Το τέλος

Το τέλος
      Γέρασε η Αργυρώ, ως είναι φυσικό και πρέπον στους ανθρώπους. Ποτέ δεν ήταν όμορφη για να μπορεί κάποιος να τραγουδήσει τα ρόδα της θωριάς της που μαράθηκαν. Ποτέ δεν ήταν γελαστή για να της λένε ότι τα γεράματα φέραν τη γκρίνια.
   Πάντα τσιγκούνα κι άπονη, πάντοτε στερημένη. Γεννήθηκε σε φτωχή μα τίμια φαμελιά από αυτές που κρατάνε πάντα καθαρό το μέτωπο και άδεια ην κοιλιά. Τέταρτο ζωντανό παιδί από τα δεκατρία που γέννησε η μάνα της, μα που δε φτούρησαν στη ζωή. Πόλεμοι, μιζέρια, φτώχεια, δυστυχία, ο πατέρας στο καπηλιό η μάνα στο χωράφι, ο πατέρας στο καφενείο η μάνα στην κουζίνα, ο πατέρας στον πόλεμο η μάνα στα βουνά. Έτσι ήταν τα παλιά εκείνα χρόνια που ο άντρας ήταν αφέντης και η γυναίκα, γυναίκα κι άντρας μαζί.
  Παντρεύτηκε μεγάλη στα τριάντα της, αφού μερόνυχτα ύφανε ολάκερο δωμάτιο με προικιά κι αφού της γράφτηκαν το καλύβι τους στο χωριό μετά το θάνατο και της τελευταίας αδελφής της. Τ’ άλλα της δύο αδέλφια τα’ αγόρια, ταχιά ξενιτεύτηκαν και μήτε είδαν μήτε άκουσαν ξανά γι αυτούς.
  -Ήταν κακιά πάστα παιδιά, έλεγαν στο χωριό. Θα μπλέχτηκαν σε τίποτε φουστάνια ή ύποπτες παρέες, μπορεί και φυλακή, μπορεί και να συχωρέθηκαν. Ζωή σε λόγου μας.
  Και η Αργυρώ ξενιτεύτηκε, μα στάθηκε τυχερή. Ο άντρας της, ο Ποθητός, ήταν λεβέντης, νιός, μικρότερος από δαύτη, με τη δουλειά του, από καλή φαμελιά, λιγάκι μπερμπάντης σαν όλα τα παιδιά, μα ανοιχτοχέρης και γλεντζές. Είχε εμπορικό στην Αθήνα και σπίτι και χωράφια στο χωριό.
  -Τι της βρήκε και την πήρε; Θα πείτε. Χάθηκαν οι νόστιμες κι οι τσαχπινούλες στο χωριό; Χάθηκαν οι πλούσιες κι οι νοικοκυρεμένες; Μιαν άσχημη ξεβράκωτη βρήκε να πάρει, τέτοιο παλληκάρι, χαρά Θεού, με το τσιγκελωτό του μουστάκι και τα γλαρά τα μάτια;
   Κανένα μη ζηλέψεις, γιατί καθένας έχει και τον καημό του, έλεγαν οι αρχαίοι μας πρόγονοι. Κι ο Ποθητός είχε τη μάνα του, μια μάνα στρίγγλα και παράλυτη. Κανείς δε στέριωνε στο σπιτικό τους. Όλες οι δούλες, παρά το χρυσάφι που τους κουδούνιζαν τόσκαγαν σε μια βδομάδα. Η μάνα του έσκαγε και γάιδαρο. Έτσι μονάχα μ’ ένα τρόπο θ’ αποκτούσαν μόνιμη νοσοκόμα της γριάς. Με το γάμο του Ποθητού. Η Αργυρώ ήταν φημισμένη για την προκοπή και την υπομονή της στο χωριό. Ε, πως ήταν άσχημη, τι να γίνει; Τίνος η γυναίκα είναι όμορφη; Οι φιλενάδες, αυτές μάλιστα! Έπειτα και όμορφη να την πάρεις, μετά το πρώτο της παιδί γίνεται χοντρέλα, ασουλούπωτη και άχαρη σαν όλες τις παντρεμένες. Παλιό το κόλπο στις γυναίκες. Όλες φτιάχνονται και σειούνται και λυγιούνται, μέχρι να τυλίξουν το γαμπρό και μετά την κουλούρα καταντάνε έτσι που να σιχαίνεσαι να φτύσεις πάνω τους. Αλλά κι ωραία νάναι μια γυναίκα που είναι ολημερίς κι ολονυχτίς δίπλα σου, που τη βλέπεις με τα μπικουτί και τις κρέμες και που βρωμάει σκορδαλιά, ψάρια ή κεφτέδες παύει αυτόματα στα μάτια σου να είναι ποθητή.
     Αυτά πρέσβευε ο Ποθητός σαν παντρεύτηκε την Αργυρούλα. Και η κοινή συζυγική τους ζωή στάθηκε η έμπρακτη απόδειξη της φιλοσοφίας του. Μα η Αργυρώ στάθηκε τυχερή κατά που λένε «κανένα δεν αφήνει ο Θεός». Η γριά σε τρεις μήνες πέθανε και μαζί της και η γκρίνια και η βρώμα της. Έτσι η Αργυρώ έμεινε λεύτερη πια, κυρία στα μάτια του κόσμου, έρμη στα δικά της μάτια.
   Μερικές μάλιστα κακόγλωσσες, που τη φθονούσαν γιατί λιμπίζονταν τον Ποθητό (αν ήξεραν τι αηδία ένοιωθε μαζί του στις λιγοστές εκτελέσεις των συζυγικών τους καθηκόντων !) έλεγαν πως τη φαρμάκωσε τη γριά για να γλιτώσει. Ο κόσμος πάντα έτσι σκέπτεται, πάντα έτσι αντιδρά.
   Μεγάλη ήταν, οι περίοδοι σποράς στην άγονη γη της ήταν τόσο αραιές κι έτσι η Αργυρώ δεν αξιώθηκε να δει να καρπίζουν τα σπλάχνα της κι έμεινα στέφρα. Και ο Ποθητός, που παινευόταν πως σ’ όποιο λιμάνι κι αν πέρναγες, όλο και κάποιο μούλικο δικό του θ’ απαντούσες, δεν είδε τα’ όνομά του να περνά νόμιμα στην αθανασία.    Και τα χρόνια πέρναγαν αμείλιχτα από πάνω της και η Αργυρώ ποτέ δε σήκωσε κεφάλι ν’ αντικρύσει κατάματα τον άντρα της. Υπόμενε καρτερικά σαν κάθε τίμια γυναίκα του καιρού της. Μη τάχατες την ένοιαζε; Τι κι αν πήγαινε με άλλες; Άντρας ήταν και είχε το δικαίωμα. Τι κι αν μέθαγε και τη χτυπούσε αραιά και που. Άντρας της ήταν και είχε αυτό το δικαίωμα. Το σπίτι πάντα ολόγιομο απ’ όλα τα’ αγαθά και κείνη, πούχε ζήσει τη  μιζέρια ήξερε να εκτιμά τον κουβαλητή της.
Το τραπέζι πάντα γεμάτο μουσαφίρηδες, μα κείνη που μεγάλωσε σε χωριατόσπιτο ήξερε την τέχνη της φιλοξενίας. Οι βεγγέρες στο αρχοντικό τους έμεναν αλησμόνητες στους πολλούς στενούς φίλους του σπιτιού τους.
     Όμως ο θάνατος του Ποθητού τη δίδαξε την ανθρώπινη λυκοφιλία. Όλοι αυτοί που καθημερινά τρωγόπιναν τα καλομαγειρεμένα φαγητά της και γεύονταν τις περιποιήσεις της δε μεταπάτησαν το πόδι τους στο κατώφλι της. Οι συνεταίροι του μακαρίτη βγάλανε πως είχε χρέη και του κρατήσανε το μερδικό του μαγαζιού.
   Απόμεινε ξανά η Αργυρώ δίχως στον ήλιο μοίρα, με ένα σπίτι γραμμένο στ’ όνομά της, κάτι χωράφια στο χωριό, κάτι οικόπεδα στην Αθήνα και κάτι νοίκια από ένα σαράβαλο κάπου στου Ζωγράφου. Για κείνα τα χρόνια ήταν ακόμη πλούσια κι ας μην είχε τα μεγαλεία που γνώρισε σα ζούσε ο Ποθητός της.
  Πόσο τον λάτρεψε τον Ποθητό της μόλις τα τέλεψε!! Μήτε τους γονιούς της έτσι. Κι ας βαρυγγόμησε στα στερνά του. Ο Θεός τον τιμώρησε για την ακρατοσύνη του και στα στερνά του έπαθε «ακράτεια» και τάκανε πάνω του όλα, χοντρά και ψιλά και ήταν να τον λυπάσαι. Πώς καταντά λοιπόν ο άνθρωπος!
   Ποιος να το φανταζόταν ποτές πως ο λεβεντάνθρωπος ο Ποθητός θα μάζευε μέσα σε δυο μήνες σ’ αυτό το αξιοθρήνητο κουβαράκι που μπήκε στο κιβούρι του. Έλιωσε από ζωντανός, σάπισε από ζωντανός ο φουκαράς. Ας όψεται η ζωή που ζούσε!
    Όλα εδώ πληρώνονται, μα πάλι εκείνη τι έφταιγε να βασανίζεται; Μα, δόξα τω Θεώ, έκανε μέχρι τέλους το καθήκον της αγόγγυστα.
    Και τώρα πια ένιωθε καλύτερα από πρώτα, πως πάνω σ’ αυτή τη γη το μόνο που μετρά είναι το χρήμα.  Κι ας λένε οι φιλόσοφοι γι αξίες, κι ας λένε οι θεολόγοι γι αγάπες και λουλούδια. Και τυφλή νάταν πάλι θάβλεπε το γιατρό, τι περιποιήσεις έκανε στο μακαρίτη τον Ποθητό της που βρωμοσκύλαγε από τη σαπίλα, σαν του κουδούνιζαν στην τσέπη τη λίρα για τη βίζιτα.
   Έβλεπε τ’ ανίψια της πώς την καλοτριγύριζαν από τότε που εκείνη πια ήταν μόνη αφέντρα στην κληρονομιά του άντρα της. Ξύπνια ήταν και ψυχανεμίζονταν τα πρώτα κρύα του δικού της χειμώνα.
   Στην αρχή τις πρώτες μέρες πούμενε μόνη στο έρμο αρχοντικό με τις μεγάλες ψηλοτάβανες κάμαρες, θες από λύπη θες από κούραση ζαλίστηκε κάποια νύχτα, σωριάστηκε καταγής κι έμεινε κει ως το πρωί, δίχως ένα χέρι να τη συντρέξει, κι έμεινε κει ίσαμε το γιόμα  φωνάζοντας να σπλαχνιστεί κάποιος περαστικός, να δώσει ένα χεράκι να τη σηκώσει, τι ένοιωθε τόσο αδύναμη κατάχαμα στο κρύο πάτωμα, πονούσε και όσο πάσχιζε να σηκωθεί τόσο η κούραση παρέλυε τα χέρια και τα πόδια. Κι έδωσε ο Θεός κι ήλθε τυχαία μια γειτόνισσα να δει τι κάνει, ζει ή απόθανε μονάχη, μα αυτή την έδιωξε να φωνάξει τ’ ανίψια της γιατί μόνο τότε κατάλαβε πως το υγρό βρωμερό πράμα που κολλούσε πάνω της και γλίστραγε και την εμπόδιζε να σηκωθεί δεν ήταν άλλο απ’ τις ακαθαρσίες της.
   Ήλθαν τότε τ’ ανίψια –να που χρησίμευσαν κάποια φορά, ο Θεός να τους το ανταποδώσει- την έπλυναν, την άλλαξαν, την έβαλαν στο κρεβάτι.
   -Είδες που σου λέμε ναρθείς να μείνεις μαζί μας! της είπαν μα αυτή τους αποπήρε.
   Τι θέλουν κι ανακατεύονται στις δουλειές της; Ας κοιτάξουν τα παιδιά και τα σκυλιά τους. Μα ξέρει γιατί όλοι κάνουν πως ενδιαφέρονται. Μύρισαν ψοφίμι, είναι τα κοράκια. Θέλουν το σπίτι και τα λεφτά κι ολάκερη την περιουσία, θέλουν και τις λίρες που υποψιάζονται τον αριθμό τους από τους μποναμάδες που τους δίνει κάθε τα’ αη Βασιλιού.
  Είχε πολλές λίρες, είναι αλήθεια. Μάζευε τα λεφτά πεντάρα την πεντάρα, τάκανε λίρες και τα μασούριζε κρυφά, στην αρχή σ’ ένα μικρό σιδεροκούτι του καφέ κατόπι σ’ ένα κιούπι. Τις μέτραγε, τις χάιδευε και τις ξανάβαζε στον καμπινέ στο ντουλάπι που φύλαγε τις σκούπες, τα σφουγγαρόπανα και τα σαπούνια. Ποιος κλέφτης θα σκεφτότανε ποτέ να κοιγτάξει εκεί; Κι έπειτα ζούσε τόσο μίζερα που όλοι στη γειτονιά τη λυπόντουσαν. Ποιος θα φανταζόταν να την κλάψει;
   Έπειτα απ’ αυτή την περιπέτεια, μιας και το σπίτι ήταν μεγάλο, νοίκιασε μερικά δωμάτια σε κάτι φοιτητριούλες, που της φάνηκαν καλά κορίτσια κι έτσι αυξήθηκαν τα έσοδα, ενώ περιόρισε τα έξοδα ακόμη πιο πολύ, μιας κι οι γονιοί των κοριτσιών από την επαρχία όλο και κάτι έστελναν, τι λάδι, τι ελιές, τι τυριά, τι λουκάνικα και παστά, ότι τελοσπάντων είχε τη δύναμη ο καθείς για το παιδί του. «Καμιά σπατάλη, τίποτε καινούριο» ήταν το σύνθημά της. Προσφέρθηκε να τους μαγειρεύει κι έτσι εξασφάλισε δωρεάν συσσίτιο. Σόμπα δεν έβαζε ποτέ στο δωμάτιό της, ήταν ακριβό το πετρέλαιο και φυσικά για ηλεκτρική ούτε λόγος να γίνεται.
  Είχε ρυθμίσει το νερό στην ελάχιστη παροχή για ν’ αποφύγει τη σπατάλη και όταν βγήκαν τα χαρτιά υγείας μόνο που δεν έπαθε αποπληξία μπροστά στον κατήφορο σπατάλης της ανθρωπότητας.
   -Μα τι τα θέλουν αυτά; έλεγε στα κορίτσια. Αφού μπορούν να κάνουν το ίδιο καλά τη δουλειά τους με παλιές σφημερίδες. Είδατε τι ωραία τις κόβω τετράγωνα εγώ, τις σιδερώνω και τις τακτοποιώ; Αυτό είναι πολιτισμός με μέτρο. Όλα τ’ άλλα είναι κραιπάλη, οίστρος ακολασίας!
   Συνήθιζε να χώνει στην ομιλία της γνωμικά, ευαγγελικές ρύσεις και αποφθέγματα μεγάλων σοφών, που αποστήθιζε μ’ ευκολία κάνοντας πάντα τους συνομιλητές της να γελούν κάτω από τα μουστάκια τους.
Για ν’ αποφεύγει την υπερβολική φθορά των εσωρούχων από το πλύσιμο –άλλαζε κάθε δεκαπέντε- έκοβε μικρά τετράγωνα πανάκια από κουρελιασμένα ρούχα για να σκουπίζεται, όποτε –με το συμπάθιο- έκανε το νερό της και να ξεπλένει αυτά και όχι ολάκερο ακριβό εσώρουχο!
  -Είδατε; συμβούλευε τα νιάτα. Αυτή είναι νοικοκυροσύνη και καθαριότητα. Όχι να χάβετε ότι παραμύθι σας πουλάνε και ν’ αγοράζετε σερβιέτες, απορρυπαντικά, χλωρίνες και άλλες τέτοιες αηδίες «ων ουκ έστι αριθμός»! Τα ρούχα καθαρίζουν μονάχα με σαπούνι κι ένα πρωί στον ήλιο.
  Τα κορίτσια τα συμπαθούσε μιας κι ήταν πάντα εντάξει στους λογαριασμούς της κι αυτά πάλι έδειχναν να την αγαπούν από ευγνωμοσύνη στη λευτεριά που τους χάριζε η παρουσία της. Δίχως τη σεβάσμια μορφή της οι δικοί τους θάχαν τόσην αγωνία για την τιμή και τη σωματική τους ακεραιότητα, που κανείς δεν ξέρει πώς θα αντιδρούσαν.
   Τα λεφτά της τα μυριζόντουσαν, όπως κάθε εχέφρων άνθρωπος, μα δεν έδειχναν ενδιαφέρον. Ήταν ακόμη στην ηλικία που η πνοή της λευτεριάς θεωρείται το πολυτιμότερο αγαθό πάνω στη γη.
  Αντίθετα τ’ ανίψια της την προσκυνούσαν με την ελπίδα του γρήγορου, ανέξοδου και ξεκούραστου θανάτου της. Μα κείνη τους δούλευε κανονικά. Πρώτα πρώτα τους ξεκαθάρισε πως όλα θα τ’ αφήσει «ότι έχει και δεν έχει» σε όποιον τη γηροκομήσει κι έτσι τους έκαμε να τσακώνονται ποιος θα την πρωτοκαλέσει τις γιορτές στο σπιτικό του, ποιος θα την πρωτοφιλοξενήσει τα καλοκαίρια στο εξοχικό του.
    Φτωχοί δεν ήταν, μα αληθινά φαίνεται πως οι πλούσιοι είναι πάντοτε οι άπληστοι. Κι η Αργυρώ πατώντας πάνω στην απληστία τους ζούσε και βασίλευα κατά τα παραμύθια. Ποτέ δεν είπε ευχαριστώ, όλο απαιτούσε κι ολο πετούσε σαν ξένοιαστο πουλί απ’ το ένα ανίψι στο άλλο μοιράζοντας ισοποσώς πότε υποσχέσεις και πότε απειλές.
   Δεν αγάπαγε κανένα τους, μήτε και είνο το μικρανίψι πούχανε βγάλει στ’ όνομά της να  την τυλίξουνε.
    Ήξερε καλά πως, αν δεν είχε λεφτά, θα την πετάγανε στο δρόμο. Μήπως έτσι δεν έγινε και με το γέρο της απέναντι πολυκατοικίας; Ήταν κι αυτός έρμος, τάκανε πάνω του, κάποιοι μακρινοί συγγενείς του πήγαιναν ένα πιάτο φαί και ψευτοζούσε. Σηκώθηκε η πολυκατοικία στο πόδι, έκαναν συνέλευση –βρωμάει, λέει, και είναι εστία μολύνσεως- φώναξαν το 100 τον έβαλαν στο τρελάδικο, αφού τον έβαλαν να γράψει το διαμερισματάκι του στο Ίδρυμα, πούχε την ευγενή καλοσύνη να τον παραλάβει σε τέτοια χάλια και σε μια βδομάδα τον βγάλαν σηκωτό. Έτσι είναι η ζωή, έτσι είναι η ανθρώπινη κοινωνία. Καιάδας για τους ανήμπορους.
     Μα  Αργυρώ αμύνονταν με λύσσα κόντρα στη μοίρα της.
    -Αν είχα παιδιά! Σκεφτόταν καμια φορά, μα πάλι παρηγοριόταν στη σκέψη της κυρα Φωτεινής, που γεννώντας τέσσερα παιδιά, μορφώνοντάς τα και μεγαλώνοντάς τα με το αίμα της καρδιάς της βρέθηκε παραπεταμένη σε κάποιον από αυτούς τους Οίκους ευγηρίας (δεν τους βάφτιζαν καλύτερα οίκους ενοχής;) όπου με πληρωμή την κράταγαν, αφού είχε πάθει ημιπληγία και δε μπορούσε να πάρει τα πόδια της. Όσο ήταν καλά οι κόρες κι οι νυφάδες τσακώνοντας ποια θα την πρωτοέχει να τους προσέχει τα παιδιά, να κάνει καμιά δουλίτσα, μια κι όλες δουλεύανε έξω από το σπίτι. Μετά, ακριβώς γιατί δουλεύανε και δεν είχαν, λέει, τον καιρό ν’ ασχοληθούν με την ανάπηρη αποφάσισαν να τη βάλουν στον «οίκο» αδιαφορώντας αν θάθελε να παίζει με τα εγγονάκια που ξεσκάτισε και ξενύχτησε ν’ αναστήσει.
    -Πρέπει να σκεφθείς λογικά, μαμά, της είπαν. Ποιος θα σε φροντίζει; Και αν, ο μη γένοιτο, πάθεις τίποτε την ώρα που θάσαι μόνη στο σπίτι;… Εκεί θάναι πιο καλά. Θα σε φροντίζουν, θαρχόμαστε να σε βλέπουμε, θα δεις πόσο θα σου αρέσει.
    Το Πάσχα πέρασαν βιαστικά, της έφεραν λίγα αυγά και κουλούρια, τη φίλησαν πεταχτά κι έτρεξαν να φύγουν, ήταν βλέπεις κάπου όλοι καλεσμένοι.
  Τα παιδιά δεν της τα φέραν ποτέ. «Είναι τόσο λυπητερό το περιβάλλον για παιδιά!» Για τους γέρους όμως είναι θαυμάσιο. Προχθες απόθανε η διπλανή γριά. Έσβησε σαν πουλάκι, ούτε που το πήραν χαμπάρι. Και τις προάλλες, ένας γέρος έκλυτος αμερικάνος πήγε ν’ απαυτώσει μια γριούλα και ξεσηκώθηκε όλο το ίδρυμα από τις φωνές της.
    Σα γερνάς είναι σα να σου κρεμάν μια ταμπελίτσα «άχρηστο» και να σε πετούν στο ειδικό καλάθι μέχρι να περάσει ο σκουπιδιάρης.
   Τυχεροί όσοι πεθαίνουν νέοι! σκέφτονταν συχνά η Αργυρώ. Μέχρι τέλους ελπίζουν. Εγώ μετρώ μα τρόμο κα΄θε στιγμή και κάθε μέρα που περνά. Ξέρω πως πλησιάζει το τέλος. Είναι κι αυτές οι σουβλιές στην καρδιά και τα πόδια που δε βαστούν κι η πίεση που ανεβοκατεβαίνει κι αυτοί οι ηλίθιοι οι γιατροί που χασκογελάνε συγκαταβατικά «Ε, είναι της ηλικίας!» λένε καθώς σου γράφουν κάποιο μαντζούνι.
   Μα η Αργυρώ δε βιάζεται καθόλου να εγκαταλείψει τη ματαιότητα των εγκοσμίων. Ακολουθά τα ξόδια όλων των γνωστών με χαρά. «Πάει κι αυτός κι ας ήταν μικρότερος!». Είναι σα να φτύνει κατάμουτρα το χάρο για την καινούρια αναβολή, που πέτυχε στο ραντεβού τους.
    Όσο κι αν πάει στη εκκλησία και αν νηστεύει, ποτέ της δεν πίστεψε στην μετά θάνατον ζωή, την Κρίση και τη Δεύτερη Παρουσία.
   -Παραμύθια για μωρά! σκέφτονταν. Εδώ τελειώνουν όλα. Και τα καλά και τα κακά και τυχερός όποιος κατάφερε να ζήσει. Τι μετάνοια νάχει ένα μωρό που πέθανε στη γέννα του ή ένας παλαβός που ξημεροβραδιάζονταν παίζοντας με τις γάτες; Έπειτα ο Θεός, αν είναι όπως λένε πανάγαθος, πρέπει ν’ αγαπά και να συγχωρά. Ποιος φταίει για την κακία που κρύβει στην καρδιά του; Όλοι μας άγραφτα χαρτιά γεννιόμαστε κι ότι μουτζούρα μας πετάξουν κι ότι μπογιά μας ζωγραφίσουν, αυτό φαινόμαστε σα μεγαλώσουμε. Μα κι αν ακόμη η μοίρα δε φταίει για τα στραβά και τα κουσούρια μας, εμείς τα φτωχά κι αδύναμα σκουλήκια τι ευθύνη έχουμε;
    Έπειτα μεις οι στενόκαρδοι ανθρώποι και ξέρουμε μετά θάνατο να συγχωράμε. Είναι ποτέ δυνατόν ο μεγαλόψυχος Θεός να μας κρατά κακία;
    Γράμματα δεν ήξερε  Αργυρώ. Ήξερε όμως να κρατά ολάνοιχτα τα μάτια και τ’ αυτιά της.
     Κι έπειτα, τι με νοιάζει μένανε η μετά θάνατον ζωή, αν εγώ δεν είμαι εγώ, μα κάποιο άυλο, απρόσωπο, άκακο πλάσμα που θα πλέει στα πέλαγα της μακαριότητας; Τέτοιο Παράδεισο να τον βράσω.  Από τα μικράτα μου έμαθα να μοχθώ και ζωή, έστω και μετά θάνατο, δίχως μόχθο, δεν είναι για μένανε ζωή. Κι έπειτα πως θα την αντέξεις την τέλεια μοναξιά πέρα απ’ το θάνατο; Να μη γνωρίζεις τους δικούς σου, τους γονιούς σου, τα παιδιά σου, όποιον τέλος πάντων πάνω στη γη αγάπησες; Να μη μπορείς να τραγουδήσεις από χαρά, να μη μπορείς να κλάψεις, να μη μπορείς να ελπίζεις ή να απελπίζεσαι; Όλοι αυτοί οι άγιοι φέρνονται τόσο παλαβά, κι ο Θεός να με συγχωρέσει για τη βρισιά μου, μα είναι πράματα λογικά να κλειδώνονται στις ερμιές, να ξενηστικώνονται, να δέρνονται, να βασανίζονται, να καταριούνται το Θεό για τις ομορφιές που χάρισε στον κόσμο; Ή μήπως δεν είναι βρισιά για το Θεό να μην τον ευγνωμονείς για τη γλύκα του ψωμιού, την ευλογία της βροχής, τη χαρά της σποράς, την ηδονή της άνοιξης, το πανηγύρι της συγκομιδής.
    Όλα τάφτιαξε ο θεός κι όλα καλά καμωμένα! Τα όμορφα κορίτσια που γελούν, τ’ αγόρια που ανήσυχα πουλάρια τα κλωθογυρίζουν. "Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε" διάταξεν ο Ύψιστος.
    Α όλα κι όλα! Η Αργυρώ, αν κι η ίδια δεν αξιώθηκε να γευτεί τις χαρές του έρωτα, τόβλεπε σα θείο δώρο και μ’ ευχαρίστηση καμάρωνε τις νεαρές της νοικάρες να κρυφογελούν με κάτι παλληκαρόπουλα συμφοιτητές τους.
 -Είναι η ζωή κι όλη της η ομορφιά ο έρωτας, συλλογιόταν με ικανοποίηση. Έτσι πρέπει νάναι η ζωή. Οι παπάδες με τις νηστείες και τις εγκράτειες το μόνο που καταφέρνουν είναι να παραξενεύουν τα γούστα τους και να ιδιοτροπιάζουν σα γεροντοκόρες.
   -Γιαυτό κατάντησε έτσι η εκκλησία μας, έλεγε και σταυροκοπιόταν με ευλάβεια, γιατί μολεύτηκε με τέτοιες ιδέες. Ο Χριστός τις πόρνες τις συγχώρναγε, όχι όμως και τους φαρισαίους.  Ο Χριστός στο γάμο της Κανά πρωτόκαμε το θάμα του κι έδωκε πιότερο κρασί στους μεθυσμένους καλεσμένους. Γιατί; Ήθελε να μας πει πως η χαρά και η γιορτή είναι ευλογημένες. Κατάρα σ’ όποιον καταστρέψει με τα ίδια του τα χέρια τη χαρά την ευλογημένη της ίδιας του της ζωής.
  Η Αργυρώ τόξερε καλά αυτό γιατί τόχε ζήσει. Πέρασε τόσες και τόσες φουρτούνες στη ζωή της κι όμως βγήκε με το κεφάλι ψηλά, γιατί ήξερε και στην πιο βαθειά απελπισιά της να κοιτά τον ουρανό και να χαίρεται.
   Όση πίκρα και να μούλιαζε την ψυχή της, αρκούσε ένα μπουμπούκι στο γλαστράκι της να γαληνέψει την τρικυμία της καρδιάς της. Όση απελπισιά κι αν την έδερνε, ένα χαμόγελο παιδικό μπορούσε να ξαστερέψει τους ορίζοντες της σκέψης της.
   Ήξερε πως οι άνθρωποι είναι κακοί, πως δεν την αγαπούν, πως τη σκέφτονται μόνο για τα λεφτά της, μα δεν επαναστατούσε, μόνο τους καταλάβαινε.
   -Είναι φυσικό, έλεγε. Είναι ανθρώπινο, και σ’ αυτή τη λέξη έκλεινε όλα τα παράξενα της ανθρώπινης καρδιάς.
    Δεν την πείραζε ο θάνατος, μα η αξιοπρέπεια της δικής της θανής. Ήθελε να πεθάνει καλά, δίχως προβλήματα, δίχως να δώσει βάρος σε κανένα μα με ζωντανό μυαλό να βλέπει και ν’ ακούει καλά μέχρι το τέλος. Ήθελε να ψυχανεμίζεται και να νοιώσει τη μεγάλη εκείνη ώρα της αλήθειας. Να προλάβει να ζήσει το δικό της θάνατο!! Ήταν δυνατή, μπορούσε ν’ αντέξει. Άλλοι φοβούνται, θέλουν να ξεφύγουν, να μεθύσουν, να μη καταλάβουν τίποτε. Εκείνη αντίθετα ήθελε να καταλάβει, να παραδοθεί με τη θέλησή της.
    Μα η μοίρα των ανθρώπων είναι άκαρδη κι απρόσωπη.
   Έτσι η Αργυρώ μια νύχτα έπαθε μια νέα συμφόρηση κι έπεσε, όπως λένε οι γιατροί, σε κώμα. Μια βδομάδα μόνη της πάλευε σ’ έναν ατέλειωτο θάλαμο νοσοκομείου μ’ ένα παραβάν να τη χωρίζει από τους γύρω της. Κανείς δεν την πρόσεξε ιδιαίτερα.
    -Γριά είναι. Ζωή σε λόγου μας. Ας φθάσουμε τα χρόνια της!
   Έσβησε αργά δίχως να ξυπνήσει απ’ τον περίεργο ύπνο της, δίχως να καταλάβει τίποτε. Μα αλήθεια ποιος ξέρει; Ίσως σ’ αυτή την περίεργη ζωή της  τελευταίας της βδομάδας η Αργυρώ να έζησε ίσως περισσότερα απ όσα πρόλαβε να ζήσει. Ίσως και να κατάλαβε, όσα δεν είχε καταλάβει.

Από το βιβλίο «ο Θηλυκός άνθρωπος» Πειραιάς 1982


Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου





Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης