Η ώρα της σιωπής 4η συνέχεια

Η ώρα της σιωπής
4η συνέχεια

Η σιωπή βαθιά πλημμυρίζει τα πούπουλα της γνώσης. Απ ' τη στέγη το φως κατηφόριζε σε λεπτή ισορροπία. Στενάζο­ντας γυμναζόντουσαν οι λέξεις στα υπόγεια. Εκστρατείες κι­νούσε η φύση να συντρίψει τους απείθαρχους. Το σκοτάδι γελούσε με τα καμώματα της Ανοιξης. Δεν είχε τόπο να εξουσιάσει ο ίλιγγος. Ο έρωτας μπαινοβγαίνει με την ανάσα στο κορμί μας που ναρκώθηκε απ' τη βουή κι αποκοιμήθηκε στο λαγαρό ακρογιάλι της μνήμης. Η λήθη καταπόδι τον κουκούλωσε ζεστά και στοργικά. Κι αυτές οι μαύρες κηλίδες, πιτσιλιές χρόνου. Γερνούσα κι ανηφόριζα κατά της συνήθειας τα στενά. Διάφανη πεταλούδα χαιρόμουν τον ήλιο που με κατασπάραζε.
Η ομορφιά σαν επίγνωση είναι παραμύθι. Η ομορφιά σαν αλήθεια κάλπικη. Λευτερωμένοι απ' την ομορφιά καλπάζου­με στ' αύριο. Υπομένουμε καρτερικά τις μέρες που γιορτα­στικά σφυρίζουν σαν πλοία φωταγωγημένα που μπαίνουν στο λιμάνι. Μα μείς ακούμε τη σταλαγματιά να μας νοτίζει την καρδιά στυφά σαν δάκρυ. Ψιθυρίζουμε, ουρλιάζουμε, σκά­βουμε με τα νύχια το μέλλον, γονατίζουμε στο βωμό του χθες. Κι ο καιρός τρομάζει τις νύχτες. Βουερά ποτάμια οι σκέψεις, θολά απ' τη βροχή της μοναξιάς μας που τη σέρνουμε κα- τάσαρκα. Τη ζωή σαν τον κλέφτη χουφτώνουμε, ενώ αστραπόβροντα γλυκαίνουν την αναμονή της Άνοιξης.
Τότε όμως ήμουν λιγνός και κοντός. Ήμουν ο κοντότερος στην τάξη. Δεν ήμουν πια αδύναμος. Δε θυμάμαι ν' αρρωστή­σω. Αν αρρώσταινα κανείς δε θα μου 'δινε σημασία, κανείς δε θα με χάιδευε, κανείς δε θα μου 'δινε το παραμικρό.
Ψέμματα. Ίσως ο Δημήτρης μου χάριζε κάποιο εικονάκι. Όμως ο Δημήτρης χάριζε σ' όλους εικονάκια, είχε τη μανία να προσφέρει σ' όλους κι αυτό, εμένα που αποζητούσα μια προσωπική δικαίωση ήταν φυσικό μάλλον να μ' ενοχλεί παρά να με γεμίζει.
Με το Δημήτρη γνωρίστηκα στενότερα κείνο το καλοκαί­ρι που με φιλοξένησαν στο σπιτικό τους στο νησί. Ο Δημή­τρης δεν ήταν ορφανός, όπως οι περισσότεροι, μα ήταν από φτωχιά οικογένεια σ' ένα ξερονήσι που δεν είχε γυμνάσιο. Μιας κι ο πατέρας του ήταν παπάς, ο δεσπότης ανάλαβε να τον σπουδάσει με την κρυφή προσδοκία να τον κάνει παπά, διάδοχο του γέρου του στο διαολονήσι, που άνθρωπος μόνο δεμένος μπορούσε να σταθεί.
Όλοι λίγο πολύ τα καλοκαίρια γύρναγαν στο σπιτικό τους. Εγώ δεν είχα πού να πάω κι ήθελαν να με ξεφορτωθούν, μα με τρόπο μαλακό και δίχως τον κίνδυνο να τους γυρίσω τη νέα χρονιά ξεσκολισμένος, όπως τα πιο πολλά παιδιά στην εφηβεία τους.
Ο παπά Λουκάς ήταν ο από μηχανής Θεός για τη μητρό­πολη. Ήθελε —δεν ήθελε με φορτώθηκε για το καλοκαίρι.
—Ένα παραπάνω στόμα τι ψυχή έχει; έλεγε, μα η αλήθεια είναι πως στο σπιτικό του με τα δεκαπέντε στόματα, ένα στόμα παραπάνω ήταν μεγάλο βάρος. Βέβαια ψωμί χορταί­ναμε. Η παπαδιά δεν προλάβαινε να παξιμαδιάζει τα πρόσφο­ρα, όμως με σκέτο ψωμί κι αέρα δε μεγαλώνουν τα παιδιά.
—Όσα στείλει ο Θεός, συμβούλευε ο δεσπότης ευλογώ­ντας την παιδοποιία, μα ο Θεός δεν έπαυε να στέλνει στον κακομοίρη τον παπά, ενώ ο δεσπότης έξω απ' την υστερό­βουλη προστασία στο Δημήτρη δεν είχε στείλει τίποτε άλλο στο φτωχόπαπά του. Έτσι ο φουκαράς ο παπά Λουκάς ήταν και παπάς και ζευγάς και ψαράς και μαραγκός κι ότι άλλο έφερν' η κατάρα. Τα χέρια του σκληρά, σαν λεπιασμένα, μεταμορφώνονταν σε φτερούγες μόλις έμπαινε στο ιερό να πιάσει τ' Άγια. Το 'ζησα καιγώ τούτο το θάμα. Το 'δα με τα μάτια μου. Το πρόσωπο του το σκαμμένο απ' την αλμύρα, το γδαρμένο απ' τον ήλιο μέρευε και λουζόταν μια παράξενη φεγγοβολή. Το ίδιο και κάθε βράδυ σαν σίμωνε να καληνυχτήσει τα παιδιά που κοιμόντουσαν καταγής το ένα πλάι στ' άλλο.
—Ευτυχώς που 'χουμε πολλά παιδιά, έλεγε στη γυναίκα του. Έχουμε πολλά χέρια. Και τα πολλά χέρια είναι ευλο­γημένα.
—Τα πολλά στόματα όμως είναι καταραμένα, μουρχόταν να συμπληρώσω, όμως σώπαινα σεβαστικά.
Κάθε άνθρωπος πρέπει να μερώνει τους καημούς του όπως τον βολεί. Μιας και δεν μπορούμε να βυζάξουμε τις ρόγες της μοίρας μας... Όπως σαν δεν μπορούμε να βυζάξουμε τη μάνα μας βυζαίνουμε τα δάχτυλά μας. Ξεχνιόμαστε, παρηγοριόμαστε. Και γω ακόμη και τότε, δεν έπαυα σαν να είχα μεγάλη πλάκωση να γλείφω τις παλάμες μου σαν να 'ταν γλυφιτζούρια. Η γλυκιά αλμύρα του ιδρώτα μου, η μυρου­διά και ζέστα του κορμιού μου μου 'διναν μια παράξενη γαλήνη, μ' έκαναν να ξεχνώ.
Τι να ξεχάσω; Τι να θυμηθώ; Τι να συγκρίνω;
Ήταν ευλογημένη η οικογένεια του παπά Λουκά. Όλοι μονιασμένοι σαν μια γροθιά. Όλοι γύρω απ' το φτωχικό τραπέζι μοιράζονταν ακριβοδίκαια την τελευταία μπουκιά ψωμί. Όλοι με σολωμονική σοφία είχαν μοιρασμένα καθήκοντα και δικαιώματα. Όλοι ανεξάρτητα από φύλο κι ηλικία κάτι πρόσφεραν κι όλα δούλευαν ρολόι. Η εκκλησιά πάντα λαμποκοπούσε κι άστραφτε, το ίδιο και το σπίτι, λες και μαγικά χέρια με χάδια καθάριζαν και φρόντιζαν το κα­θετί. Κι η παπαδιά πάντα με κάτι απασχολημένη, μα ποτέ βα­ριεστημένη, πάντα μ' ένα μωρό στην αγκαλιά κι άλλο στην κοιλιά πάντα να μοιράζει χαμόγελα επιδοκιμασίας ή ματιές επιτιμητικές, δίχως φωνές θυμού ή πολλούς επαίνους. Δεν τους χάιδευε, ούτε τους χτυπούσε. Η μάνα μου μ' έδερνε και με φιλούσε. Είχαμε μια ζωντανή σωματική εξάρτηση. Η παπαδιά με τα παιδιά της επικοινωνούσε μες από νοήματα και ματιές.
Ο Δημήτρης είχε ένα πρόσωπο σαν τις μαντόνες του Ρα­φαήλ. Δεν είχε τίποτε το αντρικό πάνω του. Στο σχολειό τον υποπτευόντουσαν. Μόνο η καλή του επίδοση στα μαθήματα και τ' ότι οι βαρύμαγκες τον είχαν ανάγκη για ν' αντιγρά­φουν στα διαγωνίσματα τον έσωζε απ' τον εξευτελισμό της ρετσινιάς που ψιθυριζόταν στα σκοτεινά από στόμα σε στό­μα.
Κείνο το καλοκαίρι τον κοίταγα προσεχτικά, τον κατασκό­πευα. Μήπως εγώ είχα πλούσιες εμπειρίες; Όμως εγώ, αν και μικροκαμωμένος, ήμουν άξεστος, αγροίκος, σαν κασμάς, σαν φτυάρι. Ο Δημήτρης ήταν σαν βάζο από φίνα πορσελάνη. Κι ενώ η επιθετικότητα ταιριάζει στ' αγόρια, η ομορφιά, η τέλεια ομορφιά του Δημήτρη ήταν ψεγάδι, ήταν βρισιά.
Κανένα απ' τ' αδέρφια του δεν του έμοιαζε. Όλα ήταν σαν αγριοκάτσικα. Εκείνος ήταν σαν να πετά στα σύννεφα. Παίζαμε μαζί, κολυμπούσαμε πλάι πλάι. Κάτω απ' τον καυτό ήλιο με μισόκλειστα μάτια κοιτούσα τ' αψεγάδιαστο κορμί του κι ένιωθα να μην ξέρω πού να κρύψω τα στραβά μου πόδια. Δίπλα του ήμουν σαν σάτυρος δίπλα σ' έναν Απόλ­λωνα.
Τον ζήλευα. Θα 'θελα να 'μουν εκείνος. Θα 'θελα ν' ανήκω σ' αυτή την οικογένεια που' μοιάζε με μικρογραφία της κοινωνίας που πάσχιζα να χτίσω. Θα 'θελα να 'χα το κορμί, το μυαλό του, κι ας μου 'σερναν πίσω απ' την πλάτη μου ότι κατέβαινε στο βρώμικο μυαλό τους. Ήμουν κακός. Ήμουν αχάριστος. Δεν άξιζα τη φιλία του. Δεν άξιζα την ε­μπιστοσύνη που μου έδειξε. Ήξερα το μυστικό του. Μου το εξομολογήθηκε μια νυχτιά που καθόμαστε στ' ακροθαλάσσι κι ενώ τ' αστέρια βούλιαζαν αμέτρητα στη σκοτεινή θάλασ­σα που μαντεύαμε μόνο απ' τη ρυθμική ανάσα της πάνω στα βράχια.
—Τη ξέρεις την Ανθούλα; με ρώτησε.
Την ήξερα. Ήταν η κόρη του διευθυντή του οικοτρο­φείου. Δεν τη συμπαθούσα. Ψηλή, πιο ψηλή από μας τότε, πάντα αγέλαστη και τόσο όμορφη που να καταντά ανυπόφο­ρη.
—Την αγαπώ, μου 'πε αναστενάζοντας.
Ξάπλωσε στο σκοτάδι πλάι μου, με τα χέρια δεμένα κάτω απ' το κεφάλι του κι ενώ ο ουρανός θαρρείς κατέβηκε στορ­γικά να κρυφακούσει.
—Θα φύγουμε μαζί, συνέχισε. Θα πάμε στην Αφρική, ό­πως ο Σβάιτσερ. Θα γίνουμε γιατροί κι οι δυο. Θα σώσουμε τα πεινασμένα παιδάκια, τους άρρωστους μαύρους...
—Κι εδώ δεν υπάρχουν πεινασμένα παιδάκια κι άρρωστοι; τον ρώτησα δυσάρεστα.
—Δεν είναι το ίδιο, μ' αποκρίθηκε γλυκά. Εδώ υπάρχουν τόσοι! Εκεί θα 'μαστέ οι δυο μας.
—Και ποιος σας είπε πως οι αφρικάνοι σας θέλουν; μου ' ρθε να του φτύσω κατάμουτρα. Μα αντί γι ' αυτό:
—Πότε την είδες; ρώτησα άτονα.
—Τη βλέπω κάθε Σάββατο στη βιβλιοθήκη. Έρχεται και διαβάζει περιμένοντας τον πατέρα της.
—Το εξομολογήθηκες;
Δε μ' απάντησε.
—Ξέρεις πως είναι πλούσια. Δε φαντάζομαι να πιστεύεις πως τέτοια όνειρα έχουν οι δικοί της για τη μοναχοκόρη τους.
Πάλι δε μ' απάντησε. Τον ένιωθα δίπλα μου να πετρώνει. Είχα την αίσθηση πως μεταμορφώνεται σε άγαλμα. Άπλωσα το χέρι μου να τον αγγίξω, να προφτάσω. Αρπάχτηκε με τα δυο του χέρια πάνω του.
—Θα με βοηθήσεις; ρώτησε μ' αγωνία. Δεν το ξέρει άλλος κανείς. Δεν έχω άλλο φίλο.
—Θα σας βοηθήσω, είπα μεγαλόψυχα. Θα κάνω ότι περνά απ' το χέρι μου.
Ένιωθα πως εξατμίζομαι. Πως φύσηξε βοριάς και τα πέ­ταλα σκόρπισαν. Τι αξία έχει ένα γυμνό λουλούδι; Κι ο Χρι­στός! Πώς θα 'θελα να υπήρχε ο Χριστός! Όχι ο απρόσωπος δημιουργός, μα ο σπλαχνικός, καταδεχτικός Θεός που δέχτη­κε να σαρκωθεί για το χατήρι μιας τρισάθλιας ανθρωπότητας, να σταυρωθεί, ν' αναστηθεί για να στηρίξει τις ελπίδες μας, ο προσωπικός Θεός του καθενός ανθρώπου, ο δικός μου Θεός ο αγαπημένος.
Λυπάμαι που όλα τα γεγονότα καταδικάζουν την ύπαρξή του. Ο κόσμος βράζει κι είν' έτοιμος να εκραγεί. Τον νοιά­ζομαι αυτό τον κόσμο, όσο κι αν ξέρω πως είναι ασήμαντη κουκίδα στην απεραντοσύνη της ύπαρξης. Νοιάζομαι για ό­λους αυτούς που καθημερινά σκοτώνονται στις απεργίες, τις διαδηλώσεις, στις κοσμοχαλασιές. Πλημμύρες, σεισμοί, τυ­φώνες, ατυχήματα, πυρκαγιές, πείνα, πόλεμοι... Πώς να πι­στέψεις στο Θεό της αγάπης;
Είναι τόσο εύκολο για τον ευτυχισμένο να μοιράζει χαμό­γελα, για το χορτάτο να σκορπά το περίσσευμά του! Όταν όμως είναι στο κορμί σου νωπές οι πληγές, σαν η ψυχή σου σέρνεται, πώς να μοιράσεις καλοσύνη και συμπόνια;
Ο κόσμος μας τεράστιο μπαλόνι. Τι αξίζει ο άνθρωπος, ο κάθε άνθρωπος; Τι αξίζει ολάκερη η ανθρωπότητα;
Αναρωτιέμαι αν ο Θεός είχε ευχέρεια επιλογής σαν δη­μιούργησε τον κόσμο. Γιατί όλ ' αυτά; Μοιάζει παράλογο. Γαλαξίες, πλανήτες, μαύρες τρύπες, ήλιοι, κόσμοι που γεν­νιούνται και πεθαίνουν, κόσμοι που γεννιούνται για να πεθά­νουν, όλα να δουλεύουν ρολόι και γιατί; Πάθη, σκέψεις, πρά­ξεις, φθορά, θάνατος, γέννηση! Το σύμπαν που ανοιγοκλείνει τις αγκάλες του σε χορό δημιουργίας και καταστροφής, αστέρια που γεννιούνται και πεθαίνουν... Γιατί; Είν' ο Θεός τρελόπαιδο, που παίζει με τον κόσμο, όπως κάθε μικρός με τα παιχνίδια του;...
Κι αυτός ο Δημήτρης, τι μπελάς! Πώς να σοδιάσεις όνειρα σ' ένα κόσμο που καταρρέει;
Κείνος ο χειμώνας ήταν εξαντλητικά μακρύς και κρύος. Χιόνισε και το χιόνι βρυκολάκιασε στις σκεπές, πράμα σπάνιο στον τόπο μας. Στο οικοτροφείο οι σόμπες δεν άνα­βαν ποτέ κι οι ανάσες μας δεν έφταναν να ζεστάνουν τους ατέλειωτους θαλάμους. Οι κουβέντες δεν έφταναν να ζεστά­νουν τα όνειρά μας, αν κι οι παπάδες το ' βρισκαν αυτό πολύ καλό σαν ανασταλτικό των πεθυμιών μας.
Η Ανθούλα, σαν ανόητο κοριτσόπουλο κρατούσε ημερο­λόγιο κι η μάνα της σαν όλες τις ενάρετες μεγαλοκυράδες κρυφά το διάβαζε. Ήταν επόμενο λοιπόν να κοπούν οι σαβ­βατιάτικες επισκέψεις της μικρής στη βιβλιοθήκη κι ο Δη­μήτρης κόντευε να τρελαθεί απ' την αγωνία. Αυτός ο επιμε­λής μαθητής ήταν μόνιμα αφηρημένος. Δεν μπορούσε μήτε να διαβάσει κι οι καθηγητές τον κοίταγαν εμβρόντητοι όταν δεν ήξερε ν' αποκριθεί σε κάποια τους ερώτηση. Οι μάγκες άρχισαν να τον παίρνουν στο ψιλό. Ήταν φίλος μου, έπρεπε να τον βοηθήσω.
Εγώ μπαινόβγαινα γλιστρώντας σαν τον κλέφτη στο οικο­τροφείο. Εκείνος δεν μπορούσε. Η συνείδησή του δεν το επέτρεπε. Έτσι ανάλαβα τον άχαρο ρόλο του μεσάζοντα με μεγάλη αυταπάρνηση.
Η μικρή πήγαινε αγγλικά. Πηγαίνοντας στις κομματικές μου συγκεντρώσεις την έπιανα στην ξώβεργα. Στην αρχή ξαφνιάστηκε. Σήκωσε περήφανα το κεφάλι, δεν απάντησε στο χαιρετισμό μου.
—Είναι απ' τον Δημήτρη της ψιθύρισα, χώνοντας στο χέρι της το πονεμένο ραβασάκι του φίλου μου.
Τα μάτια της έλαμψαν γεμάτα ευγνωμοσύνη. Κάτω απ' την ανταύγεια κάποιας μισοφωτισμένης βιτρίνας μ' ανέκφραστες κούκλες το διάβασε βιαστικά. Πήγε να το χώσει στον κόρφο της.
—Δε θα στο συμβούλευα, της μουρμούρισα πατρικά. Σχίσε το. Θα το βρουν και θα 'χεις προβλήματα. Τι να του πω;
Με κοίταξε με μάτια βουρκωμένα.
—Τον αγαπώ, ψιθύρισε με χείλη τρεμάμενα. Ότι είπαμε θα γίνει. Το θέλει ο Θεός. Κανείς δε θα μας εμποδίσει...
Χάθηκε τρέχοντας στη στροφή.
Εκείνο το βράδυ δεν άκουσα λέξη απ' τις τοποθετήσεις των συντρόφων. Το μυαλό μου, η ψυχή μου ήταν γεμάτη απ' τα βουρκωμένα μάτια της. Το κορμί μου το διαπερνούσαν ρίγη σαν σκεφτόμουν τα λεπτά της δάχτυλα. Λαμπάδιαζα σαν σταματούσα με τα μάτια της καρδιάς στους καρπούς του κόρ­φου της. Την ποθούσα. Για πρώτη φορά ποθούσα μια συ­γκεκριμένη γυναίκα. Για πρώτη φορά μπορούσα ν' αγγίξω τη γυναίκα που ποθώ. Ως τότε ποθούσα γυναίκες ψεύτικες, ικανοποιούσα τις λαμπαδιασμένες μου ορμές με εικόνες από περιοδικά και φωτογραφίες που μοιραζόντουσαν αδερφικά στην μπόχα των ουρητηρίων. Με τους συντρόφους δε συζη­τούσαμε για τέτοια. Όλα αυτά ήταν γι' αυτούς καπιταλιστι­κές συνήθειες μιας κοινωνίας που εμπορευματοποιούσε τα πάντα, ως και τον έρωτα.
Η Ευρυδίκη πάλι ήταν ένα όραμα. Ήμουν ερωτευμένος μαζί της μα δίχως ίχνος πεθυμιάς. Την Ανθούλα την ποθού­σα, δίχως να την αγαπώ. Ήμουν θυμωμένος με τον εαυτό μου.
Ήταν το κορίτσι του καλύτερου μου φίλου. Κι έπειτα κάπου στο βάθος την αντιπαθούσα. Ανήκαμε σε τόσο μακρινούς κόσμους! Είμαστε ταξικά εχθροί. Ίσως αυτό δυνάμωνε την πρόκληση. Την περιφρονούσα. Απ' την αρχή την περιφρο­νούσα, επειδή ήταν τόσο ερεθιστική. Μόλις έμπαινε στο οι­κοτροφείο τόσα ζευγάρια μάτια την έγδυναν και κείνη το δεχόταν με βασιλική αλαζονεία. Δεν καταδεχόταν να κοιτά­ξει κανένα. Περιφερόταν μ' αυτάρεσκο χαμόγελο σκορπώ­ντας στους διψασμένους αγορίστικούς θαλάμους το απαλό γυναικείο μύρο της. Δεν είχε το δικαίωμα να 'ναι τόσο όμορ­φη! Ήταν εκπρόσωπος του σατανά. Δεν μπορεί να μην κα­ταλάβαινε τον παροξυσμό που μας συνέπαιρνε όλους στο πέρασμά της. Είχα δει μια φορά ολάκερη την τάξη ν' ανα­κουφίζεται σκυμμένη στα παράθυρα καθώς αυτή δήθεν α­διάφορη σουλατσάριζε στο μπαλκόνι του γραφείου του μπα­μπά της κι ο άνεμος σήκωνε τα φουστάνια της.
Πώς ο Δημήτρης δεν το καταλάβαινε; Πώς δεν ένιωθε τον ερωτικό πυρετό; Πώς μπόρεσε γι' αυτόν η Ανθούλα να μεί­νει Ευρυδίκη; Κι εκείνη, τον αγαπούσε τάχατε στ' αληθι­νά, όπως μου είπε να του πω; Και τι σημαίνει «αγαπώ» στα χείλια μιας γυναίκας; Η μάνα μου αγαπούσε τον πατέρα. Όμως η μάνα μου δεν ήταν Ανθούλα. Ίσως κάποτε να ήταν Ευρυδίκη.
Για τον Δημήτρη όμως ο έρωτας ήταν ακόμα η κινητήρια δύναμη. Μόνο που δεν έπεσε να μου φιλήσει τα πόδια σαν έμαθε τα νέα της αγαπημένης του.
—Τώρα έχω ένα σκοπό! Θα μελετήσω σκληρά. Πρέπει να θριαμβεύσω. Τέτοια γυναίκα αξίζει κάθε θυσία. Δε νομίζεις; με ρώτησε.
Κούνησα το κεφάλι μου συγκαταβατικά. Τον μισούσα. Γιατί αυτός να τα ' χει όλα, και γω τίποτα; Ήταν άδικο. Ναι, και πάλι ήταν άδικο. Όχι, δε θα ξανάφηνα ν' αρπάξουν μες απ' τα χέρια του το καλάμι. Αν χρειαζόταν, θα 'μουν εγώ ο άρπαγας.
Συνέχισα να μεταφέρω τα μηνύματα. Μέσα στο κρύο, στο σκοτάδι, πρόσμενα ν' αντικρίσω το φωτεινό της πρόσωπο και τα σγουρά, κατάξανθα μαλλιά. Ήθελα ν' αγγίξω το ζε­στό της χέρι, να βουτήξω το πρόσωπο μου στο μοσκοβολι- στό της κόρφο, ήθελα να τη συντρίψω με τη δύναμή μου γιατί τη λάτρευα κι αυτή δε μ' έβλεπε, όπως δε βλέπει κανείς το τζάμι μπρος απ' το πρόσωπο που αγαπά.
Τα σχεδίασα όλα μεθοδικά. Χρησιμοποίησα όλες τις τε­χνικές που μ' έμαθε το κόμμα για οργάνωση και σχεδια­σμό.
Κείνο το βράδυ έκανε κρύο. Την πλησίασα δήθεν τυχαία.
—Μας παρακολουθούν, της σφύριξα. Φοβάμαι πως έβαλαν να σε παρακολουθούν.
Την παράσυρα σ' ένα σκοτεινό στενό που 'χα πρωτύτερα σημαδέψει. Μ' ακολουθούσε κοιτώντας τρομαγμένα πίσω μας. Τη στρίμωξα σε μια παλιά αυλόθυρα. Την κρατούσα α­γκαλιά, ένιωθα την καρδιά της να πεταρίζει πάνω στη δική μου, το στήθος της σφιχτό και ζουμερό.
—Κάποιος έρχεται, ψιθύρισα στ' αφτί της, ενώ εκείνη απ' το φόβο της πολλαπλασίαζε τους ήχους της νυχτιάς.
Ο αγέρας φυσούσε ξυρίζοντας τα γυμνά κλαριά.
—Μη φοβάσαι, μουρμούρισα με τα χείλη σχεδόν ακου­μπισμένα στο πρόσωπο της. Η ανάσα της μ' άγγιζε κάπου στο λαιμό.
—Τι να πω; ρώτησα ενώ τα χείλη μου ακουμπούσαν τα δικά της. Την ένιωσα να τρεμοπαίζει σαν φλόγα κεριού στα χέρια μου.
—Μη, μη... Τι κάνεις; ψέλλισε.
Τραβήχτηκα.
—Εντάξει, είπα. Έφυγαν. Τι θες να πω;
Είχα ψυχρό ύφος, σαν να μην έγινε τίποτα, σαν να μην πέρασε απ' το μυαλό μου, σαν να 'ταν τυχαίο.
Δε μ' αποκρίθηκε. Στη γωνιά του δρόμου γύρισε και με κοίταξε. Για πρώτη φορά στα μάτια της υπήρχα.
Η συνέχεια κύλησε στο μονοπάτι της φύσης. Η Ανθούλα ήταν ένα κορίτσι ζωντανό κι όμορφο. Δεν πετούσα στα σύν­νεφα όπως ο φίλος μου ο Δημήτρης. Απαιτούσε απ' τον άντρα να παίζει το ρόλο του κυνηγού, ενώ ο Δημήτρης επέ­μενε να ' ναι το καλό παιδί που ποτέ δε θα ' κανε κάτι ενάντιο στις αρχές του.
Η Ανθούλα και γω είμαστε έφηβοι όλο ορμές. Η φύση μας δίδασκε βήμα βήμα την επικοινωνία των δυο φύλων στα κορ­μιά μας κι είμαστε κι οι δυο πολύ καλοί μαθητές. Γευόμαστε τις χαρές, προσεκτικοί στους κινδύνους.
—Φειλήτα, Φειλήτα, φίλησέ με Φειλήτα, φιλί Φειλήτα, μουρμούραγε παθιασμένα με τα χείλια της στα δικά μου.
Τον Δημήτρη τον αγαπούσα. Δε θέλησα να τον πικράνω. Εξακολουθούσα να του μεταφέρω τα μηνύματα της Ανθούλας που ' κλείνε στην καρδιά του. Η συννεφένια του Ανθούλα δεν είχε καμιά θέση μ' αυτή που κάθε βράδυ έκλεινα στην αγκα­λιά μου. Ήταν μια Ευρυδίκη.
Δεν ένιωθα τύψεις. Η Ανθούλα στα χέρια μου πλαθόταν εύκολα σαν κερί. Όσο λιγότερες δυσκολίες είχε συναντήσει στη ζωή, τόσο πιο εύκολο στάθηκε να τη μυήσω στις ιδέες μου για την κοινωνική αδικία. Έφτασε να πιστεύει πως ο ερωτάς μας ήταν πολιτική πράξη μιας και τη λευτέρωνε απ' τα δεσμά που μας επέβαλε η αντροκρατούμενη καπιταλιστι­κή κοινωνία.
—Η γυναίκα δεν είναι ιδιοκτησία κανενός συζύγου ή πα­τέρα, συνήθιζε να λέει ξαναμμένη. Μπορώ να διαθέτω τον εαυτό μου, όπως εγώ νομίζω καλύτερα.


Η Ανθούλα δεν ήξερε τίποτα για την «Ανθούλα» που εξα­κολουθούσε να υπάρχει στην καρδιά του Δημήτρη. Επειδή γι' αυτήν ήταν νεκρή, φανταζόταν πως ολόκληρος ο παλιός της κόσμος θα 'χε καταρρεύσει. Δεν υποπτευόταν πως ήμουν τόσο σπλαχνικός.
Ήταν η καθιερωμένη γιορτή στο τέλος της χρονιάς. Όλοι λαμπροντυμένοι. Η Ανθούλα φανταχτερή, η ομορφιά της πλαισιωμένη απ' τον αγέρα της επίγνωσης. Ο Δημήτρης, σαν κάθε χρόνο σφιγμένος στο παλιό του μπλε κουστούμι να διαβάζει την αποχαιρετιστήρια ομιλία με χέρια τρεμάμενα μπροστά στο είδωλο του.
Τους έχασα απ' τα μάτια μου για μια στιγμή, ενώ όλοι τριγύρω μασουλούσαν μεζέδες κι αναψυκτικά μοιρασμένα α­πλόχερα για την περίπτωση.
Το οικοτροφείο ήταν χτισμένο σ' ένα ακαλλιέργητο κή­πο θεριεμένο απ' τις αγριάδες που πρόσφερε λογιών λογιών φωλιές. Τον είδα ξαφνικά χλωμό σαν πεθαμένο. Με προσπέ­ρασε δίχως να με κοιτάξει. Ξωπίσω του η Ανθούλα να λι­κνίζεται στα ψηλά της τακούνια, τα στήθια της να τρυπή­σουν το μπλουζάκι, οι γοφοί της να χαράζουν κάθε της κί­νηση.
—Εγώ την έπλασα, σκέφτηκα περήφανα καθώς την έβλεπα να 'ρχεται. Εγώ τη δημιούργησα.
Στα χείλη της ένα ειρωνικό αυτάρεσκο χαμόγελο.
—Τι βλάκας! μου σφύριξε πλησιάζοντας.
Την τράβηξα σφιχτά απ' το μπράτσο.
—Τι έγινε; τη ρώτησα σαν χωθήκαμε στις φυλλωσιές.
—Τίποτα αποκρίθηκε ήρεμα ισιώνοντας τη φούστα της.
—Τον είδα κι ήταν σαν φάντασμα. Τι του είπες;
Γέλασε βιαστικά.
— Ένα αστείο είπε και κόλλησε πάνω μου.


Την έσπρωξα μακριά μου. Την κοίταξα βαθιά στα μάτια και μ' απόφυγε ρίχνοντας τη ματιά της εκεί που 'θελα ν' αποφύγω.
Έλα, μου 'πε χαδιάρικα. Ποιος θα μας δει;
—Τι του είπες; μούγκρισα. Τι του είπες, πουτάνα;
Θύμωσε κι έσφιξε τα δόντια.
—Με βρίζεις, αγρίεψε. Θα φύγω, μ' απείλησε.
Της έσφιξα τα μπράτσα μέχρι που στρίγκλισε.
—Τι του είπες; επανέλαβα μετρώντας μια μια τις λέξεις.
—Ουφ, παράτα με, είπε κόκκινη από θυμό. Πήρε μια βα­θιά ανάσα και συνέχισε. Δεν έγινε δα και τίποτα. Όταν με ξεμονάχιασε, νόμισα πως ήθελε λίγο... ε,... ξέρεις τι... γέλασε νευρικά. Μήπως δεν είμαστε σχεδόν αρραβωνιασμένοι κάπο­τε; είπε κοιτώντας με επιθετικά. Παραφέρθηκα. Του προσφέρθηκα, αυτό είν' όλο.
—Παλιοθήλυκο! βόγκηξα και την έσπρωξα μακριά.
        Άκου να δεις, αγρίεψε. Δεν έχεις το δικαίωμα. Τον ε­αυτό μου μπορώ να το διαθέτω όπως εγώ θέλω. Ισότητα δεν είπαμε; Σε ρώτησα εγώ με πόσες γυρνάς; Ε λοιπόν παράτα με. Δε θέλω να σε ξαναδώ.
Δεν την άκουγα πια. Είχα κιόλας ξεμακρύνει. Βιάστηκα να τον προλάβω. Έψαξα παντού να τον βρω. Είχε χαθεί. Λες κι άνοιξε η γη και τον κατάπιε.
Όλη τη νύχτα ψάχναμε με φακούς και λάμπες.
—Δημήτρη, Δημήτρη, αντιλαλούσε ο τόπος.
Με μαχαίρια καθαρίσαμε όλα τ' αγριόχορτα του κήπου, καταστρέψαμε κάθε «φωλιά». Πουθενά ο Δημήτρης. Κατά το χάραμα σκύψαμε πάνω απ' το πηγάδι. Έμενε πάντα ανοιχτό. Κανείς δεν το πλησίαζε. Είχε πάντα φύλακα τριγύρω.
Ο Δημήτρης με το καλό του μπλε κουστούμι έπλεε μπρού­μυτα στο βάθος λες και βυθομετρούσε το νερό.
Κανείς δεν υποπτεύθηκε την αυτοκτονία. Τι λόγους είχε ένα παιδί σαν τον Δημήτρη ν' αυτοκτονήσει;
-Απροσεξία, είπαν κι έριξαν ακέραια την ευθύνη στους ώμους του διευθυντή, του πατέρα της Ανθούλας, για ν' α­ντιστραφεί το ρηθέν σε «αμαρτίες τέκνων παιδεύουν τους γονείς».
Ευτυχώς κείνο το καλοκαίρι δεν έμεινα στο ρημαγμένο σπιτικό του παπά Λουκά. Δε θ' άντεχα να τον ακούω να μονολογεί:
—Ο Κύριος μου τον έδωσε, Αυτός και μου τον πήρε.
Γιατί εγώ ξέρω πως αν τον έδωσε ο Θεός, δεν τον πήρε μήτε Θεός, μήτε διάβολος. Εγώ, με το ίδιο μου το χέρι, έ­σπρωξα το φίλο μου τον Δημήτρη στο σκοτεινό πηγάδι. Εγώ, με το ίδιο μου το χέρι σύντριψα κάτω απ' το πέλμα μου το αγαπημένο του καλάμι. Δεν το 'θελα. Ίσως ήθελα να τον συνετίσω. Ίσως προσπάθησα να σπάσω τη μάσκα του κάλ­πικου κόσμου που ζούσε. Όμως όχι. Κοροϊδεύω τον ίδιο μου τον εαυτό. Μεθοδικά και σκληρά κουρέλιασα τα ιδανικά του φίλου μου. Τον πρόδωσα, αυτόν που τόσο μ ' εμπιστεύτηκε.
Πριν καλά καλά χρονίσει πήγα στο στρατό. Φαντάρος σε μιαν αετοράχη στα σύνορα. Σ' ένα κατσικοχώρι, μια κουτσουλιά κατάντικρυ στα παλιά δικά μας χώματα. Θεοσκέπα- στη, έτσι το 'λεγαν κι είχε κι ένα εκκλησάκι μ' ένα νεκρο­ταφείο, που, όπως μας είπε ο λοχαγός θάβαν όσους προσπαθώντας ν' αποδράσουν έπεφταν κάτω απ' τα βόλια του ο­χτρού...
Καθόμουν εκεί ψηλά, στη σκοπιά και με τα κιάλια παρα­μόνευα τη γόνιμη ρεματιά με το πλατύ ποτάμι να φιδοσέρνεται, τα χωριά και τις πολιτείες, που μένουν ακόμα άνθρωποι με τη δική μας λαλιά. Χαμογελούσα στην προπαγάνδα του λοχαγού μας. Ήξερα πως κείνα τ' άγρια χρόνια ο πληθυσμός δραπέτευε κι απ' τις δυο κατευθύνσεις, προς τα όπου πίστευε για σωτηρία. Τους εχθρούς δεν τους βλέπαμε, μονάχα τις σκοπιές τους. Αν είχε καθαρό καιρό μπορεί να ξεχωρίζα­με στον κάμπο τους αγρότες με τρακτέρια να χαϊδεύουν την εύφορη γη. Κι η γης απ' το μέρος τους ήταν ταχτική και συγυρισμένη σαν φέτες μπακλαβά. Απ' τη δική μας μεριά αγριεμένη, χέρσα. Μονάχα κυνηγοί σεργιάναγαν τριγύρω στα βουνά, κυνηγοί, που κάμποσοι ξεστράτιζαν παρασυρμέ­νοι απ' το πλούσιο θήραμα κι έπεφταν πάνω στις κάνες των φρουρών τους που απροειδοποίητα τους εκτελούσαν στη στιγμή. Έτσι ήταν. Το 'χαμε συνηθίσει. Γινόταν φασαρία για μια δυο μέρες, γράφαν οι εφημερίδες, γινόμαστε διάσημοι κι έπειτα όλα ξεχνιόντουσαν ως την επόμενη φορά. Γιατί παρ' ότι παντού γράφαμε πως απαγορεύεται το κυνήγι στα σύνορα, κανείς δεν έπαυε να κυνηγά, όλοι πίστευαν τον εαυτό τους πιο έξυπνο απ' τους υπόλοιπους κι άντε να τους αστυ­νομεύσεις στ' αγριοβούνια με κρύο και με χιόνι.
Συχνά πυκνά τα καλοκαίρια, μας έρχονταν και τουρίστες. Τότε τους κάναμε τον ξεναγό κι όλο και κάτι μας φίλευαν, κάνα γλυκό, κάνα τσιγάρο, που 'χε στεγνώσει το στόμα μας εκεί, στην εξορία του Αδάμ. Φωτογραφίες απαγορευόντουσαν, όμως σαν τύχαινε καμιά τσαχπίνα, όλοι κάναμε τα στρα­βά μάτια για ν' απολαύσουμε τις πόζες που 'παίρνε αντίκρυ στα φοβερά βουνά.
Θυμάμαι μια χαζοχαρούμενη που δήλωσε κατάπληκτη.
—Καλέ, αυτά τα βουνά είναι ολόιδια με τα δικά μας! λες κι ο Θεός θα 'πρεπε να χωρίσει τη γη ανάλογα με τα σύνορα των ανθρώπων.
Ο Τίμος θέλοντας να τη δουλέψει, της πούλησε το πα­ραμύθι για το νεκροταφείο και τους νεκρούς που δρα­πέτευαν απ' το τυραννικό καθεστώς των απέναντι. Περίμενα πως θα δακρύσουν, έτσι ζωντανά που τα παρίστανε. Τόσο μελοδραματική εικόνα δραπέτευσης μόνο στην «Καλύβα του μπαρμπα Θωμά» είχα ακούσει. Όμως αντί γι' αυτό ο άντρας της, ένας τύπος ξερακιανός μας κοίταξε με ύφος οργισμέ­νο.
—Κουταμάρες βρυχήθηκε. Εγώ κατάγομαι από κει απένα­ντι και τούτοι οι τάφοι είναι όλοι συγγενών μου. Έζησαν καλά εδώ, όπου και πέθαναν. Όμως η νοσταλγία για την πατρίδα που πια μήτε να επισκεφτούν δεν μπορούν, τους έ­κανε να μας αφήσουν ευχή και κατάρα να τους θάψουμε εδώ. Ποιος ξέρει; Ίσως να νιώθαν ενοχή για όσα πίσω εγκατάλειψαν πάνω στη φουρτούνα.
Κοιταχτήκαμε αμήχανοι και σαν ντροπιασμένοι.
—Εγώ, εκεί, συνέχισε κείνος, δείχνοντας με το χέρι τ' αντικρυνά βουνά μήτε που γεννήθηκα. Είδα το φως κάπου στο δρόμο σ' ένα χωράφι. Όμως δεν ξέρω γιατί, δεν το αντέχω να ζω δίχως να γνωρίζω τη γη που σημάδεψε τους γονιούς μου τόσο βαθιά. Μιας λοιπόν και δεν μπορώ να την επισκε­φτώ, γιατί οι άνθρωποι χτίσαν στον τόπο σύνορα, έρχομαι δω κάθε χρονιά και προσπαθώ να τα γνωρίσω από μακριά, όπως μου τα διηγήθηκαν οι παππούδες μου. Έφερα φέτος και τη γυναίκα μου να τα γνωρίσει αυτά τα μέρη που κάτι κλείνουν από τον εαυτό μου.
Είναι λοιπόν ντροπή να λέτε τέτοιες κουταμάρες για το νεκροταφείο. Και δω υπάρχουν άνθρωποι που θα 'θελαν να σμίξουν κι όμως τους κρατούν χωρισμένους κάποιες ιδέες, κάποια συστήματα... Θα 'ταν καλά νομίζω αν ο καθένας μας μπορούσε να διαλέξει.
—Θα 'ταν ακόμα καλύτερα, είπε ο Τίμος, αν ο καθένας ήξερε στ' αλήθεια τι θέλει για να το διαλέξει.

Κείνη την ώρα ο Τάκης ήρθε να μας αντικαταστήσει στο φυλάκιο κι οι ξένοι φύγανε.





Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης