Η Ανάσταση

Η Ανάσταση

Η Ρένα ζωγράφιζε τόσο όμορφα, που μερικά της έργα θα ταίριαζαν περίφημα στις σάλες οποιουδήποτε μεγάλου μουσείου τέχνης. Μα η Ρένα ήταν γυναίκα και είχε την ατυχία να ερωτευθεί, όπως ερωτεύονται στην πρώτη νιότη και ν’ αποκτήσει ένα γιο γρήγορα γρήγορα, λες και θα χάνονταν ο καιρός και δε θα πρόφταινε.
Μα η Ρένα ήταν καλλιτέχνης, πνιγόταν στα λασπονέρια του νοικοκυριού της. Πάλευε νάβρει τη στιγμή ν’ αφήσει το σφουγγαρόπανο, να πιάσει το πινέλο, για να λευτερώσει τ’ ανομολόγητα σκιρτήματα της ψυχής της. Κι ο έρωτας ξεθύμαινε σαν ανοιγμένο κρασί στο μπουκάλι κι ο έρωτας ξίνιζε και πίκραινε τη ζωή της. Ο άντρας της πια δεν την κοιτούσε με θαυμασμό, όπως παλιά, δεν την άγγιζε με λατρεία, ο έρωτας έγινε συνήθεια, το ίδιο χιλιοειπωμένο παραμύθι κι έφθασε η στιγμή, που δεν τον ζήλευε κι αδιαφορούσε.
Και όμως υπήρξανε στιγμές που ζήλευε τα’ αγέρι που ανάπνεε. Και όμως υπήρξανε στιγμές που με ρόμο σκεφτόταν πως ίσως κάποια άλλη ακούμπαγε καυτά τα χείλια της στο γυμνό του στήθος.
Μα τώρα δεν την ένοιαζε πια τίποτε. Ένοιωθε πικραμένη, προδομένη κι εκείνος μακρυά κι αδιαφορούσε.
Εκείνος είχε τόσες απαιτήσεις! Παρατηρούσε τόσο προσεκτικά τις λεπτομέρειες του συζυγικού τους βίου για να γνοιαστεί και για τις προσωπικές της απαιτήσεις. Άλλωστε αυτός δεν ήταν παρά ένας υπάλληλος, το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να ζήσει μια συμβατική ζωή όπως όλος ο κόσμος και να βολευτεί όσο μπορούσε καλύτερα στη θέση που του όριζαν οι παραδόσεις και οι νόμοι μιας πατριαρχικής κοινωνίας. Την κατηγορούσε τόσο εύκολα για τόσα πράγματα χωρίς αξία!
-Ρένα, το φαγητό δεν ήταν καλοβρασμένο. Ρένα, ούτε πατάτες δεν έμαθες να τηγανίζεις, τόσο καιρό παντρεμένη. Ρένα είσαι ακατάστατη. Ρένα δεν προσέχεις το παιδί, όσο πρέπει. Ρένα, έχεις αρχίσει να γερνάς. Ρένα, το στήθος σου μαράθηκε κι έχεις γραμμώσεις στην κοιλιά.
Η Ρένα μόνο σώπαινε δίχως να απαντά, Η σιωή είναι κακός σύμβουλος, σε ποτίζει δηλητήριο, σε κάνει να μισείς θανάσιμα. Κοίταγε τους φίλους του, είδε ποιοι της άρεσαν, ήξερε σε ποιους αρέσει. Άρχισε να τους φλερτάρει φανερά, χαίρονταν σαν απαντούσαν στις προκλήσεις της, σαν της μιλούσαν πονηρά, σαν της χάριζαν κοπλιμέντα. Ήταν όμορφη, το ήξερε, δεν ήταν ανάγκη να της το πουν, ήταν μόνο 30!
-Ρένα, άρχισες να γερνάς, της είπε εκείνος στο τέλος. Σου αρέσει να σαλιαρίζεις με τον ένα και τον άλλο για ν’ αποκτήσεις αυτοπεποίθηση.
Κάθε βράδυ στο όνειρό της τον απατούσε και ξυπνούσε με τη γεύση της ανείπωτης ηδονής να την τυλίγει. Κάθε βράδυ στο όνειρό της ήταν ερωτευμένη. Μα ήταν και το παιδί. Τόσφιγγε στην αγκαλιά της κι ευτό χωνόταν σαν το πουλάκι στη φωλιά του, βαθιά στον κόρφο της. Δε μπορούσε ν’ απατήσει τούτο το παιδί, δε μπορούσε, ούτε ήταν πια τόσο ερωτευμένη για να παλέψει για την ευτυχία. Ήταν μια κατάσταση τυραννική, που τη χάραζε πινελιά πινελιά πάνω στους μουσαμάδες. Θάθελε νάχει όλο δικό της τον καιρό στη μοναξιά της, μα το μικρό έπιανε στα μικρά χεράκια του τα βρεμένα έργα της και με μιας χάλαγε κόπους τόσων ωρών! Μα δεν το μάλωνε. Πώς να θυμώσει με ένα παιδί;
Άρχισε να ζωγραφίζει κρυφά τη νύχτα σαν όλοι κοιμόντουσαν κι ας ένοιωθε την κούραση να βαραίνει το κορμί κι ας έβγαιναν τα έργα της θαμπά και γκρίζα. Άραγε μήπως έτσι δεν ήταν κι η ψυχή της; Γιατί τάχατες οι πίνακες να ξέρουν να γελούν; Στα χρώματα καθρέφτιζε την πίκρα μιας γενιάς από γυναίκες που πάλεψαν για να λευτερωθούν, μα βρέθηκαν διπλά σκλαβωμένες μ’ ένα παιδί στη αγκαλιά, μ’ έναν άντρα αφέντη, με μια καρδιά να σπαρταρά για λίγο ανοιχτό ουρανό, λίγο ξάστερο ήλιο, λίγο καθάριο αγέρι.
Του ζήτησε να βρει κάποια δουλειά.
-Ρένα, τα οικονομικά μας δεν αντέχουν για μπειμπι σιτερ και παραδουλέφτρα. Ο μισθός σου αποκλείεται να υπερκαλύψει αυτούς τους δυο μισθούς, άρα είναι ανόητο να ζητάς τέτοια πολυτέλεια. Σου μιλώ λογικά και πρέπει να φανείς λογική. Ο άνθρωπος απλώνει τα πόδια του όσο φθάνει το πάπλωμα του.
Μα εκείνη πάλευε να πετάξει, να πετάξει μακρυά, αδιάφορη αν θ’ άντεχαν τα φτερά της. Ας πέταγε κι ας έπεφτε σαν τον Ίκαρο. Ας έφθανε τον ήλιο κι ας έλιωναν τα κερένια της φτερά. Άρχισε να ζωγραφίζει σκοτεινές φιγούρες, γυναίκες να χορεύουν θριαμβευτικά, άνδρες να σφαγιάζονται στο βωμό κάποιου ολέθρου.Τ’ αύριο, πως θα ξημερώσει το αύριο; Πού τ’ όνειρο, ο έρωτας, η ευτυχία; Η παλιά αγάπη, η υποταγή του θηλυκού στον άντρα αφέντη, πούφερνε το γλυκό ψωμί, που πήγαινε να σκοτωθεί στον πόλεμο, που γύρναγε θριαμβευτής στο σπιτικό του να γευτεί το καλομαγειρεμένο φαγητό, την υποτακτική ματιά και το γλυκό χαμόγελο, την ανέραστη κλίνη της γυναίκας με τι τάχατες θ’ αντικατασταθούν όλα τούτα;
Σήμανε η επανάσταση και είναι αδύνατο κανείς πια να γυρίσει πίσω. Απίστευτο. Όταν συζητάνε για ισότητα δε βάζουν μέσα τη γυναίκα κι όσοι χειροκροτούν τη γυναικεία χειραφέτηση το κάνουν μόνο έξω απ’ τα δικά τους σπίτια. Είναι πιο βολικό, πιο εύκολο να παίζεις το ρόλο που σε δίδαξαν από παιδάκι απ’ το να ψάχνεις να βρεις την αληθινή σου αποστολή.
Κι έπειτα κουράζεσαι να πολεμάς. Το σπίτι πρέπει νάναι το αποκούμπι για τις ώρες της γαλήνης, της ανάπαυσης. Μόνο που έτσι είναι μόνο για τους άντρες. Για τις γυναίκες είναι και θάναι τόπος πολέμου και αγωνίας, εξευτελισμού και πίκρας. Η γυναίκα στο βασίλειό της, η γυναίκα στο Γολγοθά της, η γυναίκα στην Ανάσταση της.
Η Ρένα έσφιξε το γιο της βαθιά στον κόρφο της.
-Ίσως αύριο κι αυτός νάταν κάποιος Μεσσίας!
Αν μάθαινε ν’ αγαπά όμοια γυναίκες κι άντρες, αν μάθαινε να εκτιμά όλες τις γυναίκες ίδια, αν μάθαινε να μετρά όλες τις γυναίκες όμοια στην ηθική την αγνότητα, τον έρωτα, το γάμο, αν μάθαινε να εξυπηρετεί τον εαυτό του, να μην εκμεταλλεύεται τη θέση του, αν ήξερε να κοιτά ανθρώπινα τους ανθρώπους, ίσως κάτι ν’ άλλαζε, ίσως μια καινούρια ελπίδα.
Θυμήθηκε με τι πόνο, με τι χαρά τον έφερε στη ζωή, με τι ελπίδες! Λες κι ολάκερος ο κόσμος κρέμονταν στο μικρό του προσωπάκι. Όλα τα μωρά μοιάζουν μεταξύ τους όταν γεννιούνται γιατί όλες οι ελπίδες είναι μία, γιατί κάθε παιδί είναι κι ένας Χριστός, ένας Χριστός που μετά τον καλουπώνουν, τον σφραγίζουν, τον παραμορφώνουν να φαίνεται Ιούδας, να γίνει Ιούδας.
Μα το δικό μου το μωρό δε θα τ’ αφήσω να χαλάσει. Θα τον πλάσσω επαναστάτη, οδηγητή, μάγο, βασιλιά. Θα τον φτιάξω σύντροφο, αδελφό, όχι τύραννο.
Γιατί όχι; Κάθε γυναίκα πλάθει τους άντρες της αυριανής γενιάς κι έχει καθήκον τα αυριανά κορίτσια να είναι πιο ευτυχισμένα από κείνη, να ζούνε πιο ειρηνικά. Φίλησε τα σφραγισμένα ματάκια του μικρού και το σκέπασε τρυφερά στο κρεβατάκι του.Ένα παιδάκι κοιμισμένο μοιάζει με άγγελο.

Ξαναγύρισε στο τελάρο της και τότε, για πρώτη φορά έπιασε χρώμα φωτεινό, χρώμα χαρμόσυνο, να πλάσσει την Ανάσταση, μιαν Ανάσταση ενός Μεσσία θηλυκού μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά, μωρό αγγελούδι, λευκό και έγχρωμο μαζί, κορίτσι και αγόρι, πνεύμα και σάρκα, νου και καρδιά, μωρό ανθρώπινο, τίποτε άλλο, μωρό άνθρωπο!

περιλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων "Ο θηλυκός άνθρωπος"

Πρόλογος      
Τούτο το βιβλίο είναι πέρα για πέρα αληθινό.
Είναι ότι η γυναικεία μου διαίσθηση κατάφερε να φωτογραφίσει από τις καθημερινές στιγμές των ομόφυλών μου. Φωτογραφίες τόσο αλλιώτικες, μα τόσο ίδιες. Η Εύα, πολύμορφη σαν τη θάλασσα, πάντα γοητευτική και ζωογόνα, πάντα καταπιεσμένη, από τα γεννοφάσκια ως τη θανή της, πάντα θύμα εκμετάλλευσης μα πάντα τολμηρή κι έτοιμη ν’ αντιδράσει με όποια δύναμη της είναι βολετό.
Γυναίκες ηρωίδες, μα και γελοίες, σκληρές, κακές ή αδύνατες, μα πάντα προδομένες από παντού, ακόμη κι από το φύλο ή τα παιδιά τους.
Γυναίκες παγιδευμένες σε μιαν εποχή επανάστασης, που πριν προλάβουν να γευτούν τη γλύκα των καρπών της, τις φόρτωσε με νέες ευθύνες.
Γυναίκες πελαγωμένες από τις τόσες θεωρίες, που τέλεια ανοργάνωτα παλεύουν κι αντιδρούν, υπακούοντας τυφλά στην παρόρμηση και τις εμπειρίες τους.
Γυναίκες τόσο όμοιες στον πόνο και την αγάπη, τόσο ευαίσθητες κι υπεύθυνες μπροστά στην ίδια τη ζωή.
Τούτες οι φωτογραφίες παρθηκαν με αγάπη και γνήσιο ενδιαφέρον. Είθε να βοηθήσουν να βρει επιτέλουν η Εύα το χαμένο της πρόσωπο, την αληθινή της ταυτότητα. Είθε να γίνει κάποτε η Εύα αυτό που πάντα ήταν. Ο Θηλυκός άνθρωπος.
Πειραιάς 1981

Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου

Σχόλια

  1. Γιαννης Μπιρμπας Η σιωπή είναι κακός σύμβουλος, σε ποτίζει δηλητήριο, σε κάνει να μισείς θανάσιμα... ΕΞΟΧΟ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης