Άννα

 ¨            Άννα

"Όχι, δεν είναι τόσο απλό όσο θέλει να μας κάνει να το πιστέ­ψουμε η ηθική της ταπεινοφροσύνης ή της περηφάνειας, οι χρι­στιανοί ή οι νιτσεικοί. Μέσα μας δεν αντιτίθενται μια δύναμη σε μιαν αδυναμία, μια αρετή σε μια κακία, μα στέκονται αντιμέτωπες δύο δυνάμεις, δυο αρετές, δυο καθήκοντα μαζί. Η μόνη αληθινή ηθική σύμφωνα με την ανθρώπινη ζωή είναι η ηθική της αρμο­νίας". Διάβαζα στο Ρομαίν Ρολλάν όταν τη γνώρισα.
Όχι, δεν ήταν η Άννα Καρένινα που είχε παντρευτεί κείνο το στεγνό γέρο. Ούτε ήταν καμιά πολύπειρη, που ήξερε να διδάξει σ' ένα πρωτάρη το μυστήριο της επικοινωνίας των κορμιών. Η Άννα είχε παντρευτεί από έρωτα.
Κι όμως ήλθε αυθόρμητα Μαζί με την άνοιξη που ωρίμαζε σε καλοκαίρι. Κόντευε τα τριανταπέντε όταν τη γνώρισα. Κι ένα άγγιγμα στάθηκε αρκετό. Ήταν η αίσθηση της οικειότητας στο πρώτο φιλί κι έπειτα η απώλεια κάθε ελέγχου. Από την πρώτη κιό­λας φορά προχωρήσαμε εκεί όπου ποτέ ούτε κι εκείνη δεν είχε φθάσει κι ήταν η πρώτη κιόλας επαφή, η αποφασιστική κίνηση που σύντριψε κάθε της ψευδαίσθηση, που την ανάγκασε να δει τον κόσμο μ' άλλο βλέμμα. Στο εξοχικό τους, τυχαία πηγαίνοντας για μπάνιο, πήγα να δανειστώ κάποιο βιβλίο και ήταν μόνη της. Σκαρφάλωσε στην καρέκλα να το φθάσει στη βιβλιοθήκη κι ο πόθος μου φούντωσε απ' τις σκιές που υπογράμμιζαν την απαγό­ρευση στα νότια λιβάδια του κορμιού της. Πού βρήκα το θάρρος και την πλησίασα ορμητικά, αγνοώντας τον κίνδυνο κάποιος να φανεί; Με τι θράσος έχωσα το μουσούδι μου στις μυστικές σπη­λιές της; Παράλυσε. Θαρρείς και χύθηκε στην αγκαλιά μου. Κρυφτήκαμε στο γυμνό πάτωμα κι εγώ φιλούσα, ρουφώντας άπληστα όλα της τα χείλη κι εκείνη με δεχόταν με κυματισμούς σα νά 'ταν θάλασσα. Κι όταν πρωτομπήκα μέσα της, οργώνοντάς τη με σπασμούς ήταν η γη κι εγώ τη γονιμοποιούσα ήταν πουλάρι άγριο και γω τη δάμαζα. Θριάμβευα ραίνοντάς τη με τα σπόρια μου.
— Αλέξη, μου είπε μετά. Καλύτερα να το ξεχάσουμε. Είσαι άλλωστε τόσο μικρός!
Τι σημασία έχει η ηλικία; είπα αγγίζοντας τ' απαλό της δέρμα.
Δεν είμαι ερωτευμένη μαζί σου, είπε κι εγώ απλώς αρπάχτηκα απ' τις ανορθωμένες θηλές της και βούτηξα ξανά στη δροσιά των πτυχών της ύπαρξης της.
Πίστευε ακράδαντα στη μοναδικότητα του έρωτα, πίστευε πως ήταν υποχρεωτικό να πεθάνει μια αγάπη για να γεννηθεί μια δεύ­τερη, σεβόταν τις ξεπερασμένες αξίες όπως η συζυγική πίστη. Της ήμουν ξένος στην αρχή. Με γνώρισε μέσα απ' του κορμιού τα μονοπάτια. Εντελώς αντίθετα απ' ότι πίστευε για έρωτα. Θέλησε να σμίξει μαζί μου ψυχικά, γιατί δεν άντεχε την παντοκρατορία των αισθημάτων που την κρατούσαν φυλακισμένη γύρω μου, όπως οι νυχτοπεταλούδες γύρω από το φως. Κι ένιωθε πως μου χρωστά, πως θα μου χρωστούσε για πάντα γιατί άδεια της φάνταζε όλη της η ζωή προτού την αγγίξω.

Μου διηγήθηκε τη ζωή της. Τα παιδικά της χρόνια στη Σύρα, τις αλλαγές των εποχών που μοσκοβολούσαν γη, θάλασσα κι ουρα­νό, με τον καθημερινό περίπατο στην πλατεία τα καλοκαιρινά βρά- δυα και τις χειμωνιάτικες Κυριακές, όπου μετά την εκκλησία πήγαιναν στο σινεάκ. Οι διηγήσεις της ήταν ένα παράθυρο άλλου κόσμου. Σαν τη Χαλιμά είχε το χάρισμα του λόγου. Κι αγαπούσα τις ιστορίες της.
Μου έλεγε για την παιδική εργασία που ήταν τότε συνηθισμένη. Όλα τα καθολικά κορίτσια απ' τα χωριά δούλευαν σε σπίτια στην Ερμούπολη, ενώ πολλά παιδιά για ένα κομμάτι ψωμί ήταν μαθητευ­όμενοι σε διάφορες τέχνες. Ήταν πολύ συνηθισμένο θέαμα τα μαναβάκια που ανεβοκατέβαιναν τρέχοντας τ' ατέλειωτα σκαλιά απ' την πλατεία μέχρι την Ανάσταση κουβαλώντας σαν υποζύγια στην πλάτη τους τεράστια βαριά κοφίνια με τις παραγγελίες των κυρά- δων.
Ένα μαναβάκι με πρωτοφίλησε, μου είπε. Δε θα ξεχάσω ποτέ την τρομάρα μου. Ούτε σε αστυνομική ταινία τέτοια ένταση! Ήταν μετά τη γιορτή της 25ης Μαρτίου κι ανέβαινα απ' το σχολειό —το Ρολόι— στο σπίτι κουβαλώντας σε μια κρεμάστρα τα ρούχα που είχα φορέσει στο σκετς, που παρίστανα τη δαφνοστεφανωμένη Ελλάδα. Κείνη τη χρονιά μάλιστα κι ενώ στα πόδια μου νεκρός εκείτο ο ανδρείος φουστανελοφόρος ήρωας κι εγώ είχα αλυσίδες περασμένες στους καρπούς και βλέμμα απλανές, πλησίασε η Δόξα με τεράστιες φτερούγες να με στεφανώσει, ενώ ο χορός έψαλλε με συνοδεία ακορντεόν "Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη περπα­τώντας η Δόξα μονάχη". Και το μεν δάφνινο στεφάνι έκατσε στη νεανική μου κόμη απαλά, τα τεράστια όμως φτερά δυσχέραιναν την κίνηση στην πυκνοκατοικημένη σκηνή, έτσι που καθώς προ­χωρούσε η Δόξα να σταθεί πλάι μου για να κλείσει η αυλαία, το στεφάνι παρασύρθηκε κι έπεσε καταγής καπελώνοντας άδοξα το νεκρό. Ο πανικός του δασκάλου ήταν μήπως η Ελλάδα σκύψει και μαζέψει το στεφάνι, όμως εγώ είχα μπει τόσο στο πετσί του ρόλου, που θα μου ήταν αδιανόητη μια τέτοια ενέργεια για την εθνική μας αξιοπρέπεια κι έτσι έμεινα απαθής, κάπως θλιμμένη, μα με την πεποίθηση του τελικού θριάμβου, μέχρι τα χειροκροτήματα της αυλαίας και την ανάσταση του νεκρού πολεμιστή.
Ήμουν ένδεκα χρόνων, αλλά με πρόωρη ανάπτυξη, όπως καμά­ρωναν οι δικοί μου. Κουβαλούσα αυτά τα ρούχα, έτσι που μάλλον έμοιαζα για μοδιστρούλα. Ήταν σούρουπο κι ανέβαινα μόνη μου τα σκαλιά. Δεν καταλαβαίνω γιατί ήμουνα μόνη. Συνήθως πάντα γυρνούσαμε παρέες απ' το σχολειό. Θυμάμαι ότι κατάλαβα, σαν από ένστικτο, ότι κάποιος με παρακολουθούσε, κάποιος χωρίς πρόσωπο, κάποιος που ήταν μόνο βήματα που ερχόντουσαν ξωπί- σω μου. Ίσως μου μίλησε. Δεν το θυμάμαι. Θυμάμαι μόνο τον τρόμο μου καθώς χώθηκα τρέχοντας στο στενό που ήταν το σπίτι της φίλης μου της Πίτσας και χτύπησα το κουδούνι. Θυμάμαι ακόμη ότι αυτός ψύχραιμος ήλθε, με στρίμωξε στη γωνιά της πόρ­τας κουβαλώντας το κοφίνι, με φίλησε κι έφυγε τρέχοντας σαν πουλί μέχρι ν'ανοίξει η πόρτα. Έτρεξαν όλοι βλέποντάς με σκα­σμένη στο κλάμα και πανικόβλητη.
— Αυτός, μπορούσα μόνο ν' αρθρώσω δείχνοντας προς την κατεύθυνση που έφυγε, αλλά παρ' ότι και ο πατέρας και ο αδελ­φός της Πίτσας βιάστηκαν να κυνηγήσουν τον ληστή του έρωτα, το μαναβάκι είχε γίνει λαγός. Μ' έβαλαν στο σαλόνι, μου έδωσαν νερό και μετά με ρώτησαν: "Μα τι σου έκανε;" κι εγώ μέσα σε λυγμούς —πόσο συγκινητικά γελοίο μου φαίνεται σήμερα!— απά­ντησα "Με φίλησε". Ήταν τόσος ο πανικός που δεν αποτίμησα ποτέ τη γεύση του φιλιού, που μου έκλεψε ένας άντρας δίχως πρόσωπο.
Κι έπειτα θυμάμαι κάποιο μου ξάδελφο, που μου ρίχτηκε μια μέρα που οι δικοί μου έλειπαν κι ήλθε να δανειστεί —το θυμάμαι ακόμη— μια κούπα ζάχαρη. Τότε ήταν συνηθισμένο οι γειτόνισσες να δανείζουν και να δανείζονται. Πάντα κάτι ξεχνούσες να ψωνί­σεις, ο δρόμος μέχρι την πλατεία ήταν αληθινός Γολγοθάς κι η καλή νοικοκυρά έπρεπε να επιστρέφει κομμένο με το μαχαίρι ως τα χείλη, το φλυτζάνι που δανειζόταν απ' τη γειτόνισσα Ήλθε ο Μηνάς για ζάχαρη, μα ήθελε και μέλι. Στην ηλικία σου, με την ίδια ζέση. Μόνο που τότε ήμουν άπραγη. Μου χούφτωσε το στήθος κι ένιωσα αηδία. Προσπάθησε να με στριμώξει, αλλ' ήμουν δυνατή. Έβαλα και τις φωνές, έτσι που τρομοκρατήθηκε και τό 'βαλε στα πόδια. Δεν τολμούσα να πω σε κανένα τίποτε. Φοβόμουν ότι θα με κατηγορούσαν. Ντρεπόμουν. Ένιωθα τον εαυτό μου βρώμικο. Είχα ακούσει πώς κατηγορούσαν ή ειρωνευόντουσαν τα ερωτικά καμώματα των δουλικών, η μαμά κι οι φιλενάδες της. Πάντα οι υπηρέτριες φταίγανε. Ποτέ οι γιοι τους ή οι άντρες τους. Πάντα η ιστορία κατέληγε με την αποπομπή της υπηρέτριας ή αν ήταν εξαι­ρετικά εργατική και πρόθυμη με την υποκριτική ανοχή του φαινο­μένου. Έτσι ακολούθησαν χρόνια τυραννικά, αφού οι δικοί μου θεωρούσαν το Μηνά για πρότυπο μελετηρού νέου, ενώ δεν ήταν παρά πρότυπο υποκρισίας. Του είχαν τόσην εμπιστοσύνη, ώστε να του επιτρέπουν να μπαίνει στο δωμάτιο μου ακόμη και τη νύχτα την ώρα που κοιμόμουν για να δανειστεί δήθεν κάποιο βιβλίο ή να κοιτάξει κάτι απ' την εγκυκλοπαίδειά μου. Κάποια νύχτα μάλιστα ξύπνησα απ' την παγωνιά —τα σπίτια στα νησιά δεν είχαν τότε θέρμανση— και τον έπιασα να μ' έχει ξεσκεπάσει για να κάνει μπανιστήρι, με τη μάνα του και τη δική μου να φλυαρούν στο διπλανό δωμάτιο. "Φύγε αμέσως" σφύριξα σαν οχιά κι αυτός ψύχραιμα πήρε το βιβλίο, έσβυσε το φως κι αμίλητος απομακρύν­θηκε.
Μόνη μου παρηγοριά κείνα τα βράδυα της ντροπής και του τρό­μου ήταν το όνειρο του παραμυθένιου μου πρίγκηπα, που θα ήταν εκδικητής και θριαμβευτής κάθε κακού. 0 τσουρεκένιος άντρας που από μωρά μας μάθαιναν να περιμένουμε. 0 άντρας που δεν είχε καμιά σχέση με τη χυδαιότητα της πράξης που είχα μόλις πάρει πρώτο δείγμα Έτσι διαχώρισα τον έρωτα σε δυο επίπεδα κι όταν γνώρισα τον άντρα μου πίστευα ότι το σεξ δεν είναι παρά το αναγκαίο κακό που έπρεπε να υπομείνω για να είναι ευτυχισμένος ο άντρας που τον είχα βαφτίσει Έρωτα.
Να είναι έτσι με όλες τις γυναίκες ή εμένα μ' είχαν τρομοκρατή­σει για τους άντρες που ήθελαν να μου κάνουν κάποιο απροσδιό­ριστο κακό; Υπάρχουν κορίτσια που ψάχνουν το κορμί τους ακρι­βώς όπως και τ' αγόρια, που παρηγοριούνται για τις δυσκολίες της ζωής αντλώντας ευχαρίστηση μέσα απ' τη μοναχική διαδικασία του έρωτα ακριβώς όπως και τ' αγόρια. Είχα "πρόωρη ανάπτυξη" αλλά καθυστερημένη ωριμότητα. Έπρεπε να γνωρίσω εσένα, που είσαι στην ηλικία κείνου του πρώτου ληστή, τώρα που το κορμί μου ξέρει τι ζητά για να αντλήσω έρωτα μέσα απ' αυτό το πηγάδι.
Δεν ξέρω γιατί έτσι ήλθαν τα πράγματα μαζί σου. Ίσως να έφταιξε η θάλασσα που πυροδότησε τις μνήμες, ίσως τα τζιτζίκια και η φλυαρία των ανέμων στις πευκοβελόνες. Ίσως η μυρουδιά του καλοκαιριού, το ξύπνημα του κορμιού κάτω απ' τον ήλιο, η απώλεια κάθε αισθητικής κάτω απ' το νερό. Έτσι ξεπήδησε ο πίδακας των φαντασιώσεων, η πολυκοσμία των πιθανοτήτων, τ άνοιγμα του ορίζοντα στο μέλλον. Τα μυστικά νεύματα του κορμι­ού που σκίασαν την αληθοφάνεια της νόησης. Νομίζω ότι ζούμε σε πολλούς ομόκεντρους κύκλους, που μας παρασύρουν στη δίνη τους. Αναρωτιέμαι. Τι είναι η αληθινή μας ύπαρξη; Ποιοι είμαστε; Οικογένεια, επάγγελμα, συζυγική ζωή, γονική εξουσία, ανάγκες πιεστικές για ύπαρξη που τορπιλίζουν τις βαθύτερες ανάγκες μας. Γιατί να μη μπορείς να πεις έτσι απλά "σε θέλω", όπως όταν λες "πεινώ"; Κι η άρνηση... Πώς μπορείς ν' αρνηθείς στο ζητιάνο το ξεροκόμματο στοργής που σου ζητάει; Περίπλοκες οι σχέσεις των ανθρώπων! Ποτέ δεν πρόκειται να ξεδιαλύνουν σε απλά μαθηματι­κά
Τώρα λοιπόν αιωρούμαι. Μεθώ αφήνοντας τον εαυτό μου στη διάθεση της άνωσης μέχρι που νιώθω τα δάχτυλά μου να μουδιά­ζουν. Το αγιόκλημα ευωδιάζει τις καλοκαιρινές μου μνήμες, τότε που όλα είχαν αλλιώτικο βάρος κι αυτή η λιγωτική νύχτα θα μοσκοβολούσε υποσχέσεις αιώνιας ευτυχίας. Τώρα μένει η γαλή­νη της δροσιάς που πονετικά μας ραίνει ο ουρανός σφραγίζοντας έτσι την προσωρινότητά μας. Δε μετανιώνω, Αλέξη, που σε γνώρι­σα. Αντίθετα νιώθω περήφανη γιατί πάντα θα με θυμάσαι. Και πάντα θα σε θυμάμαι κι εγώ, με αγάπη".
Η Άννα δεν ήταν Καρένινα ή Μποβαρύ. Ήταν μόνο, ο εαυτός της. Όπως είναι κάθε γυναίκα. Έψαχνε ψηλαφητά τα όριά της στο σκοτάδι. Το μόνο που κρατούσε στα χέρια σταθερά ήταν η καρδιά της. Κι η αγάπη ήταν η μόνη της ηθική, το αρμονικό τραγούδι ιης ζωής της. Κι αυτή της την ηθική δεν την παζάρευε με κανένα, ούτε με τους άντρες που αγαπούσε. Ήταν το δώρο της στο Αύριο, το δικό της σημάδι στην άμμο της Ανθρωπότητας, η προσωπική της κατάθεση στην πορεία του Κόσμου, που ήθελε —πόσο θά 'θελε!— ποτέ να μην πάψει ν' ακροβατεί στην Αρμονία.
Αυτή την Άννα δεν την αγάπησα ποτέ. Μετά την πρώτη μύηση ρίχτηκα με ζήλο σ' αναζήτηση κάθε εφήμερου δεσμού που θ' απο­δείκνυε τη σεξουαλική μου ανωτερότητα Καμάρωνα βελτιώνοντας τις τεχνικές, διάβαζα σα μανιακός το Κάμα Σούτρα και πάλευα να μη χάσω τίποτε. Δεν έπαψα να πηγαίνω και με την Άννα αλλ' όλο και με λιγώτερη ζεστασιά. Όσο γινόμουν πιο σκληρός, τόσο εκεί­νη γινόταν μητρική. Χωρίσαμε σα φίλοι. Την Άννα τη σεβάστηκα. Όπως μια παλιά φωτογραφία. Έτσι την κρατώ για πάντα στην αιώ­νια μνήμη μου.
Στην Περούτζια για πρώτη φορά ένιωσα κείνο το κύμα της απο­δοχής μιας πόλης. Ανεβαίνοντας με τα πόδια στα τείχη κι ενώ τα περιστέρια φτερούγιζαν είχα το ανεξήγητο συναίσθημα της επι­στροφής, αυτό που σημαδεύει κάποια μας όνειρα. Πετάμε αβέβαιοι για την πραγματικότητα αυτής της εμπειρίας κι έπειτα "Μα ναι, είναι απλό" θυμόμαστε. Είχαμε ξαναπετάξει κάποτε. Δε χρειάζεται παρά ν' απλώσεις τα χέρια κι αμέσως ο αέρας σ' ανεβάζει, κινείσαι μ' εκπληκτική ταχύτητα πάνω απ' όλα. Μα βέβαια, θυμάσαι. Έχεις ξαναβρεθεί σ' αυτές τις πεδιάδες, αναγνωρίζεις κείνα τα βουνά, σου ανήκουν αυτές οι γαλήνιες θάλασσες.
Ψευδαισθήσεις; Κέρματα των συναισθημάτων που κουδουνί­ζουμε στις φούχτες μας και στο σκοτάδι ξεγελιόμαστε πως κρατά­με χρυσάφι τις εμπειρίες μας.
Κι όμως. Υπάρχει πάντα μια απόσταση αναπνοής από την ευτυ­χία. Υπάρχει πάντα το κενό της ύπαρξης, που ρουφά κι εξαφανίζει το πραγματικό, που το διαλύει σε μόρια ονείρου και μνήμης, ελπίδας και βίωσης. Είναι η πραγματικότητα πιο κάλπικη απ' τ' όνειρο και τ' όνειρο πιο άπιαστο από το παρελθόν. Όλα ειπώθηκαν. Όλα βιώθηκαν κι όμως όλα ξαναγεννιούνται μ' εκπληκτική παρθενικότητα. Όλα φαντάζουν ολοκαίνουργια σ' ένα κόσμο φθοράς που παραπαίει απ' την ύπαρξη στην ανυπαρξία. Η αιωνιότητα συμπυ­κνώνεται στη στιγμή δυναμικά περικλείοντας τ' άπειρο στο τίποτα. Κι όλα αποκτούν άλλη γεύση στο καλειδοσκόπιο της κάθε ύπαρ­ξης που ανιχνεύει τον κόσμο. Κάθε τοκετός είναι επώδυνος. Κάθε θάνατος ερωτηματικό. Κάθε γέννηση μυστήριο. Στο ταξίδι της νόησης και των αισθημάτων τα κορμιά καλούνται να σωπάσουν. Μέσα μας επιβίωσαν οι αστραφτεροί χαβλιόδοντες των προϊστο­ρικών τεράτων, η άσβεστη βουλιμία της επιβίωσης, η μάταιη απλη­στία του κυνηγού που θάβει το θήραμα μόλις κορέσει την πείνα του, η ανατριχίλα του τρόμου κάθε νυχτιάς, η ανημπόρια της γυμνής μας επιδερμίδας ν' αντισταθεί στα νύχια του πεπρωμένου. Μια στιγμή ζωής, μια στάλα βαλτονέρι για ν' αγκαλιάσει τον ουρανό, μες απ' το αστραποβόλημα κάποιας αχτίδας. Κι έπειτα ξανά τ'απέραντο σκοτάδι, το άμορφο χάος της ύπαρξης εν δυνάμει —ή της ανυπαρξίας— όλα είναι τόσο σχετικά!
Μένει μονάχα αυτή η απορία μπροστά στο θάμα μιας ρόγας που διεγείρεται στο αντρικό χάδι, μιας αστραπής στα σπλάχνα στο άγγιγμα του πόθου, μια ζεστή φωλιά θηλυκότητας ικανή να χωρέ­σει όλη την αντρική οικουμένη, το παιχνίδι του έρωτα.


Απόσπασμα  5η συνέχεια από "Ονείρου Απατηλότερα"

Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου

Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης