Μάννα και κόρη
Μάννα και κόρη
-Διψώ, έλεγε η γριά με το
σβησμένο βλέμμα κι η κόρη της με βιάση άλειβε τα μαύρα μαδημένα χείλια της μ’
ένα μπαμπάκι βουτηγμένο στο τσάι.
-Διψώ, έλεγε η γριά.
Καίγομαι, κι οι νοσοκόμες την πασπάτευαν, ψαχούλευαν τα μπλαβά της χέρια να
βρούνε φλέβα.
-Θέλει αίμα, ψιθύριζαν
νυσταγμένα.
-Διψώ, μουρμούριζε η γριά
και πάσχιζε να γυρίσει στο πλευρό της.
-Κάτσε ήσυχα επιτέλους! έβαλαν
φωνή. Θα σπάσεις τη φλέβα πάλι. Δέκα ώρες παλεύαμε να τη βρούμε! Τι μας βασανίζεις νυχτιάτικα;
Η κόρη έτρεξε στο γιατρό με
τα μάτια κόκκινα από την αγρύπνια. Η βιάση δεν ταίριαζε στο χοντρό κορμί της,
μα εκείνη όλο έτρεχε και όλο έκανε χειρονομίες σα μιλούσε.
-Να φέρουμε κι άλλο αίμα,
γιατρέ μου. Να φωνάξουμε κι άλλους γιατρούς. Θα πληρώσουμε. Έχουμε να
πληρώσουμε.
«Στα χάλια πούχει η γριά,
ότι και να πληρώσετε…» σκέφθηκε ο γιατρός αλλά με αδιάφορο ύφος «Καλά, θα δούμε»
ξεστόμισε.
-Διψώ, ψιθύρισε η γριά κι
από το στόμα της ανάβλυσε ένα ποταμάκι μαυροκόκκινο αίμα.
-Πάλι έσπασε η φλέβα,
γρύλισε η νοσοκόμα. Ξυπνήστε πάλι το γιατρό!
«Άντε να δούμε τι να της κάνω
πάλι της γριάς» σκέφτονταν εκείνος καθώς ανέβαινε τα σκαλοπάτια. «Οι κύριοι
διευθυντάδες, βλέπεις, χαμηλώνουν τα τηλέφωνα, μήπως χάσουν τον ύπνο τους, τα
εργαστήρια κλειστά, άντε τώρα με έξι χρόνια θεωρίες κι ένα μήνα πείρα να
γιατρέψω τη γριά.»
Το δέρμα της υγρό κολλούσε,
το στόμα της μισάνοιχτο προσπάθαγε δειλά ν’ ανασάνει.
-Αφήστε με να πεθάνω ήσυχα,
μουρμούρισε.
-Πρέπει γιαγιά, να κάνεις
υπομονή. Πρέπει να πάρεις τα φάρμακά σου, είπε ο νεαρός γιατρός, με όση πειθώ
μπορούσαν τα νιάτα του να διαθέτουν.
Τούτος ο γιατρός δεν
ακτινοβολούσε και τόση αυτοπεποίθηση κι η κόρη τόνοιωθε.
Αγκάλιασε τη ξερακιανή γριά,
σα νάταν μωρό και πάλευε να το κλείσει στον κόρφο της. Της χάιδεψε το ιδρωμένο
μέτωπο. Ήταν τόσο κρύο!
Θυμήθηκε τα χρόνια που ήτανε
παιδί. Τη ζωντανή αεικίνητη μορφή της να τριγυρνά, να συγυρίζει, να παίζει, να μαγειρεύει,
να γνοιάζεται για όλους και για όλα, για την αναδουλειά του πατέρα, τον πυρετό
του Γιώργη (και τώρα πια ο Γιώργης στην Αμερική με μια νύφη που να τη δει δε
θέλει τη φουκαριάρα τη γριά) τα μαθήματα του Τάκη (τι παρακάλια σ’ αυτούς τους καθηγητές
να βγάλει το γυμνάσιο, ο τεμπέλαρος) τα δικά της βασανάκια, τους έρωτες, τις
απογοητεύσεις…
Άξια μάννα, ακούραστη, δίχως
βαρυγκόμια. Μέχρι τώρα πριν μια βδομάδα, έτρεχε πάνω κάτω, φρόντιζε τα εγγόνια,
βόηθαγε τα παιδιά. Πώς θα μπορούσε κείνη να δουλέψει στο εργοστάσιο δίχως τη
μάννα της; Η πεθερά; Ούτε λόγος να γίνεται. Γυναίκα; Πού να βρεθεί; Κι έπειτα
ζητάνε τόσα που δε θάβγαινε το μεροκάματο. Οι σταθμοί; Μα η κυρα Κατίνα μια
βδομάδα το πήγε όλο κι όλο το παιδί και μόνο που δεν τρελάθηκε το φουκαριάρικο..
Και ήταν η γριά ακούραστη, αμίλητη, δίχως παράπονο ή κομπασμό, δίχως διάθεση
αναγνώρισης. Κι ας ήτανε μίζερος ο άντρας της κι όλο της έβαζε τις φωνές δίχως
κανένα σέβας κι ας βγήκαν τα παιδιά παλιόπαιδα – μοντέρνα σου λέει ο άλλος- κι
ούτε σεβασμός, ούτε τίποτε. Η γριά πάντα αμίλητη τους υπηρετούσε κι όλοι την
έβριζαν αμόρφωτη κι άξεστη κι όλοι σε κείνη έτρεχαν σε κάθε δυσκολία. Να περσι,
που τάφτιαξε η μικρή με κείνο τον αλήτη με τη μοτοσυκλέτα, μήπως σε μένα ήλθε
να πει τι τράβαγε μαζί του; Στη γριά, κι αυτή δίχως να την καρφώσει πήγε με την
αδυναμία των 70 χρόνων της, τον βρήκε και τον έπεισε να την αφήσει ήσυχη. Ή
μήπως τότε που είχε ο προκομμένος γιος τρεχάματα με τις αστυνομίες (πήγε
βλέπεις ο αθεόφοβος σε διαδηλώσεις –δεν κοιτά να δουλέψει να γεμίσει το στομάχι
του- και χαρακτηρίστηκε) ποιος πήγε να το γλιτώσει το παιδί; Ο πατέρας του ο
έξυπνος; Σιγά μην έσταξε η ουρά του γαϊδάρου!! Πάλι αυτή, μόνο αυτή, πάντα
αυτή.
Τώρα το βλέμμα της άτονο
κρεμιόταν κάπου στ’ άπειρο. Ποιος ξέρει τι οράματα πάλευαν στο μυαλό της; Δε
γνώριζε πια.
Η κόρη ανασηκώθηκε, όμοια με
σκυλί οσμίστηκε το θάνατο, που έφθανε κατακτητής κι έσυρε άγρια φωνή.
-Έξω, έξω όλοι!
Ο γιατρός έπιασε το σφυγμό της,
έριξε ένα βλέμμα στη νοσοκόμα κι έπαψε να ψάχνει για φλέβα.
Η γριά δεν ψυχομάχησε.
Έσβησε ήσυχα σαν πουλί. Η καρδιά της δεν είχε πια αίμα να στείλει. Έπαψε να
χτυπά. Μια ανάσα μοναχά, ήσυχη σα φθινοπωριάτικο αγέρι πέρναγε αραιά και που
από τα μισάνοιχτα χείλη, ώσπου έσβησε κι αυτή.
Η κόρη έσκουξε σα λύκαινα.
-Μάννα. Πιες νερό! Μαννούλα,
πιες. Ξύπνησε να πιεις.
Έβαζε το ποτήρι στα
μισάνοιχτα χείλια της και το νερό ανακατεμένο με μισοπηγμένα αίματα χύνονταν
στα σεντόνια.
Η κόρη παραλόγησε.
-Αφήστε μας μόνες, ούρλιαξε.
Όλοι βγήκαν από το θάλαμο. Η
δουλειά είχε τελειώσει. Μπορούσαν επιτέλους να κοιμηθούν.
Εκείνη με χέρια σαν κραυγές
πασπάτευε ολούθε το κρύο κορμί, λες και μπόραγε να το συνεφέρει. Και τότε
θυμήθηκε τα λόγια της γριάς.
-Ας ήταν να πεθάνω ήσυχα, να
κάνω το σταυρό μου, να γείρω στο πλευρό μου και να σβήσω. Κακό παιδί μου ο
απότομος θάνατος. Να μη μπορείς να πεις «Μνήσθητί μου Κύριε». Γιαυτό λένε στην
εκκλησία «Ειρηνικά τα τέλη της ζωής ημών». Τι καλύτερο υπάρχει στον άνθρωπο από
ένα τιμημένο τέρμα, γεμάτο αξιοπρέπεια…
Και ήταν γεμάτη αξιοπρέπεια
η μάννα ως το τέλος. Εγώ έμοιασα του
πατέρα. Είμαι τόσο απότομη, σκέφθηκε. Ο θρήνος της έγινε ξανά κραυγή.
-Μάννα μου, δεν σε άκουσα.
Γιατί δε σ’ άφησα να πεθάνει ήσυχα, να μου δώσεις την ευχή σου; Μάννα μου, πιες
νερό τώρα… Τι τη θέλω τη ζωή δίχως εσένα, μάννα μου; Τι τα θέλω τα παιδιά μου; Ας
ήταν να χανόντουαν όλα για να ζήσεις εσύ!!! Κατάρα στα νοσοκομεία, κατάρα στους
γιατρούς. Σκοτώνουν τις καρδιές δίχως να σώζουν ζωές.
Ο γιατρός φώναξε τους ιυρωρούς.
Τούτη η γυναίκα ανησυχούσε το νοσοκομείο. Οι νοσοκόμες μουρμούραγαν
-Για μια γριά, τόση φασαρία!!!
Ι ακούς, να θέλει να πεθάνουν τα παιδιά της, αντί για τη γριά, η παλιογυναίκα….
Μα φαίνεται από τη φάτσα της τι χοντρικό είναι!!!
Ήλθε ο άντρας της και την
πήρε σπίτι. Η γριά έπρεπε να πάει στο Νεκροτομείο.
Δεν πέθανε από δίψα. Η
επίσημη απάντηση του Νεκροτομείου έγραφε: «Αιτία θανάτου: Καρδιακή ανακοπή»
Περιέχεται στο βιβλίο «Ιστορία
δίχως όνομα και άλλα διηγήματα» Αθήνα 1976
Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου