην αρχή πίστευα ότι τούτος ο έρωτας ήταν το έρμα που ισορρόπησε ξανά ολάκερη τη ζωή μου. Ήταν το κλειδί που άνοιγε τις πόρτες για όλα τ' άλλα. Ήταν αυτό που με γέμιζε. Ήμουν ευτυχισμένη μόνο γιατί εσύ υπήρχες στη ζωή μου. Οι άλλοι στόχοι υπήρχαν, αλλά δε θά 'χαν καμιάν αξία, αν δεν υπήρχες εσύ. Η ζωή μου θα παράπαιε δίχως το βάρος της ισορροπίας των κορμιών μας. Αφηνόμουν να βουλιάζω στις οιμω­γές των σπλάχνων μου πριν με προλάβει ο θάνατος. Σκεπτόμουν ότι η ζωή μοιάζει με τεμνόμενους κύκλους. Όπως στο σχολειό που μπογιαντίζαμε τα κοινά σημεία. Πολλοί τεμνόμενοι κύκλοι. Εσύ, εγώ, η Σοφία κι όλοι οι άλλοι. Πίστευα ότι πάντα θα είχαμε το δικό μας κοινό χώρο. Σου είχα αφήσει ανοιχτές όλες της πόρτες της ύπαρξης μου. Ήθελα εσύ να πάρεις ό,τι θες, ό,τι χρειάζεσαι. Έλεγα ότι δε θα παλέψω για να σε κρατήσω. Αγαπούσα την κάθε τρίχα απ' τα μαλλιά σου, την κάθε ρυτίδα, τον κάθε πόρο του κορ­μιού σου. Ήθελα να σου δίνομαι, όσο ήθελες να με παίρνεις. Μου είχες ζητήσει να στα δώσω όλα. Δεν το μπορούσα και το ξέραμε. Μας ανήκε πίστευα πάντα μόνο αυτός ο κρυφός παράδει­σος. Κουβαλούσαμε και την ευτυχία των άλλων. Τ' ότι πίστευα πως μ' αγαπάς, μ' έκανε γενναιόδωρη. Μ' έκανε να εμπιστεύομαι ξανά τη ζωή, να μη φοβάμαι το θάνατο. Ο άντρας μου ήταν η βάρκα που με κρατούσε στο νερό κι εσύ ο αγέρας που μου φού­σκωνε τα πανιά. Θά 'θελα να πετάξω. Όμως δεν το τολμούσα. Θέλαμε ακριβώς την ισορροπία του ιστιοφόρου. Εγώ κι ο άντρας μου. Εσύ και η Σοφία Εσύ κι εγώ. Εμείς κι όλα τα άλλα.
Συμβιβαζόμουν. Ήξερα πως έτσι κι αλλιώς κανείς δε μπορεί να ταυτιστεί με μιαν άλλην ύπαρξη, πως μόνοι στη ζωή βαδίζουμε. Συναντιόμαστε με τους άλλους ανθρώπους σαν τους πλανήτες, έλξη κι απώθηση μας συγκρατούν. Κι εσύ μου έλεγες ότι όλα είναι προδιαγεγραμμένα σαν τις τροχιές των άστρων. Αναρωτιόμουν τι ήταν αυτό το μυστικό βαρόμετρο που ρύθμισε την εσωτερική μου ζωή στην ευτυχία. Και τι ήταν ευτυχία πέρα απ' αυτές τις ελάχιστες στιγμές, όπου όλα μ' επιτυχία ισορροπούν στο τεντωμένο σχοινί. Μια στιγμή αργότερα το χειροκρότημα ή η συντριβή. Όσο άντεχα όμως χαμογελούσα, όσο κρατούσε αυτό το καλοκαίρι. Κι ευχό­μουν ο χειμώνας να μην έρθει ποτέ.
Κι όμως δεν άργησε να φανεί. Θυμάμαι στο σαλόνι σας, όλοι μαζεμένοι κι εγώ ερωτευμένη πια μαζί σου, να σου μιλώ καθημε­ρινά με τις ώρες απ' το τηλέφωνο κι εσύ τόσο μακριά, τόσο κοντά μου κι ο άλλος να με απειλεί ξανά να με υποδουλώσει με την αρπακτικότητα του έρωτά του.
Ήσουν στο γραφείο και μας έβλεπες, όταν ο άλλος με πλησία­σε και μ' άγγιξε σφιχτά στον καρπό, έτσι που να φυλακίζει το βραχιολάκι μου κι εγώ τραβήχτηκα απότομα λες και με δάγκωσε οχιά. Έβλεπες απ' την ανοιχτή πόρτα και πια αδιαφορούσες για την κατακτητικότητα του άλλου. Για σένα ήμουν πια νεκρή.
Κι έπειτα κάτσαμε στο σαλόνι όλοι γύρω απ' το τραπέζι και συνεδριάζαμε κι εκείνος πλάι μου ρητόρευε με το χέρι του φανερά μπροστά σε όλους να σφιχτοδένει τον καρπό μου παίζοντας με το αλυσιδάκι δήθεν αδιάφορα, εν τη ρύμη του λόγου. Η Σοφία πλάι μου ακούμπησε τη φούχτα της στο γόνατο μου κάτω απ' το τραπέ­ζι όσο εκείνος κρατούσε το χέρι μου. Συνενοχή; Ανάμεσα σε ποι­ους;
Σηκώθηκα δήθεν να πάω στην τουαλέτα. Ήθελα να κρυφτώ στην αγκαλιά σου, απ' την ανάγκη μου για τον άλλο. Ήθελα να νιώσω ξανά πως μ' αγαπάς. Έβλεπες μπάλα στην τηλεόραση; Έπαιζες με το παιδί κάποιο βιντεοπαιχνίδι; Ούτε θυμάμαι πια. Απλώς δεν ήσουνα κοντά μου όταν σε χρειάστηκα. Δε θα σ' ένοι­αζε, ακόμη κι αν έφευγα με τον άλλο την ίδια στιγμή. Δεν υπήρχα για σένα.
Όπως δεν υπήρχα και κείνο το βράδυ καθισμένη ανάμεσά σας στο εστιατόριο που τσακωθήκατε δημόσια για κάποιαν άλλη. Βράδυ καλοκαιρινό με πανσέληνο στο κατάμεστο κέντρο. Άθελά μου εγώ ξεκίνησα τον καυγά. Ρώτησα πώς τα περάσατε χθες σ' αυτό το ξενυχτάδικο.
Πήγαμε με την Πόλυ και το δικό της, είπε η Σοφία.
Τον αρραβωνιαστικό της, είπες εσύ κι αυτό ήταν αρκετό για να ξεσηκωθεί η θύελλα.
Μπα, σου θίξαμε τη γκόμενα; είπε η Σοφία. Ξέρεις πόσους σαν κι αυτόν είχε;
Εσύ δεν ξέρεις με ποιον ζεις, απάντησες. Δε θά 'βγαινα ποτέ με την υπάλληλο μου και το φίλο της. Εσύ τους κάλεσες.
Σε υπερασπίστηκα.
Τι σημασία έχει, βρε Σοφία, ρώτησα, αν είναι αρραβωνιασμένη ή παντρεμένη;
Και βέβαια έχει, επέμεινε εκείνη. Όλα έχουν σημασία. Του θίξαμε τη γκόμενα. Ή μήπως νομίζεις ότι ξεχνώ που πήγες μαζί της στη Μήλο και δε μου τηλεφώνησες και μετά μιλούσες μαγκω­μένα απ' το δωμάτιο του ξενοδοχείου γιατί ήσουν μαζί της.
Ήταν ανάγκη να πάω στη Μήλο για να την πηδήξω; αγρίεψες. Εδώ συνέχεια μαζί είμαστε.
Ήμουν κι εγώ σίγουρη ότι στη Μήλο είχες πάει μόνο και μόνο για να πηδήξεις εκείνη την υπάλληλο. Ίσως γιατί δε σου προσφε­ρόταν στο γραφείο. Ήταν έμπειρη στο παιχνίδι. Ήξερε πώς να αποσπά ό,τι θέλει από έναν άντρα. Ήμουν σίγουρη γιατί την παραμονή του ταξιδιού —που είχες ξεχάσει να μου αναφέρεις— τσακώθηκες μαζί μου για πρώτη φορά. Μου μίλησες επιθετικά, σχεδόν μου έκλεισες το τηλέφωνο με πρόσχημα το άγχος σου. Και μετά το ταξίδι σίγουρα εξακολούθησες να την πηδάς στην καινούρια μοκέτα στο γραφείο. Και μένα μ' είχες προσκαλέσει κάποτε εκεί.
Πειράζει που δε θά 'χουμε κρεβάτι; είχες ρωτήσει. Έχω όμως μια καινούρια άσπρη παχιά μοκέτα.
Δεν ήλθα ποτέ στο γραφείο σου. Δε με κάλεσες. Μαζί μου προ­τιμούσες το συζυγικό κρεβάτι. Ήξερες ότι δεν το ήθελα Επέμενες με μύριες όσες προφάσεις ότι μονάχα εκεί ήσουν ασφαλής. Κι εγώ σε αγαπούσα. Σας αγαπούσα και τους δυο. Και σένα και κείνη. Ήταν η πιο καλή μου φίλη. Ήθελα νά 'ναι ευτυχισμένη. Κι όμως σου δόθηκα. Και δεν ένιωθα τύψεις. Το θεωρούσα φυσικό, όπως τις φορές που ανταλλάσσαμε φουστάνια ή τότε που πεινα­σμένη έμπαινα στο σπίτι σας κι εκείνη με κερνούσε και του πουλι­ού το γάλα. Ήσουν ένα πακέτο πατατάκια που μοιραζόμαστε δια­βάζοντας στα σχολικά μας διαγωνίσματα. Και την είχα ρωτήσει πριν σε πλησιάσω, την εποχή ακόμη που με πολιορκούσες.
Γιατί δε θες να κάνετε έρωτα; Γιατί λες "μια φορά το μήνα και πολύ του είναι"; Δε σκέπτεσαι πως ίσως πάει μ' άλλες;
Με κοίταξε στα μάτια και μ' απάντησε:
Ας κάνει ό,τι θέλει. Εγώ πάντως περισσότερα δεν του δίνω. Κι αυτή η ελάχιστη φράση στάθηκε για μένα το πράσινο φως που μ' έσπρωξε στην αγκαλιά σου.
Τα ήξερες όλα για τον άλλον από τη Σοφία Ερχόμουν κλαμένη σπίτι σας και κείνη με παρηγορούσε.
  Με τον Αλέξη θα ταιριάζατε στο κρεβάτι, μου είπε κάποια φορά Εκείνος θέλει να το κάνουμε όλο τ' απόγευμα Εγώ βαριέ­μαι.
  Είσαι το ταίρι μου, είπες και συ την πρώτη φορά. Θά 'θελα, πόσο θά 'θελα νά 'ταν αυτό αλήθεια!
Σας αγαπούσα και τους δυο. Εσάς και όχι μόνο. Αγαπούσα και τον άντρα μου και τα παιδιά και τον άλλο, που δεν ήθελε να μ' αγαπά, μα μόνο να με τιμονεύει στους ρυθμούς του έρωτά του.
Σας αγαπούσα κι έπιασα και στους δυο τα χέρια προσπαθώντας να σας ηρεμήσω. Ο κόσμος γύρω μας να μας κοιτά κι εσείς αγριε­μένοι σαν κοκόρια. Το χέρι μου με το βραχιόλι ν' ακουμπά στο δικό σου.
Λογικέψου, έλεγα στη Σοφία. Ακόμη κι αν ήταν μαζί της, θα μπορούσε να σου τηλεφωνήσει. Βλέπεις, το ήξερα καλά. Στο κρε­βάτι σας, μαζί μου, πάντα σήκωνες το τηλέφωνο και μια φορά μίλησες και μαζί της, γυμνός στο πλάι μου, τόσο ατάραχος σα νά 'χες μόλις ξυπνήσει.
Δε μου είπε όμως "φιλάκια" επέμενε εκείνη, λες και με την υπάλληλο στο κρεβάτι θα σου ήταν δύσκολο να της στείλεις φιλάκια από το τηλέφωνο. Αλλά δε με νοιάζει τι κάνεις, αγρίεψε ξανά, αρκεί να μην το κάνεις μπροστά μου, όπως το έκανες εκείνη τη φορά με το νήπιο.
Εσύ μ' έβαζες να παίζω μπάσκετ μαζί της για να κάνω πλάτες στον ανιψιό σου, εξεμάνης.
Νομίζεις ότι με νοιάζει ό,τι κι αν κάνεις; είπε η Σοφία με τεχνητήν αδιαφορία Κάνε ό,τι θες. Μα με γυναίκες άνω των 30, γιατί εγώ με τριαντάρα μοιάζω. Δε σου επιτρέπω να σου αρέσουν οι μικρές.
Ευτυχώς, της είπες σκληρά, γιατί εμένα οι μικρές δε μου αρέ­σουν. Προτιμώ τις μεγάλες, πρόσθεσες κι εγώ ένιωσα ότι ήταν φως φανάρι για ποια μιλούσες, όμως το προσπέρασα προσπαθώντας να ηρεμήσω εκείνη.
Μα, βρε Σοφία! Έχει σημασία τι του αρέσει ή τι κάνει;
Για μένα έχει σημασία τι του αρέσει, επέμεινε εκείνη.
Για μένα είπα, θα ήταν πιο σημαντικό αν δεν κάνει κάτι παρ' ότι το θέλει. Είναι γιατί εγώ κάτι τέτοιο ποτέ δε θα το μπορούσα.
Εμένα δε με νοιάζει τι κάνει, αρκεί να μην το κάνει μπροστά μου και με μικρότερες, είπε η Σοφία Μισώ τα γηρατειά και προπα­ντός τις τροφαντές μικρούλες.
Όμως υπάρχουν και τροφαντοί νεαροί, είπα για να ισοσκελί­σω την κατάσταση, ενώ σκεπτόμουν ότι αποκλείεται να πιστεύει αυτά που λέει.
Εγώ βλέπω μόνο τις γυναίκες, απάντησε. Δεν του επιτρέπω να του αρέσουν οι μικρότερες. Δε με νοιάζει αν πηγαίνει με μεγαλύ­τερες πάνω από 30.
     Μα αυτές ακριβώς μου αρέσουν! είπες, ενώ έσβηνες με μίσος το τσιγάρο στο τασάκι.
     Γι' αυτό σου λέω, Αγνή μου, είπε η Σοφία, ότι όλοι οι άντρες είναι ίδιοι και θά 'πρεπε νά 'μαστέ Λεσβίες.
Απομάκρυνα το χέρι μου απ' το δικό σου. Σίγουρα δεν το πήρες είδηση, όπως ούτε που θα θυμάσαι τούτο το θέατρο του παραλό­γου που κράτησα στη μνήμη μου ζεστό. Κρατούσα μόνο το δικό της χέρι όταν της έλεγα:
     Όχι, μ' αρέσουν οι άντρες, ακριβώς γιατί είναι διαφορετικοί. Όσο για εμπιστοσύνη δεν είναι θέμα φύλου. Εγώ δεν εμπιστεύο­μαι πρώτα απ' όλους τον εαυτό μου.
     Όμως εγώ τον εμπιστευόμουν, είπε με παράπονο η Σοφία γι' αυτό τον άφησα να πάει στη Μήλο κι αυτός μ' έκανε τάρανδο.
Κι εγώ σ' εμπιστευόμουν, της είπες ψυχρά.
     Γιατί; Πότε εγώ σού 'δωσα το δικαίωμα; αγρίεψε ξανά η Σοφία.
     Απ' την αρχή, τότε που με πρόσβαλες το να κοιτάς άλλους ενώ ήσουν μαζί μου.
     Το ξέρεις ότι γι' αυτό φταίει η μυωπία μου, είπε εκείνη με περιφρόνηση.
     Σου είχα όμως εξηγήσει από την αρχή ότι με πειράζει και συ το εξακολουθείς, ενώ ξέρεις ότι για μας τους άντρες, αν μας κοιτά­ξει μια γυναίκα σκεπτόμαστε ότι της αρέσουμε και λέμε ότι εκείνος που τη συνοδεύει είναι μαλάκας. Όσο για το θέμα της εμπιστοσύ­νης, έχω ζήσει τέτοιες καταστάσεις, που δε θά 'πρεπε να εμπι­στεύομαι καμιά γυναίκα. Αγκαλιάζουν τον ένα και δήθεν κάτι τις ενοχλεί στο μάτι για να το κλείσουν στον άλλο.
Δε θα θυμάσαι τίποτε απ' όλα αυτά. Για σένα είναι σα να μη τα ζήσαμε. Κι η Σοφία ίσως αόριστα να τα θυμάται. Πολλές φορές η μνήμη της έπεφτε σ αντιφάσεις. Άλλοτε σε μισούσε κι άλλοτε ήθελε να σε κατέχει. Ανάλογα με τη διάθεση της στιγμής μεταμορφωνόντουσαν κι οι διηγήσεις της για τη σχέση σας. Πιστεύω ότι σ' αγαπούσε, όπως με τον τρόπο σου την αγαπούσες και συ κι ας μην το παραδέχθηκες ποτέ.
Ήσουν λοιπόν στο πλάι μου, μπορούσα να σ' αγγίξω, μα ήσουν μακριά μου, τόσο ξένος! Μαζί της ταίριαζες. Κι οι δυο ενδιαφερό­σαστε τόσο για τους τύπους κι αδιαφορούσατε τόσο για την ουσία των πραγμάτων. Δεν είχε σημασία τ' ότι δεν κάνατε πια έρωτα, δεν είχε σημασία ότι η σχέση σας από παντού έμπαζε, ότι παντού υπήρχαν πινακίδες με απαγορεύσεις. Είχε σημασία αν η υπάλληλος ήταν γκόμενα ή αρραβωνιαστικιά κάποιου τρίτου και για σένα το μόνο που μετρούσε ήταν μήπως σε πουν "μαλάκα" απ' το διπλανό τραπέζι, επειδή η γυναίκα που συνοδεύεις χαριεντίζε­ται.
Είναι η ανασφάλεια της ηλικίας, συνέχισε ακάθεκτη η Σοφία λες και δεν ήσουν παρών. Κολακεύεται να του κολλάνε οι μικρού­λες.
Βρε, με το 14ρι, ούρλιαξες. Σε λίγο θα πεις ότι θα πήγαινα και με την κόρη μου.
Να κάνεις ότι θες, αρκεί να μην το ξέρω, επανέλαβε η Σοφία ψυχρά μπροστά μου κι εσύ απάντησες:
Εγώ το κρεβάτι το έχω χορτάσει, είπες. Τα σιγανά ποτάμια να φοβάσαι, κι ένιωσα ότι με σημάδευες για να με γνωρίσει, ότι με μαχαίρωνες για όλα κείνα που κάποτε μας έσμιγαν.
Όμως πιστεύω στο έγκλημα και τιμωρία συνέχισε εκείνη. Δε χρειάζεται να κάνεις τίποτε πέρα απ' το να κάτσεις στο ποτάμι και να περιμένεις. Η εκδίκηση είναι πιάτο που τρώγεται κρύο. Αρκεί να περιμένεις υπομονετικά στην όχθη. Θα δεις το κουφάρι να κατεβαίνει.
Αν είναι του ανθρώπου που αγαπάς, αυτό καθόλου δε σε γαληνεύει, είπα μιλώντας περισσότερο στον εαυτό μου.
Ήσουν πια ξένος. Ήσουν μακριά. Έσμιξα τα χέρια μου πάνω στο τραπέζι κι έπαιξα με το χρυσό μου βραχιολάκι. Η κρίση είχε εκτονωθεί. Ανακωχή. Ο ήλιος που βγαίνει μετά την καταιγίδα. Πήγαμε μετά για παγωτό, λες και τίποτε δε μεσολάβησε.
Είσαι καλά; σε ρώτησα την ώρα που εκείνη πήγε στην τουαλέ­τα.
Και βέβαια ήσουν καλά. Δεν άπλωσες το χέρι να μ' αγγίξεις. Κάποτε τό 'κάνες ακόμη και πίσω από την πλάτη της μέσα στο αυτοκίνητο. Τώρα κι αυτό είχε πεθάνει. Κάποτε με φιλούσες στη μέση του δρόμου, κάποτε με κάθε πρόφαση καθόσουν πλάι μου έτσι που να μπορείς συνέχεια να μ' αγγίζεις, τα πόδια μας να σμί­γουν κάχω απ' το τραπέζι, τα μπράτσα μας δήθεν τυχαία ν' ακου­μπούν, έτσι που συ με δεμένα χέρια να χαϊδεύεις συνέχεια τη γυμνή μου μασχάλη. Κάποτε μ' έπαιρνες απ' τη θάλασσα πίνοντας τα φιλιά μου στ' ανοιχτά μακριά απ' το πλήθος που συνωστιζόταν στην παραλία. Κάποτε μ' αγαπούσες. Κι η αγάπη πέθανε. Όπως πέθανε και το χρυσό μου βραχιολάκι. Ο κύκλος έκλεισε.
Στεκόμουν μπροστά στο χρυσό άγαλμα του Βούδα τριγυρισμέ­νη από μορφές εκστατικές, από λιτανείες ευχαριστήριες που πρό­σφεραν νερό αντίς για τάμα στο ιερό δέντρο που περιστοιχίζεται από πολύχρωμα κουρέλια μνήμης κι η ψυχή μου αδειανή από επι­θυμία, λες κι είχα φθάσει στο νιρβάνα 0 σοφέρ οδηγούσε σαν τρελός ανάποδα στους στενούς σκοτεινούς δρόμους με τους αδιάφορους στα κορναρίσματα πεζούς και τις ξαπλωμένες στην άσφαλτο γελάδες, ο άντρας μου φοβόταν κι εγώ κοιτούσα τον ήλιο που βασίλευε γιορταστικά πάνω απ' τη λίμνη και τ' ολόγιομο φεγγάρι που είχε κιόλας βιαστεί να πάρει τη σκυτάλη του φωτός.


Δε φοβόμουν το θάνατο. Είχα ζήσει. Ήταν σημαδιακό. Φθάσαμε μια νύχτα με πανσέληνο σ' ένα ταξίδι που ήθελα να προσφέρω σα δώρο ερωτικό στον άντρα που μοιράστηκε μαζί μου τη ζωή του. Κι όμως μπροστά στην ομορφιά του κόσμου και την απεραντοσύνη της ζωής ένιωθα μόνη και λεύτερη. Υπήρχαν πάντα τα πράγματα που δε μπορούσα να μοιραστώ με κανένα. Υπάρχουν όσα πεθαίνουν κι όσα ξαναγεννιούνται, όσα δεν κατανοούμε κι όσα είναι διαφορετικά. Ο κόσμος σ' αυτό το νησί που μοιάζει με ψευδαίσθηση, η βεβαιότητα για το χαραγμένο μονοπάτι που είμα­στε υποχρεωμένοι να βαδίσουμε τη στιγμή που μάθαμε ν' αποκα­λούμε ζωή. Εδώ όλοι πιστεύουν ότι δεν υπάρχει χειρότερο αμάρ­τημα από την απληστία κι όσοι δεν μάθουν να δέχονται αυτά που δίνει τούτη η ζωή ήταν καταδικασμένοι να ξαναγεννηθούν σκύλοι ή κοράκια. Εσύ πιστεύεις στη μετενσάρκωση. Εγώ δε μπορώ να μην αμφιβάλω για όλα. Σκέπτομαι ότι ο άνθρωπος έχει τόσο ασή­μαντη χρονικά πορεία σα γήινο είδος. Όταν η ζωή γεννήθηκε πάνω στον πλανήτη πριν από 500 εκατομμύρια χρόνια κι ο άνθρω­πος δεν έχει διανύσει περισσότερα από 3 εκατομμύρια, πώς να δώσεις βάρος στις όποιες ανθρώπινες αντιλήψεις; Όταν οι δεινό­σαυροι κυριαρχούσαν πάνω στη γη για 65 εκατομμύρια χρόνια, ποιος μπορεί να με πείσει ότι κι ο άνθρωπος δεν είναι είδος ανα­λώσιμο; Και αν θέλω να δεχθώ τις απόψεις των βουδιστών, ίσως δεινόσαυρος να ήμουν πριν 250 εκ. χρόνια. Αν δεις την τεράστια ποικιλία των ζωικών και φυτικών μορφών αυτής της χώρας νιώθεις ασήμαντος. Και η προσωπική σου ιστορία δεν έχει πια καμιάν αξία στον κύκλο δημιουργίας και καταστροφής που σε κυκλώνει.
Καθώς κοιτούσα ψηλά από τ' αεροπλάνο τα φώτα απ' τις πόλεις να εξαφανίζονται σα συστοιχίες αστεριών, όταν στο Μπαχρέιν ένοιωσα μειονότητα σε μια πλειοψηφία ανθρώπων, όπου η γυναί­κα ήταν αντικείμενο κτήσης κι εμπόρευμα εκμεταλλεύσιμο, πώς μπορούσε πια η δική μας ιστορία νά 'χει το ίδιο βάρος; Ποιον μπορεί να ενδιέφεραν οι ασύνταχτοι χτύποι της καρδιάς μου; Γιατί οι άντρες που με κύκλωναν είχαν δικαίωμα απ' το Κοράνι να κατέ­χουν μέχρι και 4 γυναίκες κι εγώ να μην έχω το δικαίωμα απ' τον προσωπικό μου Θεό ν' αγαπώ, χωρίς την απαίτηση να κατέχω κανένα, περισσότερους από ένα άντρες; Γιατί καμιά γυναίκα δεν τόλμησε ως σήμερα ή δεν άντεξε να θεσπίσει μια τέτοια θρησκεία; Γιατί όποτε η γυναίκα βρέθηκε στην εξουσία έπαιξε απλώς με τους αντρικούς κανόνες, δίχως ν' αλλάξει τίποτε; Γιατί όλες οι γυναίκες υποτάσσονται στους αντρικούς κανόνες και καλουπώνονται σε ρόλους μάνας, πόρνης, φίλης, ενώ το ξέρουν η γυναίκα είναι πολυδιάστατη, πολυεπίπεδη κι απρόβλεπτη, η γυναίκα είναι θάλασ­σα, όταν ο άντρας είναι βράχος, που την συντρίβει σε αφρούς, που τον διαλύει σε άμμο; Γιατί η Αικατερίνη η μεγάλη μέχρι το τέλος διάλεγε τους εραστές της βάζοντας μάλιστα τις κυρίες επί των τιμών να δοκιμάζουν πρώτα τις επιδόσεις τους για να μη χάνει χρόνο με εμπόρευμα δεύτερης διαλογής, χρησιμοποιώντας τους ζιγκολό της ακριβώς όπως οι άντρες χρησιμοποιούν τόσους αιώνες τις μαιτρέσες τους;
Ήμουν σίγουρη ότι ο άντρας μου δε θα συμφωνούσε ποτέ με τις θεωρίες μου, όπως και συ άλλωστε, όπως κι ο άλλος. Η απι­στία σας φαινόταν καθαρά ανδρικό προνόμιο. Δε μπορούσα ν' αντιπαλέψω απόψεις διαμορφωμένες μέσα από τόσους αιώνες κοινωνικής ανισότητας. Απλώς ξαφνικά ένιωσα μόνη σ' αυτή την περιπέτεια που ήθελα να ζήσω μαζί του. Κι όλος ο ενθουσιασμός για την καλή μας τύχη κείνου του γέρου που μας έδειξε στη ζού­γκλα ένα κοπάδι άγριους ελέφαντες δε μπορούσε πια να με δια­σκεδάσει. Κι όλες οι αγορές των εξωτικών προϊόντων μου φαινό­ταν άσκοπη. Ήταν σα να μη μοιράστηκα μαζί του το ίδιο απόγευ­μα την εμπειρία της ξαφνικής βροχής, καθώς περπατούσαμε με τα πόδια γυμνά στο ζεστό χώμα γύρω απ' τη θεόρατη στούπα, σα να μην παλέψαμε μαζί με τον άνεμο σκαρφαλώνοντας στη Σιγκιρίγια, σα να μην αντικρύσαμε μαζί τη μαγεία του ουράνιου τόξου πάνω απ' τις τεϊοφυτείες, σα να μη θαμπωθήκαμε απ' την πολυμορφία των καταρρακτών, σα να μη θαυμάσαμε μαζί κείνο τον Βενιαμίν φύκο που σκίαζε σε μιαν έκταση δυο στρεμμάτων τα 250 χρόνια του, σα να μη κρυφοκοιτάξαμε τη φτώχια και την αξιοπρέπεια των κατοίκων αυτού του τόπου. Δεν ήμουν κοντά του. Ήμουνα μόνη, σα νεογέννητο ή σαν ετοιμοθάνατος. Ανήκα σ' αυτό τον ουρανό που έφεγγε, σ' αυτή τη γη που τανυζόταν θωπευτικά κάτω απ' τ' αστραφτερό ανάλαφρο φως του φεγγαριού.
Εδώ το φεγγάρι είναι διαφορετικό. Θυμόμουν κάποια βραδυά που πρωτοκολύμπησα τη νύχτα με πανσέληνο. Τη μαγεία και το φόβο. Τη διαφορετική αίσθηση των ίδιων πραγμάτων κάτω απ' το καινούριο φως, τη διέγερση της περιπέτειας. Όμως στην Ελλάδα το φεγγάρι είναι μακρινό, ακόμη κι όταν χαράζει ποτάμια στη θάλασσα. Εδώ είναι πιο κοντά στη γη και πιο μεγάλο. Κατανοούσα γιατί οι κάτοικοι, βουδιστές ή μουσουλμάνοι θεω­ρούν την πανσέληνο μέρα ιερή και σεβόμουν την απαγόρευση να σερβίρουν οινοπνευματώδη ακόμη και στους ξένους. Εσύ κι εκεί­νος με μάθατε ν' αποδέχομαι τη διαφορά στους ανθρώπους. Ο έρωτάς μου για σας. Ήταν σα νά 'μουνα νεκρή. Ζωντανή έμενε μόνο η σαρκική αδηφάγος μνήμη. Όρμησα στα νερά του Ινδικού να γδυθώ κάτω απ' τη βιαιότητα των θερμών κυμάτων τη μνήμη του κορμιού μου. Και τότε σε θυμήθηκα ξανά.
Σου ζήτησα τσιγάρο γιατί δε μπορούσα να γευτώ τα χείλη σου. Πονούσα σωματικά γιατί ήσουν ανάμεσά μας τόσο άπιαστος κι η βροχή μας φυλάκιζε σ' αυτό το επαρχιακό καφενεδάκι. Με κάποιο πρόσχημα βγήκα κάτω απ' τον διψασμένο ουρανό. Απολάμβανα την οργή των κεραυνών. Προχωρούσα καταμεσής του δρόμου με το κεφάλι ξέσκεπο κι άφηνα την υγεία της καταιγίδας να με ποτίζει ως το κόκαλο. Ήθελα να υπάρχω μακριά σου. Τουρτούριζα κι ένιωθα ευτυχία γιατί ήμουν ζωντανή, ακόμη και χωρίς εσένα. Κανείς απ' τους δυο σας δε σχολίασε την εμφάνισή μου, όταν γύρισα σα βρεμένο παπί κι ενώ η καταιγίδα είχε κοπάσει και ίσα που σιγοψιχάλιζε.
Φεύγουμε; πρότεινα. Εκείνη ενδιαφέρθηκε μη βρέξεις τα μαλ­λιά σου. Σου βρήκε μια σακούλα πλαστική να καλυφθείς, εκείνη που την κατηγορούσες πάντα γι' αδιαφορία Τα δικά μας μαλλιά μπορούσαν να μουλιάζουν την ευλογία των ουρανών. Εσύ ήσουν ευαίσθητος και νάρκισσος κι εκείνη προσπαθούσε να σε προφυ­λάξει. Εγώ ήταν σα να μην υπήρξα ποτέ. Το φουστάνι που δανεί­στηκα φρεσκοσιδερωμένο είχε κρεμαστεί ξανά στην κρεμάστρα της ντουλάπας της. Κι εσύ ίσως έτσι ένιωσες πως πήρες την εκδί­κηση για τις πίκρες που σε είχε ποτίσει. Αφού δεν σου πρόσφερε τον εαυτό της, σου δάνεισε την καλύτερή της φίλη, όποτε συ το χρειάζεσαι, δίχως εσύ να ξοδέψεις ούτε μια πεντάρα για να την αποκτήσεις.
Όλα τα δώρα έγιναν κοινά απ' τη στιγμή που βρέθηκα μαζί σου στο κρεβάτι. Δώρο, δήθεν δικό σου, διαλεγμένο όμως από κείνη για να ταιριάζει στο χρώμα των ματιών μου κείνο το πουκάμισο. Κι έπειτα μόλις έμπαινες στο σπίτι "Κοίτα Αλέξη, τι όμορφη που είναι η Αγνή!" σου έλεγε. Και όταν άρχισα να φορώ τα δαντελωτά εσώρουχα που σου άρεσαν δε δίστασε μπροστά σε κόσμο να μισανοίξει το πουκάμισο μου για να δεις πόσο καλά μου πάνε. Μου τόνωνε το ηθικό; Υποτίθεται ότι ήθελε να μου δώσει κουρά­γιο όσο ο άλλος έμενε μακριά μου. Τι καλύτερο τονωτικό στην αυτοπεποίθηση μιας γυναίκας από την εκδήλωση του θαυμασμού κάποιου άντρα, ακόμη κι αν ήταν ο άντρας της καλύτερής μου φίλης;
Δε θά 'θελα να ξέρω, είπε κάποτε που μιλήσαμε για το ενδε­χόμενο της μοιχείας. Δεν ήξερε; Ίσως μας αγαπούσε και τους δυο. Όσο κινούμαστε στο μισόφωτο, όλα ήταν ακίνδυνα Όσο η κατο­χή σου ήταν εξασφαλισμένη δεν την ένοιαζε αν απαλλασσόταν του συζυγικού καθήκοντος δανείζοντάς μου τον άντρα της. Θα μπορούσε ίσως να τον μοιραστεί μαζί μου αν τα γούστα μας στο κρεβάτι ταίριαζαν. Κάτι που δεν έγινε ποτέ. Η Σάρα έδωσε τη δούλα της στον Αβραάμ για ν' αποκτήσει γιο. Στις περισσότερες κοινωνίες οι γυναίκες μοιράζονται τους άντρες δίχως δράματα. Τραγωδία γράφουν μόνο κάποιοι Οθέλλοι. Τα τρίγωνα με περισ­σότερες γυναίκες είναι συνήθως κωμωδία.
Κι όμως αυτά που με πλήγωναν ήταν κάποιες ελάχιστες στιγμές. Επέτειος του γάμου σας, κάτι που έλεγες ότι για σένα δε μετρού­σε κι εκείνη με είχε καλέσει για δείπνο με κεριά ρομαντικό. Μετά το φαγητό στο σαλόνι, είχαμε λίγο παραπιεί κι εκείνη ξάπλωσε στον καναπέ κι ακούμπησε τα πόδια της στα γόνατά σου. Μιλούσαμε ασύνταχτα, κουβέντες του κρασιού, κι εσύ μπροστά μου τρυφερά της χάιδευες τα πέλματα, ενώ η Σοφία γουργούριζε ερωτόλογα σα γάτα Δεν έφυγα εκείνη τη στιγμή. Πίστευα ότι έχει το δικαίωμα να μου επιδεικνύει τ' ότι σε κατέχει. Εσύ όμως δεν είχες το δικαίωμα γι' αυτή την επίδειξη αισθημάτων μπροστά μου. Αυτό το σκέφθηκα μετά, καθώς οδηγούσα κλαίγοντας με λυγμούς μέσα στη νύχτα και τα φανάρια έμοιαζαν υγρές κουρτίνες που έχυναν από το κόκκινο στο πράσινο. Μού 'λεγες ότι δεν την αγα­πάς. Κείνο το χάδι μ' έπειθε ότι τα λόγια σου ήταν ψέμα Δεν ήταν η μηχανική αντίδραση ενός αφηρημένου που χαϊδεύει το κεφάλι ενός σκυλιού. Ήταν η συνειδητή μετάδοση μηνυμάτων και στη Σοφία, αλλά προπάντων σε μένα.
Τα συναισθήματα είναι παράλογα. Υπάρχουν ή δεν υπάρχουν. Κι εγώ ένιωθα σαν τη λεχώνα που το μωρό της πέθανε και το γάλα πέτρωσε στο στήθος της απ' την αξόδευτη προσφορά. Για σένα πια δεν ήμουν παρά μια ενόχληση. Ένας πρόσθετος αγχογόνος μηχανισμός. Ήθελες να με σκοτώσεις, αλλά δεν το τολ­μούσες. Σε προκαλούσα να μου πεις πως όλα τέλειωσαν, μα δεν έπαυες να με βαυκαλίζεις με όρκους αιώνιας αγάπης. Γιατί; Ποτέ δεν το κατάλαβα.
— Γιατί ψάχνεις τόσο τα πράγματα; ρωτούσες. Δεν είναι ανάγκη όλα να τα καταλαβαίνεις.
Δε μπορούσα να μην προσπαθώ να καταλάβω. Δε μπορούσα να πάψω να σε αγαπώ. Προσπάθησα μάταια να χτίσω το όστρακο μου να σε κλείσω έξω. Προσπάθησα να δω τις ευλογίες της ζωής. Πάσχιζα μάταια να δω το ποτήρι μισογεμάτο κι όχι μισοάδειο. Όμως μου έλειπες. Κι έπειτα είπα πως τίποτε δε σου χρωστώ.
Χρωστώ μόνο στον εαυτό μου και στους ανθρώπους που έχουν αποδείξει ότι μ' αγαπούν. Στον άντρα μου και τα παιδιά μου. Στη Σοφία. Έφυγα μακρυά σου. Εξαφανίστηκα. Και βέβαια, εσύ που τόσο μ' αγαπούσες, μήτε που νοιάστηκες να ρωτήσεις το γιατί, χάρηκες γιατί έτσι δίχως εξήγηση απαλλάχτηκες απ' τη φορτική μου παρουσία.
Τώρα σκέπτομαι κάτω απ' αυτό το παράξενο φεγγάρι πού πορεύ­ομαι, τι είναι σημαντικό και τι όχι. Ο άντρας μου είναι. Αναρωτιέμαι πώς μπορεί αυτό τον άντρα που είναι πλάι μου και μ' αγαπά, το μόνο πια και καλύτερο εραστή μου, πώς μπορεί να τον νιώθω τόσο μακριά; Υπήρξε εποχή που εσύ ήσουν κοντά μου κάτω απ' οποι­εσδήποτε συνθήκες. Τώρα είναι σα να μην υπήρξες ποτέ. Η ανά- μνησή σου χάθηκε μαζί με το βραχιόλι. Είναι σα να διάβηκε αγέ­ρας και τα πήρε όλα Η μνήμη μου λευκή σαν το φως του φεγγα­ριού.
Θυμάμαι. Θά 'θελα να θυμάμαι. Θά 'θελα να με θυμάσαι. Σκάλισα στο γρανίτη της καρδιάς μου τ' όνομά σου και τα χέρια μου μάτωσαν, γυμνά τα κόκαλά μου σφράγισαν τον έρωτα που κάποτε ένιωσα για σένα Τώρα οι ουλές μου αγγίζονται από ξένα χέρια, δέχονται τα φιλιά άλλων χειλιών. Μπορώ κι εξαργυρώνω την οδύνη που με πότισες με κρουνούς απόλαυσης. Τίποτε δεν είναι το ίδιο κι εγώ δεν ξέρω αν πέρασες απ' τη ζωή μου, αν σ' ονειρεύτηκα ή αν σ' έπλασα με τη φαντασία μου. Υπάρχει η μνήμη του κορμιού, έλεγα κάποτε. Όμως το κορμί το παίρνει ο θάνατος. Στην επόμενη ζωή μου δε θα σε θυμάμαι.
Στιγμές; Υπάρχουν λοιπόν στιγμές που τις βαφτίζουμε ζωή; Στιγμές που τις συνάζουμε ευλαβικά σαν κόκκους από χρυσάφι; Στιγμές που πεταρίζουν ευφρόσυνα σαν πυγολαμπίδες στη νύχτα της ύπαρξής μας. Και λοιπόν; Πόσο βαραίνουν τούτες οι στιγμές στον ατέλειωτο χειμώνα μιας ζωής χωρίς νόημα; Η μνήμη ρευστή αυτόκλητα ανακαλεί ασήμαντες λεπτομέρειες, ξεκομμένες φρά­σεις, φευγαλέα αγγίγματα, νύξεις ενός κόσμου που νοσταλγεί. Εκείνα που μας πληγώνουν αντέχουν περισσότερο απ' τις χαρές που μας συνεπήραν. Οι χαρές που πέρασαν και δε θα ξαναρθούν πληγώνουν. Ξεχνάμε τα χαμόγελα που περιμένουμε να επαναλη­φθούν. Ποτέ πια! Η πρόγευση του θανάτου μας. Πότε το παραμύθι μας παρηγορεί και πότε μας πληγώνει;
"Για πάντα θα σ' αγαπώ", "Για πάντα θα μείνω κοντά σου" έλεγα. Ακόμη κι αν ο θάνατος προλάβει τη φθορά του έρωτα, η διάψευση θα θριαμβεύσει τελικά, σου λέω τώρα. Γιατί τίποτε δεν είναι αιώνιο σ' αυτό τον κόσμο. Μονάχα ο θάνατος. Σε γλυκοφιλώ λοιπόν γλυκιά μου αγάπη Σου εύχομαι κάθε καλό και για σένα και για τη Σοφία Το ξέρω πως μ' έχεις κιόλας ξεχάσει Η Αγνή που κάποτε αγάπησες."

Δεν την ξέχασα ποτέ. Όμως και ποτέ δεν τη θυμάμαι, όπως τη γνώρισα. Όσα ιστορεί φαντάζουν τόσο διαφορετικά στη μνήμη μου! Είχε δίκιο. Όσα ξεχνάμε είναι σα να μη τα ζήσαμε ποτέ. Κι η Αγνή είναι πια μια αχνή ανάμνηση σ' ένα φύλλο χαρτι­ού.
Ήμουν λοιπόν πετυχημένος. Πουθενά αλλού όμως δεν αποκα­λύπτεται τόσο ανάγλυφα η σχετικότητα των πραγμάτων, όσο στον κόσμο των επιχειρήσεων. Τι είναι το κέρδος; Ποιος κλέβει; Ποιος κερδίζει τίμια στα χαρτιά; Ποιος καθορίζει τους κανόνες στο παι­χνίδι; Πόσο πιο έντιμος είναι ο Κροίσος από τον κάθε πορτοφο­λά; Πόσο πιο αδίστακτος είναι ο κάθε μπουκαδόρος από τον πιο ευυπόληπτο τραπεζίτη; Πόσο αλήθεια λένε οι πολιτικοί; Πόσο πουλάνε τα παραμύθια τους τ' αφεντικά των μέσων μαζικής ενημέ­ρωσης; Πόσο εντιμότερη είναι αυτή που κάνει πεζοδρόμιο απ' την κάθε σουσουράδα που για να μοστράρει στο γυαλί πλαγιάζει μ' όποιον διατάξει το αφεντικό της;
"Γίνε ο εαυτός σου" προκαλούν οι διαφημίσεις και δείχνουν ένα νέο μυώδη άντρα γυμνό απ' τη μέση και πάνω, ενώ κάτω στο γεροχτισμένο του κορμί να εφαρμόζει σα γάντι το ιδανικό παντε­λόνι της διαφήμισης.
— Ποιος εαυτός μου; ρωτάς καγχάζοντας. Ποιος απ' όλους; Φαντάζεσαι το γέρο σαπιοκοιλιά να διαφημίζει με το δικό του περιεχόμενο το τζην των νεανικών φαντασιώσεων. Κρυμμένοι πονηροί συμβολισμοί. Κείνα τα προφίλ τα βουτηγμένα στην από­λαυση του τσιγάρου, αδιάφορο ποιας μάρκας. Κάτι άλλο θέλουν να μας πουν. Δεν ξέρεις τι. Αντικομφορμισμός. "Ακολούθα την καρδιά σου" προστάζει μια μάρκα ουίσκι. Λες κι είναι εύκολο. Προσπερνάς βιαστικά. Η ρουτίνα και το μεροκάματο δεν περιμέ­νουν τους ανεμοδείχτες της καρδιάς ελάχιστων προνομιούχων.
Εκπτώσεις! 50%, 60%! Διαλέχτε κόσμε! Δώρα. Με κάθε συσκευασία κι ένα δωράκι. Προσφορές. Στα τρία το ένα δωρεάν. Τηλεπαιχνίδια με "τυχερούς" που γίνονται εκατομμυριούχοι. Γιατί; Ποια είναι τελικά η αντικειμενική αξία κάθε πράματος; Πώς επι­βιώνουν αυτές οι τρύπες που βαφτίζονται μπουτίκ; Πώς αυτοί που κλαίγονται κυκλοφορούν με λιμουζίνες και ξεφαντώνουν κάθε βράδυ; Από ποιους γεμίζουν τα ξενυχτάδικα;
Αφελή ερωτήματα για όσους είναι έξω απ' το χορό. Είναι εύκολο να βγάζεις λεφτά, αν ξέρεις να παίζεις με τους κανόνες. Κάποιες στιγμές χρειάζεται ν' ακροβατήσεις. Κάποτε ρισκάρεις επικίνδυνα. Ή του ύψους ή του βάθους. Όσα έχεις, τόσα ξοδεύεις κι όσο μαθαίνεις να σκορπάς, τόσο περισσότερα θες να κερδίζεις. Δεν είναι τα λεφτά. Είναι το φωτοστέφανο της επιτυχίας. Όλα έχουν μια τιμή και τίποτε δεν υπάρχει, που να μη μπορείς να το ξεπουλή­σεις. Όλα τ' άλλα δεν είναι παρά μεγάλα λόγια. Ο έρωτας, η οικο­γένεια, η πατρίδα. Αν χρειαστεί να επιβιώσεις πάντα πατάς πάνω στο πτώμα του άλλου, ακόμη και εκείνου που αγαπάς. Αγαπάς; Ποιον αγαπάς περισσότερο από τον εαυτό σου; Τι αξίζει περισ­σότερο απ' τη δική σου τη ζωή; Τι κέρδισαν όλοι αυτοί που σκο­τώθηκαν για μιαν ιδέα; Τι κέρδισε η Αγνή που πέθανε με την ψευ­δαίσθηση του έρωτά μου; Ποιον ωφέλησαν; Ο ιδεαλισμός είναι η χειρότερη δικτατορία. Πάνω στους νεκρούς ιδεολόγους θεμελιώ­θηκε το τέρας του φασιστικού κομμουνισμού σι' όνομα της ισότη­τας. Οι τυραννίες χτίζονται πάνω στις πλάτες των αφελών, που τους βαφτίζουν ήρωες, αφού τους εξοντώσουν. Αυτοπυρπολούνται στη Σαϊγκόν. Γίνονται ζωντανές βόμβες για να πετύχουν τη δολοφονία κάποιου πολιτικού, που θ' αντικατασταθεί αμέσως από κάποιο χειρότερο. Η ηλιθιότητα του Σαμψών που τουλάχιστον πρόλαβε ν' απολαύσει τον ακριβοπληρωμένο έρωτα της Δαλιδά. Υπάρχουν όμως έρωτες που ν' αξίζουν τόσο; Τι παραπάνω ήταν η Δαλιδά από μια πόρνη πολυτελείας; Ο Σαμψών στάθηκε άμυαλος σαν το Γολιάθ. Η φυσική επιλογή που αναγκά­ζει τους γίγαντες να εμπιστεύονται υπερβολικά τη σωματική τουςρώμη και τους νάνους ν' αναπτύσσουν τις διανοητικές τους δυνά­μεις. Όλα για το παιχνίδι της επιβίωσης. Ο Σαμψών έπρεπε να πάθει για να μάθει. Δεν εξαγοράζεις τον έρωτα προδίδοντας τον εαυτό σου. Ο έρωτας πορνεύεται μόνο σ'εκείνους, που κατέχουν την επιτυχία Αν έχεις χρήματα αγοράζεις και τον έρωτα. Όσο για την αγάπη. Ποιος στ' αλήθεια αγαπά κάποιον άλλο; Η μάνα που μας γέννησε; Γιατί; Πόσο δικοί της είμαστε απ' τη στιγμή που θα ξεκολλήσουμε απ' το βυζί της; Τα παιδιά μας; Μόνο όσο τους παρέχουμε δείχνουν αισθήματα. Αν γίνουμε γέροι, άχρηστοι και προπαντός απένταροι, ο Καιάδας είναι ο προορισμός μας, όπως και πρέπει. Όσο για τη φιλία ή την ερωτική προσκόλληση δεν είναι παρά αυταπάτες που διαλύονται στο πρώτο τράνταγμα της μοίρας.
Πλαίσιο κειμένου: 94Δε χρωστάμε σε κανένα έξω απ' τον ίδιο μας τον εαυτό. Αυτό μ' έμαθαν οι αέναες μετενσαρκώσεις μου στων ζωντανών τη χώρα. Η ζωή δεν είναι παρά μια ατέλειωτη αλυσίδα από προδοσίες. Κλέβουμε, λεηλατούμε, καταστρέφουμε, λέμε για να δημιουργή­σουμε. Ψέματα! Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ηδονή απ' το να κατα­στρέφεις τον ίδιο σου τον εαυτό. Κοιτάς τριγύρω σου. Η ψευδαί­σθηση της επιτυχίας. Η οικονομική ευμάρεια. Ο πύργος της Βαβέλ. Το ανεξάντλητο κουβάρι των απαιτήσεων. Πάντα υπάρχει το καλύτερο και τίποτε δε γεμίζει την ψυχή σου. Αγοράζεις. Απολαμβάνεις το θαυμασμό, τη ζήλεια και το φθόνο όσων σε περιβάλλουν. Στο βάθος σαλεύει το Τίποτε. Αύριο θα είσαι νεκρός. Αύριο δε θα θυμάσαι τίποτε. Αύριο κανείς δε θα σε θυμά­ται. Ο ήλιος θα εξακολουθεί να κυλά πάνω από τους ανθρώπους, που θα ταλανίζονται από τα ίδια ασήμαντα προβλήματα Θα γεννι­ούνται και θα πεθαίνουν. Εσύ δε θα υπάρχεις. Τίποτε δε θα μαρτυ­ρά το πέρασμά σου από τη ζωή. Θα ξαναγεννηθείς και θα ξαναπεθάνεις. Πιότερο μνήμη θά 'χει η πέτρα η λαξεμένη στο βράχο απ' την υδάτινη γλώσσα του ποταμού, από τα σκουλήκια που οι άνθρωποι χαράζουν στο χαρτί τρόπαια στο βωμό της κενοδοξίας τους.




Απόσπασμα 8η συνέχεια απο "Ονείρου απατηλότερα"

Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης