Μνήμες Κατοχής (εμπνευσμένο από τις διηγήσεις της μητέρας μου)

Μνήμες Κατοχής
αφιερωμένο στη μνήμη της μητέρας μου,
της οποίας οι διηγήσεις με καθοδήγησαν

Την Ιφιγένεια την πρωτοείδα σε μια παλιά φωτογραφία εποχής, κιτρινισμένη και στις άκρες φαγωμένη, με σταμπωμένα γαλλικά το φωτογραφείο του Παρισιού στην πίσω όψη της, δίχως καμιάν ημερομηνία ή αφιέρωση, όπως συνηθιζότανε κείνους τους καιρούς για τόσο σπάνια πράματα σαν τις φωτογραφίες.
Είχε δυό μάτια σαν κάρβουνα φλογισμένα, κατάμαυρα σγουρά μαλλιά να στολίζουν ένα ολόφωτο πρόσωπο αρμονικό, μαλλιά τόσο πυκνά κι ατίθασα που δύσκολα συγκρατούσε με μια φαρδιά κορδέλλα στο μέτωπο μ' ένα θεώρατο φιόγκο λίγο πιο πάνω απ' τ' αυτί, κατά τη μόδα της εποχής. Τα όμορφα χείλια της ήταν σοβαρά και το ύφος της τόσο σκεφτικό για πεντάχρονο κοριτσάκι.
Καθόταν ορθή, κρατώντας με το ένα χέρι την πλάτη μιας καρέκλας εποχής, που άνω της αυτάρεσκα καθόταν ένα στρουμουλό μωρό μ' έκληκτο βλέμμα, η Μπουμπούκα, ενώ στην άλλη μεριά της καρέκλας όρθιος κι αυτός στεκόταν προσοχή ο Παντελής μόλις τετράχρονος μ' αντρικό ύφος και ναυτικό κουστούμι.

Ήταν και οι τρεις τους παιδιά μιας όμορφης καλλιεργημένης γυναίκας «καλής» οικογένειας, της Ασπασίας, και του Λουκά, ενός λίγο παρακατιανού νέου με φιλελεύθερες τάσεις, μα ωστόσο κουτού και προκομμένου.
Για την κουταμάρα του έχουν να λένε, πως στο χωριό ακούγοντας τ' αποτελέσματα στο δημοψήφισμα του Βασιλιά Κωνσταντίνου (Ελιά ελιά και Κώτσο βασιλιά) και μπρος στο γενικό ενθουσιασμό, πού δε βρέθηκε παρά μόνο μιά ψήφος ενάντιά του, δήλωσε σοβαρά σοβαρά στο γεμάτο έξαλλο καφενείο.
— Μα να μη βρεθεί κανείς άλλος, έξω από μένα, που να μην τον θέλει...
Μετά βέβαια αυτή τη δήλωση η ζωή του Λουκά στο χωριό του, έγινε κάπως βαρειά κι έτσι πήρε των ομματιών του και ξενητεύτηκε - πού αλλού; - στο Παρίσι.
Ήταν συνήθειο τότε ο έμπορας να ξενιτεύεται συχνά κι όπως τα γαλλικά ήταν η γλώσσα της αριστοκρατίας όποιος ήθελε να σέβεται τον ίδιο του τον εαυτό έπρεε να τα μιλά άπταιστα.
Η Ασπασία που είχε μεγαλώσει στην Οντέσσα σε κάτι άκληρους πλούσιους θείους, κι ήξερε πιάνο, γαλλικά και ρούσικα τέλεια δεν θάχε πρόβλημα στο Παρίσι και σίγουρα θα τον βοηθούσε.
Η Ασπασία άξιζε σίγουρα καλύτερη τύχη. Ήταν τόσο όμορφη και διαβασμένη για να πέσει στα χέρια ενός ασήμαντου εμποράκου όπως ο Λουκάς και σίγουρα δεν τον πήρε από έρωτα.
Μα ήταν αυτή η καταραμένη μπολσεβίκικη επανάστα­ση πούκανε τον κόσμο άνω κάτω κι από πάμλουτους τους θειούς, τους μεταμόρφωσε σε πάμτωχα ανθρωπάκια της προσφυγιάς και του τρόμου και μόνα θυμητάρια του παλιού καλού καιρού μείναν κάτι χρυσά εικονίσματα με φουσκομάγουλους αγίους στολισμένους με φανταχτερά πετράδια, κάτι ασημένια μαχαιροπήρουνα και μερικά καλά κομμάτια κοσμήματα, όσα γλύτωσαν.
Κι η Ασπασία από πλούσια νύφη ξέπεσε σε ρημαγμένη προσφυγοούλα κι αρπάχτηκε απ'την αγκαλιά του Λουκά σα σε σανίδα σωτηρίας μιας και στο πατρικό της ακολουθούσαν τέσσερα μικρότερα κορίτσια της παντρειάς αμόρφωτα, ασχημότερα, και με προίκα τίποτε έξω απ'το καλό τους όνομα και την κάποια κοινωνική τους θέση. Ευτυχώς ήταν ακόμη η εποχή που άσχετα απ' τα λεφτά οι τάξεις ξεχώριζαν σαφέστατα απ'το προνόμιο της ευγενικής τους ράτσας. Υπήρχε το γνωμικό «κι αν πέσουν τα δαχτυλίδια μένουν τα δάχτυλα» και πολλοί απ' τους κατώτερους κοινωνικά γαμπρούς, έφτιαχναν γάμους μ' άπροικες αρχοντοπούλες έτσι για να διαβούν τις πόρτες της καλής κοινωνίας.
Αυτοί οι νεόκοποι αστοί ποτέ δεν ήταν ισότιμα μέλη αυτής της κοινωνίας. Ποτέ κανένας ταπεινής καταγωγής έστω κι αν φτύνοντας ιδρώτα κι αίμα κατάφερνε ν' αναδειχτεί, ποτέ δεν μπορούσε ν ' αποκτήσει ισοτιμία με τον πιό ξεπεσμένο αριστοκράτη γιατί «τον αράπη κι αν τον πλένεις το σαπούνι σου χαλάς».
Μιας και οι συνθήκες τόφεραν έτσι, ο Λουκάς αν και «χωρικός» έγινε δεκτός μ'ανακούφιση απ' το περιβάλλον της Ασπασίας.
Ο γάμος βέβαια έγινε δίχως μεγάλο ντόρο, ήταν αταίριαστος και παρακατιανός, στο βάθος όλοι ένοιωθαν προδότες, μα όλοι και προάντων οι τέσσερεις αδελφές της νύφης ανάσαναν μ 'ανακούφιση «Και στα δικά μας».
Μα σε τι καλύτερη τύχη μπορούσαν να ελπίζουν τα τέσσερα δυστυχισμένα θηλυκά, τη στιγμή που ο ατέρας τους που στα νιάτα του κατάφαγε την πατρική του περιουσία στα χαρτιά, τώρα, μπεκρόπινε και τσιλιμούρδιζε φανερά κι αδιάντροα έτσι που οι καλοθελητές πυκνώνανε σ' ακούσματα την άμοιρη τη μάννα τους, που πάντα καμωνόταν την ανήξερη και τη δύσπιστη.
— Λόγια του κόσμου, κακίες, ζήλιες. Αν είναι δυνατόν... Πάντα τέλειος ο Αντώνης μου...
Όλοι τη θαύμαζαν την κυρά Ουρανία, την ηρωίδα, που κανείς δεν ήξερε πώς τάϊζε τα έξι παιδιά της, που ολονυχτίς χτυπούσε το κεφάλι της στο πάτωμα απ' τις μετάνοιες μπροστά στα εικονίσματα, που νήστευε σαν όσιος, που τιμούσε τον άντρα της και προφύλαγε τα παιδιά της απ' την κακογλωσσιά του κόσμου.
«Άγια γυναίκα η κυρά Ουρανία» αυτό ήταν το μόνο πούχαν να πουν γι' αυτήν. Αγια, γι' αυτό κι ο Θεός φαίνε­ται εισάκουσε στο τέλος τις προσευχές της κι ο Σωκράτης ο πρωτογιός και μοναχογιός της, αφού σαν όλα τα παιδιά σαχλαμάριζε κάμποσα χρόνια στο νησί κορφολογώντας δεξιά κι αριστερά (κατά μάννα κατά κύρη λέγαν πίσω απ' την πλάτη του) μπάρκαρε σ' ένα μεγάλο φορτηγό για την Αμέρικα και κει καταμεσίς του πέλαου φύσηξε λέει φόβος Θεού μέσα του κι έγραψε στη μάνα του-
«Από δω και μπρος, μάννα, μη νοιάζεσαι. Για όλα είμαι γω. Μη βια­στείς να παντρέψεις τις αδελφάδες μου παρακατιανά σαν έκανες με την Ασπασία. Εγώ θα σου στείλω τα προικιά κι η κάθε μια με τη σειρά της, όλες θα πάνε κατά που θέλει ο Θεός».
Και τόπε και τόκανε ο Σωκράτης.  Ολη η ζωή του στάθηκε θυσία για τα θηλυκά που πρόσμεναν με το στόμα ανοιχτό σα χελιδονόπουλα τη χελιδόνα.
Κι έστελνε βελούδα και χασέδες και μπαμπακερά και δαντέλες και χρυσαφικά και λούσα ο Σωκράτης από την Αμέρικα και λίρες, μετρητά κι επιταγές κι ένα ένα τα κορίτσια βρήκαν τη σειρά τους.
Η Ρούλα πήρε δημόσιο υπάλληλο, η Καίτη τον παπά, όχι όποιον όποιον παπά, ήταν και δάσκαλος, η  Πηνελόη η άχαρη τον ταβερνιάρη τον Πασχάλη κι η Μερόπη η χοντρέλα το δάσκαλο τον Θωμά, όλοι παιδιά από σπίτια, όχι λαουτζίκος.
Και πάνω που θ' ανάσαινε ο Σωκράτης ξαφνικά στα 25 της πέθανε η Ασπασία, κανείς δεν ξέρει πώς. Ακατάσχετη αιμορραγία. Όλο το σόϊ τάβαλε με το Λουκά και με το δίκιο του. Αυτός θα το ξεθέωσε το κορίτσι πούταν κι άμαθο. Σε εφτά χρόνια γάμου γέννησε οχτώ παιδιά, άλλο πως έζησαν μόνο τα τρία. 'Ηταν αρρώστιες, κρύο. Το Παρίσι είναι μέρος σκοτεινό κι ας λένε πως είναι πόλη του Φωτός. Αφού και τη Μπουμπούκα μόλις και μετά βίας τη γλυτώσανε, αφού τη στείλανε άρον-άρον στην Ελλάδα  να τη βλέει ο ήλιος, κάτι είχαν αρχίσει να θαίνουν τα κοκκαλάκια του παιδιού.
Πέθανε η Ασπασία στο Παρίσι και τόχε προβλέψει. «Στα 25 μου θα πεθάνω» τόλεγε συχνά. Μάλιστα λένε πως εκεί συχνά πήγαινε στις πνευματιστικές συγκεντρώσεις, κει που κουνιέται το τραπεζάκι και βγαίνουν γράμματα και μιλούν με τους πεθαμένους και τα πίστευε αυτά τόσο βαθειά όσο η κυρά Ουρανία πίστευε τους αγίους της.
Με το θάνατο της ο Λουκάς είδε το σπίτι του ν 'αδειά­ζει απ' τη δροσερή της παρουσία, μάζεψε τα κουρέλια της φαμελιάς του και γύρισε στον Πειραιά με τα δυό του κουτσούβελα. .
Η μικρή, η Μπουμπούκα που την είχαν στείλει στη γιαγιά να γιάνουν τα κοκκαλάκια της, αρνιόταν να γυρίσει στον πατέρα και τ' αδέλφια της, κι αυτός πάλι άντρας μοναχός τι να την κάνει; Του έφταναν και περίσσευαν τα δυό βάσανα η Ιφιγένεια κι ο Παντελής.
"Αρχισε να κουτσοδουλεύει στον Πειραιά, μικροράμματα, ψευτοδουλειές, πήρε και μια γυναίκα κατωτάτης υποστάθμης «για νάχουν τα παιδιά μια μάννα» κι έφτιαξε το σπιτάκι τους σ' ένα ξεροβράχο ίσα ίσα μια κάμαρη κι ένα κουζινάκι με τσίγκο για σκεπή.
Η Ιφιγένεια θάταν 8 χρονών κι έκπληκτη ανακάλυπτε τις αλλαγές της μοίρας. Από τα πλουμιστά ολοκέντητα φουστάνια της βρέθηκε να σφουγγαρίζει στην τρώγλη, με τ' αγριεμένο βλέμμα της μητριάς άγρυπνα καρφωμένο πάνω της και τις σφαλιάρες σε ημερήσια διάταξη. Αυτή που η μάνα της την είχε καλομάθει σε χάδια και φιλιά, τώρα έβλεπε τα στολίδια της να ξεσχίζονται, τα παιχνίδια της να ποδοατιούνται.
Ο πατέρας της ρημαγμένος απ' τη δύσκολη ζωή, ούτε που φαινόταν.
Δεν τη χτυπούσε, δεν τη μάλλωνε, δεν την χάιδευε, δεν την αγκάλιαζε, δεν της μιλούσε. Μόνες της αναμνήσεις απ' αυτόν σ'αυτή τη σκοτεινή περίοδο της ζωής της είναι οι πνιχτοί του αναστεναγμοί στο συζυγικό κρεββάτι της μητριάς.
Τότε που η Ιφιγένεια έτρεμε σύγκορμη σα σε πυρετό και βούλωνε με λύσσα τ 'αυτιά με τις παλάμες κι έσφιγγε τα δόντια μην ουρλιάξει. Ο Παντελής κοιμόταν ήρεμος εκεί δίπλα της. " Ηξερε πως πάντα κείνη θάμπαινε ανάμεσα σ'αυτόν και τους θυμούς της μητριάς. 'Επειτα κείνος συχνά έλειπε. Τον είχε ο πατέρας για θελήματα, ήταν ο άντρας βλέπεις.
Η Ιφιγένεια έμενε σπίτι κι έβλεπε με μίσος την κοιλιά της μητριάς της να καρπίζει.,
— Φέρε νερό απ' το πηγάδι βρωμοκόριτσο. Στην κατάσταση που είμαι να με συγχίζεις...
Έπινε τον καφέ της με τις γειτόνισες χαϊδεύοντας τη γεμάτη της κοιλιά. Ήταν ευτυχισμένη, περήφανη. Κι όσο λάτρευε το δικό της σλάχνο, τόσο μισούσε τα ξένα παιδιά που λέκιαζαν τη χαρά της.
Επιτέλους γέννησε. Με τι ηδονή την άκουγε να ουρλιάζει και να βασανίζεται κοντά δυό μέρες. Δε νοιάζονταν που για όλα φρόντιζε αυτή· για το ζεστό νερό, για το φαΐ, για τις κότες, για το σπίτι. Αρκεί που εκείνη υπέφερε, πονούσε, ούρλιαζε κι αιτία ήταν αυτός ο νέος ξένος που ερχόταν.
Επιτέλους λευτερώθηκε και περήφανα έδειχνε ένα τετράπαχο γιό, τόσο όμοιο μ 'όλα τα νεογέννητα, τόσο αποκρουστικό για την Ιφιγένεια, τόσο υπέροχο για την κυρία Ευτέρη. Ο Λουκάς το είδε αδιάφορος. Γί 'αυτόν ήταν ένα ακόμη στόμα.
Η Μπουμπούκα εξακολουθούσε να μεγαλώνει μεσ' τα πούπουλα, στη ζεστή αγκαλιά της γιαγια- Ουρανίας. Πήγαινε πια και στο σχολειό και παινευόταν ως ήταν το πιο καλοντυμένο κοριτσάκι.
Ο θείος Σωκράτης που λούτιζε μέρα με τη μέρα πιο πολύ, ήδη είχε δικό του καράβι, τη φρόντιζε οπωσδήποτε περισσότερο απ' ότι ο προκομένος ο γονιός της.
Συχνά πυκνά ερχόταν στην Ελλάδα κι επειδή οι δουλειές του τον κρατούσαν στην Αθήνα τους αγόρασε ένα κομψό δίπατο σπιτάκι στον Πειραιά, γωνιακό ομορφοχτισμένο- το «17» όπως το λέγανε απ' την ομορφοβαμμένη πινακίδα που κρεμμόταν πάνω απ' την πόρτα τους.
Αφ' ότου ο Θεός ανάπαψε τον άντρα της η κυρα Ουρανία λυτρώθηκε, δίχως όμως αυτό να ελαττώσει τις ολονύχτιες μετάνοιές της. Ο γιός της τη λάτρευε τρυφερά και μ'αφοσίωση, οι κόρες της ήταν πια φαμελιασμένες, η Μπουμπούκα κοντά της ασφαλισμένη, μόνο τα δυό μικρά τα ορφανά την ανησυχούσαν.
Συχνά τα βράδυα η Μπουμπούκα απ' το ζεστό της κρεββατάκι άκουγε τους πνιχτούς λυγμούς της γιαγιάς καθώς διηγόταν στο Σωκράτη τη ζωή πούκαναν τα δυό ορφανούλια τους.
-Μα μάννα... Είναι πατέρας τους. Δε μπορούμε να τα πάρουμε δίχως αφορμή. Τι θα πει ο κόσμος;
Η αγωγή πούδινε ο θείος στη Μπουμπούκα ήταν αυστηρή μαζί κι ελαστική. Της αγόραζε πολυτελή ρούχα και παιχνίδια, την πήγαινε κρυφά στο θέατρο μιας κι η γιαγιά πίστευε ως το θέατρο ήταν «εκ του πονηρού» μα την τάϊζε φακές καθημερνά για μια βδομάδα, μόλις δήλωνε πως τις φακές δε μπορούσε να τις βλέπει.
Εδώ η βασίλισσα Αμαλία, που ήταν και βασίλισσα, συνήθιζε να της λέει, και στο οικοτροφείο που μεγάλωσε έτρωγε πάντα ότι της σέρβιραν κι εσύ θα κάνεις ιδιοτρίες;
Συχνά πυκνά διηγιόταν ιστορίες από μεγάλους άντρες, της έφερνε βιβλία, την έπειθε πως κάτι πρέπει να γίνει κι όχι απλά να παντρευτεί σαν τις αδελφάδες του.
-Έχεις μυαλό Μπουμπούκα της έλεγε. Κοίτα μόνο μην τ' αφήσεις και σκουριάσει.
Κάποτε που σεργιάνιζαν στο βασιλικό κήπο, τόσο τεράστιο και υπέροχο στα μάτια της Μπουμπούκας, βρήκε πεσμένο χάμω ένα νεράτζι.
Τόπιασε και παστρεύοντας το πορτοκάλι με τα νύχια το ξεφλούδισε και το δάγκωσε. Τι ήταν αυτό Θεέ μου; Τα μάτια της πήγαν να βγούν απ' την πικρίλα. Βουρκωμένη έτρεξε στο μπάρμα της που στο παγκάκι καθισμένος έκανε πως διάβαζε την εφημερίδα του.

-Εχουν οι φύλακες γνώση της είπε με ύφος σπουδαίο. Φτου στο ρωμέϊκο φιλότιμο!! Εκεί στην Ευρώη, τα φρούτα κρέμμονται στα δέντρα και κανείς τους δεν τ' αγγίζει. Ξέρεις Μπουμπούκα, κάποτε ο Καποδίστριας, ο πρώτος μας κυβερνήτης στη Γερμανία μου φαίνεται ή στη Βιέννη σαν και σένα, καλή ώρα, λιμπίστηκε κάποιο φρούτο από τον Εθνικό τους κήπο και ξέρεις τι έγινε;
Τη στιγμή που πήγε να το κόψει, χραπ και τον γραπώνει απ' τον ώμο ένας πολιτσμάνος και του βάζει πρόστιμο.
«Αυτά τα φρούτα κύριε, του λέει, δεν είναι για φάγωμα. Ανήκουν σε όλους, να τα βλέπουμε να φχαριστιόμαστε». Αλοίμονο στο κράτος που ο καθένας κάνει του κεφαλιού του, κατάληγε ο θείος κουνώντας της με σημασία το δάχτυλο του.
Κι η Μπουμπούκα θυμόταν για χρόνια το θείο Σωκράτη το «γεροστάθη» της μ' ανείωτη ευλάβεια.
«Αν είμαι ότι είμαι» συνήθιζε πάντα να λέει «το χρωστώ στο θείο Σωκράτη».
Στο μεταξύ η Ιφιγένεια μεγάλωνε στην πιο ζοφερή ατμόσφαιρα.
Ο Κούλης ο τρυφερός μοναχογιός της μητριάς μεγάλωνε σε βάρος τους.
Ντυνόταν τα ρούχα τους, έτρωγε το φαί τους γεύονταν τα χάδια τους.
Ο Παντελής είχε γίνει ατίθασος. Όλη μέρα στις αλάνες. Η μητριά δεν τον έκανε καλά και ξεσπούσε στην Ιφιγένεια. 'Ετρωγε ξύλο με το παραμικρό. Το λαμπερό της βλέμμα έκρυβε μέσα την τρομάρα και το μίσος. Μόνη στιγμή ησυχίας το σχολειό. Κει στο τελευταίο θρανίο, στη ζεστή από τις ανάσες των παιδιών αίθουσα κοιμόταν. Ούτε λόγος για μελέτη, για ενδιαφέροντα. Ηταν η ανάπαυλα, η ξεκούραση. Σπίτι ήταν το μαρτύριο.
Η γιαγιά δεν τολμούσε να πατήσει σπίτι, να τα παρηγορήσει και στην Ιφιγένεια ήταν απαγορευμένο να πάει στο σπίτι της γιαγιάς.
Αιτία, κάτι μισόλογα που πέταξε η γιαγιά στη μητριά για την αδυναμία της Ιφιγένειας και που στάθηκαν αφορμή για το πιο βρωμερό βρίσιμο από μέρους της κυρα Ευτέρπης για τη γιαγιά κι όλο τους το σόϊ.
Κι έτσι οι γέφυρες φάνηκε νάχουν κοπεί. Η Ιφιγένεια έσκυβε το κεφάλι στην κακή της μοίρα.
Τότε ήταν που αρρώστησε ο Κούλης από Πολυομυελίτιδα. Λύσσαξε η μητριά.
«Να τόχω το παιδί μη στάξει και μη βρέξει και να μ' αρρωστήσει έτσι...»
Ανάγκαζε τους άλλους δυό να τρώνε τ' αποφάγια του «να ψοφήσουν μιαν ώρα αρχτερα» μα κείνα δείχτηκαν σκληρά καρύδια, δεν ίδρωνε τ'αυτάκι τους ήταν ίδια πάν­τα, λιγνά, μα κοκκινομάγουλα.
Τέλος είδε κι απόδε και λέει στο Λουκά:
Πάμε το αιδί στην Τήνο να γιάνει. Τ' άλλα δόστα στην πεθερά σου ν ' αλαφρώσουμε λιγάκι ίσαμε να περάσει το κακό.
"Αλλο που δεν ήθελε ο Λουκάς μια και δυο στην πεθερά.
-Να γράψω στο Σωκράτη μου, του λέει.
-Αν θες, της απαντά. Εμείς μεθαύριο φεύγουμε. Με λύπηση τ' αφήνουμε γιατί μας ξεκούραζαν, φιλότιμα παιδιά, δουλευτάδικα. Μα τι να γίνει; Βλέπεις ο Κούλης πάει απ' το κακό στο χειρότερο κι η γυναίκα μου πάει να τρελλαθεί απ' τον καημό της.
Έτσι ξαφνικά πήρε τέλος το μαρτύριο της Ιφιγένειας και του Παντελή. Η γιαγιά τους σκέπασε στη ζεστή της αγκαλιά, τους χάιδεψε με τη μυρωμένη λιβάνι ανάσα της, τους μύρανε με τις προσευχές της.
Τώρα πια καλοντυνόντουσαν, έτρωγαν ζεστό φαί, κοι­μόντουσαν σε καθαρά στρωσίδια, νανουριζόντουσαν απ' τις ολονυχτίες της γιαγιάς.
Δάκρυα της έρχονταν στα μάτια σαν η γιαγιά νυχοπατώντας έφτανε τη νύχτα να τους σκεπάσει, να τους σταυ­ρώσει, να τους φιλήσει στο κούτελο.
Η γιαγιά με τις τόσες παραξενιές της, η υπέροχη αγαπ­ημένη γιαγιά.
Μιας κι ήταν αργά πια για γράμματα η Ιφιγένεια άρχι­σε να μαθαίνει τη βελόνα και κει θαυματουργούσε.
Η γιαγιά δεν έκρυβε το θαυμασμό της για τα υπέροχα κεντήματα, τα καλοραμμένα ρούχα, τα περίπλοκα πλεχτά που βγαίναν απ' τα χέρια της. «Καθένας μετοχάρισμά του κορίτσι μου» της έλεγε γελαστά, ενώ της χάϊδευε τα μαλ­λιά. «Η Μπουμπούκα στα γράμματα, εσύ στο βελόνι. Κα­νένα δεν αφήνει ξαρμάτωτο ο Κύριος. Δες, στον αστακό δίνει τη βαρειά πανοπλία, στη σουπιά το μελάνι, στον καρχαρία τα δόντια του. Τα πάντα εν σοφία εοίησας... Κανένα δεν αφήνει ο Θεός παιδάκι μου μην το ξεχνάς ποτέ σου».
Κι η Ιφιγένεια το πίστευε βαθειά. Να, πώς άλλαξε η τύχη της, να πώς έγινε ευτυχισμένη.
Τη Μπουμπούκα στ' αλήθεια ποτέ της δεν τη χώνεψε η Ιφιγένεια. Ήταν τόσο καλομαθημένη, τόσο ψηλομύτα, τάθελε όλα στο χέρι. Θαρρείς και δεν ήταν αδελφές, θαρρείς κι ήταν δούλα της. Μα τόκρυβε, τόκρυβε βαθειά στα φυλλοκάρδια της όπως πρωτύτερα έκρυβε το μίσος για τη μητριά της. "Επρεπε νάναι ευτυχισμένη. Τώρα είχε τόσα στα χέρια της.
Της έφτιαχνε τα ρούχα του σχολειού όσο πιο τέλεια μπορούσε και τη στολή για τις παρελάσεις.
Τι υπέροχη ζωή! Το στήθος της άρχιζε επιτέλους να φουσκώνει, το κορμί της ν 'αποκτά καμπύλες. Η φωνή του Παντελή ήταν αστεία καθώς άρχιζε να βραχναίνει. Το χνούδι αγρίευε το μούτρο του κι η γιαγιά είπε να του φέρει στα μέτρα του κάποιο μακρύ μπλε παντελόνι του θείου γιατί οι αγριότριχες στα πόδια του ήταν πια δάσος.
Η Μουμούκα συνέχεια στις βιβλιοθήκες ενώ η Ιφιγένεια είχε ξανά κατακόκκινα ομορφογραμμένα χείλια, μεταξένια σγουρά μαλλιά, ρόδινα μάγουλα και κρυφά στο βλέμμα της πετάριζε κάοιο χαμόγελο.
Με την ανατολή του Μεταξά στη δικτατορία ήλθε η διαταγή να παραδώσουν όλοι τα όπλα τους στην αστυνο­μία.
Η γιαγιά στο πιο ψηλό ντουλάπι φύλαγε το ρεβόλβερ του θείου Σωκράτη, τ' όπλο του καπετάνιου να νικά τις ανταρσίες στα καράβια.
Μόνο πάνω απ' το πτώμα της γιαγιάς μπορούσε κανείς ν'αγγίξει ότι ανήκε στον αγαπημένο της γιό.
Έκαναν λοιπόν οικογενειακό συμβούλιο πώς να περι­σώσουν σώο και αβλαβές το όπλο του θείου. Οι δικτατορίες είναι σαν τις καταιγίδες, έρχονται και φεύγουν. Το όπλο του θείου όμως έπρεπε να επιζήσει.
Όλοι είχαν μυαλά παιδικά. Η Μπουμπούκα παρ' ότι πρώτη στο σχολειό, στα πρακτικά θέματα πάντα τα θα­λάσσωνε κι η γιαγιά η μόνη ενήλικη ήταν η πιο απονήρευτη. Τη λύση βρήκε ο Παντελής κι αποφασίστηκε μιας και δεν είχαν άλλη διέξοδο. Σκαρφάλωσε ο Παντελής στα κεραμί­δια σαν αγριόγατος τη νύχτα κι έχωσε το όπλο τυλιγμένο σε μαλακιά απαλή τσόχα κι εφημερίδες κάτω από ένα κεραμίδι.
Κόντευε φθινόπωρο πια. Φώναξαν τον εργάτη να στε­ρεώσει τα κεραμίδια μη στάζουν το χειμώνα.
Να τα χτίσεις όλα του λέει η γιαγιά. Όλα έξω απ' αυτό και του σημάδεψε το κεραμίδι με το κρυμμένο όπλο.
Φυσικά όταν αργότερα έψαξαν να το βρουν, το κρυμμέ­νο ρεβόλβερ είχε κάνει φτερά.
-Ευτυχώς συλλογίστηκαν με όψιμη σοφία. Αν ήταν κάνας χαφιές ο εργάτης μορούσε να μας προδώσει και να βρίσκαμε και κάνα μπελά.
Όμως αυτή η σκέψη δεν γλύκαινε τον καημό της γιαγιά Ουρανίας που όλο θρηνούσε πώς θ' αντίκρυζε το θείο δίχως τ' όπλο που της εμπιστεύτηκε.
Και τότε ήλθε ο πόλεμος, ο ηρωικός πόλεμος του '40 και τα παιδιά με τη γιαγιά βρεθήκαν αποκλεισμένα στον Πειραιά μακρυά απ' τη συνδρομή του θείου στην Αμερική. 'Επρεπε πια να τα βολέψουν μόνοι τους. Άρχισαν οι βομβαρδισμοί, οι φοβεροί βομβαρδισμοί του Πειραιά. Ολό­κληρες αποθήκες γίνονταν σκόνη. Στη θέση ολάκερων τε­τράγωνων μια γούβα γεμάτη νερά λασπωμένα. Οι σειρήνες καθημερινή ρουτίνα, ο θάνατος συνήθεια. Τα λεφτά έγιναν τραπουλόχαρτα. Μόνη τους παρηγοριά το «17» που νοικιάστηκε σε δωμάτια και πληρώνονταν με τη μέρα, τόσο τα λεφτά εξαφανιζόντουσαν.
Ήλθαν κι οι γερμανοί, δεν άργησαν. Η γιαγιά δεν τους πρόλαβε. Πέθανε πριν πατήσουν το πόδι τους στην Αθήνα. Ξεψύχησε κάποιο βράδυ ήσυχα γονατιστή μπροστά στα εικονίσματα. Στο λείψανο της χαμογελούσε.
Ολη η γειτονιά θάμαξε και σταυροκοπιόταν. «Άγια γυναίκα η κυρα Ουρανία. Αιωνία της η μνήμη».
Κι έμειναν τρία παιδιά μόνα τους στην κατεχόμενη Αθήνα. Τρία παιδιά που το μεγαλύτερο, η Ιφιγένεια, ήταν 16 χρόνων.
Μα σ' αυτά τα χρόνια τα δύσκολα η ορφάνεια κι η φτώχεια ήταν ο κανόνας. Η Μπουμπούκα σαν πρώτη μαθή­τρια είχε την εύνοια του γυμνασιάρχη που έβαλε μέσον και τη διόρισαν γραμματέα στα συσσίτια της Κατοχής. Η Μπουμπούκα πάντα θυμόταν μ' ευγνωμοσύνη τον ψηλό μουσάτο γυμνασιάρχη με την ευγενική φωνή και το περή­φανο βλέμμα.
- Ηταν πιο πολύ κι από πατέρας, έλεγε συγκινημένη. Ο αληθινός δάσκαλος, ο ιδανικός παιδαγωγός...
Χάρη σ' αυτά τα συσσίτια επέζησαν τα τρία παιδιά την τρομερή πείνα του '42. Τότε που κανείς δεν κοίταγε τα πρησμένα στους δρόμους νεκρά παιδιά, κανείς δεν άκουγε τα «πεινώ» της αγωνίας τους. Τότε που πέταγαν τα πτώ­ματα άταφα στους δρόμους για να κρατήσουν το δελτίο τους για το συσσίτιο. Τότε που οι γυναίκες δινόντουσαν για ένα πιάτο φαί, που οι άντρες πουλούσαν την πατρίδα τους για ένα γεμάτο τραπέζι, τα παιδιά έζησαν χάρη στην επι­μέλεια της Μπουμπούκας.
Διάβαζε, πήγαινε στο συσσίτιο κατάγραφε τους παρόν­τες, κι έπειτα μοίραζαν τα περισσεύματα, μερίδες των νεκρών που αφθονούσαν, τάχωνε στο καπακλί, τάφερνε καλά κρυμμένα κάτω από τα βιβλία, σπίτι  στ ' αδέλφια της. Εκείνη στο σχολειό κάτι τσιμολογούσε.

Τα βράδυα συχνά πήγαινε για εξακρίβωση στις οικογένειες των γερμανοκρατούμενων στη Δραετσώνα. Τρομαγμένα βλέμματα, άδεια στομάχια, έγραφε, έπαιρνε αγκαλιά τα γραφτά της και πορεύονταν στους άδειους σκοτεινούς δρόμους με τις τεράστιες αποθήκες των Γερμανών να τη σκιάζουν και σκοποί σε κάθε γωνία.
«Τις ει;» κι ενώ πνιχτά ακουγόταν ο ήχος από τις πατά­τες πούκλεβε κάποιο χαμίνι με κίνδυνο της ζωής του.
Φαντάζονταν... Φαντάζονταν το πηρούνι από καλάμι τεράστιο να φτάνει ανάμεσα απ ' τα κάγκελα ως την καρδιά της κάθε πατάτας και να την ανασύρει μ' εκληκτική ταχύτητα. Κρακ-κρακ, η κάθε πατάτα στην αγκαλιά της συμμορίας. Κρακ-κρακ ωμή στα πονεμένα σπλάχνα τους. Η κάθε πατάτα κι ένα μάτι, ένα γερμανικό μάτι που ξεριζωνόταν.
«Τις ει»
Καμωνόταν την ανήξερη, περπατούσε φυσικά, μπορεί και να την εκτελούσαν -μόνο κορίτσι στους άδειους σκοτεινούς δρόμους και νάχει τόσο κρύο. Ποτέ άλλοτε η Αθήνα δεν έζησε τόσο κρύο χειμώνα.
Δεν το σκεφτόταν.
«Πατάτες» ανασκάλιζε τις γνώσεις της. Ποιος πρωτόφερε τις πατάτες στην Ελλάδα;  Όχι ο Καποδίστριας, Μήπως ο Οθωνας; Το ξέχασα. Εδώ κοντεύω να ξεχάσω τη γεύση τους. Πάντως κανείς δεν τις δοκίμαζε στην αρχή. Αυτό είναι σίγουρο. Άφησαν να τις κλέψουν. Χαμογέλασε εντός της... σαν και τώρα. Τις έκλεψαν, τις δοκίμασαν, τους άρεσαν, τις αγόρασαν.
"Ενοιωσε το στόμα της να πλημμυρίζει σάλιο. Πόσον καιρόν είχε να φάει πατάτες;
Μιαν άλλη μέρα είδε σε κάποιο γερμανικό καμιόνι ένα σαλταδόρο. Με το σουγιά του είχε σχίσει το τσουβάλι κι η ζάχαρη έτρεχε σαν λευκός κρυστάλλινος καταρράκτης.
Ξωπίσω του νοικοκυρές απ' τα εζοδρόμια ορμούσαν αναμαλιασμένες και μάζευαν την ψιλή αστραφτερή σκόνη με σαλιωμένα ακροδάκτυλα. Σε μια στροφή κάποιος γερμανός στρατιώτης σημάδεψε,τον έτυχε πιο κάτω απ' τη μύτη.  Επεσε μρούμυτα στη λευκή ψιλή ζάχαρη που λημμύρισε αίμα πηχτό, σκοτεινό. Η ζάχαρη έλυωσε, ναι, η ζάχαρη έλυωσε στο ζεστό αίμα.
Τι να σκέφτεται κανείς; Όλοι με τον κίνδυνο πια ζούμε και δίχως νάμαστε ήρωες. Να τώρα μένα, τη Μπουμπούκα τη γραμματέα στα σισσίτια, σίγουρα θα με περνούσαν στρατοδικείο, σα μάθαιναν για τις κρυμμένες καρτέλλες των πεθαμένων.
Μα τι πρέπει να γίνει; Κάπως πως πρέπει να ζήσουμε. Η κάθε μέρα είναι κέρδος. Ζήλευε τους αγωνιστές αυτούς που μάχονταν, μα και φοβόταν.
Ολοι περίμεναν με τα χέρια σφιχτά δεμένα σε προσευχή να περάσει ο χειμώνας. Οι άλλοι οι λιγοστοί έσπρωχναν τον καιρό απ' τα λημέρια τους, έστηναν δόκανα, παγίδες. Σ' ένα νεκρό γερμανό χιλιάδες δικοί μας απ' το σωρό απ' τους ανέτοιμους, τους ανυπεράσιστους, τους δειλούς. Με το ζόρι ήρωες. Πόσοι με το ζόρι ήρωες!
Θα νικούσαν;
'Ενας νεαρός προχτές στη βιβλιοθήκη της έβαλε με τρόπο στο βιβλίο ένα σημείωμα. Πίστεψε ως ήταν ραβασάκι.
— Όρεξη που την έχει... σκέφτηκε.
Τ' άνοιξε έτσι από περιέργεια. Μπορεί νάταν και προ­κήρυξη παράνομη. Γίνονται κι αυτά στις μέρες μας. Να το πέταγε; Δε βαριέσαι... Ήταν ένα ποίημα.
«Για το δικό σου χέρι» είχε για τίτλο.

Το χέρι σου
με τα μακρυά ευλύγιστά του δάχτυλα
που ξέρουν να αγγίζουν και να νοιώθουν
τα νύχια στρογγυλά, σπόρια
κάποιου ιερού μας δέντρου
ποτέ βαμμένα ή μακρυά
ποτέ τους οπλισμένα
ήμερα, απαλά, ίσα να προστατεύουν
να κρύβονται σα σφίγγεις τη γροθιά
να μπήγονται στις δικές σου τις παλάμες
στα δικά σου ροδομάγουλα
στα δικά σου αφράτα στήθια
στη δική σου καρδιά
στο στόμα σου
δαγκωματιά στην κάθε αμηχανία
προσφάϊ της θλιμμένης όψης σου.
Τα δάχτυλα ντυμένα με ρυτίδες
μηδένα δαχτυλίδι να τις σκιάζει
στολίδι, υπόσχεση, δέσιμο ή θυμητάρι
χαλκάς σκλαβιάς κορμιού ή και καρδιάς.
Τα παίζεις λεύτερα στον άνεμο, τα κυματίζεις,
πλάθεις πηλό κι έπειτα διάπλατα τ' αφήνεις ανοιχτά
να γεύεσαι την άμμο σα γλυστράει
τη δύναμη της θάλασσας να τα φιλά
Αλλάζουν πρόσωπο τα δάχτυλά σου
 χαράζονται ή σταφιδιάζουν
 μελανιάζουν, κοκκινίζουν ή ασπρίζουν 
ιδρώνουν, στεγνώνουν,
πονούν, αγγίζουν, χαϊδεύουν,
μαλάζουν σφάζουν, ξεσχίζουν, ανάβουν.
 Η παλάμη σου ανοιχτή, είναι ο κόσμος
Οι γραμμές που σμίγουν και χωρίζουν

καρφώνονται και συνεχίζουν
αλλάζουν πρόσωπο δίχως να μεταβάλλονται.
Πόσο γυμνό το χέρι σου
μπροστά στο θάνατο!
Κανένα πάχος να το ντύσει
Καμμιά καμπύλη να το ομορφύνει.
Χαράζονται οι τένοντες στο δέρμα
κορυφώνονται τα κόκκαλα
πουθενά δε βρίσκεσαι
τόσο κοντά στο θάνατο.
Οι φλέβες σου χαράζουν τη γεωγραφία τους
μλε ρυάκια σε χλωμή πεδιάδα
πότε πότε φουσκώνουν σε πλημμύρα θαρρείς
πότε εξαφανίζονται
Το χέρι σου δεν έχει φύλο
φυλή, πατρίδα, οικογένεια
Ας λένε ότι θέλε
αστυφύλακες και γραφολόγοι
Το χέρι σου κομμένο και πεταμένο
σε κάποιο καπνισμένο χάλασμα
είναι το χέρι του ληστή ή του προδότη
του άμαχου, του στρατιώτη,
του πατέρα, του εραστή, ή του παιδιού
Το χέρι σου που στάζει αίμα
είναι το χέρι όλου του κόσμου.

Γιατί σε μένα; συλλογίστηκε αναστατωμένη η Μπουμπούκα ενώ προσεχτικά το δίπλωνε. Ποιός να τόγραψε;
Κοίταξε ολόγυρα τα σκυμμένα στα βιβλία κεφάλια. Κανείς, κανείς δεν έμοιαζε να την προσέχει.
Νάταν τυχαίο; Νάταν λάθος; σκέφτηκε με πόνο.
Θάθελε κάοιος να τη νοιάζεται. Κάποιος που να σκέ­φτεται σαν αυτόν πούγραψε αυτό το ποίημα. Υπάρχουν τάχατες άντρες που να σκέπτονται και να νοιώθουν;
Τα Χριστούγεννα είχαν μεγάλη τύχη. Κει που σκούπιζε η Ιφιγένεια, τη σκάλα, (τα Χριστούγεννα πάντα το σπίτι πρέπει να λάμπει ακόμη κι αν υπάρχουν γερμανοί πάνω απ'το κεφάλι μας) νάσου ένα καμιόνι γερμανικό, φουριόζο. Ακριβώς έξω από τη πόρτα ο δρόμος είχε μια λακκούβα. Τινάχτηκε το φορτηγό, πήδησε, και μαζύ του πήδηξε στο δρόμο μια αγκαλιά ζυμάρι έτοιμο για το φούρνο, κέικ πορτοκάλι με κομματάκια πορτοκάλι μέσα. Τα μάζεψαν με τα χέρια απ' το χώμα βιαστικά, τόστρωσαν στο ταψί με θρησκευτική ευλάβεια κι άναψαν το φουρνάκι της αυλής για να το ψήσουν πυρώνοντάς το με κάτι παλιές καρέκλες.
Δεν την ξαναπάθαιναν να το πάνε στο φούρνο σαν κείνη τη μπομποτόιττα που τους τη φάγαν άλλοι. Κι έφταιγε ο ηλίθιος ο Παντελής πούκανε τα γλυκά μάτια σε μια κοπέλλα και μιλώντας της μπήκε στο φούρνο κι άφησε το ταψί και σαν πήγε η Ιφιγένεια να το πάρει:
«Τώρα το ταψί...» λέει ο φούρναρης. «Το πήρε η ξαδελφούλα σας πούρθε το πρωί με το νεαρό που τόφερε».
Λύσσαξαν απ' το κακό τους. Θέλησαν να χειροδικήσουν πάνω στον Παντελή δυό μέτρα άντρα, πούταν και πιο λαίμαργος, μα είχε τόσο πένθιμο ύφος, που τον λυπήθηκαν.
'Ομως τούτα τα Χριστούγεννα ήταν τόσο ευτυχισμένα για τ 'αδέλφια. Υπάρχει πιο μεγάλη ευτυχία για ένα άδειο στομάχι από ένα κομμάτι κέϊκ που σιγολυώνει κάτω απ' τις μασέλλες σου έστω κι αν κριτσινίζει χωματένια;
Τώρα πια οι βομβαρδισμοί δεν τους τρόμαζαν. Οι Εγ­γλέζοι ήξεραν πού χτυπούσαν. Ανέβαιναν λοιπόν στην τα­ράτσα και θαύμαζαν δωρεάν θέαμα. Πυροτεχνήματα, λάμ­ψεις, ένα ζωντανό τσίρκο. Ίσως κι αυτοί στην ταράτσα τους νάπαιζαν κάποιο μικρό ρόλο σ' αυτή τη τεράστια παράσταση. Το ρόλο του κλόουν που καταπίνει τις φωτιές, λυγά τα σίδερα.
Έπειτα βούλιαξε το .«Κουρτουλούς» γεμάτο ως τα μπούνια σύκα και χουρμάδες και μπλιγούρι. Το βύθισαν στη μέση του λιμανιού, ένα αθώο καράβι του Ερυθρού Σταυρού φερμένο απ' τη Σμύρνη. Πλημμύρισε ο Πειραιάς θαλασσοβρεμμένο μπλιγούρι. Οι Ελληνοτουρκικές σχέσεις ποτέ δεν βρέθηκαν σε τέτοια θερμή φιλική ένταση, όσο μετά την ηρωϊκή θυσία του γεμάτου Κουρτουλούς. Η Τουρκία πια είχε μόνο την όψη της πικρής αλμυρής, μα χορταστικής μάζας, που εγκυμονούσαν τ' αμπάρια του ναυάγιου. Η Τουρκία έστω κι αργά μας έφερνε ζωή έστω και θαλασσοβρεμμένη.
Το σπίτι ή καλύτερα το «17» όπως όλοι τόξεραν ήταν ένα μικρό τετράγωνο δίπατο γωνιακό, αργότερα θάβρισκαν πως δεν είναι άρτιο, μα που ωστόσο τους στέγασε για πολλά χρόνια.
Κάτω ήταν ένα ημιυόγειο με δυό δωμάτια στη μια μεριά του δρόμου κι άλλα δυό στην άλλη. Στο βάθος μια μικρή αυλή, φωταγωγός καλύτερα, που εικοινωνούσε τους δύο ορόφους και την ταράτσα με μια γυριστή σιδερένια σκάλα πούφερνε ίλιγγο να την κοιτάς. Στην αυλή έβλεπαν τα χαγιάτια των δωματίων, τα πλυσταριά κι οι κοινές κουζίνες των δύο ορόφων.
Τα παιδιά είχαν τα δυό δωμάτια του άνω ορόφου, την αποκλειστική χρήση της μιας κουζίνας και του μπάνιου (γιατί ναι, είχε και μπάνιο με μπανιέρα εμαγιέ και θερμο­σίφωνα γκαζιού, πολυτέλειες που ο θείος είχε φέρει από την Αμερική).
Τα υπόλοια δωμάτια τα κατοικούσαν ένας καθηγητής μαντολίνου με το καναρίνι του, μια χήρα με το γιό της φοιτητή της Θεολογίας, μια ζωντοχήρα καλολπηρώτρα αγνώστου επαγγέλματος και μια οικογένεια κακομοιριασμένη, ένα αντρόγυνο και τρία παιδιά που τσουβαλιάζονταν στο γωνιακό δωμάτιο του υπογείου που βρωμούσε από μακρυά κατρουλίλας κι ήταν η αφορμή για καθημερινούς καυγάδες.
Τα ψωραλέα βασιλικά της χήρας που σαν ποτιζόντουσαν λέρωναν την αυλή της ζωντοχήρας και το καθημερινό καλοκαιρινό μεσημεριάτικο κελάϊδισμα του καναρινιού ήταν άλλες αφορμές για καυγάδες.
Ευτυχώς όμως η σκοτεινή ατμόσφαιρα της Κατοχής έδινε μια συνοχή στη ζωή του σπιτιού κι όλοι κατά το μέτρο τους πλήρωναν τα ορφανά, πούνοιωθαν κάπως σα να τα προστάτευαν.
Ειδικά ο καθηγητής του μαντολίνου με το αιώνιο παπιονάκι στο λαιμό του είχε αρχίσει να κάνει μαθήματα στη Μπουμπούκα που φιλοδοξούσε να γίνει δασκάλα, αν και αποδεικνυόταν τέλεια ανεπείδεκτη στη μουσική γνώση.
Αντίθετα η Ιφιγένεια έπιανε σωστά τις νότες και τρα­γουδούσε με θερμή φωνή όλα τα σουξέ της εποχής ενώ έρραβε στο μαλκονάκι του δωματίου της. Ο φοιτητής της Θεολογίας συχνά ονειροπολούσε στο τραπεζάκι πούχε κολλητά στο παραθύρι του, έτσι που η χήρα αναγκαζόταν να κλείνει με βιάση τα πατζούρια και ν' ανάβει το φως για να συγκεντρωθεί στα βιβλία ο κανακάρης της.
Κι αυτός κρυφά κάτω από πατερικές σοφίες χάραζε τις σκέψεις του.
«Χρώματα, φως, πλημμύρα ζωής
χαμόγελο, βλέμμα, χάδι,
τα σοδιάσματα του πλούτου
της απλής καθημερινότητας
πλημμύρα αρχοντιάς
δύναμη ύπαρξης
αντιστήλιο στο θάνατο
πώς κι αν αύριο φεύγουμε
άλλο δε νοιαζόμαστε
απ' το παλιό χαλασμένο ρολόϊ
στον τοίχο ποιός θα το κουρδίζει».

Κάποιο βράδυ όλοι στο σπίτι πετάχτηκαν απ' το κρεββάτι απ' τις φωνές και τα τραγούδια κάποιου Ιταλού μεθύστακα φαντάρου, πούχε κουρνιάσει στο κατώφλι τους. Κλωτσούσε τα θυρόφυλλα έτσι που το σπίτι έτρεμε, λες και του βγάζαν την ψυχή του. Κανείς δεν τολμούσε να πλησιάσει. Ούτε ο ονειροπόλος φοιτητής, ούτε ο σεβάσμι­ος καθηγητής, μήτε ο φουκαράς του υπογείου, μήτε ο λεβέν­της σπιτονοικοκύρης, ο Παντελής.
Ο μεθυσμένος, ίσως είχε όπλο. Ευτυχώς η περίολος τον άκουσε, ακούστηκαν τα σκληρά τους βήματα στο πεζο­δρόμιο, οι γερμανικές βρισιές τους (ότι και νάλεγαν αυτοί οι άνθρωποι για βρισιές ακούγονταν) και τέλος κάποιο τρίκυκλο τον μάζεψε σα μπόγο.
Ανάσαναν όλοι μ' ανακούφιση.
Κατέβηκε η Ιφιγένεια ν ' ασφαλίσει την πόρτα και νάσου μια σκιά κι ένα δειλό χτύπημα.
Πάγωσε η Ιφιγένεια, φωνή δεν έβγαλε απ' το λαιμό της.
-Για το Θεό, βοήθεια, ακούστηκε κάποιος λαχανιαστός ήχος.
Άνοιξε το τζάμι δειλά έτσι που ανάμεσα στα κάγκελα να βλέπει το πρόσωπο του. Δεν είδε τίποτε μες' το σκοτά­δι, μόνο της φάνηκε το περίγραμμα κάποιου ανθρώπου.
Κι αυτή δεν ξέρει γιατί άνοιξε. Σχεδόν έπεσε πάνω της τριγκλίζοντας. Τον έσυρε ως κάτω απ' τη σκάλα και βια­στικά μαντάλωσε την πόρτα.
-Ακόμη Ιφιγένεια; ακούστηκε η νυσταγμένη φωνή της Μπουμπούκας.
-Κοιμήσου κι έρχομαι, της φώναξε μαλακά.
-Μμμ... καληνύχτα σούρθηκε νυσταγμένα η Μπουμπ­ούκα.
-Νερό, ψιθύρισε ο ξένος στην κρυψώνα του.
Σιγά σιγά, προσεχτικά γιόμισε ένα ποτήρι και του το πήγε. Γονάτισε στο πλάϊ του. Εκείνος έτρεμε ολόκορμος θάχε πυρετό. Ακούμπησε το χέρι της παγωμένο απ' τον τρόμο στο μέτωπο του. Τα δάχτυλά της κόλλησαν.
-Είσαι λαβωμένος; ψιθύρισε με φρίκη.
-Θα με βοηθήσεις συντρόφισσα; μουρμούρισε πνιχτά εκείνος.
-Δεν είμαι συντρόφισσα κανενός, είπε θλιμμένα εκεί­νη. Πες μου τι θες.
-Να μείνω δω, ως αύριο. Αύριο πρωί πρωί, θα πας ν 'αφήσεις κάπου ένα σημείωμα και το ίδιο βράδυ θα φύγω.
-Αν ζεις ως αύριο, μουρμούρισε πένθιμα η Ιφιγένεια.
-Θα το κάνεις συντρόφισσα; είπε αυτός με πυρετική ένταση.
-Σσσ είπε αυτή κι έκλεισε το στόμα του με την παλάμη της.
Τότε αυτός της φίλησε το χέρι στην παλάμη, στην άκρη των δακτύλων.
-Θες τίποτε άλλο; ρώτησε λίγο ξαφνιασμένη απ’ το δίχως πρόσωπο σύντροφο.
-Αύριο συντρόφισσα.
-Καληνύχτα μουρμούρισε.
Ανέβηκε τα σκαλιά. Στο δωμάτιο η Μπουμπούκα κοι­μόταν κι από δίπλα ακουγόταν το ροχαλητό του Παντελή.
Πήρε μια κουβέρτα και ξανακατέβηκε στην κώχη της σκάλας.
Ο ξένος θα κοιμόταν κιόλας. Η ανάσα του ακουγόταν ρυθμική.
Τον σκέπασε με τη στοργή να ξεχειλίζει στην καρδιά της δίχως να ξέρει το γιατί. Θάθελε ακόμη και να τον φιλήσει, αν δεν φοβόταν τόσο.
Πριν καλά καλά χαράξει, η Ιφιγένεια κατέβηκε προσε­κτικά τα σκαλιά να τον βρει.
Η πόρτα ήταν ανοιχτή διάλατα. Στην κώχη πεταμένη η κουβέρτα ματωμένη.
Τη δίπλωσε προσεχτικά και τη φύλαξε κάτω κάτω στο σεντούκι με τα προικιά της.
Από κείνο το βράδυ άρχισε να μετρά τους πυροβολι­σμούς στο δρόμο.

Ήλθε κι η απελευθέρωση.
Τα πλοκάμια του φασισμού σαν το θεριό, που χτυπήθη­κε κατακέφαλα, μαζεύτηκαν. Ύπουλα και μουλωχτά οι γερμανοί μας άφησαν, όχι για να παινευτούμε πως τους διώξαμε.
Οι ευρωπαϊκές ιστορίες σε κάτι ψιλά περνούν τη συμβο­λή μας σ' αυτή τη νίκη κι ας μας έταζαν τότε λαγούς με πετραχείλια.
Κάναν τις μοιρασιές τους οι μεγάλοι, έκοψαν τα Βαλκάνια σε φέτες, κι ήλθαν οι σύμμαχοι να μας πείσουν για το πού από δω και μπρος θ' ανήκουμε. Εμείς παλεύαμε για εθνική αξιοπρέεια και λευτεριά κι αυτοί μας μοίραζαν σε ζώνες επιρροής. Ας είναι.
Κι από κει που όλοι αδέλφια και συντρόφια ονοματιζόμα­στε, άρχισε ο ένας να βγάζει το μάτι του αλλουνού γιατί είναι βαρύ στο τέλος όλοι να βράζουν σ' ένα καζάνι κι οι γερμανόφιλοι νάναι στο τέλος λάδι κι οι αντάρτες να ντροπ­ιάζονται προδότες.
'Αρχισε κι ο εμφύλιος.
Κλείστηκε ξανά ο κοσμάκης στα σπίτια του. Είδαν τόσα τα μάτια του! Τι να γίνει, μπόρα είναι κι αυτή και θα περάσει. Να δούμε πότε επιτέλους θα ησυχάσουμε κι όποι­ος θέλει ας κάνει το βασιλιά.
Πικρά λούφαζαν όλα σαν κουρνιαχτός που κατακάθονταν.
Το γιό της χήρας τον πήγαν εξορία. Κουμμουνιστή τον είπανε. Βολόδερνε η μάνα του στο τμήμα, τσάμπα κόπος. Ποιος τάχα να τον κάρφωσε;
Ο φουκαράς ο οικογενειάρχης του ισογείου βρέθηκε με κομμένο το κεφάλι. Ήτανε λέει καταδότης της αστυνομί­ας. Έσκουζε η γυναίκα του η Κατίνα και τα μυξιάρικά του.
Τι καταδότης; αυτός δεν είχε σάλιο να φτύσει ο έρμος.
Άνοιξαν πιά λεύτερα οι συγκοινωνίες κι έμαθαν πως ο θείος Σωκράτης σκοτώθηκε σε τροχαίο, τον πάτησε αυτο­κίνητο κι άφησε την περιουσία του μετρητά και λίρες στα τρία ορφανά.
Ήσαν πια η εποχή της Αμερικάνικης βοήθειας. Δέματα περνούσαν τον Ατλαντικό γεμάτα αποφόρια αμερικάνικα.
Κάτι αστεία πλατύγυρα καπέλλα, νάϋλον νυχτικά, πι­τζάμες, γιαλιστερά πουκάμισα, σακάκια.
Οι προύχοντες του κάθε χωριού κι οι παπάδες είχαν την ευθύνη της διανομής αυτών των θησαυρών. Κατά το ελληνικό συνήθειο διάλεγαν τα καλύτερα για τη φαμελιά τους και τα υπόλοια τα μοίραζαν στη φτωχολογιά. Κι ήταν τόσο παράξενα για τις συνήθειες του τόπου κείνα τα ρούχα που πολλοί φόραγαν τις γιαλιστερές πιτζάμες στην εκκλησιά, μιας κι οι άνθρωποι από τα μικράτα τους κοιμόντουσαν με τα ρούχα.
Εκεί που γινότανε το σώσε ήταν στη διανομή των τροφίμων. Οι μεγαλέμποροι του κάθε χωριού φρόντισαν να παρακρατήσουν βούτυρα, τυριά κι αλεύρια για να τα μοσχοπουλήσουν αργότερα.
Αλοίμονο! Κατά που λέει η παροιμία «Ποιος έχει στα δάχτυλα του μέλι και δεν το γλύφει;»
Αυτή είναι η ελληνική μας λεβεντιά, η ρωμέϊκη εξυπνά­δα του καραγκιόζη.

Απόσπασμα από το μυθιστόρημα  "Ιφιγένεια εν Ελλάδι"

Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης