H ώρα της σιωπής
Η ώρα της σιωπής (απόσπασμα)
Αφού λοιπόν αυτό το
καθεστώς μας επιβάλει την εξόντωση των μύθων μας, έχω καθήκον μπροστά σας να
μακελευτώ, καθώς σε αμφιθέατρο ανατομίας.
Ποιός είμαι;
Μα ο κανείς και ο καθένας.
Η μνήμη μου ρευστότερη απ' τα
όνειρά μου. Ονειρεύομαι ότι έζησα και θυμάμαι ότι θα 'ρθει. Δίχως χρόνο και
τόπο, δίχως προορισμό, μόνος, στριμωγμένος στην αγέλη.
Σας προσκαλώ να βυθιστούμε
στον έσω κόσμο, ν' αυτοπροσδιοριστούμε, γυμνοί απ' το κέλυφος, που μας χάρισε η
στιγμιαία επαφή δύο αντίθετων κόσμων, ενός σπερματοζωαρίου, ελάχιστου κι
ευέλικτου κι ενός ωαρίου, τεράστιου και βαριεστημένου.
Αν είχαν μάθει τα ωάρια ν'
αντιστέκονται... αν ήταν πιο εκλεκτικά στους εισβολείς.... ίσως, τότε
δημιουργούσαμε μια νέα ράτσα ανώτερη, όχι εγκεφαλικά, μα ψυχικά.
Η φύση φταίει. Αυτή
παίζει, σα δαιμονισμένος χαρτοπαίχτης με τις πιθανότητες κι όσο χάνει, τόσο με
πιότερο ζήλο πασχίζει να ρεφάρει.
Μα ξέφυγα. Χρειάζεται δουλειά. Αυτοσυγκέντρωση.
Πειθαρχία του νου στα μεγάλα ύψη, προσοχή στη νόσο των δυτών. Προσδεθείτε.
Απογειωνόμαστε. Και μην καπνίζετε. Τα συνήθη ευφορικά δεν αρκούν στη χώρα του
παντού και του τώρα. Μέσα μας κρύβουμε τόνους εκρηκτικά και ναρκωτικά αρκετά
για να κοιμήσουν ολάκερη την ανθρωπότητα. Αρκεί να πατήσουμε το σωστό κουμπί
την κατάλληλη στιγμή.
Κάποιο σκυλί, που ουρλιάζει τα μεσάνυχτα,
κατάντικρυ στο ματωμένο φεγγάρι, αυτή η πρώτη γεύση της μνήμης μου. Η μάνα, που
ξορκίζει τον πόνο, αναθεματίζοντας την ηδονή, που μ' έσπειρε στη μήτρα της.
Τριγύρω, γυναικείος χορός, να ολολύζει προστάγματα.
—Σφίξου... τώρα...
περίμενε... μη φωνάζεις ακόμη... βρίσε... φώναξε για ν' ακουστείς... ούρλιαξε
για ν' ανακουφιστείς.
Λέξεις κώδικες σ' ένα
κόσμο θηλυπρέπειας. Ήχοι γεμάτοι και μελωδικοί σα καμπανολαλιές. Κι η πρώτη μου
κραυγή, αδύναμη μα διαπεραστική, χάραξε στο ιδρωμένο πρόσωπο της μάνας το πρώτο
της χαμόγελο.
Ζύγιζα, θαρρώ, όσο και τα
δυο μαστάρια της. Τη ζέστα τους θυμάμαι. Τη γεύση τους θ' αποζητώ μέχρι το
θάνατο μου. Η γλύκα τους θα με μαστιγώνει ηδονικά. Θα τα νοσταλγώ στον ύπνο και
τον ξύπνιο μου βυζαίνοντας τα δάκτυλά μου μέχρι να ματώσουν, κάθε που το
σκοτάδι βάραινε τον ίσκιο μου.
Τη ζύγωνα παρακαλεστικά.
Τα μάτια, ολάκερα ποτάμια ικεσίας, κι εκείνη στην κουζίνα πυρωμένη να τηγανίζει
μαριδάκι, τα χέρια της λευκά απ' το αλεύρι κι ποδιά της μαυρισμένη από καπνιά,
ένα τσουλούφι μόνιμα καρφωμένο στο μεσοφρύδι κι εκείνη να το διώχνει νευρικά,
χαράζοντας λευκά μονοπάτια στο μέτωπο της.
Μ' απόδιωχνε, σαν το
σκυλί, την ώρα της δουλειάς. Η λαχανιαστή της ανάσα πάνω απ' τη σκάφη μετάλλαζε
τη μπόχα σ' ευωδιά. Το λουλάκι γαλανό, σα τον καθάριο ουρανό, και τα
σαπουνόνερα, ούζα ευωχίας των πιτσιρικάδων της γειτονιάς, σαν έκανε να μας
γυρίσει την πλάτη.
Όμως μ' απόδιωχνε απ' τα
παχειά, βαρειά της μαστάρια, τα σακκουλιασμένα απ' το χρόνο και τη χρήση. Εφτά
παιδιά, κι εγώ, το στερνοπούλι της. Ο τελευταίος τροχός της αμάξης. Κι όλο να
γυρεύω το γλυκαμό του κόρφου της κι όλο να μ' αποδιώχνει. Πότε πιπέρι, πότε
κινίνο, πότε προβιά, τίποτε δε στάθηκε πιο δυνατό απ' τη σιγουριά που 'βρισκα
κολλημένος πάνω τους, σα το στρείδι στο βράχο. Στο τέλος πήρε την παντόφλα, μου
μαύρισε τα πισινά.
—Παιδί της παντρειάς!
έλεγε στις γειτόνισες. Ντροπής πράματα!
Και τότε πρωτοκατάλαβα,
πως κάτι πάει στραβά σε τούτο τον κοσμάκη.
Ντροπής πράματα, της μάνας
μου η ζέστα! Του κόρφου της το μυριστικό χάδι, ντροπής πράματα!
Κρύφτηκα στο πλυσταριό,
στη γωνιά με τ' άπλυτα και κει στο μισόφωτο, βάλθηκα να πιπιλώ με μανία τα
δάχτυλά μου.
Ο γάτος μας, ο Φιρφιρής,
χαϊδεύτηκε στα πόδια μου. Τον αγαπούσα, ήταν φίλος μου, όμως τον κλώτσησα με
μανία.
—Ντροπής πράματα, να θέλει
ο γάτος να τριφτεί στα γόνατά μου, να κρύβω το μούτρο μου στο απαλό του χνούδι
ντροπής πράματα! συλλογιόμουν.
Τα χέρια μου ' μειναν
σημαδεμένα. Τα χέρια μου είναι τα όργανα κάθε εγκλήματος. Τα δάχτυλά μου
πιπιλούσα τότε, τις άδειες τρομερές βραδυές, με τα χέρια μου χούφτωνα τους
απαγορευμένους καρπούς της Αφροδίτης, τότε, που ζώντας μιαν ανεξάρτητη ζωή, με
σέρναν στης ηδονής τα μονοπάτια. Με τα χέρια μου μάτωσα τα χείλια του φίλου
μου, με τα χέρια μου χάραξα τις πρώτες λέξεις, με τα χέρια μου σχημάτισα τους
πρώτους κόσμους.
Τα χέρια μου! Ευλογημένα
για την ασάλευτη μεταμέλεια, που εκφράζουν στ' ατέλειωτά τους ανομήματα!
Τα χέρια με προδίδουν ως
σήμερα. Τρεμοπαίζουν ανυπόμονα. Πότε πότε δεν ξέρω πού να τ' ακουμπήσω. Είναι
μάρτυρες του εγκλήματος. Τα όργανα, οι θύτες και τα θύματα. Ακολουθώ νοητά τις
γραμμές τους στην παλάμη, μπερδεύομαι στ' αμέτρητα σταυροδρόμια, φυλακίζομαι
στις ατέλειωτες διαδρομές.
Τα χέρια μου λοιπόν
άδραξαν σφιχτά το χέρι του πατέρα κείνο το βράδυ.
—Μείνε, του είπα. Μη μας φύγεις.
Η μάνα ασάλευτη στο
παραγώνι, σωστή σφίγγα. Εκείνος την κοίταγε, όπως κοιτάνε τα εικονίσματα.
Όλο μας έφευγε. Πότε
κυνήγι, πότε στη δουλειά, πότε στον πόλεμο.
—Έτσι ειν' οι άντρες, μου είπε. Κοίτα τ'
αδέλφια σου.
Τ’ αδέλφια μου, σαν τα
καλάμια στην ακροποταμιά. Γερμένα στο ρέμα. Πάντα σκυφτά στον άνεμο. Τ' αδέλφια
μου, αγόρια και κορίτσια, μακρινά και γνώριμα, σαν τις μαυρισμένες απ' τη χρήση
πόρτες, σαν την τρύπια καρέκλα, σαν το κουτσό τραπέζι, που στερεωνόταν στο
ντενεκάκι του καφέ.
Η μάνα, ευρύχωρη και
βαθειά, σαν την τρύπα στο ξύλινο πάτωμα, που όσο κι αν πετούσαμε τα σκουπίδια,
όποτε σαρώναμε, ποτέ δε γέμιζε.
—Ο πατέρας σου... Να 'σαι
περήφανος γι' αυτόν, μου 'λεγε. Αντάρτης, κατά πως πρέπει να 'ναι οι ανθρώποι.
Μόνο τα ζα σκύβουν το κεφάλι. Μόνο τα ζα...
Δεν ήμουν άνθρωπος λοιπόν.
Ήμουνα ζο. Έσκυβα εύκολα κεφάλι. Μόλις μου παίρναν κατιτίς, με παίρναν και τα
κλάματα, κρυβόμουν. Πού πεθυμιά να υπερασπιστώ το έχει μου! Κρυβόμουν στη σκιά.
Έσκυβα το κεφάλι και πιπιλούσα μανιασμένα τ' ακροδακτύλια μου, τις ρόγες της
ανθρωποσύνης.
Ο πατέρας ήταν άνθρωπος
αόρατος. Αερικό, σαν τους αγίους και τους αγγέλους.
Μια φορά, το δείλι, σαν
φάνηκε στην ξώθυρα γυρνώντας από κάποιαν εξορία, φυλακή, λιγνός, ψηλός σαν
αγιοκέρι, το 'δα ξεκάθαρα. Ο ήλιος στάθηκε τριγύρω του, το ρόδινο φως τον
κουκούλωσε σαν που στο εικόνισμα της Μεταμόρφωσης τυλίγει το Χριστό. Μήτε κι η
μάνα σάλεψε, μονάχα τον κοιτούσε.
Σαν μύρισε καμένο απ' το σίδερο που 'μείνε
καρφωμένο στο πανί, έβαλε τις φωνές κι απιθώνοντας στην πλάκα το βαρύ
πυρακτωμένο σίδερο με τα φοβερά του δόντια, τον έκλεισε στην ασφάλεια του
ζεστού της στήθους.
Μου
'μείνε! Κάθε καμμένο ύφασμα έχει μια γεύση ευτυχίας!
Θυμάμαι τις κακίες μας. Το Ρένο, το συνένοχο
στα βασανιστήρια του γάτου μου, του Φιρφιρή. Είχε εφτά ζωές. Δεν είχε δικαίωμα
στην ευτυχία. Εμείς μόνο μια είχαμε κι ήταν τόσο άδικο!
Τον ανεβάζαμε στην ταράτσα κι απειλητικά τον
κρεμάγαμε στο χάος. Δεν τον πετάξαμε ποτέ. Μας τρόμαζε η αγωνία του, όσο και
μας γοήτευε. Του κρεμάγαμε κουδούνια στην ουρά, τον δέναμε χειροπόδαρα. Μας
εντυπωσίαζε η ελαστικότητά του, η δύναμη της ευκαμψίας του. Γλιστρούσε,
ελίσσονταν, πετούσε, πάντως δεν περπατούσε, ούτε έτρεχε.
Τα χέρια μας σκαμμένα απ' τις αρπαγές του.
—Θα σας βγάλει τα μάτια καμμιάν ώρα! απειλούσαν
οι μανάδες μας κι ακούγαμε διηγήσεις για γάτες εκδικητικές, που κρυφά, τη νύχτα
μεταμορφώνονταν σε δαιμόνους κι έσκαβαν τ' ανθρώπινα στήθια και με τα ματωμένα
νύχια τους, ξερίζωναν καρδιές.
Όμως δεν τα πιστεύαμε. Ο Φιρφιρής μας, μ' όλα
του τα βάσανα, ήταν λιγώτερο απειλητικός απ' το Μουράτ, το λυκόσκυλο του
λιμενάρχη.
Μπορεί να λένε πως ο σκύλος είναι φίλος του
ανθρώπου κι ότι η γάτα ποτέ δεν εξημερώνεται, όμως ο Μουράτ, που μας ήξερε από
μωρά πάντα μας γαύγιζε, ενώ ο Φιρφιρής, που στα χέρια μας μαρτυρούσε, καθημερνά
με συνόδευε ως την αυλόθυρα του σχολειού, όπου και πρόσμενε υπομονετικά να
σχολάσω.
Ίσως ο Μουράτ να 'ξερε ψυχολογία. Ίσως να
διαισθανόταν τον ανομολόγητο πόθο μου για τα κεράσια της αυλής του λιμενάρχη,
αλλιώτικα, γιατί να λυσσά τόσο για ένα γνωστό παλιόπαιδο, που σεργιάναγε έξω
απ' το φράχτη του σπιτιού του;
Το μισούσα αυτό το σκυλί.
Πόσο θα χαιρόμουν αν ψοφούσε! Ηδονικά σκεφτόμουν τους τρόπους της εκτέλεσής
του. Απαγχονισμός; Λιγάκι δύσκολος, αν θυμηθείς τα δόντια του. Κεφτές με
καρφίτσες; Φόλα; Ήταν πανέξυπνος, πάντα δεμένος στην ασφάλεια του κήπου τους.
Ποτέ δε θα κατάφερνα να τον φτάσω. Τον μισούσα, γιατί δε μου 'δείχνε πως μ'
αγαπά. Αν κουνούσε λίγο την ουρά, αν δε με γαύγιζε, έστω και για μια μέρα, θα
τα ξεχνούσα όλα, θα τον λάτρευα. Γιατί, για μένα, ο Μουράτ, ήταν τ' απέραντο
μάτι του Παντοκράτορα. Έβλεπε ακόμη κι όσα δεν έβλεπα εγώ. Έβλεπε πίσω απ' όσα
άφηνα να φανούν. Φανέρωνε τις ανομολόγητες ανομίες μου, διαλαλούσε τις
παράνομες πεθυμιές μου. Ήταν το σημάδι του Κάιν στο κούτελό μου.
Του Κάιν... Πόσο με
συνέπαιρναν στα βάθη τους όλες αυτές οι βιβλικές διηγήσεις έρωτα και πάθους! Με
γαλήνευαν.
Το 'χα προσέξει. Άπ' τον
Κοντορεβυθούλη ως τον Ιωσήφ, πάντα το στερνοπαίδι ήταν το εκλεκτό. Και γω ήμουν
το στερνοπαίδι. Αποζητούσα τα πρωτοτόκιά μου από την ανάποδη, μόνο και μόνο
γιατί εγώ στέρεψα τ' αστείρευτο πηγάδι γονιμότητας των μητρικών σπλάχνων.
Ήμουν το στερνοπούλι. Όλοι
έπρεπε να με κανακεύουν, να με προσέχουν, να με φροντίζουν. Δεν είχα καμμιάν
ευθύνη, μονάχα δικαιώματα. 'Απ' την άλλη, αδιάκοπα φορούσα τ' αποφόρια τους.
Ποτέ μου δεν αξιώθηκα να καμαρώσω πάνω μου καινούριο πράμα. Ακόμη και το
βαφτιστικό μου ήταν δανεικό.
Με βάφτισαν, μου λένε, αρπαχτά, γιατί είχα
αρρωστήσει και νονός μου έγινε τ' αδέλφι μου, ο Λάμπρος. Ο Λάμπρος, που διάλεξε
και τ' όνομά μου.
—Φειλήτας, είπε.
—Φίλιππος θες να πεις, τον διόρθωσαν.
—Όχι, Φειλήτας, πείσμωσε. Είμαι ή δεν είμαι ο νονός;
Και μιας και μ * είχαν πακεταρισμένο για τον
άλλο κόσμο, βιάστηκαν όλοι να συμφωνήσουν. Ακόμη κι ο παπάς.
—Εντάξει Λάμπρο, Φειλήτας. Βαφτίζεται ο δούλος
του Θεού Φειλήτας.
—Όλο και κάποιος ανώνυμος άγιος μπορεί να
στριμώγνεται των αγίων Πάντων παρηγόρησε μυστικά τη μάνα μου.
Νονός μου ο Λάμπρος. Ο Λάμπρος, με το χοντρό
βαρύ κεφάλι και τη χειρότερη γροθιά στο μαχαλά.
Πώς το χαιρόμουν, που 'χα αδελφό, μα και νονό
μου ένα τέτοιο παλληκαρά!
Αυτό φταίει που μ' έκανε θρασύδειλο. Ήξερα.
Πάντα τη δύσκολη στιγμή θα' ρχοταν ο Λάμπρος να με σώσει. Όμως να που λάθεψα. Ο
Λάμπρος δε μπορούσε να 'ναι πάντα κοντά μου, να με προστατεύει με τον όγκο και
τις γροθιές του και γω ήμουν αδύναμος κι ασθενικός σα λιανοπούλι.
Είχα αρρωστήσει πάλι, όπως το συνήθιζα. Οι
μεγάλοι δίνουν στις αρρώστειες κάποια τραγικότητα εντελώς πλασματική. Για το
παιδί που ήμουν τότε κι η πιο βαρειά αρρώστεια είναι πανηγύρι. Ο πόνος σε
λυτρώνει απ' το σχολειό και σε βυθίζει σε μια νάρκη χαυνωτική. Γίνεσαι το
κέντρο του κόσμου. Και μόνο γι' αυτό θα 'ξιζε να πεθάνεις.
Τι όμορφη κηδεία έκαναν σε μια μικρή μου
συμμαθήτρια! Τη βρήκαν δολοφονημένη στα χωράφια. Και βιασμένη! Ακούς καλά;
Βιασμένη! Παιδί εφτά χρονών!
Μ' άρεσε τούτη η νέα λέξη, που την πρόφεραν με
σφιγμένα χείλια και πίσω απ' τα δάχτυλα.
—Βιασμένη...βιασμένη...
φτεροκοπούσε στις αυλόθυρες της γειτονιάς.
—Τι είναι βιασμένη; ρώτησα
την Αγγέλα, την πιο μεγάλη μου αδελφή, αυτή που θ' αρραβωνιαζόταν με τον Πέτρο
κι όλο τους τσάκωνα να χαϊδεύονται στα σκοτεινά.
—Σσσσ, μου 'κανε με το
δάχτυλο. Πιπέρι... Δεν είναι για του λόγου σου τέτοιες κουβέντες! Κάτσε να σου
μακρύνουν πρώτα τα παντελόνια.
Πρόσμενα, λοιπόν να
μακρύνουν τα παντελόνια μου για να λύσω το γρίφο. Για μένα η Κατερίνα ήταν
σκέτα πεθαμένη. Αυτό το 'νιωσα καλά απ' την παγωνιά του μετώπου της, όταν
αναγκαστικά, μας πέρασαν να την ασπαστούμε.
Όμως το «βιασμένη» πρέπει
να 'ταν κάποιος τίτλος τιμής. Αλλιώτικα πώς εξηγείται ο δεσπότης και τα
στεφάνια κι ο δήμαρχος κι οι δημοσιογράφοι με τ' αστραφτερά φώτα κι η μαύρη
λιμουζίνα με τους γυαλιστερούς καθρέφτες, που πήρε την Κατερίνα μας απ' τη
φτωχική γειτονιά μας σ' ένα λουλουδιασμένο ευρύχωρο κήπο, που τον βάφτιζαν
Νεκροταφείο.
Ήμουν λοιπόν πάλι
άρρωστος. Ευχόμουν να πεθάνω... βιασμένος. Παραμιλούσα και το φώναζα. Δεν είχα
μπει ποτέ μου σε αυτοκίνητο, έξω φυσικά απ' το στρίμωγμα του λαχανιασμένου
λεωφορείου. Άλλο δε σκεφτόμουν παρά τη γοητεία του να κυλάς ξαπλωμένος πάνω σε
τέσσερις ρόδες.
Η μάνα τότε μ' έταξε.
Μαυροφορέθηκε για το χατήρι μου κι ήταν η αρχή μιας ατέλειωτης παρτίδας με το
χάρο.
Μαύρα φορούσε και στην
κηδεία της, μόνο που τότε είχε πια λιώσει, σα να 'ταν από ζάχαρη ή πάγο και
φταίγαμε μεις, που δεν τη φροντίσαμε και τη μουσκέψαμε με δάκρυα κι έλιωσε κι
έγινε το σκελετωμένο κορμί που αναπαύτηκε στο κιβούρι της.
Τότε πια κανείς δεν ήξερε
αν ήταν η μάνα. Κανείς δεν ήξερε ποια ήταν η μάνα.
Όμως όλο ξεφεύγω.
Τότε η μάνα ζούσε και
βασίλευε στη γειτονιά λόγω όγκου κι ιδιοσυγκρασίας. Πρόσχαρη, γελαστή,
γλυκατζού, ξόρκιζε τις πολλές και βαριές της έγνοιες με το τραγούδι και το
κουτσομπολιό. Το κουτσομπολιό για τη μάνα πρέπει να 'ταν το καλύτερο
ηρεμιστικό. Ξετινάζοντας το διπλανό σου ξεχνάς τα δικά σου βάσανα κι όσο
πιότερα βάσανα σέρνεις, τόσο και με πιότερο ζήλο ψάχνεις για τα χειρότερα.
Συνήλθα λοιπόν, με το
κορμί χαρακωμένο απ' τις βεντούζες και το πρόσωπο οσίου, με μάτια διάπλατα στ'
όραμα των πυρετικών μου παρακρούσεων και τ' αδέλφια μου ένα γύρο στο κρεββάτι
μου κρατούσαν δώρα σαν τους μάγους, να μου δείξουν τη χαρά τους για την
επιστροφή μου στη ζωή.
Μ' έκπληκτο βλέμμα τους
παρακολουθούσα να μου προσφέρουν ότι τους ήταν πιο αγαπητό. Με φιλούσαν
σταυρωτά και τ' απίθωναν πλάι μου. Η Καίτη μια ζωγραφιά, ο Γιώργος κάποιο βώλο
κι ο Λάμπρος που 'ταν και νονός ένα θεόρατο καλάμι, ολοκαίνουργιο, που 'ταν
καμάρι και καημός του και παιδευόταν να το φτιάξει ολάκερο το καλοκαίρι.
Μα είμαι ζό. Δεν είμαι
άνθρωπος. Δεν ξέρω να φυλάω το έχει μου. Δεν ξέρω να κατέχω.
Δεν ήξερα τουλάχιστον
τότε, που ήμουν κάποιος άλλος, που ήμουν κάποιο δειλό κι αδύναμο αγόρι, τ'
αγόρι που 'μουν εγώ κάποτε, μα που δε μπορώ ν' αναγνωρίσω σαν τον εαυτό μου.
Σαν άνοιξε ο καιρός, μου
κάπνισε να καβαλήσω το καλάμι να πεταχτώ για ψάρεμα. Στην παρακάτω γειτονιά,
ένας, μοναχά ένας αλήτης, μου τ' άρπαξε απ' το χέρι. Το κρατούσα όσο πιο
δυνατά γινόταν. Εκείνος έκανε μια κίνηση δίχως πολλή προσπάθεια και τα χέρια
μου λύσαν σαν πέταλα. Χάθηκε στη στροφή αρμενίζοντας το καλάμι μου, φανταχτερό,
γιαλιστερό, χαϊδεμένο και γω απόμεινα να μυξοκλαίω πεισμωμένος για την αδυναμία
μου, για την αδικία του κόσμου, που 'φτιάξε άλλους δυνατούς κι άλλους
αρρωστιάρηδες.
Έτρεξα να κλαφτώ στο
Λάμπρο, τον ευεργέτη, το νονό μου, και κείνος διπλά μετανιωμένος για τη
γενναιοδωρία του, άπλωσε τη χερούκλα του κι απόμεινα να τον κοιτώ με πρόσωπο
πλημμυρισμένο στα αίματα.
Δεν πόνεσα. Κανένας σωματικός πόνος δε μπορούσε
να νικήσει την απόγνωσή μου για την αποκάλυψη της αλήθειας. Ήμουν μικρός,
δειλός, αδύναμος. Δεν ήμουν τίποτε σ' ένα κόσμο δύναμης. Και δεν υπήρχε
δικαιοσύνη. Δε μπορούσε να υπάρχει δικαιοσύνη σ' αυτό τον κόσμο.
Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου