Ευθραυστότερον κρυστάλλου



Ευθραυστότερον κρυστάλλου

   Κυριακή πρωί επιστρέφοντας στη φλεγόμενη πρωτεύουσα σταμάτησα να ποτίσω τα λιγοστά άλογα του μικρού μου Πεζό, δροσίζοντας το πιασμένο από την οδήγηση κορμί στη φιλόξενη παραλία της Κινέττας.
    Κάτω από τις αλμύρες σειρά τα ΙΧ κι από κάτω τους ακριβώς παρκαρισμένα τα κορμιά στον ήλιο. Το δικό μου ίσα που χώρεσε ανάμεσα σ’ ένα κόκκινο κι ένα μαύρο γυαλιστερό που έσερνε και άδειο τρέιλερ.
   -Καλύτερα να φύγετε από κει, είπε ένας κύριος που από τον ήλιο βαθμολογούσε την παρκαριστική μου επιδεξιότητα. Θα πει ότι τον ακουμπήσατε και θα ζητάει να κάνετε δήλωση, πρόσθεσε, ενώ ήδη πετούσα το ιδρωμένο κουκούλι των ρούχων αναδύοντας την ημίγυμνη καψαλισμένη σάρκα που διψούσε για θάλασσα.
   - Μα δεν τους ακούμπησα! είπα με αφέλεια νεογέννητου. Ούτε τον κόκκινο, ούτε τον μαύρο. Τα αυτοκίνητα δεν είναι άλλωστε κρυστάλλινα. Έτσι δεν είναι;
    - Εγώ πάντως την έπαθα μια φορά, είπε στοχαστικά ο κύριος.
   Ίσα που έριξα μια βουτιά να δροσιστώ στην πηγμένη κόσμο θάλασσα κι ενώ μ’ ένα πόδι ακροβατούσα τυλιγμένη με την πετσέτα να κατεβάσω το μαγιό μπροστά στο παραπέτασμα της πόρτας του αυτοκινήτου, νάσου σα διαφήμιση αντηλιακού ο ιδιοκτήτης του μαύρου, που άρχισε να επιθεωρεί τον προφυλακτήρα του.
    - Πώς μπήκε; ρώτησε. Δεν το χτύπησε πάντως, είπε χαϊδεύοντας με ταραχή τον προφυλαχτήρα. Δε θάταν φαίνεται ο κόκκινος από μπροστά. Έτσι χώρεσε.
    - Είμαι καλή στο πάρκιν, είπα ήπια.
    -Θα φύγετε; ρώτησε κάποιος συνεργός.
     -Μόλις ντυθώ, βεβαίωσα.
   -Αποκλείεται να βγει, αγρίεψε ο τύπος. 20 χρόνια οδηγώ και δε μούτυχε κάτι τέτοιο!
    - Ίσως επειδή εγώ οδηγώ περισσότερα χρόνια, του είπα μειλίχια.
   - Κάνε λίγο πίσω, να διευκολύνεις την κυρία, είπε ο φίλος του, την ώρα που αναμαλλιασμένη με στεγνό πια μαγιό πάλευα να περάσω το φουστάνι πάνω από το κεφάλι μου.
   Κάθισε στη θέση του οδηγού κι έκανε λίγο πίσω, εξακολουθώντας τη μουρμούρα.
   - Σε λίγο θα παρκάρουνε στη θάλασσα!! Νομίζουνε ότι είναι δικός τους ο δρόμος!!
    Βιάστηκα να βάλω μπροστά και με μια κίνηση βγήκα.
    -Είδατε; χαμογέλασα φιλικά στο συνεργό, που έκανε κουμάντο.
    - Δεν καταλαβαίνεις ότι ο προφυλαχτήρας μου στοιχίζει όσο το μισό σου αυτοκίνητο; ούρλιαξε ο ιδιοκτήτης του μαύρου πίσω μου.
   Συνέχισα το δρόμο μου δίχως να του ρίξω δεύτερη ματιά. Δεν του είπα ότι ΔΕΝ το καταλάβαινα. Ότι πριν αποφασίσει ν’ αμολήσει στο δρόμο τόσα εκατομμύρια θάπρεπε να  έχει υπολογίσει όλους τους κινδύνους. Και ότι ήξερα πριν κάνω τη μανούβρα ότι το κόστος ενός σπασμένου φαναριού μπορεί να ήταν πιο αβάσταχτο για τον ιδιοκτήτη του κόκκινου μικρομεσαίου ΙΧ απ’ όσο στον επιδειξία λιμουζινάκια. Δεν τον ρώτησα αν ήταν το πρώτο του ακριβό παιχνίδι. Τον καταλάβαινα. Δεν ήταν το κόστος του προφυλαχτήρα. Αυτό που πιθανόν είχα ακουμπήσει ήταν η μάσκα του. Αυτήν δεν ήθελε να γρατζουνίσει.
     Γιατί το αυτοκίνητο, που για τους περισσότερους δεν είναι παρά ένα όχημα, για κείνον ήταν η βιτρίνα, μέτρο σύγκρισης, το κέλυφος της άδειας του ψυχής. Για τούτο ευθραυστότερον κρυστάλλου.

Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου

Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης