Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (μελέτημα)

Του κ. Νικολάου. ΑΡΒΑΝΙΊΌΥ, Καθηγητού Φιλολογίας
Γυμνασίου Αρρένων Σύρου
μελέτημα
εν Σύρω 1961

"Επιτακτικό, ιερόν καθήκον μας επιβάλλει να προσφέρωμε κι' εμείς ένα ταπεινό κερί ευλάβειας και εθνικής ευγνωμοσύνης στο μεγαλύτερο πεζογράφο της νεωτέρας "Ελλάδος, στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη επί τη συμπληρώσει 53 χρόνων από του θανάτου του[1].
Ό μεγαλύτερος μαέστρος του αφηγηματικού λόγου —κατά τον Πρόεδρον της Ακαδημίας Αθηνών Σπ. Μελάν— προξενούσε από τα παιδικά μου χρόνια μιάν ανείπωτη συγκίνησιν.
Δεν θα ξεχάσω, αλήθεια, την παιδική μανία μου, που, μόλις έπαιρνα καινούργιο αναγνωστικό, αμέσως έσχιζα τα τελευταία φύλλα του να δω αν είχε διήγημα του Παπαδιαμάντη, κι' αχόρταγα το διάβαζα, το ξαναδιάβαζα και νόμιζα, πώς ή λαχτάρα αυτή ήταν παιδική...
Πέρασαν τα χρόνια, ανέβηκα στην έδρα, άσπρισαν τα μαλλιά, μα νοιώθω μιαν ακατανόητη συγκίνησι πάντα από τα έργα του Παπαδιαμάντη. Γι' αυτό τις μέρες και ώρες πού πρέπει να διδάξω κάτι από τον Παπαδιαμάντη, δεν βλέπω την ώρα να μπω στην τάξι ν' αρχίσω το μάθημα. Μα βλέπω και, τους μαθητάς ότι αυθόρμητα κι' αυτοί ενθουσιάζονται και όχι απλώς συμμετέχουν, μα ζουν τις στιγμές του Παπαδιαμάντη. Κι' ενώ άλλες φορές, λες και τους κεντρίζει το  σχολικό κουδούνι και πετιούνται απ' τα καθίσματα και σπουν τα δεσμά της προσοχής και της ησυχίας, όταν διαβάζονται διηγήματα του Παπαδιαμάντη, πάντα μένουν εκεί, καρφωμένοι στα θρανία, σαν να τους έγινε κάποια μαγεία, γιατί συνεπαίρνει μεγάλους και μικρούς του Παπαδιαμάντη ή γοητεία.
Ομολογώ ότι ήταν μεγάλο το τόλμημά μου να θέλω να μιλήσω εγώ γι' αυτόν «πού δίνει την άυλη χαρά» κι έχει πνοή σαιξπηρική, όπως λέει ό Παλαμάς, γι' αυτόν, πού στάζει μέλι από τα χείλη του κι' είναι ζωγράφος των ειρηνικών νησιών, πλάστης των αγαθών και δυστυχών ανθρώπων, ποιητής των γραφικών έρημοκκλησιών, και αποτελεί μαζί με τον Σολωμό και τον Γκύζη την καλλιτεχνική τριάδα της νέας μας ζωής, ως γράφει ό Νιρβάνας γι' αυτόν, πού είναι πεζογράφος πολύ σπάνιας αξίας, ως τον θεωρεί ό Jean Dargos —γι' αυτόν, πού είναι ό Βαλαωρίτης του διηγήματος, ως τον ονομάζει ό Κωνσταντινίδης, γι' αυτόν, πού είναι ζωγράφος της πέννα:, ως τον χαρακτηρίζει ο Χατζηδάκης —γι' αυτόν πού είναι ό κατ' εξοχήν ψυχογράφος- συναισθηματογράφος— ό μόνος μετά τον Όμηρον αναπαραστήσας με κλασσικήν τελειότητα την Ελληνικήν φύσιν και ζωήν— ό ανυπέρβλητος και τέλειος χαρακτηριστής —ο Σολωμός του νεοελληνικού λόγου— ως τον αποκαλεί ο Χαρ. Παπαντωνίου, γι'αυτόν πού είναι ο μεγαλύτερος συγγραφεύς —το ισχυρότερο και σημαντικώτερο τάλαντο, πού δεν έχει ανώτερό του— ό μεγαλύτερος Ελλην διηγηματογράφος —ο κατ' εξοχήν εθνικός— ό μεταξύ των πρώτων —εις οιανδήποτε φιλολογίαν και αν ανήκε— όπως τον εκθειάζει ό Ξενόπουλος —ό άξιος αντίστοιχος του εθνικού μας ποιητή Σολωμού κατά τον Μελά, ό μεγαλύτερος νεοέλλην πεζογράφος κατά τον Βερίτη —ο άγιος των ελληνικών γραμμάτων κατά τον Φουριώτη.
Ναι — το ομολογώ είναι τολμηρό-δύσκολο— και ζητώ την επιείκειά σας. Ή άνεκτικότης και η ευγένεια ή δική σας από τη μια —ή σεμνή μετριοφροσύνη του Παπαδιαμάντη— πού είναι γνώρισμα των αληθινά μεγάλων θα μου επιτρέψουν ν' ασχοληθώ πολύ λίγο —όσο επιτρέπουν τα λίγα αυτά λεπτά της ώρας— για τη μεγάλη προσωπικότητα και το έργο του. Το πανελλήνιο κύρος και ή πέραν της Ελλάδος φθάνουσα δόξα του, δεν θα μας κάμουν να διστάσωμε και να μην τον φέρουμε ανάμεσά μας απόψε και να μην τον άναπολήσωμε στα πενηντάχρονα από του θανάτου του.
"Ας πεταχτούμε πρώτα στο νοσταλγικό αγαπημένο του νησί, τη Σκιάθο.
Η Σκιάθος είναι ένα νησί με κόσμο ονειρεμένο, γλυκό, υποβλητικό, κλειστό στον εαυτό του και στη μοίρα του, γεμάτο γαλήνη, ποίησι, ομορφιά. Έχει κάτι το ήμερο και εξαϋλωμένο, το γλυκό, το ακριβό, το πολύ απλό μα και πολύ πλούσιο στην απλότητα του. Σύνθετο από πολλές ομορφιές και χρώματα, και αρώματα, και ποικιλίες, και γραμμές. Κάτι το μοναδικό, πού δεν το χορταίνει κανείς. Ή Σκιάθος δεν έχει κανένα μεγαλείο, κανένα ύψος. Κι' όμως σου επιβάλλεται, σε κρατά κοντά της, με την πολυσύνθετη ποικιλία των μορφών και των όγκων της, μα τα απαλά υψώματα, ρέματα, χαράδρες, με τα αμέτρητα λιμανάκια, τούς κόρφους, τα ακρωτήρια, τις σπηλιές, τα νησάκια, τούς άγριους γκρεμνούς, τις απαλές αμμουδιές, τα ρόδινα ακρογιάλια, τούς θεώρατους βράχους. Και με τα χρυσαφένια δαντελωτά και εναλλαγές της, με τις ελιές, βελανιδιές, πρίνους, λεύκες, πλατάνια, φτελιές, με τα γραφικά σπιτάκια, εξωκλήσια, μοναστήρια της, με τη στοιχειωμένη νεκρόπολη, τα κάστρα, μ' όλα αυτά σε γοητεύει, σε ζαλίζει.
Στο ποιητικό αυτό φυσικό περιβάλλον γεννήθηκε ό Παπαδιαμάντης στις 4 του Μάρτη του 1851, πού επέδρασε τόσο, ώστε να βγή αισθηματικός, άνθρωπος, ποιητικός στην ψυχή, ζωντανός στο πνεύμα και να ύμνήση τόσο την ελληνική φύσι.
Ο πατέρας του Αδαμάντιος Εμμανουήλ, ιερεύς, από παλιά, ντόπια, ναυτική, πολύκλαδη οικογένεια, ανήκεν εις γένος λευιτικόν, ως αναφέρει ο γυιός του.
ΙΙαπάς με συναίσθησι της υψηλής αποστολής του, ευσυνείδητος, με υψηλό φρόνημα, με ψυχική ανωτερότητα, πρότυπο κληρικού, πάνοπλος προ παντός από αρετή, ακτινοβολεί στις ψυχές των συγχρόνων του και ιδίως στα παιδιά του και γι' αυτό με θαυμασμό και με καμάρι πλέκει το εγκώμιο του ό Παπαδιαμάντης, «στολισμένος με καθαράν άπαγγελίαν, απλούς, απέριττος τούς τρόπους, καθαρός και σεμνός εν τή περιβολή, προσέδιδεν αφελή μεγαλειότητα εις τας εκκλησιαστικός ακολουθίας, προσηνής, ελεήμων, αγαθός». Δεν είναι λοιπόν παράδοξον γιατί τον λάτρευαν οι ενορίται του, γιατί επέδρασε τόσο στο γυιό του, για τον οποίο ό πατέρας στάθηκε βράχος για τη μόρφωση του Αλέξανδρου του. Χωρίς την επιμονή και τις αιματηρές θυσίες του, δεν θα είχε σήμερα ή Ελλάδα τον μεγαλύτερο νεοέλληνα διηγηματογράφο της.
Ή μάννα του Γκιουλώ ή Αγγελική, κόρη του άρχοντα Αλέξανδρου Μωραΐτη ή Μωραϊτίδη, πού καταγόταν από τό Μυστρά, από παλιά μεγάλη αρχοντική οικογένεια. 'Απλή, ταπεινή, γεμάτη πίστι και αφοσίωσι προς το σπίτι της, σωστή Έστιάδα της τρυφερής οικογενειακής γαλήνης, στάθηκε για τον Παπαδιαμάντη πηγή ψυχικής ευαισθησίας, καλοσύνης, αφοσιώσεως, σιωπηλής αγάπης.
Η μάννα από τη μιά με τόσους επίσημους γραμματισμένους από την αρχοντική οικογένεια της, ο πατέρας από την άλλη, πνευματικός ηγέτης του νησιού, του εχάραξαν το δρόμο, τον ώθησαν προς τα γράμματα, αφού του έδοσαν και σχετικήν κληρονομικότητα.
Θα περίμενε κάνεις από το έξυπνο παπαδοπαίδι άλλη επίδοση στα μαθήματα, κατά την παιδική του ηλικία, κάτι περισσότερο από το γενικό χαρακτηρισμό «μέτριος». Ή καθυστέρηση αυτή είναι αποτέλεσμα της μανιακής ασχολίας του με τη ζωγραφική. Μπροστά της όλα τα περιφρονούσε, όλα τα άφηνε. Ώρες σκυμμένος στο σχέδιο, τον είχε συνεπάρει ό δαίμονας της τέχνης, το πάθος της αναπαράστασης, της μίμησης και της ηθοποιίας.
Φαίνεται πώς ήταν πολύ ζωηρός, πολύ ανυπόταχτος, δαιμονισμένος στην προεφηβική τού ηλικία. 'Ανέβαινε στις μυτερές πέτρες, στ' απόκρημνα, προξενώντας σωστό μαρτύριο στους ηλικιωμένους συνοδούς του. 'Αφήστε τον να μας διηγηθή μόνος -του κάτι από τα κατορθώματα του : « Οι πλείστοι έξ ημών άφατον εύρισκον τέρψιν, εις το να κρούωσι μανιωδώς τούς ραγισμένους κώδωνας των δυο ή τριών ναΐσκων, των σωζομένων ακόμη, εντός του φρουρίου, άμιλλώμενοι, τις να διαρρήξη απτούς, μίαν ώραν αρχίτερα, μεθ’ όλας τας διαμαρτυρίας του αγαθού ιερέως (του πατρός του) και το επισειόμενον μαστίγιον του κλητήρος της δημαρχίας ή του χωροφύλακος».
Άλλού πάλι μας λέει : «δραπετεύοντες από το σχολείον, εκολυμβούσαμεν διαρκώς οκτώ ή δέκα φοράς την ημέραν».
To ανήσυχο αυτό παιδί εύρισκε ευχαρίστησι στα πανηγύρια και στις γιορτές του νησιού του. Συνώδευε τον πατέρα του την αυγή ή το σούρουπο στα εξωκλήσια, τον βοηθούσε στην ψαλτική, στη λειτουργία. Δεν τον έμελαν οι αποστάσεις, δεν τον φόβιζαν οι κακοκαιρίες, έτρεχε με όλο το ψύχος και τα χιόνια.
Αφήνει το νησί για να σπουδάση, πάει στη Σκόπελο, στη Χαλκίδα, στον Πειραιά, στν Αθήνα, μα η μεγάλη φτώχεια του σπιτιού του, η φτώχεια πού μέχρι τέλους της ζωής θα τον ακολουθή, σαν αχώριστη κατάμαυρη σκιά, ή φτώχεια δαν τον αφήνει ν' ανασάνη, να συνέχιση τις σπουδές. Μαζί ή αγωνία του πατέρα του, πού έχει ν' αναθρέψη 6 παιδιά, και ν' αποκαταστήση 4 κορίτσια, ολα αυτά του κάνουν το μέλλον πολύ σκοτεινό και ακαθόριστο. Μαζί μα τόσα άλλα -ψυχικά τραύματα και πληγές, πού είχαν ανοίξει στην παιδική ψυχή του, οι ειρωνείες, ο κατατρεγμός, τα πειράγματα, οι ταπεινώσεις των ζηλοφθόνων συνομηλίκων, που τα σπίτια των είχαν λεφτά, μα όχι κι" αρχοντιά, έρχονται μ' αυτά και βαρείες αρρώστειες, για να τον κόψουν το δρόμο της προόδου. Το οικογενειακό, το κοινωνικό, το σχολικό περιβάλλον επιδρούν τόσο δυσμενώς, του δημιουργούν ένα σύμπλεγμα, μια ψυχική ανωμαλία, του ματώνουν τη λεπτή κι' ευγενική ψυχή, του καταδυναστεύουν τον εσωτερικό του κόσμο. Ακούστε τον πονεμένο νέο τι γράφει στον πατέρα του : «ή οικονομική ημών κατάστασις είναι υπέρ ποτε δυσάρεστος, δεν δύναμαι να πράξω άλλως ή να διακόψω τας σπουδάς μου και να εισέλθω εις τον πρακτικόν βίον».
«Δαν είναι απιεικές, ούτε συμβιβάζεται μα τας εμάς έξεις και ήθη και δειλίαν μου, το να ζητώ χρήματα από τον τυχόντα πατριώτην. Αρκετές εντροπές έφαγα εως τώρα» και αλλού γράφει : «Έκτος της ψυχής μου, ήτις εψυχράνθη αρκετά, και απηύδησε να υποφέρη αηδίας, εκτός του στομάχου μου, όστις, ως επί το πλείστον δεν καλοπερνά, εκτός της συνειδήσεως μου, ήτις γογγύζει κατ' εμού, ως τρέχοντος εις την άβυσσον, και συνεπιφέροντος και άλλους, έκτος πάντων τούτων, με κνίζει και το σώμα μου, το όποιον υπέφερεν εφέτος υπέρ ποτε, και όμως, ουδέποτε σχεδόν παρεπονέθην εις ουδένα. Συνήθισα να καταπίνω πολλά πράγματα.... Ή επιταθείσα άϋπνία μου μα αναγκάζει πολλάκις, ναι, δεν ερυθριώ, το λέγω, να μην πηγαίνω εις το σχολείον. Όλοι οι λόγοι ούτοι είναι, νομίζω, αρκετοί, διά να σας πείσουν να με αποσύρητε.... Εν ονόματι του Θεού, δεν δύναμαι πλέον».
Δραματικές, σπαρακτικές κραυγές ενός νέου, πού διψά μόρφωσι, μα βλέπει τα πάντα να γκρεμίζωνται, να χάνωνται μπροστά του.
Σ' όλα αυτά αλύγιστος ο παπάς του. Επιμένει, χρεώνεται, τον βοηθά μ' ολες τις αναιμικές δυνάμεις του. Θέλει το παιδί του να μορφωθή, γι’ αυτό στέλλει, μια ελάχιστα πάντα, πενιχρά. Κι ό Παπαδιαμάντης άγρυπνα, υποφέρει, κρυφολειώνει, έχει αϋπνίες, μια πνιγμονή, βραχνάδες απ' τη ζωή, μια πίκρα αγλύκαντη.
Αγωνίζεται απεγνωσμένα, παλαίει μ' όλο τον κόσμο και προ παντός μέ τον εαυτό του. Ό λεπτός, ευαίσθητος, παραγνωρισμένος στην πολυθόρυβη Αθήνα Παπαδιαμάντης, βρίσκει ξαλάφρωμα στο διάβασμα, στα γραψίματα. Ταυτόχρονα ζητά ιδιαίτερα μαθήματα, παραδόσεις. Δύσκολα τυχαίνουν και δυσκολώτερα βγαίνουν καλές, αποδοτικές. Έπειτα πρέπει να ανέχεται τα παράξενα, τις ιδιοτροπίες, την υποτίμησι, την αυθάδεια των παιδιών ή των γονιών τους, το κοίταγμα, την περιέργεια, τα ερωτήματα, την ειρωνεία των. Όλα αυτά τον σκοτώνουν καθημερινά, τον αφοπλίζουν ηθικά, τον κάνουν ναυαγισμένο.
Κι όμως σιγά σιγά μέσα από τόση περισυλλογή, μέσ' από τόση δοκιμασία, φτάνει, προσανατολίζεται, καταχτά την εκφραστική του περιοχή, πλησιάζει τον κόσμο της τέχνης, ανεβαίνει, βρίσκεται στο στάδιο της επιτυχίας, πού θα μπορούσε να το ζηλέψη οποιοσδήποτε της εποχής του.
Τελειοποιεί τα Γαλλικά, πού άρχισε από παιδί, έχει προχωρήσει στα Αγγλικά και Ιταλικά. Καταλαβαίνει πώς αυτά θα του δώσουν εφόδια, περιωπή. Το φιλόσπουδο και φιλέρευνο πνεύμα του ξαπλώνεται στις ξένες φιλολογίες. του αρέσει η ξαστεριά της Γαλλικής, η απλότης της Αγγλικής, η μουσικότης της Ιταλικής. Θέλει να γνωρίση τον Ευρωπαϊκό πολιτισμό, ν' ανυψωθή. Μαθαίνει όχι για να επίδειξη, αλλά για να ικανοποιήση βαθύτερη πνευματική του ανάγκη.
Από τώρα έχει πάρει την απόφασι να ζήση με έντιμον πενίαν, λαθρόβιος, ανενόχλητος από θέσεις, δεσμά και αφεντικά, αδούλωτος από τις πολιτικές, από τις κομματικές επιρροές, από τα παυσίματα, από τις μεταθέσεις και τις ταπεινώσεις.
Ή εγγραφή του στη φιλολογία του δίνει φτερά, μέσα στην άχαρη και βασανισμένη ζωή του. Γράφτηκε σ' αυτή για να ικανοποιήση τα λογοτεχνικά του ιδανικά. Αγκαλιάζει τα κλασσικά κείμενα, τα μεγάλα πρότυπα της αρχαίας φιλολογίας, τον Όμηρο, τούς τραγικούς, τούς φιλοσόφους και τούς πατέρας και υμνωδούς της εκκλησίας, όλες τις ελληνο-χριστιανικές κορυφές και αιώνιες πηγές. Είναι πλασμένος για ερμηνευτής. Εμβαθύνει στα κείμενα, τα παίζει στα δάκτυλά του, βγάζει μέσα ατό το νεκρό γράμμα, τη ζωή, τη φωτιά. Εξοικειώνεται μαζί του διαβάζοντας ό,τι βρίσκει. Πλουτίζει την απέραντη, τόσο πρώιμα αποχτημένη ελληνομάθειά του, σκυμμένος στα λεξικά και στα κείμενα. Ή ανθρωπιστική μόρφωση, είναι γι' αυτόν πηγή ζωής, γεμίζει την ψυχή του. Ή προτίμηση αυτή αποτελεί μια νίκη μέσα του.
Θα περίμενε κανείς να έβλεπε τον Παπαδιαμάντη στο προαύλιο της Θεολογικής, φοιτητή της Θεολογίας, ύστερα μάλιστα από την τόση κλίση πού είχε στα εκκλησιαστικά και σαν παπαδοπαίδι πού ήταν και είχε τόση εξοικείωσι στα Θρησκευτικά, τόση γνώση, τόση βίωση. Τη θρησκεία όμως την ένοιωθε πολύ ανώτερα, πολύ διαφορετικά. «Μη πλανάσθε, το ράσον δεν κάνει τον μοναχόν, και το ιεροδιδασκαλείον δεν κάνει τον ιερέα. Πρέπει ο ιερεύς να έχη κλίσιν με ιώτα και προ πάντων κλήσιν με ήτα. Πρέπει να έχη πυρ μέσα του... Μεταξύ των υπαρχόντων ιερέων, υπάρχουσιν ακόμη, πολλοί ενάρετοι και αγαθοί, εις τας πόλεις και τα χωρία. Είναι τύποι ωφέλιμοι, σεβάσμιοι. "Ας μην έκφωνώσι λόγους- Ηξεύρουσιν αυτοί άλλον τρόπον, πώς να διδάσκωσι το ποίμνιον. Οι παλαιοί ιερείς ήσαν αγράμματοι, αλλ' ήσαν απλοϊκοί και ενάρετοι». Ο Παπαδιαμάντης αν και είχε μεγάλη ευλάβεια, ζωντανή πίστι, θερμή αγάπη προς την 'Εκκλησία και την θρησκεία, δεν σκέφθηκε ποτέ να κλείση τη φλόγα της ψυχής του στο ράσο ή στο κελλί. Γιαυτό δεν έμεινε στο Αγ. Όρος πού επήγε.
Με τι όνειρα γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο. Το Πανεπιστήμιο όμως στα χρόνια αυτά έχει απογυμνωθή από κάθε ζωντανό στοιχείο. Ο Σχολαστικισμός, ο ψευδαττικισμός, κλείνουν το δρόμο της ζωής, απονεκρώνουν. Ο τρόπος πού δίνονται τα πτυχία, τα ρουσφέτια, η τόση κατάντια και διαφθορά, τον γεμίζουν αηδία, απέχθεια, του γκρεμίζουν τα όνειρα.
Στο Βιβλιοπωλείο του Κουσουλίνη περνά τις ώρες του κάνοντας παρέα μα τον καλό του φίλο, συσπουδαστή fatal βιοπαλαιστή, Εδώ βρίσκει βιβλία, περιοδικά, εφημερίδες, έντυπα ελληνικά, και ξένα, και εντρυφά σ' αυτά. Εδώ κάνει τις γνωριμίες του με τον Γαβριηλίδη, Τριανταφύλλου, Ρουμπαγιά κ α. Το Βιβλιοπωλείο αυτό είναι το ορμητήριο, το καταφύγιο, το σχολειό, η βιβλιοθήκη, το λίκνο, η βάσις για τον ηρωικό, τιτάνιο, βαθύτατο πνευματικό αγώνα του.
Μέσα στα χούνια αυτά γίνεται σοφός, τόσον, που τον θαυμάζουν όλοι. Μνημονικό τεράστιο, κριτική οξύτητα, ελληνομάθεια και γλωσσομάθεια καταπληκτική, πολύπλευρα ενδιαφέροντα, αρχές σταθερές, μόρφωσις εδραία, νους φιλοσοφικός, είναι σπάνια προσόντα, που αυτός τα έχει, γι' αυτό οι φιλόλογοι τον θαυμάζουν, τον τρέμουν.
Γ αυτομάθεια, η αυτοπαραγωγή, η αρετή, ο άθλος του τον έχουν λυτρώσει απ' τα ανθρώπινα και τα ταπεινά, και τον έχουν τοποθετήσει πάνω απ' τίς ανθρωπαρέσκειες απ' τις ματαιοδοξίες και μικρότητες των σπουδασμένων. Ό φτωχός φοιτητής, καταβροχθίζει απνευστί, ρήτορας, ιστορικούς, ποιητάς, εκκλησιαστικούς συγγραφείς. Αγωνίζεται να οπλιστή με σοφία, να κερδίση σύρριζα τη γνώση, ν' ανασάνη στη λογοτεχνική δημιουργία, και μέ μόχθο Ηράκλειο, oιστρηλατημένος από πραγματικούς πόθους ψυχής, προικισμένος με πολύτιμα χαρίσματα, ανεβαίνει μόνος του, στις κορφές, στα υψώματα
Κι' όταν τα φοιτητάρια τρέχουν στον Φιντικλή, όχ ι για γνώσεις, αλλά για να μην πάρουν απουσία, αυτός φοιτητής, και θα μείνη για πάντα φοιτητής, είναι σε θέση ν' απαγγέλλει ολόκληρες δημηγορίες του ιστορικού, είναι ικανός, να κατασκευάση πολλάς δωδεκάδας διδακτόρων.
Στον γίγαντα της γνώσεως, σοφίας και τέχνης δίδεται ή ευκαιρία με τη σύσταση τον Γαβριηλίδη, στο Νεολόγο της Πόλης, να δώση το πρώτο και πρωτότυπο έργο του πού επιγράφεται «ή Μετανάστις» και να παρουσιαστή στον πνευματικό ορίζοντα της Ελλάδος, ως αληθινός δημιουργός.
Η δημοσίευσις του έργου του, του δίνει θάρρος, τον γεμίζει κρυφή ικανοποίησι, τον τονώνει στην πνευματική του προσπάθεια. Ελπίδες απόκρυφες, κάποια όνειρα, γελούν παράμερα στο βάθος, και τον δένουν περισσότερο με τον κόσμο του πνεύματος και της τέχνης. Από δώ και υστέρα παραδίδεται ολόψυχα στη δημοσιογραφία, γίνεται ιερομύστης και ιεροψάλτης της τέχνης και του λόγου, ακάθεκτος ορμά, ξεχύνεται σαν ποταμός και «άγνωστος εις τον φιλολογικών κόσμον δύναμις», ως γράφει ο  Γαβριηλίδης.
Ό περιζήτητες μεταφραστής, εφημερίδων και περιοδικών κάθεται μέν σ' ένα τραπεζάκι, σε κάποια απόμερη γωνιά, μα το όνομά του έχει γραφεί ανάμεσα στα μεγαλύτερα δημοσιογραφικά και λογοτεχνικά ονόματα. Ό Βλάσης Γαβριηλίδης ξετρελλαμένος, γράφει τα κολακευτικότερα σημειώματα για «τη Γυφτοπούλα» πού δημοσιευόταν στην «Ακρόπολη» του.
Ό Παπαδιαμάντης, έχει πια επιβληθεί, έχει γίνει γνωστότατος στους φιλολογικούς κύκλους, ως λόγιος. Ό Παπαδιαμάντης παραβάλλεται με τον Πόε, Ντίκενς, Ζολά κ. ά. Τα έργα του ανάρπαστα, μεταφράζονται. σε ξένες γλώσσες. Τις επιτυχίες του, τις ζηλεύει κάθε λογοτέχνης. Τυλίγεται σ' ένα περίεργο, μυστηριακό, αξεδιάλυτο θρύλο. Η αφάνειά του, το παράξενο ψευδώνυμο του (Μποέμ), η ζωή του η απόκοσμη, οι τρόποι και το παρουσιαστικό του, γίνονται αφορμή του θρύλου του, που παίρνει διαστάσεις και παραλλαγές, από στόμα σε στόμα. Συζητούν, αποθαυμάζουν, κριτικάρουν, στους φιλολογικούς κύκλους, στα καφενεία, στα γραφεία, στα σαλόνια. Παντού μιλούν για την πρωτοτυπία, τη δύναμη, την τέχνη, τη σοφία του.
Τόσος θόρυβος γύρω από αυτόν, κι' αυτός ;....
Κάθε βράδυ στο απόμερο μπακάλικο του Βασίλη του Καχριμάνη ή στην Σαντορινιά ταβέρνα του Καλαμιώτη μέ τούς φιλακόλουθους, συντηρητικούς, ζηλωτάς της Βυζαντινής μουσικής, φτωχούς, ταπεινούς συμπονετικούς αδελφούς, συζητά, κουτσοπίνει, σπάνια τραγουδεί, κρατώντας πάντα την αξιοπρέπεια και νηφαλιότητα του, μα προ παντός ψάλλει, ψάλλει τροπάρια, ανοιξαντάρια, ύμνους και γίνετ' η ταβέρνα εκκλησιά.
Κάθε Σαββατόβραδο και στις μεγάλες γιορτές, δεν βλέπει την ώρα να πετάξη τα χαρτιά, και σαν τρελλός να τρέξη ιερά εκεί στο φτωχικό εκκλησάκι του Αγ. Έλισσαίου, κοντά στο Μοναστηράκι.
Μέσα στους απέριττους ναΐσκους, πού θυμίζουν εξωκλήσια του νησιού του με τον ομοϊδεάτη εξάδελφο του Μωραϊτίδη, με τους απλοϊκούς άδολους ανθρώπους του λαού, ξημερώνεται σ' ολονύκτιες ακολουθίες, στις οποίες προεξάρχει πάντα αυτός στην ψαλτική, χωρίς νάχη μάθει ούτε μιά νότα μουσική. Είναι μουσικό φαινόμενο, όπως λένε αυτόπται και αυτήκοοι μορφωμένοι μάρτυρες, σαν τον Μελά κ. ά.
Το ύφος του είναι ύφος προσωπικό. Ύφος λιτό, αυστηρό, μετάρσιο, λυρικό. Τό ψάλσιμό του συγκινεί, ενθουσιάζει, μεταφέρει σε ουράνιους κόσμους, σκλαβώνει, όπως σκλαβώνει και το έργο του, με την ασύλληπτη εσωτική μουσικότητά του.
Δεν έχει φωνή αρκετή, δίνει όμως ζωήν, πάθος, έκστασιν, όχι μόνον με την πτωχήν του φωνήν, αλλά και με την πτωχήν του φυσιογνωμίαν. Εκεί μέσα στο ταπεινό, πτωχό εκκλησάκι, γίνονται όλα ήμερα, ταπεινά, ευσεβή. Μέσα στο ημίφως, μεγενθύνεται κάθε στιγμή ο Παπαδιαμάντης, ψηλώνει, ψηλώνει, διασχίζει τον ουρανό, φθάνει μπροστά στο Θεό, ενώπιος ενωπίω, και σέρνει μαζί του τούς πιστούς και κάνει τους λογίους, ανθρώπους του πνεύματος, που τον κρυφακούουν, να γίνωνται εκστατικοί, να μεταρσιώνωνται, από την υποβλητική ατμόσφαιρα, που δημιουργεί ό λόγιος κοσμοκαλόγερος.
Δεν ειν’ εύκολο, όταν κανείς δεν νοιώθη μέσα του ο ίδιος, το θάλπος, τη γλυκύτητα αυτή, πού δίνει μόνο η προσωπική επαφή προς το Χριστιανισμό, να καταλάβη σε πολλά σημεία, την συνειδητή θρησκευτική φυσιογνωμία του Παπαδιαμάντη.
Ό Γολγοθάς παρά ταύτα συνεχίζεται, με τα πολλά και διάφορα της ζωής του. Τον ανεβαίνει ματωμένος, μα τον στεφανώνει η Δόξα.
Ή δόξα, γιατί έδωσε στην Ελλάδα το μυθιστόρημα, το λόγο της εθνικής ανόδου προς την ωριμότητα, σκληρά δουλεύοντας τόσα χρόνια, και ένα μεγάλο διήγημα, παρμένο απ' τα ηρωϊκά χρόνια της Κλεφτουριάς «Χρ. Μηλιόνης». Κι' έτσι ο Παπαδιαμάντης πρωτολάτης στους σύγχρονους του, δίδει στην Ελλάδα το μυθιστόρημα, το διήγημα, την εικόνα, τις μορφές και την ψυχή της εθνικής ζωής. Είναι δακτυλοδεικτούμενος. Όνομα που βρίσκεται κάθε μέρα στα στόματα του κόσμου, στις στήλες του τύπου, όνομα που όσο το έργο του σκορπιέται και χάνεται από την επικαιρότητα, τόσο αγαπιέται, θαυμάζεται, αναζητιέται και ντύνεται την αίγλη του θρύλου, ο θρήσκος, ο σοφός, ο μάγος.
Με το μπαστούνι κάτω απ' τη μασχάλη, με τα δάκτυλα τσουρουφλισμένα από τα τσιγάρα, με παραμελημένη τελείως την εξωτερική του εμφάνισι, πράγμα πού κατά τον Μταλζάκ σημαίνει μεγάλη εσωτερική απασχόληση, αναβαίνει στη Δεξαμενή, που κάθεται τώρα. Μα ούτε κει τον αφίνουν ήσυχο. Τρέχουν πάντα, μα προ πάντων τις παραμονές των Χριστουγέννων, του νέου έτους, για να πάρουν από την αστείρευτη πνευματική δεξαμενή του, νερό δροσερό, καθάριο, για να δημοσιεύσουν στις εφημερίδες και στα περιοδικά. Μπορούσε να εκμεταλλευθή και με το δίκηο του, γιατί οι πόροι του είναι μικροί και η πνευματική εργασία δεν αμείβεται όπως πρέπει, μα δεν γίνηκε ποτέ έμπορος της τέχνης, γιαυτό στερείται, πεινά, υποφέρει. «Η προσφορά του ήταν καθαρά χριστιανική, ποτέ δεν είχε διεκδικήσεις, ποτέ δεν είχε επαγγελματικές αξιώσεις, και τα ψίχουλα πούφταναν στα χέρια τoυ από τη δουλειά του, τα μοιραζότανε πολλές φορές με τους ανθρώπους του λαού, που τον ανάπαυε ή συντροφιά τους, γι αυτούς άλλως τε ήταν και τα γραψίματα των άγιων ημερών, έτσι μας βεβαιώνει ή αυθεντία ενός Μελά.
Ό δράκος λυγίζει πια, στον σκληρόν αγώνα της ζωής. Ή βασιλική δρυς κλονίζεται, γιατί καμμιά ακτίνα δε φαίνεται από πουθενά.
Η πολιτεία, τα ιδρύματα αδιαφορούν, αγνοούν, περιφρονούν άστοργα, εγκληματικά, τους οικοδόμους του πνευματικού μεγαλείου και πολιτισμού μας. Μιά δόξα της λογοτεχνίας, αναγνωρισμένη, κατακυρωμένη πανελλήνια, παλεύει καθημερινώς μέσα στην αθλιότητα, για το ξεροκόμματο, και δεν βρίσκεται κανείς να του το εξασφάλιση, παρά την εντατική εργασία που μαζί με άλλα του υπέσκαψε την υγεία, τη ζωή του. Ο άγιος άνθρωπος, ο αγνός τεχνίτης, σπαράζει μέσα στη στέρησι και λειώνει από τη φτώχεια, μα ποτέ δεν απλώνει ζητιάνικο χέρι κι' ας είναι στην κατάντια αυτή.
Επί τέλους η Αθήνα ξυπνά και διοργανώνει στην 25)ετηρίδα του γιορτές για το θρυλικό συγγραφέα. Είναι Φεβρουάριος του 1908 και υπό την υψηλή προστασία της πριγκήπισσας Μαρίας Βοναπάρτη, ό,τι εκλεκτό έχει ή πρωτεύουσα της Ελλάδος, μαζεύεται για να τίμηση τον κορυφαίο λογοτέχνη.
Οι επίσημοι καταλαβαίνουν τίς θέσεις των στη μεγάλη αίθουσα του Παρνασσού, για να δουν, να χειροκροτήσουν το μεγαλύτερο ταλέντο της εποχής των. Η ώρα περνά, η γιορτή αρχίζει, ο κόσμος, που ασφυκτικά έχει κατακλύσει τον Παρνασσό, ανυπομονεί, περιμένοντας, από στιγμή σε στιγμή, να τον αντικρύση, κι' είναι έτοιμος να ξεσπάση σε ιαχές και χειροκροτήματα. Ή πριγκήπισσα που του έχει στείλει ιδιαίτερη πρόσκλησι, περιμένει να τον υποδεχτή. Γενικός ο συναγερμός, γενική η προσμονή. Μα χάθηκε από το πρόσωπο της γης ό Παπαδιαμάντης. Έγινε άφαντος, δεν μπορούν να τον βρούν. Πού είναι ; Παίζει μ’ ένα παιδί στο φτωχόσπιτο κάποιου Μπούκη, ήσυχα, ατάραχος σαν να μη γινόταν τίποτε γύρω του. Γιατί ήταν ανώτερος άνθρωπος, άνθρωπος πού λατρεύει σιωπηλά την τέχνη του και τρέμει μην ταράξη ο όχλος την μυσταγωγία του. Ο Παπαδιαμάντης έχει πια εξαϋλωθη, βρίσκεται σε υπεργήϊνους κόσμους του μεταφυσικού του έρωτα. Η ψυχή του φτερουγίζει στις κορυφές και στα ψηλώματα της ασίγαστης καλλιτεχνικής του λαχτάρας. Γίνεται ένα με τους ταπεινούς και βασανισμένους ανθρώπους του νησιού του, στο οποίο ξαναγυρίζει ο μεγάλος νοσταλγός. Αγκαλιάζει τις βαθύτερες αξίες της Θρησκευτικής και Εθνικής Παράδοσης, και ακροάζεται μέσα από τις πηγές, τους γνήσιους ελληνικούς ρυθμούς, τ' αστείρευτο τραγούδι της ομορφιάς και της πίστης.
Στις 2 προς 3 Ιανουαρίου του 1911 βαδίζει πρός τον μεγάλο δρόμο της ζωής. Λίγε; ώρες του μένουν. 'Ατάραχος, αδιάφορος και μέ συγκαταβατικό χ ·μόγελο ακούει την παρασημοφορία του με το «Σταυρό του Σωτήρος». Κάπως παρηγορητικό τώρα πιά, ψιθύρισε.
Μ' αυτό το «τώρα πια» τί θέλει να πή ; και πώς το λέει ;
Το καταλαβαίνουμε.... Ανάψτε ενα κερί, φέρτε μου ένα θρησκευτικό βιβλίο, αφήστε το βιβλίο, απόψε θα ειπώ όσα ενθυμούμαι απ έξω "Ήρχισε ψάλλων «την χείρα Σου την αψαμένην την ακήρατον κορυφήν του Δεσπότου» (δοξαστικό των Θεοφανείων). 'Έχει κοινωνήσει λίγες ώρες πριν. Κλείνει τα μάτια και παραδίδει στο Θείο την ψυχή, την ψυχή πού άφησε τ’ άθλια κουρέλια της, πού ήρθε να παρασημοφορήσει ή άστοργη πολιτεία την τελευταία στιγμή, και φτερούγισε στην παντοτεινή πατρίδα της, στους δικούς της κόσμους, ο μεγαλύτερος οραματιστής των φωτεινών άυλων.
Πεθαίνοντας αφήνει στο Έθνος πνευματικά επιτεύγματα πρωτότυπα, άφθονα, άφθαστα, αθάνατα, ανυπέρβλητα αριστουργήματα.
Μέσα σε λίγα λεπτά της ώρας, τι μπορεί να πή κανείς για ένα τέτοιο κολοσσό του πνεύματος ή για έργα σαν τη Φόνισσα, Ονειρο στο κύμα κλπ:, πού είναι «από τα ολίγα της παγκοσμίου φιλολογίας» κατά τον Νιρβάνα, πού είναι «τραγωδία μεγάλοπρεπεστάτη» κατά τον" Ξενόπουλο ή σαν το έργο του το «Μοιρολόι της φώκιας» που είναι «το αριστούργημα της παγκοσμίου λογοτεχνίας» κατά τον Ζάν Μορεάς. Τι να πούμε για το «στην "Αγια Άναστασα» ή για τον «Λαμπριάτικο ψάλτη» ή για τα άλλα από τα '81 διηγήματά του και για ποια, στα περισσότερα των οποίων ζωντανά παρουσιάζει τα ελληνικά ήθη και έθιμα.
Τι για τις μεταφράσεις του, πού είναι λογοτεχνήματα ή τι για τα ποιήματα, ύμνους, ακολουθίες του ; Τι για την ηθογραφία και ύφος τους (μοναδικά). Πρέπει να ασχοληθούμε άλλοτε, αφού τώρα πήραμε μια γενική Ιδέα για την προσωπικότητά του.
Γεγονός είναι ότι φεύγοντας από την σκηνήν του κόσμου τούτου ό συγγραφεύς της «Φόνισσας», άφησε πίσω του το θρύλο της ζωής του και του έργου του, πού συνεχίζεται και σήμερα. Για πολλά χρόνια οι φιλολογικές γενεές θα αντικρύζουν τον Παπαδιαμάντη σαν μετέωρο. Η βιβλιογραφία γύρω στή ζωή και το έργο του είναι τεράστια και ξαφνιάζει με την έκτασι και ποικιλία της. Αποτελείται δε από δημοσιεύματα ευκαιρίας, αγγελίες, περιγραφές, χρονικά, σχόλια, γνωμολογήματα, ποιήματα, περιγραφές, ανέκδοτα, πληροφορίες, θυμήματα, νεκρολογίες.
Σε όλα αυτά υπάρχει ζήλος, θαυμασμός, προσπάθεια, κατανόησις, πολύς, υποκειμενισμός.
- Το έργο του εξακολουθεί να έχη μεγάλη απήχησι στο πλατύ κοινό, αναγνωρίζεται μ' ανεπιφύλακτο θαυμασμό.


Είναι ό μόνος πού διαβάζεται σήμερα και θα διαβάζεται από τους μεταγενεστέρους. Η γοητεία του Παπαδιαμάντη είναι η ποίησις, ο λυρισμός, που αυθόρμητα αναβρύζει από την ψυχή του και δροσίζει κάθε τόσο την πεζότητα και τη μιζέρια της καθημερινής ζωής. Ποιος τόλμησε να μιμηθή ή να προβάλη για πρότυπο του το μοναδικό ύφος του Παπαδιαμάντη;  ερωτά ό Γ. Καλαματιανός.
Ό απεριόριστος θαυμασμός, η δημοφιλία του, που έφτασε να ξεγράψη ή να υποβιβαζη κάθε άλλη σύγχρονη του αξία στη λογοτεχνία, εγέννησε την αντίδρασι στη λογοτεχνική κριτική, πού υποδεχόταν το έργο του με συνωμοσίαν αντιζήλων και νεωτεριστών.
Είναι φυσικό στις κατάφορτες ψηλές καρυδιές να πετούν τα παιδιά πέτρες. Μα οι μύωπες μικράνθρωποι, που υπάρχουν πάντα, σαν τα φθινοπωρινά φύλλα ή σαν σκουπίδια, πού τα σέρνει ό άνεμος, στριφογυρίζουν γύρω από to βάθρο της ασάλευτης μορφή; του.
Ούτε ένας ούτε δυο είναι οι θαυμιασταί του : 0 Βαλέτας Γ. με τη βραβευθείσα από την Ακαδημία Αθηνών εργασία του, ό Μερλιέ Οκτάβιο με τη μεγάλη και θαυμαστή μελέτη του, πού είναι από τούς πρώτους θιασώτας του και ακολουθεί σύσσωμος σχεδόν ό πνευματικός κόσμος της Ελλάδος με πλείστους άλλους ξένους, ποτ θαυμάζουν τον άνδρα και ο καθένας από την ατέλειωτη χορεία των μεγάλων αμιλλάται πώς να τον ονομάση, πώς να τον παρομοιάση, πώς να τον ερμηνεύση. 600 έφθασαν πέρυσι οι βιβλιογραφικές μνείες. Οι ανατυπώσεις των πολύτομων απάντων του γίνονται ανάρπαστες, σε κάθε νέα έκδοση κι' είναι περιζήτητες, πανάκριβες. Το έργο του διαρκώς ανανεώνεται στην εκτίμησί μας, και βρίσκει στοργικούς ερμηνευτάς και μελετητάς. Απεριόριστη είναι η δημοφιλία του.
Όλο και εντείνεται γύρω από την προσωπικότητα και το έργο του η κίνησι, και παίρνει μεγαλύτερη έκταση, με το πέρασμα του χρόνου. Κι ένα γεγονός καθημερινά επιβεβαιούται, ότι, από οποιεσδήποτε κριτικές οι ερευνηταί κι' αν ξεκινούνε, και μ' οποιοδήποτε πρίσμα κι αν τον μελετούν, όλες συναντώνται σ' ένα σημείο και εέ μια τάση, στο να υψώνουν ολοένα και περισσότερο τη θέση του μέσα στην νεοελληνική λογοτεχνία.
Το έργο του Σκιαθίτη αποτελεί κεφάλαιο για την πνευματική κληρονομιά του τόπου. Πού όμως οφείλεται αυτό ; Μίλησαν πολλοί, και είπαν πολλά. Όλα όμως αυτά βέβαια, κάτι θέλουν να πουΰν, μα δεν είναιηή εξήγηση που θα ικανοποίηση. Πρέπει ν' ανατρέξει κανείς πιο πέρα, πιο βαθειά. Δεν ζουν δεν αντέχουν παρά μόνο τα έργα, πού έχουν πραγματική ζωή μέσα τους. Έργα συνταυτισμένα με τις αιώνιες, ακατάλυτες αλήθειες, κατέχουν πάντα το σπέρμα της διαρκείας. Υψώνονται πάνω από το χρόνο και τη φθορά. Ξεπερνούν τα σύνορα της γενιάς και της εποχής, που πρωτοφανερώθηκαν. Και τέτοιο είναι το έργο του Παπαδιαμάντη. Εργο ταυτισμένο με την αλήθεια. Εργο πού δεν ενόμισε προσόν την παραγνώριση της χριστιανικής πραγματικότητος.
Ο δημιουργός του έσκυψε με στοργή πάνω απ' την ψυχή του λαού μιας, τη μεγάλη ψυχή, πού αισθάνεται και σκέπτεται γνήσια και καθαρά, γιατί βρίσκεται πιό κοντά στις διαυγείς πηγές της. Είδε την ψυχή αυτή με τη θρησκευτικότητά της, με την πίστη της, την πίστη που ενέπνευσε ένα Μπάχ, ένα Μπετόβεν, ένα Χαίντελ και τόσους άλλους και τον Παπαδιαμάντη, για να συνθέσουν αθάνατα έργα, πίστη, πού θαυματούργησε και θαυματουργεί σε κάθε μεγάλη στιγμή ανθρώπου ή έθνους, και τραβά τα έκπληκτα βλέμματα του κόσμου. Ο Παπαδιαμάντης έτσι την είδε την ελληνική ψυχή και την ένοιωσε, την ένοιωσε βαθειά, γιατί και η δική του ψυχή ήταν αδελφή της.
Κι' είχε την πίστη την άδολη, την αγνή, τη δημιουργική, πού καταυγάζει το πνεύμα, φτερώνει την ψυχή, άγνίζει τη συνείδησι, δίνει νόημα στην ύπαρξι. Κι' ένα μεγάλο κομμάτι από την πίστη αυτή έχει μεταγγίσει και μέσα στο έργο του.
Εάν αμφιβάλλετε, θυμηθήτε τα λόγια του : «Έν όσο ζώ και άναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω πάντοτε να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ' έρωτος την φύσιν. Και να ζωγραφώ μετά στοργής τα ελληνικά ήθη. Έάν επιλάθωμαί σου, Ιερουσαλήμ, επιλησθείη ή δεξιά μου, κολληθείη ή γλώσσα μου τω λάρυγγί μου, εάν μη σου μνησθώ».


Νικόλαος Αρβανίτης (1913-1979)



[1] Σημ. — Η διάλεξις αύτη έγινε στην αίθουσα του Λυκείου "Ελληνίδων Σύρου την 2—2—1961 ενώπιον εκλεκτού ακροατηρίου, στα πενηντάχρονα από του θανάτου του μεγάλου διηγηματογράφου μας Παπαδιαμάντη.


http://kallistorwntas.blogspot.gr/2014/03/blog-post_19.html#.UyqtuTeis0g.twitter


Σημείωμα

Αυτό το μελέτημα του πατέρα μου το ανακάλυψα πρόσφατα.  Ο Παπαδιαμάντης παραμένει κλασικός και οι αναφορές του μελετήματος σχετικά με την ζωή και την προσωπικότητα του μεγάλου μας συγγραφέα δεν έχουν χάσει την αξία τους.
Κατά τη μετεγγραφή από το πολυτονικό διατήρησα την σωστή ορθογραφία εκείνης της εποχής
Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης