Το διατηρητέο

ΤΟ ΔΙΑΤΗΡΗΤΕΟ

  Το παλιό αρχοντικό που οι περαστικοί σταματούσαν να θαυμάσουν ήταν πλημμυρισμένο βρομερά ποντίκια. Τίποτε δε συγκρατούσε τον πολλαπλασιασμό τους. Οι γάτες τρό­μαζαν κι έφευγαν, οι φάκες δεν έφταναν, τα ποντικοφάρμακα είχαν πια ξεπεραστεί. Οι ποντικοί επιζούσαν κόντρα στην ανθρώπινη υπεροψία. Μαγικός αυλός δεν υπήρχε πια. Το παραμύθι είχε γκρεμιστεί με το γειτονικό μεσότοιχο. Η καινούρια στενόκαρδη πολυκατοικία παραπονιόταν για τη βρομιά του διατηρητέου. 
Και όμως! Εκείνη ήταν υπεύθυνη. Οι ένοικοι των τριγύρω πολυτελών διαμερισμάτων ξεφορτωνόντουσαν τ' άχρηστα και τα σκουπίδια τους στον αγριε­μένο κήπο του. Οι περικοκλάδες σφιχταγκάλιαζαν τους τοί­χους, έκλειναν τα ξεχαρβαλωμένα θυρόφυλλα. Στο μεγάλο σαλόνι καταμεσής ανάμεσα στο υπόλοιπο του δρύινου πα­τώματος ξεφύτρωσε μ' αναίδεια κάποια συκιά. Τ' αγγελά­κια στην πρόσοψη, τα μαρμάρινα φουρούσια άντεχαν μ' αξιοπρέπεια. Οι σιδεριές σκουριασμένες μ' ανθεκτικές, οι μισόκλειστες αλλ' ατόφιες, μόνο το χτυπητήρι λεη­λατήθηκε από κάποιο «φιλότεχνο», πουλήθηκε σε κάποιο εργαστήρι τέχνης και μπήκε στο σαλόνι κάποιου ρετιρέ. Δυο διακοσμητικά αγάλματα στον κήπο ήταν ξαπλωμένα καταγής, μισοθαμμένα στις αγριάδες. Ήταν βαριά να τα σηκώσουν βέβηλοι.
Λέγαν πως ήταν στοιχειωμένο. Ήχοι σημάδευαν τους πε­ραστικούς, ρεύματ' αέρα, λάμψεις τις νύχτες τ' αγκάλιαζαν. Όλοι το πετροβολούσαν και το καμάρωναν, όπως κάναν για το ίδιο τους το παρελθόν. Κανείς στη γειτονιά δε θυμόταν σε ποιον ανήκει. Ο χρόνος το κουκούλωσε με μυστήριο. Κανείς κληρονόμος δε νοιάστηκε να το γκρεμίσει. Ήλθαν σεισμοί, τραντάχτηκε, πεσαν η σκεπή, σοβάδες, φάνταξε γυμνό μα απίστευτα ωραίο κι όμως κανείς δεν τόλμησε να δώσει μια να τ' αποτελειώσει. Ο δήμος έβαλε τριγύρω μια κλωστή κόκ­κινη και μιαν επιγραφή «ΠΡΟΣΟΧΗ ΕΤΟΙΜΟΡΡΟΠΟ», μα σαν πάψαν οι σεισμοί ο κόσμος άρχισε να ξαναπερνά με σιγουριά κάτω απ' τα μαρμάρινα μπαλκόνια του.

Και συ θυμόσουν.... Κείνο το καυτό καλοκαίρι των δώ­δεκα χρόνων, που ο ήλιος μύριζε θάλασσα και το κορμί σου είχε τη γεύση ήλιου. Κείνα τ' ατέλειωτα μεσημέρια που οι μεγάλοι κοιμόντουσαν κι άκουγες μόνο κάποια μύγα ξεχα­σμένη να χτυπιέται στο σκοτεινιασμένο δωμάτιο, ενώ διάβα­ζες κάποιο αγαπημένο μυθιστόρημα τις ώρες που δεν ονει­ροπολούσες. Φιλοξενούσατε τον παππού Θωμά και τη θεία Βάσω. Τη θεία, θεία της μαμάς, γιαγιά δηλαδή, που έπρεπε να τη λέτε «θεία». Εκείνος ήθελε να τον λένε «παππού». Κι ήταν παππούς, έτσι γερτός και τρεμάμενος, άσπρος και γε­μάτος ελιές με το παχύ μουστάκι του να σκεπάζει τα χείλια κι όλο να διηγείται ιστορίες μαγικές για το βασιλιά Κωνστα­ντίνο και το Σαγγάριο... Όλα τα παιδιά της γειτονιάς μαζεύ­ονταν να τον ακούσουν. Ήταν κάτι σαν ξωτικό. Μαραγκός στα νιάτα του πάντα καταπιανόταν να μαστορεύει παιχνίδια: καράβια, μύλους και κουκλόσπιτα, ό,τι του ζητούσε ο καθένας μας. Η θεια στυφή και συνέχεια μουτρωμένη, στέρφα και κακορίζικη τον περιφρονούσε βαθιά, μα τον περιποιόταν με σχολαστικότητα απάνθρωπη. Τον έντυνε πεντακάθαρα για να τον βλαστημά σα λερωνόταν στο φαί, μιας και το χέρι του έτρεμε και δεν κρατούσε σταθερά το κουτάλι. Εκείνος πάντα χαμογελούσε συγκαταβατικά. Πάντα την υπερασπίζονταν -θαρρείς και μια ζωή ένιωθε χρεωμένος με την ιδιοτροπία της- τα λύτρα της δικής του πεθυμιάς. Την ήθελε, την πήρε, έπρεπε να πληρώνει μια ζωή. Κείνη δεν τον ήθελε. Οι δικοί της της επέβαλαν να τον παντρευτεί. Μια ζωή δε θάφτανε να την εξευμενίσει.
Όλες οι φιλενάδες γυρνώντας απ' το σεργιάνι ή το μπάνιο έτρεχαν να του φιλήσουν το χέρι. Τις ήξερε από μωρά. Κάθε καλοκαίρι μετρούσε πόσο ψήλωσαν, μετρούσε πόσο γέρναγε, αν και μια ζωή γέρο τον θυμούνταν. Τις έπαιρνε στην αγκαλιά του και τις φιλούσε σταυρωτά. Αηδία! Τα σαλιωμένα μουστάκια έγδερναν τα ροδαλά τους μάγουλα. Όμως τι να πουν; Ήταν για λύπηση. Έμοιαζε να 'ναι η μοναδική του ευτυχία.
Κι όλα αυτά δώδεκα χρόνια. Και τώρα, να, τούτη τη χρονιά, όλες οι φίλες, λες από σύνθημα, απότομα ξέκοψαν μόλις ήρθε ο παππούς κι η θεία σπίτι.
Πού είναι, Καίτη, τα κορίτσια; ρωτά εκείνος πληγωμένος. Τρέχεις και τον φιλάς. Τώρα προσέχεις το χέρι το γεροντικό, το τρεμάμενο, που ιδρωμένο κλείνει και σφιχτοκρατά το νιόβγαλτό σου στήθος. Τρομάζεις, ντρέπεσαι για το ίδιο σου το κορμί που στιγμή στιγμή αλλάζει. Τι σκέπτεσαι; Ψέματα θα 'ναι. Ιδέα, πλάνη. Ο παππούς; Αδύνατον. Να όμως, που όλο και πιο συχνά σε προσκαλεί:
-Ένα φιλάκι στον παππούλη;
Κάθε φορά που το αηδιαστικό του χνότο πλησιάζει το πρόσωπο σου, τώρα σιγουρεύτηκες, το χέρι του ανεβαίνει στο μικρό σου κόρφο. Κι ένα λαμπερό μεσημέρι που η ζέστα έλιωνε το φως.
      Πάω για μπάνιο, είπες.
Να 'ρθω και γω; ρώτησε ντροπαλά. Μη την πειράζουν οι αλήτες, συμπληρώνει.
      Καλή ιδέα, κρίναν όλοι. 
Στο δρόμο σε κρατούσε απ' τη μέση.
Δεν μπορώ να περπατώ, δικαιολογήθηκε. Στήριζε με. Δυο βήματα ο δρόμος ως τη θάλασσα. Σου φαίνονταν ατέλειωτος. Κάτι αγόρια στην αψάδα της ήβης, σας πήραν από πίσω, άρχισαν να γιουχάρουν και συ ντρεπόσουν, δεν ήξερες γιατί ήθελες να τρέξεις να κρυφτείς μακριά τους, μακριά απ' όλο τον κόσμο.
Οι ανόητοι, είπε ο παππούς πικρά. Ποιος ξέρει τι βάζουν με το νου τους. Δεν ξέρουν, φαίνεται, ότι είσαι εγγονή μου.

Το ίδιο φθινόπωρο μαζί με τα φύλλα έπεσε κι ο παππούς νεκρός στον κήπο του σπιτιού τους. Στη διαθήκη έγραφε πως αφήνει τ' όμορφο αρχοντικό στην αγαπημένη του εγγονή, την Καίτη, που γλύκανε τα γηρατειά του. Και συ κλείστηκες τρέχοντας με κλάματα στο δωμάτιο σου.
Η καημένη, μουρμούρισαν όλοι. Πόσο τον αγαπούσε! Μα συ σκεπτόσουν με απόγνωση: «Η τιμή της προσφοράς μου. Όπως σε μια πόρνη.»
Δεν ξαναπέρασες έξω απ' το παλιό αρχοντικό, την τιμή της παιδικής ντροπής σου. Τα χρόνια περνούσαν αδιάφορα. Έλπιζες ο σεισμός να το ισοπεδώσει.

Ήσουν πια γυναίκα. Χρειάστηκε πολύ θάρρος για να τ' αποφασίσεις. Πέρασες μια μέρα ανοιξιάτικη. Και σου χαμογελούσε λαμπερά το ερειπωμένο διατηρητέο, ο νικητής της κοσμοχαλασιάς. Του χαμογέλασες και συ με συμπάθεια.
     Γιατί όχι κι εγώ, φίλε μου; του ψιθύρισες στοργικά.
     Θα το επισκευάσω, δήλωνες το ίδιο βράδυ.
—Τρελάθηκες; σ' αποπήραν οι λογικοί. Θα σου στοιχίσει μια περιουσία. Άσ' το να γκρεμιστεί, να γίνει πολυκατοικία, να 'χεις κάποιο εισόδημα.
—Τούτο το σπίτι έχει προσωπικότητα, είπες ονειροπόλα. Θα το επισκευάσω για να ζήσω μέσα του.
Χαμογελούσες περήφανα. Κάτω απ' το θόλο της πρώτης σου αγνότητας θα 'στηνες τη ζωή σου με την επίγνωση της αλήθειας. Ήξερες πια! Η ομορφιά κι οι τύψεις πάνε χέρι χέρι, όμοια με τα ποντίκια και τα φαντάσματα του σπιτιού που συγκατοικούν με έργα τέχνης. Ο οίκτος κι η αποστροφή, η λαγνεία με τη στοργή.

Το διατηρητέο ανακαινίστηκε γοργά. Διέθεσες όλες σου τις οικονομίες, ξεπούλησες ό,τι άλλο αντικείμενο αξίας σου ανήκε. Τώρα που τα στοιχειά ξορκίστηκαν, το σπίτι ξεπρόβαλε πανώριο στην ασχήμια της μοντέρνας πόλης σαν παραμυθένιο κάστρο. Και συ θρονιάστηκες πυργοδέσποινα. Με το δράκο νεκρό στα πόδια σου, δίχως την ανάγκη του καλού πρίγκιπα. Τώρα πια είσαι λεύτερη. Κι οι περαστικοί χαμογελούν γαληνεμένοι, περνώντας έξω απ' τη σιδερένια εξώθυρα. Φυσάει ελπίδα.
Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης