Θαλασσινό ειδύλλιο
Ο Κόρφος στη Θηρασιά που με έκανε ν' αγαπήσω τόσο τη θάλασσα |
Θαλασσινό ειδύλλιο
Ο γερο Νικολός, απόμαχος
καπετάνιος, με τα δασιά του φρύδια να σκιάζουν τα βαθουλωμένα μάτια, με το
τσιγκελωτό μουστάκι και τα ροζιασμένα χέρια, με τα χαρακωμένα απ’ την αλμύρα
και τις έγνοιες μάγουλα, καθάριε τα δίχτυα του στην ακροθαλασσιά με τα μεγάλα
μαύρα βότσαλα και σιγοτραγουδούσε. Κι εμείς, παιδιά, του κλέβαμε τη βάρκα μέσα
στο λιοπύρι και χαζεύαμε με το γυαλί το θάμα του βυθού να παίζεται μπροστά στα
μάτια μας, λες κι ήτανε παράθυρο άλλου κόσμου. Τα ψάρια να χορεύουνε, τα φύκια
να λυγιούνται, όλα τόσο ξάστερα και καθάρια, τόσο γαλήνια και ζωντανά, λες και
σε προσκαλούσαν. Τραβούσαμε κουπί πάντα στη σιγουριά του Κόρφου, ώσπου το
βάθος έβαφε τα νερά μπλε σκοτεινά, λες κι η νύχτα έπεφτε να κρύψει από τα
βέβηλα τα μάτια μας τα μυστήρια τούτου του μαγικού κόσμου.
Και σαν η κάψα πύρωνε τις
κεφαλές μας, δίναμε μια βουτιά και –μπλουμ- αγκαλιαζόμαστε με την υγρή θεά,
παραδινόμαστε στην ομορφιά της, αναπαυόμαστε στη σιγή της, όμορφα κι απαλά, σαν
τα παιδιά στην αγκαλιά της μάννας. Κι έπειτα, λες και επισμώναμε κι αρχίζαμε να
κλωτσάμε, να κάνουμε αφρούς, να βουτάμε, να χαιρόμαστε που τα μαλλιά μας έπλεαν
σα φύκια, να καυχιόμαστε ποιος θα κρατήσει πιότερο την ανάσα του, ποιος θα
περάσει πιο πολλές φορές κάτω από τη βαρκούλα που λικνίζονταν λεύτερη,
χαριτωμένη στη γαλάζια απεραντοσύνη. Δε σκιαζόμαστε μήτε στοιχειά, μήτε θεριά
θαλασσινά. Νοιώθαμε την ασφάλεια του μωρού στα σπλάχνα της μάννας. Ξαπλώναμε με
μόνη τη μύτη έξω απ’ το νερό κι αφήναμε τη θάλασσα να μας παίξει με τ’ ακροδάχτυλά
της απαλά, μεθυστικά. Δε νοιώθαμε κούραση, δεν πέρναγε ο χρόνος. Το φως, η
θάλασσα, η αιωνιότητα.
Κι έρχονταν οι φωνές του
καπτα Νικολή να μας ξυπνήσουν από το όνειρο, να μας ξαναφέρουν στη ζωή.
-Ε παλιόπαιδα, φέρτε τη
βάρκα. Για πού το βάλατε; Τι θαρρείτε πως είσαστε; Φρεγάτες;; Χα, χα , χα
γέλαγε βραχνά, πριν καταφέρει να μας μαλώσει.
Τότε μεις κωπηλατούσαμε γερά
και βιαστικά να φθάσουμε σιμά του, να βάλει τ’ απαραίτητα, τους κύρτους, τα
δολώματα, τα δίχτυα, έτοιμα κι ολοκάθαρα, να ξεκινήσουμε για το μεγάλο ταξίδι
της λησμονιάς, πέρα απ’ την ασφάλεια του όρμου, στ’ ανοιχτά πελάγη της
περιπέτειας.
Σαν έβγαινε η βαρκούλα απ’
το λιμάνι κι άρχιζε να κουνιέται επικίνδυνα, πολλές φορές το κύμα μας
κατάβρεχε, μα πάντα συνεχίζαμε (ήταν ριγμένοι κύρτοι και κάποιος έπρεπε να τους
σηκώσει) κι όλο τραβούσαμε κουπί με δύναμη, τόσο πιότερη δύναμη όσο δυνατότερος
ήταν ο αγέρας, όσο πιο μπλε βάφοντας η θάλασσα από το βάθος. Βγάζαμε τους
κύρτους και θαυμάζαμε τους κόκκινους αστακούς να σαλεύουν απορημένα -πολλές φορές
δυο δυο μαζί στην ίδια φυλακή- να τους πετάξουμε στον κουβά, να ξαναρίξουμε τους
κύρτους στο βραχώδη ολάνθιστο βυθό κι έπειτα ολοταχώς για τα δίχτυα με τα
σπαρταριστά πετρόψαρα, εκτός κι αν είμαστε τυχεροί και πέρναγε δελφίνι και
τάκανε όλα ρημαδιό!
Θυμάμαι μια φορά που βρήκαμε
έναν αστακό κι ο καπτα Νικολής με τη χοντρή φωνή του μας εξηγούσε πώς οι
αστακοί με τις βαριές τους πανοπλίες παθαίνουν συγκοπή σα δούνε το κρεάτινο
χταπόδι, γιατί αυτό σαν τους πιάσει στα πλοκάμια του, τους λιώνει και τους πίνει
το αίμα….
Ω, πόσα τέτοια παραμύθια
ήξερε ο καπτα Νικολής, κι όπως εμείς τις σκοτεινές βραδιές με πυροφάνι τραβούσαμε
κουπί, ακούγαμε να μας διηγείται για παραλίες εξωτικές και για ξωθιές και
ζήσεις όλο νόημα και περιπέτεια!!
Τη Ρηνούλα την εγγόνα του,
ποτέ του δεν την έπαιρνε μαζί. Ήταν μοναχοπαίδι ορφανό, κόρη της κόρης του, που
χήρεψε μονάχα 20 χρονώ, θαλασσοπνίγηκε ο άντρας της κι όλοι την είχαν τη
Ρηνούλα σαν το λουλούδι στο γυαλί κι όλοι την πρόσεχαν και την κανάκευαν να μη
τη χάσουν. Ήταν ξανθούλα και λεπτή με καταγάλαζα μάτια και σγουρά μαλλιά και
τόσο άσπρη που θάρρευες πως είναι αερικό. Δε γέλαγε εύκολα, μίλαγε λίγο, μα
κάρφωνε τα μεγάλα γαλάζια μάτια της στα δικά σου έτσι που σ’ έκανε να χάνεις τα
λόγια σου, σαν της μιλούσες.
Θάμουν γύρω στα 16 κι εκείνη
θάταν 12, όταν μετά από χίλια παρακάλια, έκανε τον καπτα Νικολή να τη βάλει στο
βαρκί του για το ψάρεμα. Ήταν γαλήνη, θάλασσα γυαλί, τόσο που έβλεπες δίχως
καμιά προσπάθεια τα βότσαλα μεγάλα και διάφανα στο βυθό και τα καβούρια να
κυνηγιούνται αστεία, και τα κοπάδια τα ψαράκια να πορεύονται αργοκίνητα, έτσι
καθάρια και όμορφα που λες κι αν άπλωνες το χέρι σου θα τάπιανες.
Φορούσε ένα λευκό φουστάνι και
μια κορδέλα γαλανή έπιανε τα μαλλιά της να μη πέφτουν στο αχνό της μέτωπο. Εγώ ντρεπόμουν
για τα λιγνά μου πόδια και τ’ αδύναμο ξερακιανό μου στήθος κι έννιωθα να μη
ξέρω πού να κρύψω τα ροζιασμένα απ’ το κουπί χέρια μου. Εκείνη με κοιτούσε
σκεφτική κι αμίλητη, όσην ώρα εγώ τραβούσα το κουπί κι ο παππούς της διηγιόταν
ιστορίες παρασυρμένος από τις ίδιες του τις αναμνήσεις.
Μα σαν βγήκαμε από τον κάβο
το καλοζύγιασε το πράμα και αν και ήταν κάλμα, σταμάτησε να μας αφήσει στη
σπηλιά των γλάρων (μέρος που κατάφευγαν στις φουρτούνες οι ψαράδες) και ν’
ανοιχτεί μονάχος (φοβότανε να πάει στ’ ανοιχτά με τη Ρηνούλα στη βάρκα).
Ήτανε μια πανύψηλη σπηλιά
στο βράχο κρεμασμένη που για πάτωμα είχε ψιλή ψιλή άμμο και φύκια και για οροφή
κρυστάλλινους σταλαχτίτες. Πήδηξε κάπως άγαρμπα κι έπεσε πάνω μου, έτσι που με
γκρέμισε καταγής κι ένιωσα τα μάγουλά μου να καίνε από τούτο το ντρόπιασμα. Ο
καπτα Νικολής γέλασε καλοκάγαθα με το πλατύ του γέλιο.
-Να την προσέχεις, Παναγή,
φώναξε καθώς ξεμάκραινε.
Την κοίταγα αμήχανα καθώς
καθόταν στην άκρη κάποιου βράχου με τα γυμνά
της πόδια να πλατσουρίζουν στον αφρό. Μείναμε αμίλητοιυ κάμποση ώρα.
-Βαριέμαι, είπε κάποτε.
Πιάνουμε πεταλίδες;
-Μα, τόλμησα να μουρμουρίσω,
ο παππούς…
Εκείνη σηκώθηκε αποφασιστικά
και περπάτησε ακροβατώντας σα βράχια. Ανήμπορος να αρνηθώ την ακολούθησα.
-Πρόσεξε, της φώναξα. Έχει
ρουφήχτρες!
-Δεν τις φοβάμαι, μου
αποκρίθηκε. Εγώ δε φοβάμαι τίποτε. Κι έτσι όπως βρισκόταν στο πιο ψηλό σημείο
του βράχου την είδα να βουτά και να χάνεται στα βαθιά νερά. Δίχως καθόλου
να σκεφθώ την ακολούθησα κι ευτυχώς γιατί άπειρη καθώς ήταν λιποθύμησε και
μονάχα τραβώντας τη απ’ τα ξανθά μαλλιά είδα κι έπαθα να τη βγάλω στη στεριά.
Βάλθηκα να της τρίβω τα λευκά της χέρια, ξεκούμπωσα το μπούστο του λευκού της φουστανιού
κι είδα μικρά σα μανταρίνια τα στήθια της να ξεπετιούνται. Σάστισα ακόμη πιο
πολύ και βιαστικά την ξανακούμπωσα. Δε σκέφθηκε πως ίσως πια δε ζει, μα
κόκκινος απ’ τη ντροπή πλησίασα τα χείλια μου στα χλωμά της χείλια κι έδωσα ένα
φιλί, όπως φιλούν τα εικονίσματα. Και λες και ήτανε παραμύθι, εκείνη
αναστέναξε, άνοιξε τα γαλάζια μάτια και με κοίταξε γεμάτη απορία. Έπειτα άπλωσε
τα κρινένια της χέρια σα φτερούγες γύρω από το βρεμένο μου κεφάλι και πριν το
καλοσκεφθώ με φίλησε σφιχτά στα χείλια.
Έπειτα σηκώθηκε ήρεμα κι
αργά και είπε:
-Τώρα θα πρέπει να
στεγνώσουμε, Παναγή.
Και ήταν αυτή στα 12 και
ήμουν εγώ 16 κι ο ήλιος άστραφτε και η θάλασσα γελούσε κι ο κόσμος όλος έφεγγε
γαλάζια ευτυχία, ξανθιά απόλαυση, θαλασσινή γυναίκια ομορφιά.
Περιέχεται στη συλλογή διηγημάτων "Ο θηλυκός άνθρωπος"
Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου
Χρήστος Γαβαλάς Γειά σου Μαρία. Εξαίσιο το διήγημά σου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν μου αρέσει · Απάντηση · 1 · 10 ώρες
Grant Alexander Εξαιρετικό διήγημα!!! Σε ευχαριστω καλή μου φίλη που με ταξίδεψες με την ... βαρκάδα σου !!!! Καλό σου ξημέρωμα !!!!!
Δεν μου αρέσει · Απάντηση · 1 · 9 ώρες
Plakiotis Anargiros Η ομορφιά της απλότητας, σε ένα γράφημα που μυρίζει Αιγαίο, ήλιο και νεανικά σκιρτήματα...Μαρία και πάλι σε ευχαριστώ....Άθελά μου , αναρρίγησα από τις ομοιότητες που βρήκα μέσα από το δικό σου διήγημα, στο ένα και μοναδικό μου έργο - αυτοβιογραφία "Ο καπετάνιος της νύχτας" ,που το περσινό καλοκαίρι στην Κύθνο ολοκλήρωσα. Βλέπεις η δική μου "εκτροπή" είναι "τα σκωπτικά μου" , τύπου Γ.Σουρή.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν μου αρέσει · Απάντηση · 1 · 4 λεπτά
Maria Sotiropoulou Ανάργυρε πολύ χαίρομαι που σου άρεσε. Το έχεις δημοσιεύσει; θα ήθελα να το διαβάσω
Μου αρέσει! · Απάντηση · Μόλις τώρα
Giannis-Tasoula Kotsikas-Mousiou Μαρια τελειο το διηγημα σου !!!πολλες φορες σου το εχω γραψει .μας ταξιδευεις ...
ΑπάντησηΔιαγραφήLitsa Nafpliotou
ΑπάντησηΔιαγραφήΜύρισα αρμύρα , γέμισα μπλε , κολύμπησα στα νερά με τις ρουφηχτρες μπηκα στην βάρκα και είπα ... τι ωραία να αρχίζεις την ημέρα σου διαβαζωντας κάτι τόσο όμορφο 👏🙏🌹
Angela Lewis
Amazing talent