Στη μνήμη της Μαρίας


ΣΤΟ ΡΟΖ ΔΩΜΑΤΙΟ

Στο δωμάτιο όλα ήταν ροζ. Όχι το γιορταστικό που βλέπεις στα μαιευτήρια, μα το απαγορευτικό, που συναντάς στους αποστειρωμένους θαλάμους. Ροζ τα σεντόνια στο κρεβάτι, με ροζ ύφασμα η πολυθρόνα και μια καρέκλα απέναντι κι εκείνη ντυμένη μ' ένα ροζ αποστειρωμένο πουκάμισο και με μια πράσινη σκούφα χειρουργείου να καλύπτει τ' αραιωμένα της μαλλιά.
Είμαστε φίλες κάποτε, την εποχή της εφηβείας μας. Έπειτα οι δρόμοι μας χωρίσαν. Την είχα συναντήσει κάποιες φορές για επαγγελματικές υποθέσεις. Τίποτε πια δε μας έδενε. Εκείνη είχε παραμείνει δέσμια των παραεκκλησιαστικών οργανώσεων, ενώ εγώ δεν πίστευα πια σε κανένα θεό.
Μου τηλεφώνησε παλιά κοινή μας φίλη.
-Ξέρεις, η Μαρία είναι στο νοσοκομείο. Λευχαιμία. Ο πατήρ Γεώργιος έκανε και λειτουργία για τη σωτηρία της. Την έχουν δυο μήνες στην απομόνωση και δεν αφήνουν κανένα να μπει. Μόνο τον άντρα της. Είναι απελπισμένη. Εσύ σα γιατρός θα μπορούσες να τη βοηθήσεις.
Δεν ήμουν σίγουρη ότι θα βοηθούσα. Δεν ήμουν σίγουρη ότι η απομόνωση ήταν για ιατρικούς λόγους. Ίσως να ήταν δική της επιλογή και τότε τι θέση είχα εγώ μετά τόσα χρόνια απομάκρυνσης να εισβάλω έτσι στη ζωή της; Προσπάθησα να επικοινωνήσω με τους δικούς της, αλλά κανείς δε σήκωνε το τηλέφωνο. Αποφάσισα να πάω. Στο κάτω κάτω κάποτε μοιραζόμαστε τόσα μυστικά.
Ήταν ένα απόγευμα γλυκό. Η καλοκαιρία που ακολούθησε τις μεγάλες πλημμύρες. Πρόκληση για ζωή και μόνο η πορεία στην πλυμένη απ' τη βροχή καθάρια πόλη. Δε δυσκολεύτηκα καθόλου να τη βρω. Μου έδωσαν αμέσως το δωμάτιό της. Δε ρώτησαν ποια είμαι.  Άρα δεν υπάρχουν ιατρικοί λόγοι απομόνωσης, σκέφθηκα κι ένιωσα άσχημα για τ' όμορφο πουκάμισο, που είχα διαλέξει να φορώ.
Άνοιξα την πόρτα του δωματίου. Στο χολ φρουρός μια νοσοκόμα ντυμένη κι αυτή στα ροζ με πράσινο σκούφο στα μαλλιά και μάσκα να της κρύβει το πρόσωπο. Εκείνη ακριβώς απέναντι, σκιά του εαυτού της.
-Μαρία; ρώτησα.
Με κοίταξε δίχως να μ' αναγνωρίζει -δε φορούσε και τα γυαλιά της- και βιάστηκα να προσθέσω:
- Μαρία, είμαι η Μαρία, κι αυτό μου φάνηκε γελοίο.
-Πού το έμαθες; με ρώτησε καχύποπτα.
-Μου το είπε η Καίτη. Είπε ότι σ' έχουν σε απομόνωση και ότι σα γιατρός εγώ θα μπορούσα να σε δω. Μπορώ να περάσω;
-Μια στιγμή, είπε και ζήτησε από την αδελφή την πάπια, αφήνοντάς με μόνη στο χολ. Κρυφοκοίταξα το θερμομετρικό διάγραμμα. Πήγαινε καλύτερα, όμως μ' αυτές τις αρρώστιες ποτέ κανείς δεν ξέρει.
Φόρεσα μιαν αποστειρωμένη μπλούζα και κουκούλα στα μαλλιά, υποπόδια και μάσκα και κάθισα στην καρέκλα απέναντι στο κρεβάτι της. Απέφευγε να με κοιτά. Πώς θα μπορούσα νάμαι φυσική; Κάθε φορά που με κοιτούσε το μέτωπο και τα μάτια μου έπαιρναν  μια στερεότυπη έκφραση ψευτοσυμπόνοιας, που δε μπορούσε να της διαφύγει.
-Με κατασκοπεύεις; με ρώτησε κάποια στιγμή.
-Ναι, της είπα. Πώς το κατάλαβες;
-Τα μάτια σου όποτε σε κοιτώ παίρνουν την ίδια έκφραση, μου είπε.
-Είναι γιατί δε βλέπεις ολόκληρο το πρόσωπό μου, της απάντησα. Φταίει η μάσκα.
Προσπάθησα να της μιλήσω περί ανέμων και υδάτων, όμως εκείνη έμενε προσηλωμένη στο πρόβλημά της. Ένιωθα παρείσακτη. Σεβόμουν την απόφαση της να μη θέλει τον οίκτο κανενός. Δεν ήθελε ούτε τα παιδιά της να δει. Για να μην τους δημιουργεί ψυχολογικά προβλήματα, έλεγε. Κι οι δυο φοιτητές! Αν ήταν η δική μου μάνα, σκεπτόμουν, με το ζόρι θα πήγαινα να τη δω.
-Απλώς κουράστηκα, μου είπε. Πάνω από δυο μήνες εδώ μέσα.
Της έλεγα, ξέροντας ότι δεν είναι ίδιο, για τη δική μου περιπέτεια με κάποιαν εγχείρηση. Όλα ξεχνιούνται, της είπα, όλα περνούν. Θα το ξεχάσεις κι αυτό όπως δε θυμάσαι  πια τους πόνους  απ τις γέννες σου.
Αφού είπαμε κάμποσες κοινοτυπίες βγάζοντας κάθε κουβέντα με το ζόρι πήρε το νεφροειδές και στην αρχή το χρησιμοποίησε σαν καθρέφτη κι έστρωσε τα ελάχιστα  άσπρα μαλλιά που ξέφευγαν απ' το σκουφάκι. Μετά από κάθε κίνηση που γινόταν τελετουργικά έπρεπε να πλένει τα χέρια της με οινόπνευμα. Έπειτα ξέπλυνε το στόμα της με χαμομήλι με σόδα.
-Έχω μια στοματίτιδα, μου είπε.
-Και τα μωρά μας είχαν, θυμάσαι; είπα ξέροντας και πάλι ότι ήταν άτοπο.
-Με συγχωρείτε, μου είπε, φτύνοντας στο νεφροειδές κι ο πληθυντικός με πάγωσε.
Της είχαν πάει ρυζόγαλο και το κατάπινε με δυσκολία. Στο λαιμό της δίπλα απ' τις ουλές απ' τις παρακεντήσεις κρεμόταν ένα σταυρουλάκι, ενώ στη γωνία του δωματίου υπήρχε μια φωτογραφία κάποιου εικονίσματος της Παναγιάς με ξεραμένες γαρδένιες μπροστά της. Δεν πίστευα ότι ο θεός μπορούσε να την παρηγορήσει, όμως τι είχα καλύτερο να της προτείνω; Θάθελα να είχα τον καιρό να της ιστορήσω τις φιλοσοφικές μου περιπλανήσεις, να κουβεντιάσουμε σε βάθος όπως παλιά, όμως οι πόρτες είχαν κλείσει. Κάποια στιγμή δεν άντεξα το βάρος της απομάκρυνσης που υπογράμμιζε τα κενά της σιωπής μας.
- Άκουσε, της είπα, ήλθα εδώ γιατί μου είπαν ότι ίσως βοηθώ κι επειδή πιστεύω ότι κάποτε είμαστε φίλες και για μένα οι φιλίες δεν πεθαίνουν ακόμη κι αν η ζωή μας απομακρύνει.
-Ναι, είχαμε απομακρυνθεί τα τελευταία χρόνια, συμφώνησε.
-Αν θες να μείνεις μόνη φεύγω και τούτη τη στιγμή, αν πάλι πιστεύεις ότι μπορώ να σε βοηθήσω να ξεφύγεις μπορώ νάρχομαι καθημερινά και να σου αραδιάζω ιστρορίες, ξέρεις είμαι πολύ καλή σ' αυτό.
-Πώς θα μπορούσα να σου πω να φύγεις; μου είπε.
-Μα είναι δικαίωμά σου να θες να μείνεις μόνη! της είπα, κι έπειτα γιατί λες "με συγχωρείτε" γιατρός είμαι, έχω δει πολύ χειρότερα απ' το να φτύνει κάποιος.
- Δεν είναι ότι δε θέλω να τους βλέπω, προσπάθησε να μου εξηγήσει. Αλλά είναι τόσο πολλοί οι επισκέπτες που κουράζομαι.
Ήξερα ότι είναι ψέματα. Όποιος μένει τρεις μήνες στο νοσοκομείο βλέπει τους επισκέπτες ν' αραιώνουν. Απλώς κουραζόταν να παίζει θέατρο και το έπαιζε περίφημα κάθε φορά που σήκωνε το τηλέφωνο. Μόλις το σήκωνε μεταμορφωνόταν ξανά στη Μαρία που θυμόμουν. Ξέγνοιαστη δήθεν, χαμογελαστή τους βεβαίωνε όλους πως πάει καλύτερα για να βυθιστεί ξανά στην απόγνωση μόλις έκλεινε το ακουστικό.
Όμως ανάμεσά μας ο πάγος είχε σπάσει. Ανοίξαμε τις κουρτίνες και το δειλινό μπήκε θωπευτικά στο ροζ δωμάτιο. Εκείνη  εξακολουθούσε να καταπίνει με δυσκολία κάθε μπουκιά.
- Ξέρω από το σιτηρέσιο των νοσοκομείων, της είπα.
- Είναι γιατί έχω χάσει τη γεύση μου, είπε και δε μπορώ να φάω.
Σταμάτησε στα μισά κι έδειξε το μπολ στη νοσοκόμα.
-Όλο, της είπε. Πρέπει να σας παχύνουμε.
-Ο δεσμοφύλακάς μου διατάσσει "όλο", μου είπε και γελάσαμε κι άρχισα να της θυμίζω κάποιες απ' τις παλιές μας εμπειρίες δίχως πια την αίσθηση του μνημόσυνου.
-Σου πάνε τα ροζ, μου είπε κάποια στιγμή.
-Ναι, γέλασα, ειδικά όταν φοράω πράσινη μάσκα και σκούφο.
-Όταν σε είδα να μπαίνεις, μου είπε, νόμιζα ότι έβλεπα μιαν οπτασία.
-Είναι γιατί δε φορούσε τα γυαλιά σου, της είπα, ενώ ήξερα καλά τι εννοούσε. Ήταν σαν να βλέπει αυτό που θα μπορούσε να είναι,  αν η αρρώστια δεν την καθήλωνε σ' αυτή τη φυλακή. Κι αυτό ακριβώς προσπαθούσε ν' αποφύγει αποφεύγοντας τις επισκέψεις. Μισούσε την εικόνα του ίδιου της του εαυτού όπως καθρεφτιζόταν στα μάτια των γνωστών της. Δεν την απασχολούσε ο θάνατος, αλλά η αξιοπρέπεια της σημαδεμένης της ζωής. Προσπάθησε να το κρατήσει μυστικό στην αρχή από όλους. Κι απ' τον άντρα της κι απ' τα παιδιά. Ώσπου η αρρώστια την ανάγκασε να υποταχθεί .
Έμεινα αρκετά. Μου ζήτησε να μείνω μέχρι που ήλθε ο γιατρός, που της έριξε το κυτταροστατικό στον ορρό της. Θυμάμαι τον τρόμο που επανήλθε στο βλέμμα της κείνη την ώρα. Ξέρω τις παρενέργειες αυτών των φαρμάκων και δεν ξεχνώ πόσο ευάλωτος γίνεται ο άνθρωπος απέναντι στον πόνο. Για όποιον έχει φθάσει στα όρια και μια ένεση παραπάνω είναι ικανή να ξυπνήσει μέσα του την επανάσταση. Σκεπτόμουν ότι εγώ στη θέση της δεν θα είχα αντέξει τόσο. Θα είχα πετάξει τους ορούς και θάχα βγει στους δρόμους έρμαιο του κάθε μικρόβιου. Θάχα εγώ αναλάβει την ευθύνη του θανάτου μου, γιατί για μένα ζωή δεν ήταν αυτή η τεχνητή  παράταση της τραγωδίας.
Της τηλεφώνησα την άλλη μέρα. Ήταν ευδιάθετη.
-Είσαι καλύτερα; τη ρώτησα αν κι ήξερα ότι και χειρότερα αν ήταν, πάλι θα με βεβαίωνε πως όλα πάνε καλά.
-Πάλι ρυζόγαλο έφαγες; τη ρώτησα.
-Έχει μεγάλη ποικιλία το σιτηρέσιο εδώ, κορόιδεψε κι αυτή η επανεμφάνιση του χιούμορ  μ' έπεισε ότι πράγματι πάει καλύτερα.
-Ναι, ξέρω, της είπα. Ο δεσμοφύλακας τι κάνει;
-Καλά είναι, γέλασε και συμπλήρωσε. Πάντα με το χαμόγελο, η Μαρία. Σου εύχομαι πάντα έτσι νάσαι.
-Μα στο χρωστούσα, της είπα. Ήσουν ο Φρέντυ Γερμανός της Κατασκήνωσης. Μας έκανες όλους να γελάμε.
-Θυμάσαι, μου είπε, που διαβάζαμε μαζί κάποια βιβλία; Κι εκείνη την εκδρομή στο Αστρος, τη θυμάσαι;
-Και βέβαια, της είπα. Που τ' αγόρια μας έκαναν καντάδες και με τ' απαγορευμένα τότε τραγούδια του Θεοδωράκη.... Κι εκείνη η καταιγίδα μετά...
-Ναι, την είχα ξεχάσει την καταιγίδα, μου είπε. Τι τρομερή! Ωραία χρόνια! και κατάλαβα ότι αυτή η εκδρομή ήταν από τις πλουσιότερες εμπειρίες στη ζωή της.
- Σε φιλώ, έστω από μακριά, της είπα. Χθες πάντως αυτό που μ' ενοχλούσε πιο πολύ ήταν που δε μπορούσα να σ' αγγίξω.
-Θα μ' αγκαλιάσεις όταν βγω, μου υποσχέθηκε. Στην πορεία μου γραφείο -σπίτι κάπου θα συναντηθούμε είπε, κι ένιωσα ότι αυτή ήταν η ζωή της. Ένα εκκρεμές γραφείο- σπίτι.
-Ναι, αστειεύτηκα. Θα σε δω στη μέση του δρόμου και θα τρέξω να σ' αγκαλιάσω.
-Νάσαι πάντα καλά, Μαράκι, μου ευχήθηκε.
-Εσύ νάσαι καλά. Να γίνεις γρήγορα καλά. Να είσαι κάθε μέρα και καλύτερα.
Η ευχή μου έπιασε. Την άλλη κιόλας μέρα βγήκε απ' την αποστείρωση κι όταν τη ρώτησα αν θάθελε να την επισκεφθώ μου είπε ότι δεν υπάρχει λόγος σε λίγες μέρες βγαίνει. Της τηλεφώνησα μετά μια βδομάδα και τη βρήκα στο γραφείο της. Με βεβαίωσε ότι είναι περίφημα.
-Θάθελες καμιά μέρα να βρεθούμε; της πρότεινα. Να ρθώ στο σπίτι σου ή νάρθεις στο δικό μου να τα πούμε.
-Δεν έχω και πολύ καιρό, απάντησε. Ξέρεις, οι δουλειές μου μείναν τόσο πίσω μ' αυτή την αρρώστια.
Δεν την αγκάλιασα ποτέ. Δεν έτυχε να συναντηθούμε στην πορεία γραφείο- σπίτι. Κι ούτε και πρόλαβα να τη μολύνω με τα φιλοσοφικά μου ερωτηματικά. Μαθαίνω ότι δεν έχει σοβαρά προβλήματα υγείας. Βρίσκεται απλώς υπό παρακολούθησιν. Απλώς για κείνην εγώ ήμουν νεκρή από το τέλος της εφηβείας μας και ήταν άστοχο να επανεμφανιστώ όταν εκείνη βρέθηκε στο σύνορο του θανάτου. Εγώ ήμουν κλεισμένη στο ροζ δωμάτιο της μνήμης της και δεν έπρεπε ν' αποδράσω, αφού η ανάμνηση της καλοκαιρινής μας καταιγίδας δε μπορούσε ν' αναστατώσει το εκκρεμές της δικής της καθημερινότητας. Έπρεπε ν' απομονωθώ ξανά στο ροζ δωμάτιο. Άλλωστε, μου τόχε πει, τα ροζ μου πάνε τόσο, ειδικά με την πράσινη μάσκα και το σκούφο.

Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης