Ο ήλιος ήταν ψέμα
Ο ΗΛΙΟΣ ΗΤΑΝ ΨΕΜΑ Ο ρόγχος του γέρου πλημμύριζε εφιαλτικά το μικρό πνιγερό δωμάτιο. Μύριζε άσχημα. Ενα πορτατίφ τυλιγμένο κιτρινισμένες εφημερίδες πάνω σ' ένα κουτσό κομοδίνο γεμάτο μπουκαλάκια, ποτήρια, κουταλάκια, μπαμπάκια γέμιζε σκιές το θολό αέρα. Μια μικρή ηλεκτρική σομπίτσα στη γωνιά καθρέφτιζε την αβέβαιη φλόγα της πασχίζοντας να τη μετατρέψει σε ζέστα. Σωληνάκια κρέμονταν απ' τη μύτη του γέρου, απ' τη φλέβα,την κύστη του. Σωληνάκια πούμπαζαν κι έβγαζαν ζουμιά στ' ασθενικό κορμί, μήπως και του μετάγγιζαν μια στάλα ύπαρξης ακόμη. Κάπου κάπου ο ρόγχος άλλαζε, έμοιαζε με βαθύ αναστεναγμό κι έπειτα ξανάπεφτε στην ίδια ρουτινιάρικη μελωδία. Το εμβατήριο του τέλους. Η γριά στην κουνιστή πολυθρόνα αντίκρυ του έπλεκε μηχανικά κάποιο μαύρο νήμα και πού και πού τούριχνε κάποιο ανήσυχο βλέμμα. Ξάφνου με κόπο ανασηκώθηκε σκυφτά κι έσυρε την καρέκλα κοντύτερα στ' ασθενικό σομπάκι. Τα πόδια της τόσο παγωμένα! Δεν τάνοιωθε απ' το κρύο. σαν κάτι να...