Φατμέ
Η ιστορία της Φατμέ
(απόσπασμα από το μυθιστόρημα "Το φως του Κόσμου"
....Είχε περάσει
περίπου ένας μήνας, όταν στην τάξη της
ήλθε η Φατμέ.
Ήταν απ' την
Ουγκάντα. Είχε μελαψό λεπτό κορμί,
τιγρίσιο βάδισμα και μακρυά κατάμαυρα μαλλιά. Στο πλάι της λεπτής της μύτης,
ένα διαμάντι έλαμπε σα δάκρυ.
Μιλούσε
σπασμένα αγγλικά και το ειρωνικό χαμόγελο
που διάβαζε κάτω απ' τις ευγενικές
διορθώσεις των καθηγητριών, στάθηκε
ικανό να κάνει τη Μαρία να νοιώσει αμέσως
φιλία για την καινούργια ξένη.
Η Φατμέ
δεν ήταν μόνη στο Λονδίνο. Ζούσε μ' όλη
της την οικογένεια. Ήταν
πάμπλουτοι. Πώς αλλιώς θα φοιτούσε σ'
αυτό το κολέγιο;
Και
όμως! Κι η Φατμέ, τις νύχτες, ονειρευόταν
τη μακρινή της πατρίδα!
Τότε
ξυπνούσε κι έτρεχε στο δωμάτιο της
Μαρίας, της μόνης της φίλης,
της
μόνης που μπορούσε να φανερώσει σε
σπασμένα αγγλικά τους πόνους της καρδιάς
της.
Έτσι
και κείνο το βράδι, που ξύπνησε με λυγμούς
απ' τους εφιάλτες.
Κουκουλώθηκαν
με την κουβέρτα αγκαλιασμένες κι η Φατμέ
άρχισε να ιστορεί, ενώ το φεγγάρι έλουζε
με φως τις σκιές στον κήπο.
-Τους είδα
κι απόψε. Ήλθαν με σπαθιά
και με ντουφέκια... Σκότωσε τα παιδιά...
Τα σέρβιρε και τα φάγαν... όπως ο ...
κόμπιασε ψάχνοντας.
-Ο Τάνταλος, είπε
η Μαρία.
-Ναι, ο
Τάνταλος! Κείνος τόκανε σε θεούς. Ο
δικός μας σε ανθρώπους... Δεν τιμωρήθηκε.
Ξέρεις πόσοι με ρωτούν, αν στην πατρίδα
μου τρώμε ανθρώπους; Μοίραζε
θησαυρούς στους δυνατούς της γης... Οι
πολιτικοί... Ίσως τους
εξυπηρετούσε! Τον ανεχόντουσαν...
Σκότωνε τις
γυναίκες τους... όταν τις βαριόταν... όπως
ο Ερρίκος...
Μια γυναίκα
του ήταν συγγένισσά μου. Τη σκότωσε κι
αυτή... Δεν είναι σίγουρο...
Μας μήνυσαν
φίλοι καλοί να φύγουμε, να προλάβουμε...
Το σκάσαμε...
Ευτυχώς, ο πατέρας είχε την περιουσία
του όλη εδώ! Εδώ ήταν η κεφαλή των
επιχειρήσεων. Άλλοι
καταστράφηκαν. Αν δεν έχεις λεφτά δε σε
κρατούν.
Πολιτικοί!
Πουλούν και την καρδιά της μάνας τους!
Μια ξαδέλφη μου έμεινε πίσω... Δε μπορούμε
πια να τη σώσουμε... αν ζει...
Μου λένε να
ξεχάσω. Όλοι να ξεχάσω
μου λένε.
Όλοι
στο σπίτι, το συνήθισαν.
«Όπου
μπορείς να ζήσεις λεύτερα, εκεί είναι
η πατρίδα σου». Έτσι μου
λένε. Να ζεις, να επιζείς, να ψευτοζείς,
να παντρεύεσαι, να σπέρνεις παιδιά
καινούργιας ράτσας, ξεκομμένα απ' τη
μητρική τους γη, τόσο ξένα, που κάποτε
κανείς δε θα τα ξεχωρίζει απ' τους
ντόπιους.
Να μη
ξεχωρίζεις. Αυτό είναι το ιδανικό της
δεύτερης γενιάς.Να πάψεις νάσαι
μειονότητα, να ενταχθείς στη χώρα που
σε φιλοξένησε, να πάψεις να νιώθεις
παρείσακτος και ξένος, να πάψεις να
φοβάσαι κάποια έξοδο, τώρα που οι δουλειές
για τους ντόπιους λιγοστεύουν, τώρα που
τα φτηνά ξενόφερτα χέρια έπαψαν νάναι
πολύτιμα, καθώς τα εργοστάσια ένα ένα
εξαφανίζονται. Είσαι ντόπιος,
μα κι είσαι ξένος.
Μια γριά στο
νοσοκομείο, κατάκοιτη, οχτώ μήνες, δίχως
ψυχή να την επισκεφθεί, ούρλιαζε στους
διαδρόμους.
- Φέρτε μου
κάποιον, που να μιλάει τη γλώσσα μου!
Ευγενικές
οι αδελφές, στοργικές και πρόθυμες,
έψαξαν να βρουν κάποιον που να μιλά τη
γλώσσα της, κάποιον άγνωστο, μα όμως απ'
τις ίδιες ρίζες, κάποιον που να σφραγίσει
τα μάτια της με γνώριμο
άγγιγμα, κάποιον που να μυρίζει πατρίδα.
Πήγα και τη
βρήκα, Μαρία. Πέθανε στα χέρια μου η
άγνωστη πατριώτισσά μου!
Κι ο ήλιος
που βασίλευε μοσκοβολούσε πατρίδα! Το
κρύο έλιωσε!
Στην πατρίδα
μου, πάντα το βράδυ βρέχει. Δεν έχουμε
χειμώνα - καλοκαίρι, ξέρεις. Πάντα τον
ίδιο καλό καιρό!
Είμαι
μουσουλμάνα, Φατμέ,
σημαίνει: «Εκείνη που σώζει» Φαίνομαι
για σωτήρας κανενός;
Πιστεύω στη
θρησκεία μου! Δε θα παντρευόμουν ποτέ
ξένο. Οι δικοί σου άνθρωποι είναι πάντα
πιο κοντά. Ο λαός σου!
Δεν είμαστε
όλοι μουσουλμάνοι στην πατρίδα. Υπάρχουν
κι ινδουιστές. Η Σίβα, μια φιλενάδα μου
είναι ινδουίατρια. Μα είναι απ' την
πατρίδα μου. Το δέρμα της είναι λευκό,
δεν ξεχωρίζει απ' τους εγγλέζους. Κι η
μαμά μου έχει λευκό δέρμα! Εγώ έμοιασα
στον πατέρα μου. Λευκό δέρμα, σταρένιο
δέρμα, μαύρο δέρμα! Όλα
είναι της πατρίδας μου!
Μας έδιωξαν,
σκότωσαν πολλούς! Δε μπορούμε να γυρίσουμε
πίσω. Είναι δύσκολο να μείνουμε εδώ.
Δε φοράμε
πια σάρι. Το βλέπεις, φοράω τη στολή του
κολλεγίου. Μόνο σα σμίγουμε με τους
δικούς μας ανθρώπους φοράμε τα δικά μας
ρούχα.
Οι ινδοί,
αυτοί μένουν πιο πιστοί, φορούν τα ρούχα
των προγόνων τους, τουλάχιστον για μια
γενιά. Τα παιδιά τους είναι εγγλεζάκια,
μελαψά, μα εγγλεζάκια.
Μόνο οι
εβραίοι μένουν ξεκομμένοι, σφιχτοδεμένοι
στις συνήθειες τους. Όσες
γενιές κι αν περάσουν, μένουν για πάντα
ξένοι.
Δεν ξέρω πια
τι είναι το σωστό και ποιό το λάθος.! Άνθρωποι απ' το Ιράν και το Ιράκ, που
τώρα πολεμάνε κει κάτω, εδώ δουλεύουν
πλάι πλάι. Τούρκοι κι Έλληνες!
-Δεν είναι
και τόσο άσχημα λοιπόν, είπε η Μαρία
ονειροπόλα.
Μια παναθρώπινη
ράτσα βλασταίνει στη γόνιμη τούτη χώρα.
Ίσως είναι καλύτερα, αν
οι άνθρωποι αναγκάζονται ανακατεμένοι
να δουλεύουν δίπλα δίπλα
-Ίσως
είπε η Φατμέ. Ίσως, αν η
χώρα που τους φιλοξενεί δεν ανήκει σε
κανέναν. Ίσως πάνω σε
κάποιο διαστημόπλοιο. Πάντως όχι πάνω
στη χώρα κάποιου άλλου...Μοιάζει, σα
να κοιτάς τον εαυτό σου σε κάποιο
παραμορφωτικό καθρέφτη και δεν τον
γνωρίζεις...
-Καληνύχτα
Μαρία, είπε η Φατμέ και
βγήκε αθόρυβα απ' το δωμάτιο.
Σ' ευχαριστώ,
συμπλήρωσε λίγο πριν κλείσει την πόρτα....
Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου