H ώρα της σιωπής 2η συνέχεια

Η ώρα της σιωπής
2η συνέχεια

Κάποιο σκυλί, που ουρλιάζει τα μεσάνυχτα, κατάντικρυ στο ματωμένο φεγγάρι, αυτή η πρώτη γεύση της μνήμης μου. Η μάνα, που ξορκίζει τον πόνο, αναθεματίζοντας την ηδονή, που μ' έσπειρε στη μήτρα της. Τριγύρω, γυναικείος χορός, να ολολύζει προστάγματα.
—Σφίξου... τώρα... περίμενε... μη φωνάζεις ακόμη... βρίσε... φώναξε για ν' ακουστείς... ούρλιαξε για ν' ανακουφιστείς.
Λέξεις κώδικες σ' ένα κόσμο θηλυπρέπειας. Ήχοι γεμάτοι και μελωδικοί σα καμπανολαλιές. Κι η πρώτη μου κραυγή, αδύναμη μα διαπεραστική, χάραξε στο ιδρωμένο πρόσωπο της μάνας το πρώτο της χαμόγελο.
Ζύγιζα, θαρρώ, όσο και τα δυο μαστάρια της. Τη ζέστα τους θυμάμαι. Τη γεύση τους θ' αποζητώ μέχρι το θάνατο μου. Η γλύκα τους θα με μαστιγώνει ηδονικά. Θα τα νοσταλγώ στον ύπνο και τον ξύπνιο μου βυζαίνοντας τα δάκτυλά μου μέχρι να ματώσουν, κάθε που το σκοτάδι βάραινε τον ίσκιο μου.
Τη ζύγωνα παρακαλεστικά. Τα μάτια, ολάκερα ποτάμια ικεσίας, κι εκείνη στην κουζίνα πυρωμένη να τηγανίζει μαριδάκι, τα χέρια της λευκά απ' το αλεύρι κι ποδιά της μαυρισμένη από καπνιά, ένα τσουλούφι μόνιμα καρφωμένο στο μεσοφρύδι κι εκείνη να το διώχνει νευρικά, χαράζοντας λευκά μονοπάτια στο μέτωπο της.
Μ' απόδιωχνε, σαν το σκυλί, την ώρα της δουλειάς. Η λαχανιαστή της ανάσα πάνω απ' τη σκάφη μετάλλαζε τη μπόχα σ' ευωδιά. Το λουλάκι γαλανό, σα τον καθάριο ουρανό, και τα σαπουνόνερα, ούζα ευωχίας των πιτσιρικάδων της γειτονιάς, σαν έκανε να μας γυρίσει την πλάτη.
Όμως μ' απόδιωχνε απ' τα παχειά, βαρειά της μαστάρια, τα σακκουλιασμένα απ' το χρόνο και τη χρήση. Εφτά παιδιά, κι εγώ, το στερνοπούλι της. Ο τελευταίος τροχός της αμάξης. Κι όλο να γυρεύω το γλυκαμό του κόρφου της κι όλο να μ' αποδιώχνει. Πότε πιπέρι, πότε κινίνο, πότε προβιά, τίποτε δε στάθηκε πιο δυνατό απ' τη σιγουριά που 'βρισκα κολλημένος πάνω τους, σα το στρείδι στο βράχο. Στο τέλος πήρε την παντόφλα, μου μαύρισε τα πισινά.
—Παιδί της παντρειάς! έλεγε στις γειτόνισες. Ντροπής πράματα!
Και τότε πρωτοκατάλαβα, πως κάτι πάει στραβά σε τούτο τον κοσμάκη.
Ντροπής πράματα, της μάνας μου η ζέστα! Του κόρφου της το μυριστικό χάδι, ντροπής πράματα!
Κρύφτηκα στο πλυσταριό, στη γωνιά με τ' άπλυτα και κει στο μισόφωτο, βάλθηκα να πιπιλώ με μανία τα δάχτυλά μου.
Ο γάτος μας, ο Φιρφιρής, χαϊδεύτηκε στα πόδια μου. Τον αγαπούσα, ήταν φίλος μου, όμως τον κλώτσησα με μανία.
—Ντροπής πράματα, να θέλει ο γάτος να τριφτεί στα γόνατά μου, να κρύβω το μούτρο μου στο απαλό του χνούδι ντροπής πράματα! συλλογιόμουν.
Τα χέρια μου ' μειναν σημαδεμένα. Τα χέρια μου είναι τα όργανα κάθε εγκλήματος. Τα δάχτυλά μου πιπιλούσα τότε, τις άδειες τρομερές βραδυές, με τα χέρια μου χούφτωνα τους απαγορευμένους καρπούς της Αφροδίτης, τότε, που ζώντας μιαν ανεξάρτητη ζωή, με σέρναν στης ηδονής τα μονοπάτια. Με τα χέρια μου μάτωσα τα χείλια του φίλου μου, με τα χέρια μου χάραξα τις πρώτες λέξεις, με τα χέρια μου σχημάτισα τους πρώτους κόσμους.
Τα χέρια μου! Ευλογημένα για την ασάλευτη μεταμέλεια, που εκφράζουν στ' ατέλειωτά τους ανομήματα!
Τα χέρια με προδίδουν ως σήμερα. Τρεμοπαίζουν ανυπόμονα. Πότε πότε δεν ξέρω πού να τ' ακουμπήσω. Είναι μάρτυρες του εγκλήματος. Τα όργανα, οι θύτες και τα θύματα. Ακολουθώ νοητά τις γραμμές τους στην παλάμη, μπερδεύομαι στ' αμέτρητα σταυροδρόμια, φυλακίζομαι στις ατέλειωτες διαδρομές.
Τα χέρια μου λοιπόν άδραξαν σφιχτά το χέρι του πατέρα κείνο το βράδυ.
—Μείνε, του είπα. Μη μας φύγεις.
Η μάνα ασάλευτη στο παραγώνι, σωστή σφίγγα. Εκείνος την κοίταγε, όπως κοιτάνε τα εικονίσματα.
Όλο μας έφευγε. Πότε κυνήγι, πότε στη δουλειά, πότε στον πόλεμο.
—Έτσι ειν' οι άντρες, μου είπε. Κοίτα τ' αδέλφια σου.
Τ’ αδέλφια μου, σαν τα καλάμια στην ακροποταμιά. Γερμένα στο ρέμα. Πάντα σκυφτά στον άνεμο. Τ' αδέλφια μου, αγόρια και κορίτσια, μακρινά και γνώριμα, σαν τις μαυρισμένες απ' τη χρήση πόρτες, σαν την τρύπια καρέκλα, σαν το κουτσό τραπέζι, που στερεωνόταν στο ντενεκάκι του καφέ.
Η μάνα, ευρύχωρη και βαθειά, σαν την τρύπα στο ξύλινο πάτωμα, που όσο κι αν πετούσαμε τα σκουπίδια, όποτε σαρώναμε, ποτέ δε γέμιζε.
—Ο πατέρας σου... Να 'σαι περήφανος γι' αυτόν, μου 'λεγε. Αντάρτης, κατά πως πρέπει να 'ναι οι ανθρώποι. Μόνο τα ζα σκύβουν το κεφάλι. Μόνο τα ζα...
Δεν ήμουν άνθρωπος λοιπόν. Ήμουνα ζο. Έσκυβα εύκολα κεφάλι. Μόλις μου παίρναν κατιτίς, με παίρναν και τα κλάματα, κρυβόμουν. Πού πεθυμιά να υπερασπιστώ το έχει μου! Κρυβόμουν στη σκιά. Έσκυβα το κεφάλι και πιπιλούσα μανιασμένα τ' ακροδακτύλια μου, τις ρόγες της ανθρωποσύνης.
Ο πατέρας ήταν άνθρωπος αόρατος. Αερικό, σαν τους αγίους και τους αγγέλους.
Μια φορά, το δείλι, σαν φάνηκε στην ξώθυρα γυρνώντας από κάποιαν εξορία, φυλακή, λιγνός, ψηλός σαν αγιοκέρι, το 'δα ξεκάθαρα. Ο ήλιος στάθηκε τριγύρω του, το ρόδινο φως τον κουκούλωσε σαν που στο εικόνισμα της Μεταμόρφωσης τυλίγει το Χριστό. Μήτε κι η μάνα σάλεψε, μονάχα τον κοιτούσε.
Σαν μύρισε καμένο απ' το σίδερο που 'μείνε καρφωμένο στο πανί, έβαλε τις φωνές κι απιθώνοντας στην πλάκα το βαρύ πυρακτωμένο σίδερο με τα φοβερά του δόντια, τον έκλεισε στην ασφάλεια του ζεστού της στήθους.
Μου 'μείνε! Κάθε καμμένο ύφασμα έχει μια γεύση ευτυχίας!
Θυμάμαι τις κακίες μας. Το Ρένο, το συνένοχο στα βασανιστήρια του γάτου μου, του Φιρφιρή. Είχε εφτά ζωές. Δεν είχε δικαίωμα στην ευτυχία. Εμείς μόνο μια είχαμε κι ήταν τόσο άδικο!
Τον ανεβάζαμε στην ταράτσα κι απειλητικά τον κρεμάγαμε στο χάος. Δεν τον πετάξαμε ποτέ. Μας τρόμαζε η αγωνία του, όσο και μας γοήτευε. Του κρεμάγαμε κουδούνια στην ουρά, τον δέναμε χειροπόδαρα. Μας εντυπωσίαζε η ελαστικότητά του, η δύναμη της ευκαμψίας του. Γλιστρούσε, ελίσσονταν, πετούσε, πάντως δεν περπατούσε, ούτε έτρεχε.
Τα χέρια μας σκαμμένα απ' τις αρπαγές του.
—Θα σας βγάλει τα μάτια καμμιάν ώρα! απειλούσαν οι μανάδες μας κι ακούγαμε διηγήσεις για γάτες εκδικητικές, που κρυφά, τη νύχτα μεταμορφώνονταν σε δαιμόνους κι έσκαβαν τ' ανθρώπινα στήθια και με τα ματωμένα νύχια τους, ξερίζωναν καρδιές.
Όμως δεν τα πιστεύαμε. Ο Φιρφιρής μας, μ' όλα του τα βάσανα, ήταν λιγώτερο απειλητικός απ' το Μουράτ, το λυκόσκυλο του λιμενάρχη.
Μπορεί να λένε πως ο σκύλος είναι φίλος του ανθρώπου κι ότι η γάτα ποτέ δεν εξημερώνεται, όμως ο Μουράτ, που μας ήξερε από μωρά πάντα μας γαύγιζε, ενώ ο Φιρφιρής, που στα χέρια μας μαρτυρούσε, καθημερνά με συνόδευε ως την αυλόθυρα του σχολειού, όπου και πρόσμενε υπομονετικά να σχολάσω.
Ίσως ο Μουράτ να 'ξερε ψυχολογία. Ίσως να διαισθανόταν τον ανομολόγητο πόθο μου για τα κεράσια της αυλής του λιμενάρχη, αλλιώτικα, γιατί να λυσσά τόσο για ένα γνωστό παλιόπαιδο, που σεργιάναγε έξω απ' το φράχτη του σπιτιού του;
Το μισούσα αυτό το σκυλί. Πόσο θα χαιρόμουν αν ψοφούσε! Ηδονικά σκεφτόμουν τους τρόπους της εκτέλεσής του. Απαγχονισμός; Λιγάκι δύσκολος, αν θυμηθείς τα δόντια του. Κεφτές με καρφίτσες; Φόλα; Ήταν πανέξυπνος, πάντα δεμένος στην ασφάλεια του κήπου τους. Ποτέ δε θα κατάφερνα να τον φτάσω. Τον μισούσα, γιατί δε μου 'δείχνε πως μ' αγαπά. Αν κουνούσε λίγο την ουρά, αν δε με γαύγιζε, έστω και για μια μέρα, θα τα ξεχνούσα όλα, θα τον λάτρευα. Γιατί, για μένα, ο Μουράτ, ήταν τ' απέραντο μάτι του Παντοκράτορα. Έβλεπε ακόμη κι όσα δεν έβλεπα εγώ. Έβλεπε πίσω απ' όσα άφηνα να φανούν. Φανέρωνε τις ανομολόγητες ανομίες μου, διαλαλούσε τις παράνομες πεθυμιές μου. Ήταν το σημάδι του Κάιν στο κούτελό μου.
Του Κάιν... Πόσο με συνέπαιρναν στα βάθη τους όλες αυτές οι βιβλικές διηγήσεις έρωτα και πάθους! Με γαλήνευαν.
Το 'χα προσέξει. Άπ' τον Κοντορεβυθούλη ως τον Ιωσήφ, πάντα το στερνοπαίδι ήταν το εκλεκτό. Και γω ήμουν το στερνοπαίδι. Αποζητούσα τα πρωτοτόκιά μου από την ανάποδη, μόνο και μόνο γιατί εγώ στέρεψα τ' αστείρευτο πηγάδι γονιμότητας των μητρικών σπλάχνων.
Ήμουν το στερνοπούλι. Όλοι έπρεπε να με κανακεύουν, να με προσέχουν, να με φροντίζουν. Δεν είχα καμμιάν ευθύνη, μονάχα δικαιώματα. 'Απ' την άλλη, αδιάκοπα φορούσα τ' αποφόρια τους. Ποτέ μου δεν αξιώθηκα να καμαρώσω πάνω μου καινούριο πράμα. Ακόμη και το βαφτιστικό μου ήταν δανεικό.
Με βάφτισαν, μου λένε, αρπαχτά, γιατί είχα αρρωστήσει και νονός μου έγινε τ' αδέλφι μου, ο Λάμπρος. Ο Λάμπρος, που διάλεξε και τ' όνομά μου.
—Φειλήτας, είπε.
—Φίλιππος θες να πεις, τον διόρθωσαν.
—Όχι, Φειλήτας, πείσμωσε. Είμαι ή δεν είμαι ο νονός;
Και μιας και μ * είχαν πακεταρισμένο για τον άλλο κόσμο, βιάστηκαν όλοι να συμφωνήσουν. Ακόμη κι ο παπάς.
—Εντάξει Λάμπρο, Φειλήτας. Βαφτίζεται ο δούλος του Θεού Φειλήτας.
—Όλο και κάποιος ανώνυμος άγιος μπορεί να στριμώγνεται των αγίων Πάντων παρηγόρησε μυστικά τη μάνα μου.
Νονός μου ο Λάμπρος. Ο Λάμπρος, με το χοντρό βαρύ κεφάλι και τη χειρότερη γροθιά στο μαχαλά.
Πώς το χαιρόμουν, που 'χα αδελφό, μα και νονό μου ένα τέτοιο παλληκαρά!
Αυτό φταίει που μ' έκανε θρασύδειλο. Ήξερα. Πάντα τη δύσκολη στιγμή θα' ρχοταν ο Λάμπρος να με σώσει. Όμως να που λάθεψα. Ο Λάμπρος δε μπορούσε να 'ναι πάντα κοντά μου, να με προστατεύει με τον όγκο και τις γρο­θιές του και γω ήμουν αδύναμος κι ασθενικός σα λιανοπούλι.
Είχα αρρωστήσει πάλι, όπως το συνήθιζα. Οι μεγάλοι δίνουν στις αρρώστειες κάποια τραγικότητα εντελώς πλασματική. Για το παιδί που ήμουν τότε κι η πιο βαριά αρρώστια είναι πανηγύρι. Ο πόνος σε λυτρώνει απ' το σχολειό και σε βυθίζει σε μια νάρκη χαυνωτική. Γίνεσαι το κέντρο του κό­σμου. Και μόνο γι' αυτό θα 'ξιζε να πεθάνεις.
Τι όμορφη κηδεία έκαναν σε μια μικρή μου συμμαθήτρια! Τη βρήκαν δολοφονημένη στα χωράφια. Και βιασμένη! Α­κούς καλά; Βιασμένη! Παιδί εφτά χρονών!
Μ' άρεσε τούτη η νέα λέξη, που την πρόφεραν με σφιγ­μένα χείλια και πίσω απ' τα δάχτυλα.
—Βιασμένη...βιασμένη... φτεροκοπούσε στις αυλόθυρες της γειτονιάς.
—Τι είναι βιασμένη; ρώτησα την Αγγέλα, την πιο μεγάλη μου αδελφή, αυτή που θ' αρραβωνιαζόταν με τον Πέτρο κι όλο τους τσάκωνα να χαϊδεύονται στα σκοτεινά.
—Σσσσ, μου 'κανε με το δάχτυλο. Πιπέρι... Δεν είναι για του λόγου σου τέτοιες κουβέντες! Κάτσε να σου μακρύνουν πρώτα τα παντελόνια.
Πρόσμενα, λοιπόν να μακρύνουν τα παντελόνια μου για να λύσω το γρίφο. Για μένα η Κατερίνα ήταν σκέτα πεθαμένη. Αυτό το 'νιωσα καλά απ' την παγωνιά του μετώπου της, όταν αναγκαστικά, μας πέρασαν να την ασπαστούμε.
Όμως το «βιασμένη» πρέπει να 'ταν κάποιος τίτλος τιμής. Αλλιώτικα πώς εξηγείται ο δεσπότης και τα στεφάνια κι ο δήμαρχος κι οι δημοσιογράφοι με τ' αστραφτερά φώτα κι η μαύρη λιμουζίνα με τους γυαλιστερούς καθρέφτες, που πήρε την Κατερίνα μας απ' τη φτωχική γειτονιά μας σ' ένα λουλουδιασμένο ευρύχωρο κήπο, που τον βάφτιζαν Νεκροτα­φείο.
Ήμουν λοιπόν πάλι άρρωστος. Ευχόμουν να πεθάνω... βιασμένος. Παραμιλούσα και το φώναζα. Δεν είχα μπει πο­τέ μου σε αυτοκίνητο, έξω φυσικά απ' το στρίμωγμα του λαχανιασμένου λεωφορείου. Άλλο δε σκεφτόμουν παρά τη γοητεία του να κυλάς ξαπλωμένος πάνω σε τέσσερις ρόδες.
Η μάνα τότε μ' έταξε. Μαυροφορέθηκε για το χατήρι μου κι ήταν η αρχή μιας ατέλειωτης παρτίδας με το χάρο.
Μαύρα φορούσε και στην κηδεία της, μόνο που τότε είχε πια λιώσει, σα να 'ταν από ζάχαρη ή πάγο και φταίγαμε μεις, που δεν τη φροντίσαμε και τη μουσκέψαμε με δάκρυα κι έλιωσε κι έγινε το σκελετωμένο κορμί που αναπαύτηκε στο κιβούρι της.
Τότε πια κανείς δεν ήξερε αν ήταν η μάνα. Κανείς δεν ήξερε ποια ήταν η μάνα.
Όμως όλο ξεφεύγω.
Τότε η μάνα ζούσε και βασίλευε στη γειτονιά λόγω όγκου κι ιδιοσυγκρασίας. Πρόσχαρη, γελαστή, γλυκατζού, ξόρκιζε τις πολλές και βαριές της έγνοιες με το τραγούδι και το κουτσομπολιό. Το κουτσομπολιό για τη μάνα πρέπει να 'ταν το καλύτερο ηρεμιστικό. Ξετινάζοντας το διπλανό σου ξεχνάς τα δικά σου βάσανα κι όσο πιότερα βάσανα σέρνεις, τόσο και με πιότερο ζήλο ψάχνεις για τα χειρότερα.
Συνήλθα λοιπόν, με το κορμί χαρακωμένο απ' τις βε­ντούζες και το πρόσωπο οσίου, με μάτια διάπλατα στ' όραμα των πυρετικών μου παρακρούσεων και τ' αδέλφια μου ένα γύρο στο κρεββάτι μου κρατούσαν δώρα σαν τους μάγους, να μου δείξουν τη χαρά τους για την επιστροφή μου στη ζωή.
Μ' έκπληκτο βλέμμα τους παρακολουθούσα να μου προ­σφέρουν ότι τους ήταν πιο αγαπητό. Με φιλούσαν σταυρωτά και τ' απίθωναν πλάι μου. Η Καίτη μια ζωγραφιά, ο Γιώργος κάποιο βώλο κι ο Λάμπρος που 'ταν και νονός ένα θεόρατο καλάμι, ολοκαίνουργιο, που 'ταν καμάρι και καημός του και παιδευόταν να το φτιάξει ολάκερο το καλοκαίρι.
Μα είμαι ζό. Δεν είμαι άνθρωπος. Δεν ξέρω να φυλάω το έχει μου. Δεν ξέρω να κατέχω.
Δεν ήξερα τουλάχιστον τότε, που ήμουν κάποιος άλλος, που ήμουν κάποιο δειλό κι αδύναμο αγόρι, τ' αγόρι που 'μουν εγώ κάποτε, μα που δε μπορώ ν' αναγνωρίσω σαν τον εαυτό μου.
Σαν άνοιξε ο καιρός, μου κάπνισε να καβαλήσω το καλάμι να πεταχτώ για ψάρεμα. Στην παρακάτω γειτονιά, ένας, μο­ναχά ένας αλήτης, μου τ' άρπαξε απ' το χέρι. Το κρατούσα όσο πιο δυνατά γινόταν. Εκείνος έκανε μια κίνηση δίχως πολλή προσπάθεια και τα χέρια μου λύσαν σαν πέταλα. Χά­θηκε στη στροφή αρμενίζοντας το καλάμι μου, φαντα­χτερό, γιαλιστερό, χαϊδεμένο και γω απόμεινα να μυξοκλαίω πεισμωμένος για την αδυναμία μου, για την αδικία του κό­σμου, που 'φτιάξε άλλους δυνατούς κι άλλους αρρωστιάρηδες.
Έτρεξα να κλαφτώ στο Λάμπρο, τον ευεργέτη, το νονό μου, και κείνος διπλά μετανιωμένος για τη γενναιοδωρία του, άπλωσε τη χερούκλα του κι απόμεινα να τον κοιτώ με πρό­σωπο πλημμυρισμένο στα αίματα.
Δεν πόνεσα. Κανένας σωματικός πόνος δε μπορούσε να νικήσει την απόγνωσή μου για την αποκάλυψη της αλήθειας. Ήμουν μικρός, δειλός, αδύναμος. Δεν ήμουν τίποτε σ' ένα κόσμο δύναμης. Και δεν υπήρχε δικαιοσύνη. Δε μπορούσε να υπάρχει δικαιοσύνη σ' αυτό τον κόσμο.

Απορίες! Τόσες απορίες! Πόσες απορίες δε χωρούσε το μυαλό του παιδιού που ήμουν κάποτε!
Ε, λοιπόν, ο κόσμος είν' ένα μυστήριο!
Θυμάμαι κείνο το φεγγάρι! Είχε έκλειψη κι έμοιαζε σα δαχτυλίδι φωτερό. Τι όμορφο! Και διόλου επικίνδυνο να το κοιτάς!
Ενώ τις προάλλες, που έγινε έκλειψη ηλίου μας είχαν μπουντρουμιάσει στις τάξεις, γιατί λέει, αν κοιτούσαμε κα­τάματα τον ήλιο θα στραβωνόμαστε ισοβίως.
Και μας διηγήθηκαν οι δάσκαλοι πράματα φοβερά και τρο­μερά για τις εκλείψεις, πως τα 'χατες τα σκυλιά γαυγίζουν αλαφιασμένα, τα πουλιά χαμοπετούν, οι γάτες ουρλιάζουν όπως τις νύχτες του Γενάρη κι η γη ολάκερη σαστίζει με το ξαφνικό, γίνεται η νύχτα μέρα κι αλοίμονο, αλοίμονο σ' όποιον τολμήσει να υψώσει το βλέμμα του στο φοβερό μυστήριο!
—Βλακείες, είπε ο Ιπποκράτης την άλλη μέρα. Εγώ έμεινα σπίτι μου και τα είδα όλα, δίχως μάλιστα να βάλω στα μάτια μου γυαλιά από φούμο.
—Βλακείες, σας λέω. Δε βλέπετε πως σας βλέπω!
Μα μεις δεν τολμούσαμε να δούμε. Αλοίμονο να 'λεγε ψέμματα ο δάσκαλος!
—Αλήθεια Ιπποκράτη;
—Μα να, φιλώ σταυρό, κι έκανε την επίσημη λειτουργική κίνηση της συνωμοτικής μας ορκομωσίας.
Και τότε μόνο τον κοιτάξαμε με φθόνο, ζήλεια κι οργή.
—Πάντα επαναστάτης ο Ιπποκράτης, ομολογήσαμε. Πά­ντα μπροστάρης.
Η αλήθεια είναι πως κι από μόνοι μας αμφιβάλλαμε γιατί, ούτε σκυλιά, ούτε γατιά ακούσαμε, ούτε πουλιά είδαμε να χαμοπετούν. Κι έπειτα οι ιστορίες για βασιλιάδες που στα­μάτησαν τον πόλεμο απ' την τρομάρα τους μπροστά σ' ένα τέτοιο γεγονός μας φαίνονταν τόσο μακρινές και ψεύτικες για να τις πιστέψουμε.
Τι διάολο! Στον 20ο αιώνα ζούσαμε. Παιδιά της ατομικής εποχής είμαστε, άσχετο αν δεν είχαμε την τύχη να γεννηθού­με από δοκιμαστικό σωλήνα. Όλα τ' άλλα κουσούρια τα πήραμε. Τις νύχτες χαζεύαμε τον ουρανό, όχι για να γνωρί­σουμε τ' αστέρια, μα για να εντοπίσουμε τους πρώτους δορυφόρους που κυκλοφορούσαν κάθε βράδυ σα πυγολαμπίδες πάνω απ' τα κεφάλια μας. Κι αν δεν υπήρχε ακόμη τηλεό­ραση, το ραδιόφωνο κι ο σινεμάς μας έφερναν τα πρώτα δείγ­ματα της γοητείας της. Και τι σινεμάς! Μ' ένα κέρμα δυο έργα, εκτός τα επίκαιρα και τα μίκυ μάους! Και τι έργα! Πονεμένα ματοβαμμένα ειδύλια, Ταρζάν και Μασίστες και κάτι εκδόσεις της αρχαίας ελληνικής ιστορίας, που όσα κόκκαλα δεν έλιωσαν απ' τους αρχαίους μας προγόνους θα τουρτούριζαν σαν καστανιέτες από αγανάκτηση βλέποντάς τα.
Μιλώντας για κόκκαλα θυμάμαι το ιστορικό κείνο επεισό­διο που μας διηγιόταν ο αδελφός μου ο Γιώργος, αφού πήρε την αποβολή, φυσικά.
Κάνανε Φυσική και το Γυμνάσιο διέθετε άφθονα εποπτικά μέσα, άσχετα βέβαια αν ήταν πάντα σκονισμένα στα ντουλά­πια. Ανάμεσα στ' άλλα σπουδαία αποκτήματα, που απλόχε­ρα πρόσφεραν οι εφοπλιστάδες για να γλιτώσουν απ' την τσιμπίδα της εφορίας, ήτανε κι ένας σκελετός συναρμολογημένος, που κρέμονταν μ' ένα καρφί απ' το κρανίο, άντρας ή γυναίκα δεν κατέχω. Είχε το στόμα του κλειστό με κάποιου είδους ελατήριο και τα δόντια του σχεδόν ακέραια.
Ο δαίμονας ο Γιώργος, τι σκαρφίστηκε;
Πήρε τριχιά, απ' αυτή που έχουν για τα ψάρια, την έδεσε στη σαγόνα του μακαρίτη και την άλλη άκρη την κρατούσε καθισμένος στο κοντινό θρανίο.
Ο καημένος ο φυσικός μισοκοιμόταν ακούγοντας την εξέ­ταση κάποιου επιμελή μαθητή, όταν σα να του φάνηκε πως κάποιος άλλος ήχος έφθανε στ' αυτιά του, ένας ήχος εκνευ­ριστικός, σαν κάποιος να χτυπούσε κάτι.
—Ησυχία πρόσταξε.
Απλώθηκε ησυχία. Ησύχασε κι αυτός, μα ο θόρυβος ξα­νάρχισε. Τικ-τακ, τικ-τακ.
Δε μίλησε, μόνο με ύφος δαιμόνιου αστυνομικού, τους κοί­ταξε προσεκτικά πάνω απ' τα γυαλιά του κάνοντας πως προ­σέχει το μάθημα. Ξάφνου το βλέμμα του στυλώθηκε στο σκε­λετό. Στήριξε στη μύτη τα γυαλιά του, τα 'βγάλε, τα καθά­ρισε καλά, τα ξαναφόρεσε κι έπειτα οι τρίχες της κεφαλής του ορθώθηκαν σα γάτας θυμωμένης.
Του σκελετού το στόμα ανοιγόκλεινε. Τι φρίκη!
Έμεινε μ' ανοιχτό το στόμα μια στιγμή. Μα ένα ξέσπα­σμα από γέλια που ασυγκράτητα ξεχύθηκαν από τόσα στήθια τον έκανε, αφού βάφτηκε μ' όλα τα χρώματα της ίριδας, να κοκκινήσει από θυμό.
Η συνέχεια είναι απλή κι όλο ρουτίνα. Με κόκκινο και πρησμένο αυτί ο αδελφός μου βρέθηκε στο γραφείο του γυμνασιάρχη κι από κει στο δρόμο με οριστική τη λήξη της θητείας του στο γυμνάσιο, πριν καλά καλά περάσει ο πρώτος χρόνος.
Κι αυτός ο ευλογημένος το 'χε παρακάνει. Πετούσε στραγάλια στη μύτη του διάκου, του συμμαθητή του, γιατί λέει, δε μπορούσε να τη βλέπει. Για να πούμε βέβαια και του στραβού το δίκιο, αυτή η μύτη δεν ήταν ανθρωπινή, μάλλον γερακίσια. Και δω που τα λέμε, σωστά είχε τοποθετηθεί στην όψη του διάκου. Είχε γερακίσια χαρίσματα: οξυτάτη όραση —έκλεβε πάντα στα διαγωνίσματα—, κι αρπαχτική διάθεση —πώς θα διάλεγε τον ιερατικό στίβο;
Ο καημένος ο Γιώργος βέβαια είχε φερθεί απερίσκεπτα. Όμως η εκτίμηση των δασκάλων στην ηρωίδα μάνα μας επέδρασε ευεργετικά στο πρόβλημα κι ο Γιώργος τη γλύτωσε με ποινή αποβολής με αναστολή.
Δυστυχώς η αναστολή δεν κράτησε πολύ, γιατί εκείνος ο ευλογημένος ο θεολόγος άλλο δεν έλεγε παρά πως στο μάθημά του «δε θέλει μύγα να πετά» κι ο προκομένος ο δικός μας, μιας κι οι μύγες ήταν δύσκολο να μαντρωθούν, έκλεισε μέσα στο κουτί κάμποσες σφήγκες ή μέλισσες —δεν ξέρω πού τις ξετρύπωσε— και στην κατάλληλη στιγμή τις άφησε λεύτερες να πετάξουν κατευθείαν στο σεπτό πρόσωπο του θεολόγου, το οποίο δυστυχώς, έτσι εξαγριωμένες καθώς ήταν απ' την κλεισούρα, το 'καναν τούμπανο με τις τσιμπηματιές τους, κινδύνευσε ο άνθρωπος να στραβωθεί. Μα αν και θεο­λόγος είχε καλή καρδιά κι έτσι ο Γιώργος μας πήρε μονάχα την τριήμερη που του χρωστούσαν απ' το διάκο.
Μ' αυτό το σκελετό το κακό τρίτωσε κι ο φουκαράς ο Γιώργος μπάρκαρε μούτσος στο πρώτο σαπιοκάραβο και μή­τε ματακούσαμε γι' αυτόν.
Έμεινε στη θύμησή μου σα λαμπερό όραμα λεβεντιάς κι αξιοπρέπειας. Ήξερα πως ποτέ μου δε θα κατάφερνα να του μοιάσω. Γιατί εγώ γεννήθηκα γερασμένος, γιατί φοβόμουν να πετάξω μπροστά, γιατί δεν άντεχα να σμίξω με τον κόσμο. Ήμουν ένας κατάδικος σε απομόνωση, ένας ναυαγός. Ζούσα σε λάθος κόσμο. Κι όλες εκείνες τις φανταχτερές βιτρίνες, μήτε που τις πεθύμησα. Κι όλα τα γιορταστικά τραπέζια, ούτε τα ονειρεύτηκα. Ήμουν σοφός. Άπλωνα τα πόδια μου ώ­σπου έφτανε το πάπλωμά μου. Άπλωνα τα όνειρά μου μέχρι τα σύνορα των δυνατοτήτων μου. Δεν είχα τη φαντασία του Γιώργου. Δεν προκαλούσα την κοινωνία.
Τότε, πριν ένα εκατομύριο χρόνια, ίσως. Εγώ, ή κάποιος άλλος μέσα μου...
Μα έχει ο Θεός. Έτσι μας λέγαν. Μα ο Θεός ποτέ δε μας έδινε σα χρειαζόταν κι ήταν φορές που χρειαζόμαστε πολλά. Και θύμωνα με το Θεό γιατί να έχει. Θα τον προτιμούσα φτωχό, θα τον συγχωρούσα αν δεν είχε. Αφού όμως έχει, πρέπει να μας δίνει.
Όχι, δε θ' άπλωνα το χέρι μου. Ούτε απ' το Θεό ελεη­μοσύνη. Υπάρχουν πράματα που νιώθεις βαθειά πως σου α­νήκουν. Κι ότι σου ανήκει δικαιωματικά δεν το ζητιανεύεις, τ' αρπάζεις.
Αυτά σκεφτόμουν στην εφηβεία μου ξεπεταρούδι πετεινάρι. Ένας άλλος άγνωστος!
Ενδοσκοπήσεις! Άπ' το σκοτεινό κέλυφος του άμορφου στην απλοχωριά του πεπερασμένου. Στο σκοτεινό κέντρο του είναι μας κοιμάται, στ' απόλυτο κενό, ο εαυτός μας. Πολλές φορές παλεύουμε να διαπεράσουμε τα στρώματα του υλικού μας γίγνεσθαι, να τον φθάσουμε. Σπάνια το πετυχαίνουμε. Σαν κρανιοανάτρηση. Με μια μακρυά ευλύγιστη βελόνα σημαδεύουμε τ' ανύπαρκτο.
Αποφαινόμαστε. Δεν υπάρχει ψυχή, δεν υπάρχει Θεός, δεν υπάρχει ότι αγνοούμε, δεν υπάρχει ότι δεν καταλαβαίνουμε. Έτσι λύνουμε τα προβλήματά μας.
Οι μύθοι, μας μιλούν μόνο την άνοιξη. Μας εμπνέουν μόνο στο ξεκίνημα. Μαραίνονται στον πρώτο βοριά.
Πάλευα γερά ακροβατώντας στο κενό ανάμεσα σε δυο κό­σμους που περιστρέφονταν μεθυστικά γύρω μου. Η θρησκεία με τη συγκαταβατική της αποδοχή κι η κοινωνική επανάστα­ση με την αλαζονική της απαίτηση. Ταλαντευόμουν ανάμεσα σε δυο κόσμους με κοινό συντελεστή το δίκιο ή καλύτερα το όραμα της Δικαιοσύνης.
Κι οι δυο απαιτούσαν υπακοή, θυσίες, υπομονή, εγκράτεια. Η μόνη διαφορά ήταν στη στρατηγική που χρησιμοποιού­σαν. Και στις δυο ήμουν στρατιώτης, που με λίγο ζήλο ίσως και να γινόμουν λοχαγός. Κι οι δυο με γαλήνευαν. Έλυναν για μένα όλα μου τα προβλήματα. Είχαν πάντα έτοιμη μια λύση. Και το αστείο είναι πως, ενώ στο ευαγγέλιο γράφει «ου δύνασθε δυσί κυρίοις δουλεύειν» εγώ ταλαντευόμουν άνετα απ' την κουμουνιστική αθεΐα στο χριστιανικό ιδεαλισμό.
Όποιος πει πως δεν έζησε στιγμές μοναχικές κατάντικρυ στον κόσμο, στιγμές που να ξεχειλίζει ο κόσμος και να χύ­νεται μέσα σου, στιγμές ταύτισης με το σύμπαν, με το Θεό, με το υπαρκτό και το ανύπαρκτο, είναι ψεύτης.
Δεν είναι ορθολογικές αποδείξεις της ύπαρξης του Θεού, μήδε καν της ύπαρξης του κόσμου, είναι όμως υπαρξιακές αναγνωρίσεις του ζωτικού χώρου του βαθύτερου εγώ του κα­θενός μας. Είναι στιγμές οριακές στα ίχνη μιας φαινομενικά σίγουρης αθανασίας.
Κι άλλοτε πάλι στιγμές απόγνωσης μπρος σ' ένα σύμπαν παραμορφωτικό, που σε πονεί σωματικά με την κακομορφία του, που σε διαστρέφει, λες κι είσαι είδωλο του.
Είναι στιγμές που ο έξω Κόσμος καθρεφτίζει τον κόκκο του είναι μας. Κι είναι μάταιο τότε να μιλάς για λογική, ή συναί­σθημα, ή πάθος, ή ένστικτο, ή ευτυχία.
Είναι οι μόνες στιγμές που ζούμε ολοκληρωτικά την ύπαρξή μας, που βουτιόμαστε σ' αυτή, σάμπως σε ιαματική κολυ­μπήθρα. Είναι οι μόνες στιγμές που ο χρόνος μαχαιρώνει το ρολόι κι ανασαίνει μ' ανακούφιση πάνω απ' την ανθρωπό­τητα, που αδιάκοφτα κατασπαράζει με ηδονή τις σάρκες της.

Τέτοιες στιγμές βυθίζομαι στην προδοσία της Ιστορίας. Γίνομαι ένα με τ' ανθρώπινο κτήνος που τυφλά ψάχνοντας, γράφει στην άμμο του χρόνου γυαλιστερά μονοπάτια σα γυμνοσάλιαγκας.

Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου

Σχόλια

  1. αχα

    καλησπέρα μετά από καιρό

    δεν ήξευρα ότι έχετε βιβλίο

    θα είναι στα υπ' όψιν

    μεγάλος ιστορικός εκδοτικός οίκος....

    ήτο αρχειομαρξιστικός και μέγας αρθρογράφος και της εφημερίδος ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΣ

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης