Αγαπώ τον PC μου



Αγαπώ τον PC μου 
από το 1998

Γράφω με μελάνι κι απολαμβάνω την ανατολή κάθε λέξης που στεγνώνοντας αποτυπώνεται  στο παρθένο χαρτί. Αρκεί μια σταλαγματιά νερό κι οι λέξεις διαλύονται σε λεκέδες κατάλληλους για παιχνίδια ψυχανάλυσης. 
Στο άλλο άκρο συνεργάζομαι με τον «Προσωπικό»!! μου Υπολογιστή (PC), γράφοντας εκτενή κείμενα κι εκείνος στοργικά με διορθώνει κι επιτηρεί την ορθογραφία, επισημαίνει την επανάληψη κάποιας λέξης, ξαφνιάζεται με τα αρχαιοελληνικά κι αναρωτιέται για τους νεολογισμούς, μετρά τις λέξεις, κόβει και ράβει το κείμενο κατά τις επιθυμίες μου, το ανακατατάσσει, το αποθηκεύει στη μνήμη του και το στέλνει χωρίς κόπο, όπου του δώσω εντολή, δυνητικά σε άπειρους παραλήπτες. Αρκεί ένα παιχνίδισμα της τάσης στη ΔΕΗ και ο PC μου διαγράφει μονοκονδυλιά πολύωρους λεκτικούς πειραματισμούς, που η δική μου μνήμη είναι ανίκανη πια ν’ ανακαλέσει. 
-Να το σώζεις, να το κρατάς σε αντίγραφο, λένε οι γνώστες της τεχνολογίας, όμως νιώθω προδομένη από ένα φίλο, όποτε ο PC μου αυθαδιάζει, τεμπελιάζει ή αυθαιρετεί. 
Σκέπτομαι τους αντιγραφείς των μεγάλων βιβλιοθηκών που διέσωσαν από τη μούχλα και τη φθορά του χρόνου τα κείμενα της αρχαιότητας με σέβας. Φρίττω στη θύμηση της πυρπολημένης Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας. Συσσωρευμένη γνώση αιώνων παρανάλωμα του πυρός! Μεσαίωνας, λογοκρισία, σκότος. Κι έπειτα η επανάσταση της τυπογραφίας που έκανε προσιτή την ηδονή της ανάγνωσης στις πλατιές μάζες και τώρα η επικράτηση των  PC που έφερε όλη την ανθρώπινη γνώση στο σπίτι μας με το πάτημα κάποιων πλήκτρων.  
Ο δαίμων του τυπογραφείου έγινε τώρα ηλεκτρονικός. Υπάρχει. Αυθαίρετος όπως η λήθη. Αναπόδραστος όπως ο θάνατος. Καθοριστικός όπως η Ειμαρμένη. Δε μπορείς ν’ αποθηκεύσεις την έκφραση της ζωής. Πάντα αυθαιρετείς. Πάντα κινδυνεύεις από μια σταγόνα νερό, μια πυρκαγιά, έναν «ιό» ή μια πτώση της τάσης. 
Αγαπώ τον PC μου γιατί είναι φθαρτός, όσο και γω. Όσους Καρπώφ κι αν νικήσει στο σκάκι είναι κουτούτσικος και καταδικασμένος να εκτοπιστεί μόλις η νέα γενιά  PC έλθει στην  κατανάλωση. Δεν μπορώ να τον δαγκώσω, στη δύσκολη λέξη, όπως την άκρη του μολυβιού, αλλά τον αγγίζω τρυφερά μόλις μαζί τελειώσουμε κάτι που μας εκφράζει, όπως θα χάιδεψε τον τοίχο της σπηλιάς ο πρώτος άνθρωπος που χάραξε κάποιο σύμβολο. Στο βάθος τίποτε δεν άλλαξε από τότε.
 Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης