Όπως η Ρούσα μας
Όπως η Ρούσα μας
στη μνήμη του φίλου Νίκου Κουτσόπουλου που μου διηγήθηκε την ιστορία
Ο μύλος ήταν δίπλα στο ποτάμι. Αιωνόβιος σαν το νερό. Ιστορούσαν ότι τα χρόνια της Επανάστασης τον είχαν κάνει μπαρουτόμυλο. Πιότερο κι απ’ το ψωμί πεινούσαν για τα βόλια τότε. Τώρα, με τους Γερμανούς η πείνα για ψωμί μετρούσε βαρύτερη. Να επιβιώσουν κι αυτό το χειμώνα. Αυτό ευχόντουσαν τα λίγα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής αυτοί που είχαν επιβιώσει 400 χρόνια τουρκικής σκλαβιάς δίχως τούρκου ποδάρι να πατήσει τα κακοτράχαλα βουνά τους. Έτσι τώρα ο μύλος άλεθε αλεύρι από σπόρους κάθε λογής. Το στάρι λιγοστό αλλά και το κριθάρι κι η βρώμη κι η σίκαλη, το καλαμπόκι και ότι μπορούσε να τριφτεί στις μυλόπετρες σ’ ελπίδα αλευριού, έφθανε και περίσσευε για να μπουκώσει τα πεινασμένα στόματα. Τα βόλια, αυτά που ακούγονταν ν’ αντηχούνε στα βουνά δεν είχαν πια σχέση με το μύλο τους. Κι οι αντάρτες δε ζητούσαν μπαρούτι όταν περνούσαν απ’ τα χωριά τους. Κι αυτοί για ένα ξεροκόμματο ψαχούλευαν. Το ίδιο κι οι χαροκαμένες από τα Καλάβρυτα, που μετά τη μεγάλη σφαγή ζητιάνευαν από χωριό σε χωριό μαυροφορούσες με μάτια αγριεμένα κι οι ντόπιοι φίλευαν για να τις ακούν ξανά και ξανά να ιστορούν τη φριχτή τους μοίρα. «Όλα τ’ αρσενικά, όλα τουφεκίστηκαν και μεις γλιτώσαμε από το χαμό χάρη σ’ έναν άνθρωπο, έναν αυστριακό -που ζωή νάχει κι όλα τα καλά του κόσμου όπου κι αν βρίσκεται- μας άνοιξε την πόρτα του σχολειού την ώρα που οι ναζήδες άναβαν τη φωτιά να μας κάψουν σαν τα ποντίκια, γυναίκες και μωρά παιδιά.» Τις άκουγαν, τις φίλευαν για να ξορκίσουν το κακό. Άκουγε κι αυτός κι αγριευόταν. Κρυβόταν πίσω από τις φούστες της μάνας του και δεν έφευγε.
-Άντε να παίξεις, του έλεγε, όμως εκείνος έμενε καρφωμένος στην ασφάλεια της φούστας της. Ο τρόμος τον γοήτευε πιότερο απ’ τα παραμύθια.
-Άντε στο μύλο, τον καλόπιανε. Πάρε και την Κανέλλα.
Η Κανέλλα ήταν η γάτα του σπιτιού. Κανέλλα απ’ το χρώμα της, είχε όμως σουσούμια σκύλου. Μ’ έπαιρνε από πίσω, από το σπίτι ως το μύλο και με πρόσεχε. Περπατούσε πάντα μπροστά κοιτώντας αν την ακολουθώ κι έφθανε πάντα πρώτη, σαν τους φαντάρους έλεγχε την περιοχή κι αν όλα ήταν καλά γυρνούσε και με συνόδευε πλάι πλάι. Αν συναντούσε κάτι απροσδόκητο έμενε ακίνητη γρυλίζοντας στην πόρτα μέχρι να φθάσω για να βεβαιωθεί ότι όλα είναι εντάξει. Αυτή η σκυλίσια αφοσίωση της Κανέλλας δεν προκαλούσε αισθήματα κατωτερότητας στον Ασίκη, ο οποίος μπορούσε να μυριστεί την αλεπού χιλιόμετρα μακριά κι αντί παρασυρμένος από το ένστικτο, να τρέξει ξωπίσω της όπως τα ανόητα κυνηγόσκυλα, συνειδητά έτρεχε στο κοτέτσι που το φυλούσε ασφυκτικά, μέχρι ν’ απελπιστεί ο εισβολέας και ν’ αποσοβηθεί ο κίνδυνος. Αυτά κάπως αργότερα.
Στην Κατοχή δεν είχαμε πια κότες. Μας τις έπαιρναν ή τις είχαμε φάει. Αντίθετα είχαμε κρατήσει μια γίδα, μια γίδα ξεχωριστή, ξανθή, σγουρομάλλα με γλυκιά φωνή και μεγάλα μάτια, που βοσκούσε πλάι στο μύλο κι απλόχερα πρόσφερε τη γαλατένια ευλογία της. Τη φωνάζαμε Ρούσα και ήταν η χαρά μου. Δεν ξεχνώ κείνα τα δύσκολα χρόνια τη μάνα νάρχεται καθημερινά απ’ τα’ άρμεγμα, φορτωμένη μ’ ένα τσουκάλι γάλα που τ’ απίθωνε πλάι στη φωτιά στο τζάκι. Γάλα -ίσα για να βουτάμε μια σταλιά, σα μετάληψη, το ψωμάκι μας, ίσα να φτιάξει τραχανά για να λιγδώσει τ’ αντεράκι μας, ποτέ αρκετό να το πιούμε να χορτάσουμε ή να το πήξουμε σε τυρί ή γιαούρτι. Μόνο θυμάμαι μια φορά που κρυφά την πλησίασα στο λιβάδι, ξάπλωσα από κάτω της και με άπραγα χέρια έσταξα μια σταλιά απ’ το βυζί στο στόμα μου κι εκείνη δε μου αντιστάθηκε, δε με μαρτύρησε με τα βελάσματά της, μόνο με κοίταζε μ’ αυτά τα χαμογελαστά της μάτια.
Κόντευε να τελειώσει πια η Κατοχή κι η Ρούσα μας είχε γεράσει. Δεν ξέρω, δε θυμάμαι αν έπαψε να δίνει γάλα, αλλά στην αρχή μια άλλη γίδα νεώτερη έβοσκε στο λιβάδι πλάι στη Ρούσα μας. Κι έπειτα, βέβαια τώρα μπορώ να κρίνω, ήταν λογικό. Δεν το νιώθω, ήταν παράλογο. Τόσα χρόνια πέρασαν θάπρεπε νάχω συγχωρέσει, Δε μπορώ όμως να δώσω αυτό το συγχώριο, ο πατέρας έσφαξε τη Ρούσα μας κι η μάνα τη μαγείρεψε σούπα και κάλεσαν όλο το σόι μέσα στην άγρια πείνα να δοξολογήσουν τη Λευτεριά που θαρχόταν σε λίγο με θυσία τη Ρούσα μας. Παιδιά της ηλικίας μου, μπουκωμένα μεζέδες, ξαδέλφια μου πάνω από τα’ αχνιστά πιάτα με τη σούπα κι εγώ παρά την πείνα, βουβός από λύσσα με το στομάχι μου δεμένο κόμπο μ’ ένα βράχο στο στήθος να μη μπορώ ν’ ανασάνω. Ο πατέρας μπουκωμένος όπως πάντα τον καλό μεζέ στο τραπέζι των μεγάλων δεν κατάλαβε. Η μάνα που πηγαινοερχόταν μοιράζοντας ακριβοδίκαια μερίδες με τράβηξε παράμερα.
-Γιατί δεν τρως; είπε νευριασμένα. Ξέρεις πότε θα ματαδεις το κρέας;
-Γιατί; τη ρώτησα κι επιτέλους οι βρύσες των δακρύων μου ξεχείλισαν.
-Γιατί τι; με ρώτησε απορημένη. Τα ζώα είναι για να τα τρώμε.
-Όχι αυτή, φώναξα. Όχι τη Ρούσα μας. Όπως αυτοί στα Καλάβρυτα... τη Ρούσα, τη μάνα μας!!
Με κοίταξε σαστισμένη, άφησε την πιατέλα, που κρατούσε και με πήρε αγκαλιά.
-Ξέρεις, μου είπε σκουπίζοντας τις μύξες μου. Το ήθελε η Ρούσα. Έτσι είναι πάντα οι μανάδες, Δίνουν τη ζωή τους για να ζήσουν τα παιδιά τους.
-Όμως εγώ.. είπα. Δεν έπρεπε. Δεν πρέπει. Δεν το μπορώ. Καλύτερα να σφάζατε την Κανέλλα ή τον Ασίκη. Αυτοί δε μας έδιναν το γάλα τους.
Δε μ’ αποκρίθηκε. Δε μου είπε ότι κάποιοι άλλοι έτρωγαν γάτες και σκυλιά, ποντίκια και νυχτερίδες για να επιβιώσουν. Μου χάιδεψε το ξυρισμένο κεφάλι τρυφερά.
-Εντάξει, είπε. Έσταξε δυο τρεις φέτες γάλα σε μια φέτα ψωμί. Άντε να παίξεις με την Κανέλλα. Δεν κάνει να χαλάς το κέφι των άλλων παιδιών, μια μέρα που βρήκαν κάτι για να φάνε.
Πήρα την Κανέλλα στην αγκαλιά μου κι αυτή γουργούρισε ευτυχισμένη, τρώγοντας από το χέρι μου μια μπουκίτσα ψωμί.
-Μη φοβάσαι, της είπα. Εσένα κανείς δε σε πειράζει. Είναι γιατί δε βγάζεις γάλα, όπως η Ρούσα μας.
Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου