Ο κυρ Δημητράκης στη Σύρο

Ο κυρ Δημητράκης
-Δημητράκη, πες ένα τραγουδάκι, φώναζαν τα σχολιαρούδια και τον τριγύριζαν τσιρίζοντας χαρούμενα.
Κι εκείνος με το αιώνιο του χαμόγελο ζωγραφισμένο στο ολοστρόγγυλο λαμπερό κόκκινο μούτρο του, άρχιζε με φωνή μπάσα το περίφημο εγγλέζικο τραγουδάκι του Β Παγκόσμιου «Ιτς ε λονγκ γουέι του Τιπερέρι».
Άτονη η φωνή του συνοδεύονταν από εκφραστικές κινήσεις των χεριών, όλο το χοντρό του κορμί κουνιόταν στο ρυθμό, ενώ τα πιτσιρίκια κρατούσαν το ίσο με τις χαρωπές φωνούλες τους.
-Κι άλλο κι άλλο, φώναζαν έπειτα ξεκαρδισμένα στα γέλια.
Χάιδευε το καραφλό κεφάλι με τα λιγδιασμένα χέρια του κι άρχιζε κι άλλο κι άλλο ανόητο τραγουδάκι, μέχρι που στέρευε η πηγή των γνώσεων και τα παιδιά, πούξεραν πόσα ήξερε έφευγαν γελαστά κι ευτυχισμένα μ’ ένα αίσθημα νικητή που πέτυχε σπουδαίο τρόπαιο. Ήταν αγαθούλης ο κυρ Δημητράκης. Καντηλανάφτης στην εκκλησιά του άη Νικόλα, ίσως από λύπηση, είχε την τιμή να χαιρετήσει ιδιόχειρα το βασιλιά σαν επισκέφθηκε το νησί μας. Τι τιμή! Τι δόξα!
Για τα παιδιά ήταν περίφημος, ήταν ήρωας. Η αχαλίνωτη φαντασία τους έπλαθε του κόσμου τις ιστορίες παλεύοντας να εξηγήσει την κατάντια του.
Ήταν λέγαν πλούσιος, μα ερωτεύτηκε, αυτή δεν τον αγάπησε κι έτσι έχασε τα λογικά του. Ήταν λέγαν πολεμιστής, στον πόλεμο τρελάθηκε. Ήταν, ήταν.. Τι δεν έπλαθε ο νους τους σαν προσπάθαγε το ένα ν’ αποδείξει στο άλλο πως ήταν ο γνήσιος ιστορικός της δραματικής του ιστορίας. Κι ήταν βαθειά τους ριζωμένη η πεποίθηση πως ο Δημητράκης ήτανε σπουδαίος μιας κι ήταν τόσο ευγενικός μαζί τους, μιας κι ήξερε τόσα τραγούδια να τους λέει. Ο Δημητράκης βέβαια δεν ήταν τίποτε απ’ όλα αυτά. Απλούστατα ήταν ο άνθρωπος που είπε ο Χριστός «μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, ότι αυτών εστι η βασιλεία των ουρανών». Ο Δημητράκης είχε κερδίσει τη βασιλεία των ουρανών.

Δεν είχε σπίτι. Έμενε σ’ ένα τρισάθλιο κατασκεύασμα, πιστό αντίγραφο της ιστορικής καλύβας του Καραγκιόζη, δίχως παράθυρα, με μια σαρακοφαγωμένη πόρτα γεμάτη λέρα. Δεν είχε οικογένεια, είχε όμως μαζέψει ότι έκθετο γατί πετιόταν στα σκουπίδια, έτσι που είχε πολυάριθμα παιδιά, υιοθετημένα φυσικά, που τάχε βαφτίσει με ονόματα, τους μιλούσε, τα τάιζε ότι από ευσπλαχνία του πετούσαν οι συνάνθρωποί του κι αυτά ημερεμένα σκαρφάλωναν στους ώμους, το κεφάλι του, τον έπαιρναν ξωπίσω, του μιλούσαν χαδιάρικα με όση στοργή μπορεί να  κλείνει μια γατίσια καρδιά.
Όποιον έβλεπε στο δρόμο τον χαιρετούσε ευγενικά κατέβαζε το βρώμικο κασκέτο του με μια κίνηση ιπποτική και το χοντρό του κορμί διπλωνόταν στα δυο, δίχως δουλοπρέπεια μα με αρχοντιά αξιοζήλευτη. Δεν δέχονταν ελεημοσύνες ο Δημητράκης.  Κέρδιζε το ψωμί το δικό του και της γατοοικογένειας του με τον ιδρώτα του προσώπου του.
Αλήθεια το στρογγυλό κατακόκκινο μούτρο του ήτανε πάντα ιδρωμένο, μα πάντα γελαστό.

Ήμουν θυμάμαι στα δώδεκα, όταν με τον Παντελή αποφασίσαμε, όταν έλειπε να μπούμε στο ρημαδιό του να το ψάξουμε. Είμαστε τόσο σίγουροι πως έκρυβε θησαυρό, όπως διαβάζαμε στα πειρατικά μυθιστορήματα κι η περιπέτεια μας μάγευε. Είμαστε τόσο σίγουροι πως είχε πλούτια ο κυρ Δημητράκης που όποτε μας έπιανε κρίση γενναιοδωρίας και ψάχναμε να βρούμε φτωχούς να ελεήσουμε με τις ψωροδραχμούλες από το χαρτζιλίκι μας, ποτέ δε σκεφτόμαστε τον κυρ Δημητράκη.
Ήταν καταμεσήμερο καλοκαιριού. Όλοι οι δρόμοι άδειοι, όλα τα παράθυρα σφαλιχτά. Η ζέστα είχε ναρκώσει τους ανθρώπους. Σκαστοί απ’ τα κρεβάτια, που μας επέβαλαν το μεσημεριανό ύπνο πήγαμε έξω απ’ το καλύβι του κυρ Δημητράκη. Ήταν δίπλα σ’ ένα χάλασμα παλιού αρχοντικού, όπου σώζονταν μονάχα ένα κοίλωμα στον τοίχο, απ’ αυτά που στα παλιά σπίτια έβαζαν αγάλματα ή ανθοδέσμες. Ποιος ξέρει; Για μας τούτο το ρημαγμένο αρχοντικό δίπλα στο καλυβάκι του κυρ Δημητράκη ήταν σίγουρα το πατρικό του.
Σκαρφαλώσαμε τα χώματα και ρίξαμε μια ματιά από το σπασμένο παραθύρι. Μα η αντηλιά εμπόδιζε τα μάτια μας να διακρίνουν στο σκοτάδι του φτωχικού δωματίου. Σιγά σιγά νυχοπερπατώντας φθάσαμε στην πόρτα. Ο Παντελής, σαν αρχηγός την έσπρωξε απαλά κι αυτή άνοιξε διάπλατα αφήνοντας ένα ξερό κρότο. Μια γάτα βγήκε νιαουρίζοντας παραπονιάρικα. Τίποτε άλλο. Κοιταχτήκαμε ένοχα. Να φύγουμε; Μα όχι, η περιπέτεια μας έκαιγε. Πρώτος ο Παντελής μπήκε μέσα, εγώ τον ακολούθησα.
Ένα σάπιο ξύλινο τραπέζι, μια ξεπατωμένη καρέκλα και στην άκρη ένα ξεκοιλιασμένο στρώμα. Τίποτε άλλο. Ούτε φως, ούτε γκαζιέρα, ούτε φανάρι για τρόφιμα, ούτε ντουλάπι για τα ρούχα. Κοιταχτήκαμε ξανά γεμάτοι αμφιβολίες.
Και τότε το δωμάτιο σκοτείνιασε απότομα. Στην πόρτα του στεκόταν ο κυρ Δημητράκης κι εμπόδιζε το φως να μπει. Βλέπαμε το σκοτεινό του περίγραμμα. Πάνω στον ώμο του δυο γάτες, το κεφάλι του γυαλιστερό. Νιώσαμε πανικό μα μείναμε ακούνητοι. Περιμέναμε να φάμε ξύλο. Είμαστε οι ληστές της τεράστιας περιουσίας του. Έτσι όπως στεκόταν δε μπορούσαμε να δούμε το πρόσωπό του κι έτσι απλώς κατεβάσαμε τα κεφάλια και περιμέναμε. Εκείνος στάθηκε για λίγο αμήχανος στην πόρτα, πέταξε τα γατιά από πάνω του κι έπειτα προχώρησε προς το μέρος μας.
-Δεν, δεν έχω τι να σας φιλέψω, είπε ταραγμένα κι έξυσε το κεφάλι του… Να σας πω ένα τραγουδάκι;
Η ντροπή ξεχείλισε στα μάτια μας κι αρχίσαμε να κλαίμε σα μωρά.
Ο κυρ Δημητράκης κρέμασε τα χέρια του ακόμη πιο σαστισμένα.
-Να ξανάρθετε, μας φώναξε καθώς εμείς σκουντουφλώντας μες τα δάκρυα δρασκελίζαμε το κατώφλι του.

Το διήγημα περιέχεται στο βιβλίο μου "Ιστορία δίχως όνομα και άλλα διηγήματα" Αθήνα 1976

Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου



Σχόλια

  1. Πάρα πολύ ωραία αφήγηση για τον Δημητράκη τον Μανακακη όπως τον λέγαμε και παρ'ολη την προσφορά του στον Αγ.Νικολαο οι παπάδες στο τέλος δεν τον κοίταξαν.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης