Η μάννα

Η μάννα

Γεννήθηκα σ’ ένα αγρόκτημα από αυτά που σπάνια βρίσκονται στα νησιά μας το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. Μια  ολόκληρη ρεματιά δική μας, το σπίτι δίπατο, το λιοτρίβι αντικρύ, οι ελιές, τα δέντρα, τ’ αμπέλια, μα πάνω απ’ όλα η σπηλιά με το νερό και τους σταλαχτίτες.
Ήμουν ο πιο μικρός από τα τρία αδέλφια μου, όλα αγόρια κι η γέννησή μου συνδυάστηκε με το θάνατο του πατέρα –πνίγηκε, ο άμοιρος, στη θάλασσα- τόσο στενά ώστε να με βγάλουμε με τ’ όνομά του Αλέξανδρος.
Η φωτογραφία του πάνω απ’ το τζάκι με το ναυτικό του πηλήκιο και τα βαθειά σπινθηροβόλα μάτια με τρόμαζε φριχτά, ιδίως τις νύχτες του χειμώνα που το ρέμα έτρεχε ουρλιάζοντας στο σκοτάδι απειλητικά, τόσο πλάι μας, που τα στοιχειά σφύριζαν χορεύοντας πάνω από το δίπατο το σπίτι μας, τα μάτια του πατέρα ορθάνοιχτα με κοίταζαν σα να ζητούσαν κάτι, που δεν ήξερα, δεν ήθελα να ξέρω.
Κορίτσι δεν πάταγε στο βασίλειό μας. Μόνη γυναίκια παρουσία η μάννα, που πατέρας αντάμα πάλευε να μας αντρειώσει, όπως και κείνη αντρειωμένη ήταν.
Χήρα όμορφη, 30 χρόνων, κρατούσε ολόκληρη περιουσία, τέσσερα αγόρια μια ζωή και όλα δούλευαν ρολόι.
Στα χάδια δε μας είχε καλομάθει. Κι έτσι ποτέ δεν τόλμησα μπροστά στα μάτια της να κλάψω όποτε με συνέπαιρνε κάποιος τρελός φόβος. Ποτέ δεν έτρεξα να στρωθώ στα ζεστά της στρωσίδια σα με βασάνιζε εφιάλτης, ποτέ δεν έπεφτα στη φούστα της σαν πόναγα από πέσιμο ή χτύπημα παράκαιρο της ίδιας της καρδιάς μου.
Ήμουνα πάντα απίστευτα μόνος, δίχως κάπου για να πιαστώ, κάτι για ν’ αγαπήσω. Κάποιον για να λατρέψω σα θεό.
Το καλοκαίρι με μάγευε. Έτρεχα πάνω κάτω, μπερδευόμουν με τους εργάτες, σκαρφάλωνα στα κάρα, πάταγα σταφύλια, κρυβόμουν στις θημωνιές, χάζευα στο λιοτρίβι κι όταν μ’ απόδιωχναν, δεν ήθελαν να μπερδεύομαι στα πόδια τους, σκαρφάλωνα ψηλά ψηλά στο δίπατο το σπίτι μας και χαιρόμουν το παρδαλό θέαμα στην κάψα του μεσημεριού.
Σα μεγάλωσαν τ’ αδέλφια μου και πήγε κι ο τελευταίος στο σχολειό η μοναξιά μου μεγάλωσε. Μα τότε ήταν που ανακάλυψα το βασίλειό μου. Στα σκαστά –δεν άφηνε η μάννα από φόβο μη χτυπήσουμε- πήρα κεριά και πέρασα την ξύλινη την πόρτα που οδηγούσε στη σπηλιά με το νερό και τους σταλαχτίτες. Το μυστήριο με πλημμύριζε, η γοητεία του άγνωστου με μάγευε. Έβγαλα τα παπούτσια μου και πήγαινα πλατσουλώντας με ορθάνοιχτο το στόμα από θαυμασμό μπροστά στη θέα των περίεργων πέτρινων τεράτων και φτερούγιζε η καρδιά μου στους ήχους του νερού πούγλυφε την οροφή κι έσταζε στο υγρό δάπεδο.
Έκτοτε ξαναπήγαινα συχνά κι όλο και πιο μέσα, ώσπου μια μέρα γλίστρησα και βγήκα μουσκεμένος. Την άλλη μέρα το πρωί η ξύλινη πορτούλα του παραδείσου ήταν κλεισμένη με λουκέτο. Δεν τόλμησα να ρωτήσω το γιατί, ούτε και ποτέ με ρώτησε τι γύρευα σε τόσο επικίνδυνα λημέρια.
Για τη μάννα όλα πάντα ήταν λογικά και ξεκαθαρισμένα, όλα δίχως αμφιβολίες, μαύρα κι άσπρα. Δε συλλογίστηκε ποτέ τη γοητεία του γκρίζου ή του μπεζ. Πάλευε για να επιζήσει, όμοια με στρατιώτης. Κι έπρεπε νάναι σκληρή με μας, όσο και με τον ίδιο της τον εαυτό.
Μιαν άνοιξη, γύρω στα 5 μου σκαρφάλωσα σε μια μυγδαλιά να την κουνήσω, να δω πως έπεφταν τα πέταλα σα χιόνι στην πλουμισμένη γη. Και τότε μέσα από το κελάηδισμα των πουλιών στην άλλη όχθη άκουσα μια κοριτσίστικη φωνή να με καλεί να της πετάξω ένα κλωνάρι.Το χαμόγελό της ήταν λυπημένο, το πρόσωπο αχνό, τα μάτια θεόρατα. Καθώς την πλησίαζα αλαφροπατώντας τα κοτρόνια άκουσα πίσω μου επιτακτική τη φωνή της μάννας μου να με καλεί και κέρωσα. Τ’ ανθισμένο κλωνάρι μούπεσε και γύρισα τρέχοντας σα λιποτάκτης. Μ’ έπιασε από τα αυτί και άγρια μου είπε.
-Δεν ξέρεις ότι απέναντι είναι το Σανατόριο;
Σαν πέρασα την άλλη μέρα από κει, βρήκα το κλωνάρι μου κάτω μαραμένο.
Πηγαίνοντας στο σχολειό απόκτησα κι εγώ ένα ποδήλατο. Και ήμουν πολύ περήφανος νάχω δικό ου ποδήλατο κόκκινο κι ένα τόσο μεγάλο σπίτι που όλοι να το ζηλεύουν. Κάτω στην πόλη δεν είχαν ούτε λουλούδια, ούτε σπηλιές με νερό, παρά μόνο στέρνες και κα΄τι βρύσες του Δήμου που μια φορά το χρόνο άνοιγαν να τρέχουν.
Στην πόλη οι δάσκαλοι δε με συμπαθούσαν. Ήμουν αδιάβαστος κι απρόσεκτος πάντα, έλεγαν κουνώντας με λύπηση ή περιφρόνηση το κεφάλι τους.
-Κυρία μου, κρίμα τους κόπους σας! Όλα του τ’ αδέλφια ν’ αριστεύουν κι αυτός ο αναίσχυντος…
Η μάννα μου κατέβαζε θλιμμένη το κεφάλι μα δε μούδινε ούτε μια συμβουλή, όπως συνήθιζαν οι άλλες μανάδες. Έβαζε τ’ αδέλφια μου να ελέγχουν το διάβασμα μου, ενώ εκείνη έπλεκε δίπλα στο παράθυρο, πάντα αμίλητη, πάντα με το βλέμμα άγρυπνο.
Το ποτήρι ξεχείλισε τότε που πήρα την αποβολή. Είχαμε Θρησκευτικά. Σκυλοβαριόμουν ν’ ακούω τον κοιλαρά τον πάτερ με τα λεμέ ράσα να ρητορεύει για νηστείες και προσευχές και έτσι ανακάλυψα δυο σπυριά ρύζι πάνω στο θρανίο. Ήταν το παιχνίδι της μόδας να γεμίζουμε τα καλάμια του στυλού μας με ρύζι και να το φυσάμε με ορμή και όποιον πάρουν τα σκάγια. Τα πήρα μισοκοιμισμένος, ήταν και μεσημέρι, γέμισα το καλάμι του στυλού μου και σημάδεψα τη μύτη του. Την είχα άχτι τη στραβή γερακίσια μύτη του παπά. Ήταν απίθανο να τον πετύχω και όμως ο διάολος τόφερε να χτυπήσω διάνα. Θυμάμαι το κόκκινο αγριεμένο μούτρο του παπά κάτι να ουρλιάζει τόσο κοντά μου, που ανάσαινα το βρωμερό του χνώτο, με σήκωσε από το γιακά και με πήγε στο διευθυντή. Ο άνθρωπος έκανε μονάχα το καθήκον του. Με απέβαλε μετά πολλών επαίνων.
Τότε ήταν που για πρώτη φορά έγινε οικογενειακό συμούλιο. Η μάννα στο κέντρο αγέρωχη κι ανέκφραστη όπως πάντα και τ’ αδέλφια μου κατά σειρά ηλικίας.
-Δε θα σα κουράσω παιδιά, είπε ήπια η μάννα. Ο αδελφός σας ο μικρός από καιρό προσπαθούσε ν’ αποδείξει -μα σήμερα μόλις το πέτυχε- ότι δεν θέλει να μάθει γράμματα. Δεν πειράζει. Και ο πατέρας σας αγράμματος ήταν μα αυτό δεν τον εμπόδισε να προκόψει στη ζωή του.Γιαυτό ο μικρός θα πάει στα καράβια. Φυσικά,  θ’ αρχίσει από μούτσος. Θα μπορούσε, αν σπούδαζε,  ν’ αρχίσει από καπετάνιος, αλλά δεν το θέλησε. Και γυρίζοντας σε μένα είπε.
- Να το θυμάσαι πάντα. Η μάννα σου είναι σαν το Θεό. Κληρή, μα δίκαιη. Βάλε τα δυνατά σου ν’ αποδείξεις πως είσαι άξιος γιος του πατέρα σου. Τότε μόνο θα στέρξω να σε αγκαλιάσω ξανά σαν παιδί δικό μου.
- Μάννα μουρμούρισα μέσ’ τα δάκρυα. Σας παρακαλώ. Ήμουν δεν ήμουν 12 κι είχε βαρύ χειμώνα. Στη μάννα μου μιλούσα πάντα στον πληθυντικό, έτσι μας πρόσταζε, ίσως θέλοντας να δείξει πως για μας ήτανε και πατέρας.
- Μάννα, σας παρακαλώ… μα δεν έστερξε ν’ ακούσει.
Την ίδια κιόλας βδομάδα μπάρκαρα, μούτσος σ’ ένα καρβουνιάρικο που πήγαινε στ’ Αλγέρι κι από κει για την Αμέρικα κι έπειτα Ινδίες, τόσα λιμάνια, τόσα ταξίδια δίχως ανάπαυση, δίχως προκοπή.
Κι αγρίεψα. Δεν έστελνα στη μάννα μήτε κάρτα.
Και μούγραψαν πως πούλησε η μάννα μου το κτήμα για να σπουδάσουν τα παιδιά τις επιστήμες στην Αθήνα.
Και μούγραψαν παντρεύτηκαν τ’ αδέλφια, πλούτισαν, μα δε μπόρεσαν να ξαναγοράσουν το πατρογονικό μας.
Και μούγραψαν πως η γριά μας διαφεντεύει τις νυφάδες και τα εγγόνια, πως είναι ολόρθη κι αγέραστη σαν τη βελανιδιά μας, πως δε ρωτά για μένανε, με ξέγραψε, μου γράφουν.

Κι εγώ, σαν τον πατέρα, προσμένω μάταια τη στιγμή που θα με φάει της θάλασσας η άλμη και θα πεθάνω μοναχός, προτού να ξαναδώ το δίπατο το σπίτι μας, το ρέμα, τη σπηλιά μου, χωρίς να μάθω τ’ όνομα του κοριτσιού, που κάποτε μου φώναξε να της πετάξω ένα κλωνάρι, χωρίς ποτέ ν’ αγαπηθώ, ποτέ και ν’ αγαπήσω.

περιέχεται στη συλλογή διηγημάτων "ο Θηλυκός άνθρωπος"


Πρόλογος

Τούτο το βιβλίο είναι πέρα για πέρα αληθινό.
Είναι ότι η γυναικεία μου διαίσθηση κατάφερε να φωτογραφίσει από τις καθημερινές στιγμές των ομόφυλών μου. Φωτογραφίες τόσο αλλιώτικες, μα τόσο ίδιες. Η Εύα, πολύμορφη σαν τη θάλασσα, πάντα γοητευτική και ζωογόνα, πάντα καταπιεσμένη, από τα γεννοφάσκια ως τη θανή της, πάντα θύμα εκμετάλλευσης μα πάντα τολμηρή κι έτοιμη ν’ αντιδράσει με όποια δύναμη της είναι βολετό.
Γυναίκες ηρωίδες μα και γελοίες, σκληρές, κακές ή αδύνατες, μα πάντα προδομένες από παντού, ακόμη κι από το φύλο ή τα παιδιά τους.
Γυναίκες παγιδευμένες σε μιαν εποχή επανάστασης, που πριν προλάβουν να γευτούν τη γλύκα των καρπών της, τις φόρτωσε με νέες ευθύνες.
Γυναίκες πελαγωμένες από τις τόσες θεωρίες, που τέλεια ανοργάνωτα παλεύουν κι αντιδρούν, υπακούοντας τυφλά στην παρόρμηση και τις εμπειρίες τους.
Γυναίκες τόσο όμοιες στον πόνο και την αγάπη, τόσο ευαίσθητες κι υπεύθυνες μπροστά στην ίδια τη ζωή.
Τούτες οι φωτογραφίες παρθηκαν με αγάπη και γνήσιο ενδιαφέρον. Είθε να βοηθήσουν να βρει επιτέλουν η Εύα το χαμένο της πρόσωπο, την αληθινή της ταυτότητα. Είθε να γίνει κάποτε η Εύα αυτό που πάντα ήταν. Ο Θηλυκός άνθρωπος.
Πειραιάς 1981
Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου


Σχόλια

  1. Sonia Tourkolia Μαρία μου ΜΠΡΑΒΟ....Πολυ συγκινητικό....
    Δεν μου αρέσει · Απάντηση · 1 · 2 ώρες

    Vangelis Paravas Εκπληκτικό και ταξιδιάρικο. Υπέροχο...
    Δεν μου αρέσει · Απάντηση · 1 · 2 ώρες

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Grant Alexander Μπράβο κυρία Μαρία !!!! Υπέροχο !!!!
    Δεν μου αρέσει · Απάντηση · 1 · 6 ώρες

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης