ΡΕΚΒΙΕΜ ΓΙΑ ΤΗ ΒΟΡΕΙΑ ΗΠΕΙΡΟ


Παρακολουθώντας τις πολυπληθείς και πολύ ενδιαφέρουσες δραστηριότητες του Συλλόγου Διβριωτών Β. Ηπείρου θυμήθηκα το κείμενο που είχα δημοσιεύσει το 1995 βασισμένο στην συμπόρευση των Διβριωτών Ηλείας με τους Διβριώτες την Β Ηπείρου από το 1993 που χάρη στις πρωτοβουλίες του περιοδικού ΔΙΒΡΗ πρωτοταξιδέψαμε, ανακαλύψαμε και αγαπήσαμε τους ηρωικούς Βορειοηπειρώτες . Χαίρομαι επειδή αποδεικνύεται ότι η Δίβρη της Β. Ηπείρου αποδεικνύεται χάρη στον πατριωτισμό των σε μετανάστευση τέκνων της πολύ ανθεκτικότερη από τα περισσότερα ορεινά χωριά της Ελλάδας και εύχομαι ν' αντέξουν για πάντα.

ΡΕΚΒΙΕΜ ΓΙΑ ΤΗ ΒΟΡΕΙΑ ΗΠΕΙΡΟ

Απέναντι από την Κέρκυρα βρίσκεται μια πόλη φάντασμα, το Βουθρωτό. Χώρος αρχαιολογικός, στις όχθες μιας λιμνοθάλασσας, που καθρεφτίζει αδελφωμένα τ’ απομεινάρια όλων των πολιτισμών που διάβηκαν από τις όχθες της και που νωθρά τα καταπίνει. Στο ρωμαϊκό θέατρο η ορχήστρα είναι σχεδόν λίμνη, τα βυζαντινά ερείπια βυθίζονται στη λάσπη και το ενετικό φρούριο θυμίζει καράβι έτοιμο να σαλπάρει για το θάνατο. Υπάρχει μια αίσθηση εγκατάλειψης  που δεν απαλύνει απ’ την ευωδιά των αρωματικών φυτών που αφθονούν στο ξερό βράχο, ούτε απ’ την αγριεμένη βλάστηση των δέντρων στις όχθες της λίμνης. Λίγο πιο κει τα ερείπια του εργοστασίου συσκευασίας των μυδιών, που αφθονούν σ’ αυτά τα μέρη. Ένα ακόμη αποτυχημένο πείραμα που καθρεφτίζεται στ’ αδιάφορα νερά. Αυτή η αίσθηση του παροδικού και ανεξέλεγκτου στοιχειώνει την Αλβανία.

Κοντά στο Βουθρωτό έλεγαν ότι υπήρχε η μητρόπολή τους. Η πρώτη Δίβρη. Έπειτα ιστορούσαν οι παλιοί, άγνωστο για ποιο λόγο χωρίστηκαν οι κάτοικοι κι άλλοι τράβηξαν προς το κοντινό βουνό, άλλοι κατηφόρισαν στην Πελοπόννησο κι άλλοι εγκαταστάθηκαν στη Σικελία. Ίσως γιατί ο κάμπος τους έπνιγε, όλοι διάλεξαν απόκρημνα βουνά για να θεμελιώσουν τα καινούρια τους χωριά. Ο άνεμος της ιστορίας τους παρέσυρε σαν άχυρα. Στροβιλίζονταν στη ροή του χρόνου γαντζωμένοι σα στρείδια στο βράχο της ελληνικότητας. Ίδια ντοπολαλιά, ίδια ήθη κι έθιμα, ίδια ξεροκεφαλιά. Η Δίβρη ήταν πάντα η πρώτη. Οι κάτοικοί της ήταν οι προύχοντες της γης. Κανείς δεν τους ξεπερνούσε σ’ εξυπνάδα. Ίσως είχαν δίκιο. Επιβίωναν παρά τις ιστορικές θύελλες, αντιστεκόντουσαν στους εισβολείς, άντεξαν το φυλλορρόημα της μετανάστευσης, κράτησαν την ταυτότητά τους αναλλοίωτη στο διάβα των αιώνων.

Στην Πελοπόννησο  τόχαν για καύχημα πως τούρκου ποδάρι δεν τους πάτησε. Πέρασαν όμως όλα τα κύματα της κατοχής και του εμφύλιου και το χωριό αιμορραγούσε μέχρις θανάτου με την εσωτερική μετανάστευση.
Στην Αλβανία μετά τον ενθουσιασμό του αλβανικού έπους ήλθε η μαυρίλα της εποχής του Χόντζα. Όσο σκληρότερα ήταν τα μέτρα τόσο με μεγαλύτερο πείσμα γαντζωνόντουσαν στις ρίζες. Άνθρωποι έμεναν 40 χρόνια στη φυλακή επειδή αρνιόντουσαν να μάθουν έστω και μιαν αλβανική λέξη, παιδιά κλεινόντουσαν σε κάτεργα γιατί την ώρα του μαθήματος κοιτούσαν στο χάρτη την Ελλάδα, γυναίκες εξορίζονταν στην Β. Αλβανία επειδή οι άντρες τους διέφευγαν στην Ελλάδα και τ’ ανήλικα παιδιά τους έπρεπε να διασχίσουν με τα πόδια όλη τη χώρα μέχρι να φθάσουν στο χωριό με την ελπίδα της ασφάλειας ότι θα επικοινωνούσαν με τον πατέρα. Όλοι πεινούσαν κι όλοι αγνοούσαν τα πάντα για τον  έξω κόσμο. Δεν έτρωγαν τις ελιές που μάζευαν ή το λάδι που έφτιαχναν, δεν δοκίμαζαν το γάλα ή το τυρί, δεν είχαν παρά δελτίο πείνας, δεν τους ανήκε ούτε το χορτάρι που φύτρωνε στον κήπο τους, δεν κορφολοούσαν μήτε την αμυγδαλιά που έγερνε στην αυλή τους, δε μπορούσαν ούτε να θηλάσουν τα πρόβατα που έβοσκαν γιατί οι σπιούνοι είχαν μάτια παντού. Πίστευαν ό,τι  τους έλεγαν. Ότι η Ελλάδα πεθαίνει στην πείνα κι ότι στερούνται για να μας ταίσουν. Την ίδια εποχή εμείς πιστεύαμε ότι «η πτωχή πλην έντιμος Αλβανία», μπορεί να μην είχε καταναλωτικό παράδεισο, αλλά ήταν κάθε χωριό και όπερα. Είμαστε σίγουροι ότι μπορεί να μην είχαν αυτοκίνητα, αλλά όλοι ήταν χορτάτοι κι όλοι είχαν δωρεάν παιδεία και υγεία.


Κι ήλθε η κατάρρευση κι όλοι δεν πιστεύαμε τα μάτια μας όταν βλέπαμε στις τηλεοπτικές οθόνες τις απελπισμένες προσπάθειες των εξαθλιωμένων νέων να δραπετεύσουν με κάθε μέσον, όταν επισκεφθήκαμε τις ερειπωμένες πόλεις και τους κάμπους τους σπαρμένους με πολυβολεία. Κι όλοι εμείς οι «προοδευτικοί» νιώσαμε ένοχοι όταν διαπιστώσαμε ότι ακριβώς πίσω από τα σύνορα υπήρχε η Βόρεια Ήπειρος, υπήρχε μια ελληνική μειονότητα που άντεξε με νύχια και με δόντια γαντζωμένη σ’ αυτούς τους άγονους βράχους πάνω από 500 χρόνια μέσα από μύριες αντιξοότητες.
«Νάνι νάνι το μωρό, θάρθει το Ελληνικό» Μ’ αυτά τα λόγια νανούριζαν οι μανάδες τα μωρά τους σιγά σιγά μην τους ακούσουν τα μεγαλύτερα..
Και το Ελληνικό ήλθε με επισκέψεις υπουργών σε στημένες περιοδείες όπου κατσίκια κρεμιόντουσαν στα κρεοπωλεία για να εξαφανιστούν την επομένη, όπου κανείς δεν τολμούσε να μιλήσει έξω απ’ τους επίσημους που έταζαν λαγούς με πετραχήλια. Κι έπειτα όταν η Ιταλία έκλεισε τις πύλες του Βορρά το φουσκωμένο ποτάμι ξεχείλισε στα ελληνικά σύνορα κουβαλώντας σπέρματα ρατσισμού, εκμετάλλευσης, ξενοφοβίας. Κι οι άνθρωποι που βασανίστηκαν να μείνουν έλληνες βαφτιζόντουσαν «αλβανοί» στην πάτρια γη, αχρήστευαν πτυχία και δούλευαν σ’ όποιο αφεντικό, μ’ όποιο μεροκάματο, κάθε ώρα του μερόνυχτου, συνάζοντας ευλαβικά τις ευλογημένες δραχμούλες που θα επέτρεπαν την παλιννόστηση που όλοι ονειρευόντουσαν. Ήταν τότε στην αρχή. Ήταν η εποχή που τα χωριά έσφυζαν από ενθουσιασμό και νιάτα. Ήταν η εποχή που άρχισαν οι ανταλλαγές ανάμεσα στ’ αδελφά χωριά, τη Δίβρη της Β. Ηπείρου και τη Δίβρη της Πελοποννήσου. Κάθε καλοκαίρι τα παιδιά φιλοξενούνται στις κατασκηνώσεις της ηλειακής Δίβρης με έξοδα της Μητρόπολης. Στην αρχή οι πελοποννήσιοι τους έβλεπαν σαν αξιοθέατα. 

«Μιλούν ελληνικά!» θαύμαζαν. Έπειτα άρχισαν οι κουμπαριές με τα βαφτίσια. Τα βορειοηπειρωτόπουλα έγιναν γνώριμο τοπίο σαν τα χελιδόνια που σταθερά ξανάρχονταν κάθε χρονιά. Κάθε χρονιά και λιγότερα. Κάθε χρονιά με λιγότερους δασκάλους. «Μας απολύουν γιατί δεν υπάρχουν παιδιά» έλεγαν φέτος οι δασκάλες. «Μήπως ξέρετε κάνα σπίτι να καθαρίζουμε στην Αθήνα;»
Στην αρχή παραπονιόντουσαν για τις ανεκπλήρωτες υποσχέσεις της Ελλάδας, «Αν έδιναν κάνα τρακτέρ, ίσως να έμεναν οι νέοι.» Εμείς ξέραμε. Το ποτάμι αυτό δε θα γυρνούσε πίσω. Η Δίβρη της Αλβανίας θα ερήμωνε, όπως έχουν ερημώσει όλα τα ορεινά χωριά της Ελλάδας, όπως εγκαταλείφθηκε η Δίβρη της Πελοποννήσου. Εκείνοι έλπιζαν. Κρατούσαν τα μισά στην άκρη και τάστελναν στην Αλβανία σ’ αυτές τις παρατράπεζες. Ήθελαν να πλουτίσουν γρήγορα, να γίνουν άρχοντες στον τόπο τους. Κι ήλθε η καταστροφή. Κι άρχισαν οι εξεγέρσεις. Κύρια των αλβανών που ζούσαν από μεροκάματα στην Ελλάδα. Ακούσαμε κάποιον αλβανό να λέει μπροστά στην κάμερα στο Αργυρόκαστρο. «Θέλουμε να ενωθούμε με την Ελλάδα. Από αυτήν ζούμε». Τραγική ειρωνεία! Κάποτε οι ακροδεξιοί ήθελαν να πολεμήσουμε για τη Βόρεια Ήπειρο. Τώρα και να μας τη χαρίζουν δεν τη θέλουμε, εμείς οι ευρωπαίοι. Αρκετά προβλήματα μας φόρτωσαν, λέμε.
Εκεί στα χωριά γύρω απ’ το Βουθρωτό και τους άγιους Σαράντα, ήλθαν οι αλβανοί και κατέλαβαν τα κλειστά σπίτια των ελλήνων μεταναστών. Άρχισαν να λεηλατούν και να καταστρέφουν, να κλέβουν αυτοκίνητα. Στα χωριά έμειναν γέροι. Έφευγε πρώτα ο πατέρας, έπειτα η μάνα, τέλος τα παιδιά. Οι τόποι ερήμωσαν, οι δρόμοι που ποτέ δεν ήταν καλοί έγιναν αδιάβατοι. Πρέπει να πηγαίνουν κάθε έξι μήνες αν θέλουν να διατηρήσουν τη βίζα. Τ’ αγόρια δε γυρνάνε πίσω, μόλις πάνε θα τους ντύσουν φαντάρους. Όσο ζουν οι γέροι πηγαινοέρχονται. Με όλο και πιο μαυρισμένη την καρδιά. Δεν ελπίζουν πια στο γυρισμό. Όνειρό τους μια γκαρσονιέρα στην Αθήνα. Όχι για τα παιδιά. Για τους ίδιους, μην τους πετάξουν στο δρόμο τα παιδιά. Οι γέροι; Τους έφεραν να δουν πώς ζουν εδώ. Δε μπορούν να τους έχουν εδώ, ακόμη κι αν ήθελαν να φύγουν απ’ τον τόπο τους. Οι γέροι θα πεθάνουν μαραζωμένοι απ’ τον καημό. Τα χωριά θα γίνουν αλβανικά σιγά σιγά.
-Εμείς τα κρατήσαμε 50 χρόνια. Άλλο δεν πάει, λένε. ΄Ηταν καλή γη κάποτε. Τώρα είναι καταραμένη. Δεν έβρεξε φέτος. Τα λιγοστά κατσίκια βελάζουν παραπονεμένα. Πράγμα παράξενο. Πουθενά δε φύτρωσε φέτος χορτάρι στα χωριά μας.

Όλα βουλιάζουν στα λαμπερά νερά του Βουθρωτού. Κάτι ερείπια μαρτυρούν κείνους που διάβηκαν άλλοτε. Τίποτε δε θα μαρτυρεί τον ελληνισμό που άντεξε τόσο ηρωικά κάποτε στην Αλβανία. Οι εκκλησιές γκρεμίστηκαν από το καθεστώς, τα σπίτια ρήμαξαν κι άλλους θα στεγάσουν, οι γέφυρες πια έχουν κοπεί. Η Βόρεια Ήπειρος που άντεξε τη στυγνή δικτατορία, παρασύρθηκε στη δίνη του οικονομικού τυφώνα,. Πέντε χρόνια ήταν αρκετά. Υπάρχει πια μόνο στις μνήμες των ξενιτεμένων της.

 Μαρίας Αρβανίτη Σωτηροπούλου

Σχόλια

  1. Ο Σωτήρης Σωτηρόπουλος κοινοποίησε τη δημοσίευσή σας.
    13 λεπτά ·
    Μια νοσταλγική νότα ωδής και μνήμης, στα πλαισια της ανθρωπιστικής εξορμησης των Διβριωτων Ηλειας στη αδελφή Διβρη της Β. Ηπειρου το 1993....
    Η ΜΑΣ, με την εξαιρετικη γραφιδα της δινει ζωντανες εκείνες τις ανεπαναληπτες στιγμές.... Απο τοτε μεχρι σημερα κύλησε πολυ νερό. Σε θετική ή αρνητική πλευρά. Τοτε το χωριο εσφιζε απο ζωη, πανω απο 1500 κατοίκων, σημερα σχεδον στο ενα πεμπτο οι κατοικοι, αλλά οι εγκαυεστημενοι στην Ελλαδα προκοβουν και δεν ξεχνούν τα πάτρια που στολιζουν με νέα σπιτια και τα θυμουνται πολύ συχνά.... Υπαρχει η ελπιδα του γυρισμού. Άμποτε!!...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Καλησπέρα κι από μένα ..ευχομαι ότι αγαπάτε να το έχετε κοντά σας ...ειναι απο τις λίγες φορές που περνώ την δύναμη της αφθορμητης γραφής να γράψω κ να ευχαριστήσω απο καρδιας για τις όμορφες φωτογραφίες κ το ωραίο απσπασμα που έχετε για το χωριό μας ...ειναι απο τις φορές που θέλεις ναδιαβαζεις κ να ξαναβλέπεις τις φωτογραφίες πολλών ετών πίσω με νοσταλγία ....ενθουσιασμος , ένα σύμπλεγμα πολυ όμορφο που κάθε φορά που τις βλέπεις τα μάτια γυαλίζουν κ γεμίζουν δάκρυα....ευχαριστω πολυ εγώ σαν Ελενη απο την Διβρη εκει ψηλά στους πρόποδες του διβροβουνιου μας ....καλο βραδάκι κι ευχαριστω για την ανάγνωση των λίγων γραμμών μου. Εύχομαι καλές γιορτές κ καλή αντάμωση !!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης