Η Κυρία Χ

Είναι αδύνατο να μη γνωρίζετε την κυρία Χ.
Είναι τόσο γνωστή στους κοσμικούς και φιλανθρωπικούς κύκλους. Είναι η όμορφη νεαρή σύζυγος του κου Χ του εργο­στασιάρχη με τα τρία εργοστάσια επίπλων και τα πολλά μαγα­ζιά στη Θεσ/νίκη.
Είναι φυσικό να τη γνωρίζουν οι πλούσιοι. Σε όλες τις κοσμικές συγκεντρώσεις εκπλήττει με τη φινέτσα, την αρχοντιά και τη γοητεία της. Τι αγγελικά καλή κυρία, τι χαριτωμένη!
Είναι πασίγνωστη και τόσο σεβαστή στους φιλόπτωχους και παπάδες. Ξοδεύει τόσα σε καντήλια και άπορους. Τρέχει τόσο κοντά στα ορφανά. Προφυλάσσει την ηθική των φτωχών εργατριών που δουλεύουν στις επιχειρήσεις, είναι η βασίλισσα. Είναι κέρβερος της παρθενιάς τους. Για όποιαν ακουστεί το παραμικρό δίχως δεύτερη κουβέντα δεν υπάρχει θέση στην αξιό­τιμη επιχείρηση Η.Χ.Α.Ε.
Πόσο φροντίζει τον άντρα της η καημένη! Έχουν 30 χρόνια διαφορά, έχει ο καημένος ζάχαρο, χοληστερίνη, την καρδιά του κι ότι φέρνει το γήρας, που δεν έρχεται μόνο του.
Μα εκείνη δεν τον κουράζει καθόλου. Στέκει πάντα πλάι του σε όλες τις δουλειές, τα συνέδρια των εταιριών, τις αγοραπωλησίες, δεν τον αφήνει να τρώει, να πίνει, να καπνίζει, να οδηγεί αυτοκίνητο, και για να τον ξεκουράσει από τα συζυγικά του καθήκοντα, όπως ψιθυρίζεται, βρήκε κάποιον αντικαταστάτη, όμως τούτο μεταξύ μας, δεν κάνει ν' ακουστεί κάτι τέ­τοιο για μια τέτοια κυρία.
Είναι εξαίρετη μητέρα. Άργησε να κάνει παιδί κι ήταν τόσο δυστυχισμένη που δε χάριζε απόγονο στη δυναστεία των Χ.
Έπειτα δίχως παιδί η θέση της στην οικογένεια Χ ήταν επισφαλής, οποιαδήποτε μέρα οι συγγενείς του που ποτέ δεν τη χώνεψαν, μπορούσαν να τη γκρεμίσουν απ' το θρόνο της. Όμως τώρα με τον Κωστάκη στα χέρια της, το νόμιμο απόγονο των Χ που τούμοιαζε τόσο, για να βουλώνει τα κακά στόματα, μπο­ρούσε ακάθεκτη να προχωρήσει στην κληρονομιά της τεράστιας περιουσίας. Ο Κωστάκης ήταν τόσο μικρός, θάπρεπε να κυβερνά εκείνη μέχρι να μεγαλώσει.
Στα κηρύγματα πούκανε στις εργάτριές της δε δίσταζε ν' αναφέρει πάντα πως, από την εργατιά κι αυτή ξεπήδησε, και ανταμείφτηκε για την εργατικότητα και προ πάντων για την τιμιότητά της.
«Ο Θεός δεν ξεχνά ποτέ» έλεγε και για να Τον βοηθά να θυμάται, έμπρακτα τιμούσε τους τίμιους. Ήταν πάντα η κουμπάρα σε όσα συνοικέσια σκαρώνονταν μέσα στα εργοστάσια της. Όχι, δεν ήταν ο απρόσωπος εργοδότης, μα η φιλική τους προστάτρια. Έτρωγε στα σπίτια τους, βάφτιζε τα παιδιά τους, τους έκανε που και που κανένα δώρο έτσι που ποτέ δεν ζήταγαν αύξηση, ποτέ δεν έκαναν απεργία. Πώς να στραφεί κανείς ενάντια στην κα Χ, που ξεκίνησε από τόσο χαμηλά κι έφτασε τόσο ψηλά με τον τίμιο μόχθο της;
Σαν πέθανε η μάννα του κου Χ δεν πήγε στην κηδεία της. Πριν πεθάνει η γριά κυρία την καταράστηκε και την είπε οχιά μπροστά σε όλους και η κα Χ μπορεί να ήταν άγγελος μα δεν ξεχνούσε εύκολα. Εκτός τούτου την ώρα της κηδείας είχε ραντεβού με την αισθητικό της, της έκανε μασάζ για να διατηρεί τη σιλουέτα της, κι ο χρόνος της κας Χ ήταν πάντα μετρημένος σο­φά.
Στο γραφείο του κου Χ , πού και πού μπαινόβγαινε ένας φουκαράς αλκοολικός, που ο κος Χ στη μεγαλοψυχία του χαρτζιλίκωνε για να μπορεί να πίνει. Οι παλιότεροι υπάλληλοι τον ήξεραν, ήταν ο πρωτοξάδελφος του αφεντικού, με το ίδιο όνομα =Ηρακλής κι αυτός Χ- ο πρώτος άντρας της κας Χ.
Πολλοί λίγοι όμως ήξεραν γιατί ο κος Ηρακλής ο πρώτος, ο μεθύστακας, παρεχώρησε τη γυναίκα του στον πρωτοξάδελφό του τον κο Ηρακλή τον Β τον εργοστασιάρχη.
Για την κα Χ ο κος Ηρακλής ο Α δεν ήταν φυσικά ο πρώτος άντρας στη ζωή της. Στην Τρούμπα γεννήθηκε και ήταν φυσικό να νυχτοπερπατήσει γρήγορα. Όμως στάθηκε πιο έξυπνη από άλλες. Πήγε στο εμπορικό του κου Ηρακλή Α και δούλευε πωλήτρια. Τρεις μήνες έφθαναν να την ερωτευθεί εκείνος. Η κα Χ όμως πεισματικά αρνήθηκε να του προσφέρει ότι συχνά προσέφερε στους άλλους έτσι που σε άλλους δυό μήνες την πα­ντρεύτηκε κρυφά από τους δικούς του.
Τούτος ο γάμος όμως δεν ήταν τυχερός, βλέπεις ήτανε ­χρόνος δίσεκτος. Στον ένα χρόνο πάνω φαλίρισε το εμπορικό του κου Ηρακλή του Α και η κα Χ δεν ήταν κορόιδο να κάτσει να χαραμίσει τα όμορφα νιάτα της πλάι σ' ένα ξεπεσμένο έμπο­ρα.
Εκείνος άρχισε το πιοτό κι έτσι κανείς δεν κατηγόρησε την καημένη την κα Χ, την τόσο άτυχη, σα χώρισε από έναν αλκοολικό που -πως ακούγονταν- την έσπαγε στο ξύλο.
Η ιστορία της με τον κο Ηρακλή τον Β κανείς δεν ξέρει πότε άρχισε. Κακές γλώσσες λένε ότι και όταν ήταν παντρεμένη την καλόβλεπε, μα δεν είναι από τα πράματα που βάζει κανείς το χέρι του στη φωτιά. Ίσως τη λυπήθηκε, τόσο άτυχη η καημένη και τόσο όμορφη!
Ο κος Ηρακλής είχε πονετική καρδιά, ήταν καλός άνθρω­πος. Δεν αγριοφώναζε σε κανένα, δεν κατηγορούσε κανένα, δεν υποπτευόταν κανένα.
Συζούσαν δύο χρόνια ολάκερα, ζούσε βλέπεις ακόμα ο γέρος του και θα τον αποκλήρωνε αν έπαιρνε την πρώην σύζυγο του ξαδέλφου του, παλιό σκαρί ο γέρος, ξεροκέφαλος.
Μα ο έρωτάς τους επέζησε ώσπου ο γέρος πέθανε και στην κηδεία του ο κος Ηρακλής ακούμπαγε στο μπράτσο της μαυρο­φορεμένης τέως και μελλούσης κας Χ.,
Με το γάμο άρχισαν οι τσακωμοί με το σόι του. Μα και  η κα Χ δούλευε μεθοδικά. Κανείς κακόγλωσσος δεν είχε θέση στην επιχείρηση, έτσι που σε λίγο δυο ξαδέλφια του μόνο έμει­ναν από ανάγκη μέτοχοι στην επιχείρηση, ενώ το συγγενολόι της θρονιάστηκε να διευθύνει και να εποπτεύει την Χ.Α.Ε.
Ο μεγάλος της θρίαμβος ήταν τα βαφτίσια του Κωστάκη. Όχι μόνο χάριζε στην εταιρεία ένα γνήσιο διάδοχο, όχι μόνο εμφανίζονταν επιτέλους ο γιος του κου Ηρακλή -που τόσο του έμοιαζε!- μα κι έδωσε το όνομα του κακορίζικου του γέρου, που τόσο άδικα την εχθρεύτηκε. Υπήρχε άραγε πιο γλυκιά γεύση εκδίκησης;
Ο κος Ηρακλής πια μπορούσε να πεθάνει ήσυχα. Είχε εκπληρώσει τον προορισμό του. Θάφινε την επιχείρηση σε καλά χέρια, και με διάδοχο.
Κι εκείνη πια είχε εκπληρώσει τον προορισμό της. Με μιαν απλή εγχείρηση γλύτωσε από το μπελά ενός δεύτερου παιδιού, που εκτός από τούς άλλους κινδύνους που θα της έφερνε θα χάλαγε και τη σιλουέτα της.
Είναι αδύνατο να μη γνωρίζετε την κα Χ. Ξεπήδησε μέσα από τους κόλπους της εργατιάς. Γιαυτό μην την εμπιστευτείτε.

Περιέχεται στο βιβλίο «Ιστορία δίχως όνομα και άλλα διηγήματα» 1976

Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου


Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης