H ώρα της σιωπής 3η συνέχεια

Η ώρα της σιωπής
3η συνέχεια

Ήταν κάποτε ένας λαός, στα χείλη της αβύσσου. Εκεί που η έρημος έλουζε το πυρωμένο της κορμί, στου Νείλου το θολό ποτάμι. Έζησαν μες απ' το θάνατο τους, βαρυφορτω­μένοι τη δόξα του μόχθου των λαών, οι βασιλιάδες τους. Ατέλειωτα ερωτηματικά οι τάφοι τους. Μυστήριο και μαγεία, φως και σκοτάδι ο πολιτισμός τους. Άντεξαν γερά οι γυμνα­σμένοι απ' την έρημο στο καμίνι του χρόνου. Γονιμοποίη­σαν με μεταφυσική λαγνεία την πεζή καθημερινότητα κι ά­πλωσαν τη ραθυμία ν' αρωματίζει το μόχθο. Λάτρεψαν τον ουρανό, τον ήλιο, το φεγγάρι, μα πάνω απ' όλα το νερό. Θησαύρισαν σοφία και την αποθήκευσαν ζηλότυπα φυλαγ­μένη σε γρίφους και ογκόλιθους. Φοβόντουσαν το μέλλον, δεν τ' αποζητούσαν. Ο κόσμος τους μια λίμνη. Όλα έπρεπε να ξαναγεννηθούν στο ίδιο πάντα σχήμα. Ο Νείλος δεν άλ­λαζε ποτέ, γιατί ν' αλλάξει ο κόσμος; Φύτεψαν στην έρημο γιγάντιες φιγούρες, ασάλευτες, αδιάφορες, παθητικές, πλα­σμένες να νικήσουν το χρόνο. Η ακινησία τους υπερκόσμια. Μάρτυρες ενός κόσμου τακτικού, που πάλευε να κρατήσει ασάλευτες τις πυραμίδες των αξιών του, στους αιώνες.
Κι έπειτα απλώθηκε σιωπή...

Σ' ένα νησί, ίσαμε μια βαρκούλα φως ρίζωσαν τα παιδιά του ταύρου. Ευκίνητα κι ελαστικά, καβάλλα σε πλεούμενα διαφέντεψαν τη θάλασσα, μιας κι ήταν πιο πλατιά κι εύκολη στη δούλεψη απ' τη στεριά. Ζωγράφισαν χαρούμενα τον κόσμο. Ανθισμένα πιθάρια λίπαναν το χώμα, βουερές πολιτείες με πολυόροφα χτίσματα, στενά δρομάκια να τιθασσεν­ουν το φως, ευρύχωρες πλατείες για ταχτικά γιορτάσια. Γυ­ναίκες γυμνόστηθες με μακρυά κατάμαυρα μαλλιά κι απέρα­ντα μάτια. Ευλύγιστοι νεαροί με κατσαρά μαλλιά και μέση δαχτυλίδι κι οι ταύροι παντοδύναμοι, ζωοποιοί, σύμβολα ε­νός κόσμου, που βαδίζει μπρος, που αναπόφευκτα γονιμοποι­εί, που καταστρέφει ότι αντιστέκεται.
Πολιτείες πλούσιες πεντάμορφες κοιμούνται τυλιγμένες το μυστήριο. Υπόκυψαν στο κάλεσμα της μοίρας.
Και πάλι απλώθηκε σιωπή.

Κι ήλθαν κάτι σκληρόπετσοι, σιδεροδεμένοι στρατιώτες καβάλα στ' άτια τους κι έχτισαν κάστρα σε γυμνά βουνά, παλάτια από πέτρα κι ατσάλι και βάλθηκαν να διαφεντεύουν με το σπαθί την αγροτιά. Μόνη αξία η δύναμη. Ιδέες σαν την πατρίδα, την τιμή πλάστηκαν για να καμουφλάρουν την ανάγκη των ανθρώπων για τον πόλεμο. Ήρωας ο αλαφρόμυαλος παλικαράς. Κι οι θεοί ανόητοι σαν τους ανθρώπους. Τσακώνονται κι ερωτοτροπούν ανενδοίαστα. Μόνο η Μοίρα τους ελέγχει. Κακοί και πλεονέκτες, θεοί κι άνθρωποι πολε­μούν νικούν ή νικιούνται. Ένας κόσμος που βράζει. Το κακό και το καλό κονταροχτυπιούνται αλύπητα απ' τη στιγμή της γέννησης τους. Συχνά αλλάζουν ρόλους. Κι ο Ηρακλής ακό­μη δεν απόκαμε ν' αναρωτιέται ποιο μονοπάτι να διαβεί...
Κι όμως μες απ' αυτό τ' αντιπάλεμα της αδιαφόρευτη ρώμης ξεπήδησε η σπίθα του στοχασμού την ώρα που το αίμα έπηζε στο λεπίδι τ' ατσαλιού. Το δάκρυ επιτέλους στράγγισε στ' ανθρώπινα βλέφαρα, γεννήθηκε μια πρώτη αδελφοσύνη κυνηγώντας χίμαιρες, γεννήθηκε ο συμβιβα­σμός στα προστάγματα των καιρών, γεννήθηκε η τραγική Ελλάδα μες απ' τα τραγούδια της. Γεννήθηκε το δίκιο, η αλήθεια, γεννήθηκε η δύναμη της σκέψης.
Ο χρόνος σταμάτησε στο Μαραθώνα και τις Θερμοπύλες. Η δύναμη αντιστράφηκε. Η νίκη έπαψε νάναι απόλυτη αξία, έλαμψε η ψυχική δύναμη. Η ισορροπία αναστράφηκε. Ο άν­θρωπος μπορούσε να υπάρχει, μόνο και μόνο γιατί το θέλησε τόσο πολύ, μέχρι θανάτου, να συνεχίσει να υπάρχει. Ένα βέλος τραυμάτισε τα πέπλα του χρόνου, τα διαπέρασε πέρα ως πέρα. Όλοι οι άνθρωποι πια θα θυμούνται πως κάποτε υπήρξαν Θερμοπύλες, κάποτε υπήρξε Μαραθώνας κι οπωσδή­ποτε, όποτε το θελήσουν τόσο πολύ, θα ξανάρθουν στη ζωή, πέρ 'απ' το χρόνο.
Τούτη η δύναμη του πνεύματος, που σάρωσε για πρώτη φορά τη δύναμη των όπλων έφερε την άνοιξη. Τ' ανθρώπινο πνεύμα μ ' αυτοπεποίθηση ακροβατεί σ' όλα τα μονοπάτια των πιθανοτήτων. Τα πλοκάμια της σκέψης αγκαλιάζουν σφιχτά τον κόσμο, βυζαίνουν τους χυμούς του κι ορθώνουν θεόρατο το δεντρί της ομορφιάς και της αλήθειας. Οι Τέχνες ανθοβολούν, οι άνθρωποι προκόβουν, η ιστορία ανοίγει το βήμα της, βιάζεται ν' ανεβεί στο αύριο. Για πρώτη φορά ο άνθρωπος νιώθει τέτοια περηφάνια για την ανθρωπιά του. Η σοφία αναγνωρίζεται βασίλισσα των αρετών, το κορμί γίνε­ται θρονί στο πνεύμα κι η ομορφιά θεϊκό δώρο κι έκφραση της Αλήθειας. Οι πολλοί παίρνουν για πρώτη φορά στα χέρια τους τα ηνία της εξουσίας. Η Δημοκρατία έχει γεννηθεί κι εκφραστής της ένας μόνο άνθρωπος, ο Περικλής. Ο όχλος μεταμορφώνεται σε λαό κι οι δούλοι, μπορούν να χαμογελά­σουν στ' όραμα μιας ισότητας, που θα 'ρθει οπωσδήποτε στο μέλλον που χαράζει.
Τέτοιος τυφώνας ιδεών ήταν αδύνατο ν' αφήσει ασάλευτη την εποχή που τον προκάλεσε.
Ένας μεγάλος νεαρός στ' όνομα των καινούριων ιδεών κατάκτησε τον κόσμο. Ο Αλέξανδρος κατάφερε να γεφυρώ­σει τους λαούς κάτω απ' τη λάμψη του σπαθιού του. Έγινε Πέρσης κι Εβραίος και Σύριος κι Αιγύπτιος κι ήταν ο μόνος κατακτητής που αγαπήθηκε απ * τους υπόδουλους λαούς, ί­σως γιατί πέθανε τόσο νέος.
Κι ο κόσμος στ' άκουσμα του θανάτου του θα θρυματιστεί. Έτσι κομματιασμένος θα παραδοθεί στην πειθώ της βίας. Η Ρώμη, αρπαχτική σαν λύκαινα θα ματοβάψει τον κόσμο απ' άκρη σ' άκρη. Πειθαρχικοί, τετράγωνοι οι στρατιώτες της ριζώνουν σ' αφιλόξενες πεδιάδες, σ' απόκρημνα βουνά, σε καφτερές ερήμους. Από παντού αρπάζουν ότι βρουν. Χρήμα, γεννήματα, γυναίκες, σοφία, τέχνη. Η αρπαχτικότητα είναι η δικαίωση και το μεγαλείο τους. Εύστροφος λαός διδάσκεται εύκολα κι επιβάλει τη γνώση με τη βία. Το πνεύμα που άν­θισε στα ελληνικά χώματα, στα ρωμαϊκά χέρια καρπίζει και σπείρεται και γονιμοποιεί. Όλη η ανθρωπότητα ανα­γκαστικά μπολιάζεται με σκέψη. Η σκέψη όμως είναι επικίν­δυνο φυτό. Τρελαίνει τους ανθρώπους. Πλάθει επαναστάτες, μεσσίες, Χριστούς... Κι ένας Χριστός μπορεί ν' αλλάξει τη μορφή του κόσμου. Απλά, δίχως βία, στόμα με στόμα, χέρι με χέρι ο κόσμος δέχτηκε τον παραλογισμό της ισότητας και της αγάπης, ο κόσμος τραγούδησε και πέθανε γι' αυτή την τρέλα, που όμως, δεν έφευγε απ' τις καρδιές. Ύπουλα έγλυφε τα θεμέλια της εξουσίας. Για τη Ρώμη ήταν πια αργά. Καμιά δύναμη πάνω στη γη δεν κρατά αιώνια.
Και πάλι η γη μας κομματιάστηκε κι ο κόσμος έγινε μι­κρόψυχος. Το καινούριο μήνυμα αντί να σμίξει τους ανθρώ­πους, τους διαίρεσε. Μια εσωστρέφεια πνίγει τις καρδιές. Ο χριστιανισμός χτίζει την ανισότητα της θρησκείας. Η βαρ­βαρότερη τυραννία όλων των εποχών ορθώνεται στ' όνομα της αγάπης. Ο Θεός της ισότητας γίνεται προστάτης των καταπιεστών, δυνάστης των υπόδουλων. Οι εκκλησίες διδά­σκουν το θεϊκό νόμο της υποταγής, της υπομονής και της αναμονής πέρ' απ' τον θάνατο μιας πιο δίκαιης κοινωνίας. Κι ο Χριστιανισμός πεθαίνει κάτω απ' το βάρος των ανομιών του.
Κι απλώνεται ξανά σιωπή...

Γιατί μιλώ για όλα τούτα τα κοινότυπα, που εύκολα καθέ­νας βρίσκει στα σχολικά βιβλία ιστορίας;
Μα γιατί ψάχνω για τον ίδιο μου τον εαυτό, γιατί πιστεύω πως η ιστορία επαναλαμβάνεται κι όχι μόνο επιδρώντας στις ανθρώπινες μάζες, μα και στην προσωπική ζωή του καθενός. Ίσως απλά να υπακούμε σε φυσικούς νόμους, σαν τη βαρύ­τητα. Ίσως να μη μπορούμε να ξεφύγουμε. Ίσως να μην υπάρχει γοητευτικότερη ουτοπία απ' το μύθο της ελεύθερης βούλησης...
Και γω; Πού μπαίνω εγώ, σ' όλο τούτο το συναρπαστικό παραμύθι;
Μάταια ψάχνω με τα δάχτυλα ν' αναγνωρίσω το πρόσωπο μου. Αυτός που είμαι πάντα με περγελά και μου ξεφεύγει. Το τρομαγμένο παιδί, που πάσχιζε όλους να τους ευχαριστεί, πώς μετάλλαξε στο σκληρό επαναστάτη, που με κοφτερό λε­πίδι σακάτευε φιλίες για το χατήρι κάποιων αβέβαιων ιδανι­κών; Το δισταχτικό πλάσμα που παραφύλαγε πίσω απ' τα πρόσωπα να διακρίνει τις ρωγμές της απαστράπτουσας αυτο­πεποίθησης, πώς αφέθηκε να καλουπωθεί την καλογυαλισμέ­νη πανοπλία του σταυροφόρου;
Ήταν τότε που η μάνα είχε πια χαθεί.
—Την πήρε ο Θεός, μας είπαν κι έκαναν με σέβας το σταυ­ρό τους.
Τον πατέρα τον κρατούσαν οι άνθρωποι. Πού; Δεν ήξερα πια. Δεν τον είδα μήτε στην κηδείι,< της κείνη τη βροχερή σιωπηλή μέρα που όλοι έδειχναν τόσο βιαστικοί να την ε­ξαφανίσουν στη γη...
Μήτε ομιλίες, μήτε αποχαιρετισμοί...
Οικογενειακά, μ' έξοδα του δήμου.
Είχε προσφέρει πολλά η μάνα σ' ολάκερη τη γειτονιά, μα δεν ήταν αυτός ο λόγος που τη θάψαν «δημοσία δαπάνη». Δε μπορούσαν να κάνουν αλλοιώς. Θα βρωμούσε αν την άφη­ναν.
Έτσι βιαστικά και συννεφιασμένα την κουκούλωσαν ζε­στά ζεστά μ' άφθονο χώμα, ακουμπώντας τη καταγής τη στρογγυλή, απέραντή μου μάνα, που 'χε γίνει ένα κουβαράκι κόκκαλα.
Τ' αδέλφια σκορπισμένα. Ξενοδούλευαν. Δεν τα θυμούμαι να με κυκλώνουν. Θυμάμαι μοναχά τη βροχή, που κυλούσε στην πλάτη μου γλυστρώντας κάτω απ' το σακκάκι έτσι ό­πως κρατούσα το κεφάλι μου χαμηλωμένο.
Δεν τη κοιτούσα. Αρνιόμουν να τη δω, αρνιόμουν να τη φιλήσω. Είχα φιλήσει την Κατερίνα κι ήταν τόσο κρύα! Κι η Κατερίνα ήταν βιασμένη κι είχε κόσμο στην κηδεία και στεφάνια και παράτες κι ένα γυαλιστερό κατάμαυρο αυτοκί­νητο.
Η μάνα είχε ένα κομμάτι βασιλικό. Το πέταξα πάνω της την τελευταία ώρα, ζεστό απ' το σφίξιμο στα χέρια μου.
—Μυρίζει ωραία, σκέφτηκα.
Η μάνα από χθες βρωμούσε. Γι' αυτό κι ο δήμος νοιάστη­κε.
Της μάνας της άρεσαν τα μυριστικά. Έχωνε τη μύτη της βαθειά στην καρδιά του βασιλικού κι ανάσαινε ευφρόσυνα. Μας έφτιαχνε πιλάφι με βασιλικό και γλύφαμε τα δάχτυλά μας, κεφτέδες μόνο μ' αλεύρι, ντομάτα και βασιλικό. Κάθε του Σταυρού κούρευε γουλί τους ντενεκέδες και μ' έστελνε στην εκκλησιά. Λυπόμουν που τους χαλάλιζε. Ήταν τόσο όμορφοι με τα ψιλά λευκά τους λουλουδάκια!
—Μη σκας, μου χαμογέλαγε περνώντας το σκληρό της χέρι στο πάντα καλοκουρεμένο κεφάλι μου που θύμιζε αχινό. Του χρόνου πάλι θα 'χουμε. Δες, κράτησα το σπόρο.
Κι άπλωνε στην αυλή τα σπόρια, τα ξέραινε, τα φύλαγε ευλαβικά για την επόμενη χρονιά, όχι ανακατεμένα μα χω­ριστά, από δω τα πλατύφυλλα, από κει τα σγουρά. Κι έφτιαχνε τόσα που κάθε χρονιά μοίραζε και στις γειτόνισσες.
— Έχεις καλό χέρι, της λέγαν τότε όλες. Εμάς ποτέ δε μας πετυχαίνουν έτσι, ποτέ!
—Θέλει αγάπη, έλεγε. Κάθε πράμα θέλει αγάπη.
Την άφησαν χωρίς σταυρό κι ας σίμωνε του Σταυρού. Σκε­φτόμουν όλη νύχτα πώς θα κλέψω. Πώς γίνεται όλοι να 'χουν σταυρό έξω απ' τη μάνα μου; Ο Σταυρός της το χρω­στούσε. Τόσα βασιλικά του πρόσφερε. Κείνος χρυσός, λα- μπροστολισμένος, κρύος όσο και κείνη, αστραφτερός, θα 'πρεπε να ξεπληρώσει τώρα.
Κείνο το βράδυ μ' είχαν οι γειτόνισσες. Σ' ένα δωμάτιο γεμάτο ξένους, σε μια γωνιά, κατάχαμα, με τη μύτη κολλη­μένη στον τοίχο και την καρδιά διπλωμένη στα δυό σαν το κορμί μου.
—Πώς κουλουριάστηκες έτσι; Θα πιαστείς, άκουσα κάποιον να μου λέει μες απ' τα σύγνεφα. Δε θα φας κάτι; Κάνα βραστάρι, κάνα αβγό;
Ο κρύος τοίχος μ' ανακούφιζε, με πλησίαζε κοντά της. Το φως κι η ζέστα φάνταζαν φριχτά. Κείνη θα 'ταν τόσο μόνη!
Κρατούσα τα μάτια σφαλιχτά, τ' αυτιά μου βούιζαν.
Χτες βράδυ είμαστε μαζί οι δυο μας, εκείνη στο κρεββάτι κρύα και χλωμή και γω καθισμένος πλάϊ της. Με κοίταζε δίχως να με βλέπει. Το στόμα της ανοιχτό, σαν να 'χε κάτι να μου πει κι όλο το ξεχνούσε. Και γω της μιλούσα. Έλεγα, πόσα δεν της έλεγα δίχως να μ' ακούει!
Κι η νύχτα ατέλειωτη!
Με βρήκαν να κοιμάμαι πλάϊ της.
—Βρωμάει, είπαν και φώναξαν το δήμο.
—Ο δήμος θα φροντίσει για όλα, είπαν. Μη νοιάζεσαι.
Ο δήμος φρόντισε. Με πήγαν στο οικοτροφείο της Μητρό­πολης. Τη μέρα δούλευα σ' ένα μηχανουργείο, το βράδυ στο νυχτερινό. Ποτέ δεν αγαπούσα τις μηχανές, μα έπρεπε να κερδίσω το ψωμί μου, είπαν.
Στο μηχανουργείο γνώρισα τον Κώστα, το διαφωτιστή μου, στο οικοτροφείο το Δημήτρη, τον κατηχητή.
Ο Δημήτρης έφτιαχνε ωραίες ομιλίες και ποιήματα. Ήταν το καμάρι μας. Πάντα πρώτος, πάντα τέλειος. Πάντα αυτόν έβαζαν μπροστά κάθε που φαινόταν ο δεσπότης και οι κυρίες του φιλόπτωχου.
Ο Κώστας έβριζε γουστόζικα, ήταν καυγατζής, αν δεν ήταν τόσο καλός μάστορας σίγουρα θα 'χε πάρει πόδι από καιρό. Όλοι τον απόφευγαν, φοβόντουσαν μη χαρακτηρισθούν, ή­ταν σημαδεμένος, είχε φάκελο, όπως και γω. Ταιριάξαμε.
Τα σκοτεινά υπόγεια της παρανομίας, όπου συνωμοτούσα­με να σώσουμε τον κόσμο μου μύριζαν λιβάνι. Στα μάτια μου μεταμορφωνόμουν σ' εξαφτέρουγο αρχάγγελο έτοιμο να σαλπίζει την Αποκάλυψη. Ζούσα την πρωτοχριστιανική α­θωότητα στην παρανομία της μύησής μου στον κουμουνισμό και, κανείς δε μπορούσε να με πείσει για το ασυμβίβαστο της κοινωνικής επανάστασης με τη θεολογική ισοτιμία.
Μελετούσα με πάθος την ιστορία ανασκαλεύοντας τα έγκατα του νου. Έψαχνα με ζήλο ναβρώ τη λάθος κίνηση.
Ντροπή! Κανείς δε βρέθηκε να πει για την αυγή της προ­δοσίας. Τον πρώτο δούλο κανείς δεν ονομάτισε. Τον πρώτο αφέντη. Ίσως γιατί οι ρόλοι άλλαζαν συχνά. Ίσως γιατί τότε, όλοι ήξεραν πως κανείς δε γεννιέται αφέντης ή δούλος. Σιγά σιγά ο παραλογισμός της δουλείας θριάμβευσε στις κοι­νωνίες. Σιγά σιγά πιστέψαμε πως είναι φυσικό άλλοι να κυ­βερνούν κι άλλοι να υπομένουν.
Η Ιστορία μας διάψευσε. Οι ρόλοι πάντοτε θ ' αλλάζουν. Καθένας πρέπει να κατακτά τη θέση του στο σύνολο, σ' ένα κόσμο όπου η ανισότητα είναι κανόνας κι η βία ρυθμιστής.
Μου ήταν αδιανόητο να κατανοήσω τις φυλακές της Ιεράς εξέτασης, τις εκπολιτιστικές θηριωδίες των εξερευνητών, τις σταυροφορίες και τις ελέω Θεού μοναρχίες.
Μ' ενθουσίαζε η Α ναγέννηση, η χαραυγή του νέου πεπρω­μένου. Οι ορίζοντες που πλαταίνουν. Το ξύπνημα των λαών, αυτού του κοιμισμένου γίγαντα.
Ο κόσμος γίνεται μικρός. Οι ωκεανοί πρέπει να γεφυρώ­σουν τις ανθρώπινες τρέλες. Ο θρίαμβος της τόλμης και της φαντασίας. Καμμιά σκέψη πια δεν είναι απαγορευμένη. Όλα επιτρέπονται. Ο κόσμος τόσο γεμάτος εκπλήξεις! Το μυαλό μας τόσο απέραντο σε δυνατότητες! Η Τέχνη κι οι επιστήμες θριαμβεύουν. Οι παπάδες λουφάζουν μπρος στις αποδείξεις της μωρίας τους. Ο στατικός κόσμος μεθυσμένος στριφογυ­ρίζει κι είναι υπέροχη αυτή η κίνηση που καταλαμβάνει όλη τη γη. Οι λαοί μετακινούνται, σαν για να ξεμουδιάσουν μετά τόσο βαρύ χειμώνα. Οι άνθρωποι μαθαίνουν να διεκδικούν ότι θαρρούν για δίκιο. Οι κληρονομικοί άρχοντες πρέπει να πεθάνουν. Όλοι έχουν δικαίωμα να ζουν. Όλοι πρέπει να διεκδικούν αυτό το δικαίωμα. Ο άνθρωπος απλώνει τα πόδια του, βγαίνει απ' το ζυγό. Ξανακοιτά τον ουρανό έκθαμβος. Όλοι απαιτούν τα πάντα. Αυτή είναι η ζωή, μια αλλαγή. Τι τρέλα! Σα να γυρνάς σε λούνα παρκ! Μεθάς από χαρά. Η όψη του κόσμου μεταβάλλεται. Η ζωή γίνεται ευκολότερη. Το μυαλό γεννά μηχανές κι οι μηχανές σπρώχνουν το μυαλό να σκέπτεται γοργότερα. Το κυνήγι του άπιαστου μας συνεπαίρ­νει. Κι οι πόλεμοι φονικότεροι και μαζικότεροι. Τώρα όλοι ξέρουν πως πεθαίνουν δίχως λόγο κι όμως κανείς δεν αρνεί­ται να πεθάνει μόλις τον ντύσουν στρατιώτη.
Η τεχνολογία κατακτά και τον πόλεμο. Μάταια-μοναχικές φωνές πασχίζουν να ξυπνήσουν τη λογική των ανθρώπων, το συναίσθημα τους. Περ' από κάθε λογική, περ' από κάθε συναίσθημα ο κόσμος συνεχίζει να ματοκυλιέται.
Ίσως είναι στη φύση του. Ίσως δεν μπορεί να παρακούσει τις κραυγές του φονικού του ενστίκτου. Ίσως μας έγινε συ­νήθεια. Ο τρόμος που λούφαξε κάτω απ' το πετσί μας πρέπει πότε πότε να σκοτώνει. Ίσως να γεννηθήκαμε φονιάδες.
Όλοι μας κρύβουμε μέσα μας το δυνάστη και το δούλο. Ποιός τα κατάφερε να ερμηνεύσει την αδιαφορία των απλών ανθρώπων μπροστά στις γερμανικές θηριωδίες; Ποιος μας εγγυάται πως ο φασισμός έχει πεθάνει;
Μέσα μας ουρλιάζουν οι λύκοι, και μεις κατασκευάζουμε διαφορές για να πυροδοτούμε τις αντιθέσεις. Το μαύρο και το άσπρο δε διαλέγουν στρατόπεδα. Παντού απλώνεται το γκρί­ζο. Ψάχνουμε. Όλοι ψάχνουμε. Κανείς δεν έχει δικαίωμα να 'ναι απόλυτος σ ' αυτούς τους πειραματισμούς. Η αντικειμε­νικότητα είναι μια ακόμη ψευδαίσθηση.
Σιωπή... Πάντα απλώνεται σιωττή. Παντού απλώνεται σιω­πή, σα βασιλεύει η βία. Κι είν' η σιωπή μας προδοσία. Η ενοχή μας βαραίνει όλους. Όσοι ανεχόμαστε τη βία είμαστε συνένοχοι με τους δήμιους. Είμαστε τα μελλοντικά θύματα.
Πόσο στο βάθος πρέπει να σκάψουμε στη γη την πυρωμέ­νη απ' την πολεμική μας μάνητα; Ποια δαιμονισμένη φα­ντασία μπόρεσε να δημιουργήσει μιαν ανθρωπότητα που ε­πιζεί τρώγοντας τις ίδιες της τις σάρκες;
Όμως εμείς, στο κόμμα, δεν προβληματιζόμαστε πολύ. Ο κόσμος μας απλός, ένα καρβέλι. Απλές κι οι λύσεις που προ­τείναμε. Με το μαχαίρι ίσα κομμάτια. Τ' ότι όποιος κρατάει το μαχαίρι αυτόματα αποκτά υπεροχή δε μας απασχολούσε. Αντίθετα, στις ατέλειωτες αγρύπνιες μας στα ντουμανιασμέ­να απ' το τσιγάρο υπόγεια διαφωνούσαμε και συζητούσαμε θέματα τακτικής. Όλοι είχαν κάποιαν άποψη κι είμαστε τό­σο ζαλισμένοι που κει κατά τα ξημερώματα συνήθως κατα­λήγαμε να συμφωνούμε στην απόφαση που κατέβαινε από ψηλά, λες κι είχε γίνει η επιφοίτηση του αγίου Πνεύματος.
Με μάτια ξερά και στόμα στεγνό βγαίναμε στους έρμους δρόμους μέσα στο πρωϊνό αγιάζι. Είχα να πηδήξω το μα­ντρότοιχο του οικοτροφείου και να μπω δίχως να με πάρουνε χαμπάρι. Σύννεφα συνωμοσίας σκέπαζαν το θάλαμο. Όλοι λίγο πολύ ξεπορτίζαμε, οι πιότεροι για να επισκεφθούν τα κορίτσια ν' αλαφρώσουν. Πού βρίσκανε λεφτά δεν τους ρω­τούσα, όπως δε με ρωτούσαν πού φύλαγα τις προκηρύξεις. Είναι αστείο, που μόνο εγώ χρησιμοποιούσα αυτό το παρά­πτωμα για μια τόσο πνευματική απασχόληση. Ντρεπόμουν να τ' ομολογήσω. Δεν το 'ξερε κανείς, μήτε κι ο πνευματικός μου. Εκείνος μας ρωτούσε για τα σεξουαλικά μας προβλήμα­τα με τόσες λεπτομέρειες που με προβλημάτιζαν. Ρωτούσε, αν κοιταγόμουν γυμνός στον καθρέφτη, αν ερεθίζομαι, αν έχω σχέσεις με κορίτσια ή αγόρια, φυσικές ή παρά φύσιν, σωμα­τικά ή πνευματικά. Με κοιτούσε δύσπιστα καθώς αρνιόμουν μονολεκτικά. Δε φανταζόταν πως δε μου 'μενε καιρός για τέτοιες σκέψεις. Όταν ολόκληρος ο κόσμος σε προσμένει να τον σώσεις, είναι φυσικό να ξεχνάς τα δικά σου προβλήμα­τα.
—Φειλήτας... Φειλήτας... Τι όνομα είναι αυτό; μουρμούρα- γε μ' αποδοκιμασία ξυνίζοντας τα μούτρα του. Δεν είναι χριστιανικό! Πώς σε βαφτίσαν έτσι;
—Δε φταίω εγώ, έλεγα γλυκά, χαμογελώντας δαιμονικά κατά μέσα μου. Έτσι λέγαν το νονό μου.
Κι όμως, ήλθε και για μένα, το Φειλήτα, ο έρωτας, ακάλε­στος και παντοδύναμος σαν σ' όλους τους θνητούς. Τον προ­σκύνησα σα Θεό, καθώς του έπρεπε. Τον υμνολόγησα με πατερικούς ψαλμούς.
«Πολυπρόσωπε, άχρονε, μυστηριακέ, πανάχραντε, ασώμα­τα υλικέ, ο πυρουτεχνουργός της φαντασίας, ο δυναμιτιστής της αίσθησης, ο παραγωγός της ηδονής και προαγωγός της εγκράτειας, έλα, καταδέξου να σταθείς στο θρονί της ύλης, πουλί άπιαστο, ανεξιχνίαστο φάσμα, χαμογελαστό βρέφος, νοητικό κατασκεύασμα, αισθητηριακό παιχνίδισμα! Δέξου την υποταγή της ωριμότητας, συγχώρεσε την άγνοια της πρώτης νιότης. Δέσε το χρόνο στα χρυσά σου δόκανα, φυ­λάκισε τον πόθο στην απεραντοσύνη του χρόνου, διάλυσέ μας στην απόλυτη ισχύ σου. Στιγμή η ζωή μας κι ο νους μας φυλακή. Αευτέρωσέ μας απ' τα πλοκάμια της ηθικής, σύντριψε τις κοινωνικές πλεκτάνες κι ορθώσου θεόρατος, θριαμβευτής, πάνω απ' τη μοίρα και την ιστορία, στην αγκα­λιά του μυστηρίου, στη μήτρα της θρησκείας, στο κύτταρο της ύπαρξης.
Χαϊδεμένε μας, παιχνιδιάρη ήλιε, άπιαστο φεγγάρι, νερο­μάνα, ωκεανέ, γεφύρι μας εφτάτοξο, κούνια και κιβούρι μας.
Δέξου να ενσαρκωθείς στο σκοτεινό μας πρόσωπο, δέξου να υπάρξεις στην απατηλή μας μέρα, δέξου να μακρύνεις, εκτείνοντας ως το άπειρο τη χορδή της παρουσίας μας κι είθε να σπάσουμε στα χέρια σου ηχώντας το γλυκό του κόσμου παραμύθι».
Τούτη την ιερόσυλη προσευχή, σε αντιστοιχία με το κα­θημερνό μας «Βασιλεύ ουράνιε, παράκλητε...» μου την ενέπνευσε μια σκιά, η Ευρυδίκη.
Την έβλεπα στην εκκλησιά, κάθε Κυριακή στην ίδια πάντα θέση απ' τον όρθρο. Είχε λεπτά χαρακτηριστικά κι ήταν τόσο αδύνατη που θαρρούσες πως από στιγμή σε στιγμή θα διαλυόταν σε φωταχτίδες. Είχε μεγάλα γαλάζια μάτια, μάτια παιδιού και τα χείλια της, δίχως κανένα κοκκινάδι να τα σ­κιάζει πυροδοτούσαν τα πιο τρελλά μου όνειρα. Ίσως να συ- ντελούσε το μισόφωτο, ίσως να με μεθούσε το λιβάνι. Τη φα­νταζόμουν ένα κομμάτι ουρανό. Δεν αναζητούσα τη συμμε­τρία στις ανατομικές της λεπτομέρειες. Οι κινήσεις της είχαν μιαν αρμονία. Ίσως μόνον εγώ μπορούσα να συλλάβω τη μελωδία της. Ήμουν σίγουρος πως δεν ήταν ανθρώπινη. Δε μπορούσα να τη φανταστώ να τρώει ή να ντύνεται ή να χο­ρεύει. Θα μπορούσα όμως να τη δω να αιωρείται δίχως διόλου ν' απορήσω.
Μου ανήκε. Ήμουν σίγουρος γι' αυτό. Το ζητούσα με τόση θέρμη απ' το Θεό στις προσευχές μου. Μαζί της θα μπορούσα να πετύχω τα πάντα. Ήμουν τόσο βέβαιος για τις προθέσεις της. Σκεπτόμουν: «Τώρα θα με κοιτάξει» και σαν μαγεμένη κείνη ακουμπούσε το βλέμμα της πάνω μου και τότε με συνέπαιρνε μια γοητευτική μέθη. Μου φαινόταν πως όλη η γη λουλούδιαζε μόνο για μένα, πως όλοι οι άνθρωποι ήταν καλοί. Μπορούσα όλους να τους συγχωρήσω. Ακόμη και κείνο το διαστρεμμένο μαθηματικό που τακτικά όργωνε στο κορμί μου με το χάρακα τα μονοπάτια της γνώσης. Δεν είχε άδικο. Στην ώρα του ή κοιμόμουν ψόφιος απ' την κού­ραση της μέρας και την παρανομία της νύχτας ή ονειρευό­μουν. Έκλεινα τα μάτια κι η Ευρυδίκη φάνταζε ολοζώντανη εντός μου, πιο υλική παρά όταν την έβλεπα να προσεύχεται μπροστά στα εικονίσματα. Κάτω απ' το βλέμμα των αγίων τη ζύγωνα μυστικά. Καθώς περίμενε ευλαβικά να πάρει το α­ντίδωρο, εγώ συνωμοτούσα να διαπεράσω τη διαχωριστική νοητή γραμμή ανάμεσα στα δυο φύλα και να την αγγίξω.
Μοσκοβολούσε. Κανείς άνθρωπος δεν ευώδιαζε έτσι. Γοη­τευτικά φώτα την τύλιγαν. Κρυφάκουγα τη φωνή της. Δε μου απευθύνθηκε ποτέ. Έμαθα τ' όνομα της ακούγοντάς τη ν' αποκρίνεται στο κάλεσμα μιας φίλης της.
—Ευρυδίκη! το 'λεγα και το ξανάλεγα, το χάραζα παντού. Είμαι ο Ορφέας σου! της ψιθύριζα μυστικά. Για σένα και περ' απ' το θάνατο.
Όλα τα τραγούδια μιλούσαν για μένα. Όλα τα παραμύθια είχαν κάτι να μου πουν.
Ο έρωτας! Όταν η ζωή παραπαίει σαν μεθυσμένη απ' την απελπισιά στην πιο τρελλήν αισιοδοξία.
Μ' αγαπά! Όλο αυτό σκεπτόμουν. Μ' αγαπά; Αν μ' αγα­πά...Θα μ' αγαπά; Αν δε με προσέξει; Παράδινα τις ελπίδες μου σε λουλουδοπέταλα κι αυτά με περγελούσαν, πότε μ' εκσφενδόνιζαν στον ουρανό και πότε με γκρέμιζαν στον Άδη. Όλοι οι άλλοι μιλούσαν μ' αισχρά υπονοούμενα για τις γυναίκες. Μου φαινόταν ιεροσυλία ακόμη και να τη φι­λήσω. Φανταζόμουν το γάμο μας. Εγώ θα 'μουν μεγά­λος, διάσημος, σοφός, πλούσιος. Θα την έκανα βασίλισ- σά μου. Θα την άγγιζα μετά. Ρίγη πυρετικά με διαπερνού­σαν. Δεν τολμούσα να σκεφθώ το γυμνό της κορμί στα χέ­ρια μου. Αντίθετα έβλεπα ξεκάθαρα τα χέρια της ν' ακολου- θάνε τις γραμμές του προσώπου μου, το πρόσωπο της να ζεσταίνει το στήθος μου, τα μαλλιά της να χαϊδεύουν το λαιμό μου.
Κι έπειτα...
Μια Κυριακή η εκκλησιά σκοτείνιασε. Η Ευρυδίκη είχε εξαφανιστεί, σαν αστέρι που χάραξε την πορεία του και χά­θηκε στ' απέραντο στερέωμα.
Την πρώτη Κυριακή χτένιζα αδιάκοπα την εκκλησιά με το βλέμμα αναζητώντας κάποιο χνάρι της. Τίποτε. Σιωπή. Ίσως αρρώστησε, συλλογιζόμουν ανήσυχα μα και μ' ελπίδα. Όλη τη βδομάδα έσπρωχνα τις ώρες να κυλούν στριμώχνοντας ασχολίες σε κάθε λεπτό για να κρατώ το μυαλό μου αδιάκοπα απασχολημένο. Μήτε την άλλη Κυριακή, μήτε και την πα- ράλλη την ξανάδα. Η κάθε Κυριακή ερχόταν τόσο άδεια, τόσο άχρηστη κι ανούσια! Στο τέλος επαναστάτησα. Απρό­σμενα ύψωσα τη γροθιά μου στο θεϊκό πρόσωπο. Την ώρα που 'βγαιναν τα Άγια. Σα σ' αποκάλυψη. Για πρώτη φορά δε γονάτισα, μήδε κάν έσκυψα το κεφάλι. Κοίταξα την εκκλησιά με μίσος. Ένιωθα τη διάθεση να ουρλιάξω τόσο δυνατά που να γκρεμίσω συθέμελα τούτο το προδοτικό κτί­σμα.

—Δεν υπάρχεις, Θεέ, μουρχόταν να φωνάξω. Είναι άδικο. Κοίταζα τους σιωπηλούς πιστούς που κατανυχτικά τριγύρω μου προσεύχονταν. Ένιωσα αυτόματα να ψηλώνω, ν' αγγίζω τους ουρανούς της γνώσης. Τους περιφρονούσα. Πόσο τους περιφρονούσα αυτούς τους σκυφτούς υπομονετικούς ανθρώ­πους που εκλιπαρούσαν το θεϊκό έλεος. Χαμογελούσα χαιρέ­κακα. Εγώ ήξερα, δεν υπάρχει Θεός ν' ακούει τις προσευχές μας ή αν υπάρχει δεν είναι καλός. Μας κοροϊδεύει. Ήταν η τελευταία φορά που πάτησα την εκκλησιά σαν πιστός. Από κείνη τη στιγμή κάθε ναός για μένα ήταν ένα ακόμη θέατρο για να περιφέρουν την πλήξη τους οι χορτάτοι κι οι ονειρο­πόλοι. Ο Θεός με είχε προδώσει. Τώρα πια ήταν η δική μου σειρά να τον απαρνηθώ. Η προδοσία γεννιέται μέσα μας μό­λις εγκαταλείψουμε τη μυστική φωνή που μας καθοδηγεί στο φως.

Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης