Ο άνθρωπος με τα κόκκινα

Καθηγητής στο 6ο γυμνάσιο θηλέων. Μέτριος στο ανάστημα με λεπτά χαρακτηριστικά προσώπου σ' ένα χοντροκομ­μένο σουλούπι. Κούναγε συνέχεια τα χέρια σε μιλούσε. Δί­δασκε Καβάφη και Καζατζάκη με πάθος μεσσιανικό κι έκο­βε τις ώρες των αρχαίων για να μιλάει με τα παιδιά για τα κοι­νωνικά τους προβλήματα, να προσπαθεί να τους μεταδώσει κάτι απ' τις λύσεις πούνοιωθε να τον καίνε εντός του, να ζητούν διέ­ξοδο να βγουν να κάψουν κι άλλους.
Συχνά φορούσε κόκκινες κάλτσες και κόκκινη γραβάτα. Του άρεσε, νόμιζε πώς τόνιζαν την προσωπικότητά του. Ο συ­νάδελφοι σχολίαζαν ειρωνικά πως τάβαψε με τις πεποιθήσεις του. Πίστευαν, όμοια μ' ένα πολιτικό αρχηγό της δεξιάς, πως,  όπως οι Λαμπράκισσες φορούν μαύρα εσώρουχα για να σαγηνεύουν τους εθνικόφρονες, έτσι κι οι κουκουέδες φορούν κόκκινα, για να παρασύρουν τις αθώες νεανικές καρδιές.
Η αλήθεια είναι πώς ο Κωστής Δεληχρήστου δεν ήταν κομμουνιστής γνήσιος. Του άρεσε η σπιτικιά ζωή. Είχε ένα μικρό μεταχειρισμένο κόκκινο σαραβαλάκι.
Ήταν ένας επαναστάτης. Ένοιωθε διάχυτα πώς κάτι πάει στραβά σ' αυτό τον κόσμο και πρέπει να διορθωθεί. Ίσως κάτω από άλλες συνθήκες να γινόταν χριστιανός ιεραπόστολος.
Μα του σκότωσαν οι Γερμανοί τον πατέρα, τότε στον πό­λεμο και μίσησε το φασισμό. Οι αντάρτες πίστεψαν την οικογένειά του για δική τους και την πρόσεξαν. Δεν έπαθαν κακό απ' τούς αντάρτες. Στο σπίτι τους στο χωριό είχαν στημένο το αρχηγείο τους, η μάννα τους φρόντιζε κι είχαν έτσι να φάνε στα δύσκολα χρόνια. Γι αυτόν οι αντάρτες ήταν ο Κώστας, ο Γιώργος, η Ρούλα πούταν όμορφη με τη μακρυά της πλεξού­δα, ντυμένη στα χακιά, η Πηνελόπη τόσο γλυκειά, ο Πέτρος τόσο δυνατός. Γιαυτόν αντάρτες ήταν ένα πανηγύρι με καμπά­νες που χτυπούσαν και χωνιά που φώναζαν και τραγουδούσαν. Πώς μπορούσε αυτός πούχε ζήσει τόσο κοντά το αντάρτικο να πιστέψει τα κονσερβοκούτια και τους δράκους. Γιαυτόν οι κουμουνιστές δεν ήταν απρόσωπα στοιχειά, ο κίνδυνος του έθνους, μα απλοί καταδεκτικοί άνθρωποι, λίγο συγνεφιασμένοι, μα καλόκαρδοι.
Κι ήρθε ό στρατός κι έκαψε το σπίτι τους. Κι ήρθαν και οι καλοθελητές και τον χαρακτήρισαν. Δεν πήρε προαγωγή στο στρατό κι ο φάκελλος μια που γεννήθηκε έπρεπε και να μεγαλώσει.
Έτσι ο Κωστής έγινε κομμουνιστής μιας και δεν είχε άλλη διέξοδο.
Μπήκε στο Δημόσιο με χίλια βάσανα και χίλια μέσα. Για 10 χρόνια γύρναγε στα συνοριακά χωριά και ζούσε κάτω από τις χειρότερες συνθήκες. Σα γύρευε μετάθεση τούβρισκαν αμέσως δικαιολογία. Χαρτί φρονημάτων , φταίει ο φάκελλος στην Ασφάλεια.
Παντρεύτηκε μια χωριατοπούλα από τη Μακεδονία, δεν είχε και προίκα, δε θα ζητούσε ήταν βλέπεις τα φρονήματα στη μέση, μα ήταν νόστιμη, νοικοκυρεμένη, συμμαζεμένη, κα­θαρή, τούκανε και τρία κουτσούβελα, -τι άλλο είχαν να κάνουν εκεί πάνω, δίχως σινεμά και τηλεόραση;- και τα κατάφερναν καλά.
Μα ήρθε η Εθνοσωτήρια Επανάσταση της 21 Απριλίου.
Τον έπιασαν, -ήταν αυτός ο φάκελλος, ξανά-. Τον έδιωξαν απ' την εκπαίδευση, τον έστειλαν στη Γυάρο. Όλοι οι σπου­δαίοι βγήκαν γρήγορα. Ενδιαφέρθηκε ο έξω κόσμος. Αυτός δεν είχε κάποιον να μιλήσει, κάποιον να φοβερίσει κι έμεινε 7 χρόνια φυλακή ενώ ή οικογένεια ψευτοζούσε στο χωριό έξω απ' τις Σέρρες και τα παιδιά μεγάλωναν.
Κι ήρθε ή Νέα Δημοκρατία. Τον ξανάβαλαν στην εκπαίδευση, τούδωσαν και προαγωγή μετά πολλών επαίνων. Όλοι τον κοίταγαν για φαινόμενο. Αν έβαζε υποψήφιος θάβγαινε βουλευτής, είχε το δικαίωμα. Ήταν από τούς αδικημένους, έπρε­πε να επανορθωθεί, έπρεπε να ικανοποιηθεί.
Μα πέρασε ο καιρός κι οι ενθουσιασμοί ξεθύμαναν. Βα­ρέθηκε ο κόσμος να σκέφτεται ηρωισμούς κουράστηκε, καλή ήταν κι ή 7ετία, σάμπως τι παραπάνω έχουμε; διαδηλώσεις κι απεργίες. Τότε είχαμε το χουζούρι μας.
Άρχισαν να τον κοιτούν καχύποπτα. Ο άνθρωπος με την κόκκινη γραβάτα και τις κόκκινες κάλτσες.
Αυτός μιλούσε στα παιδιά για το Πολυτεχνείο. Έλεγε πως το ΟΧΙ δεν το είπε ο Μεταξάς, μα ο Ελληνικός λαός.
Τα παιδιά ήταν δύσκολα, επαναστατούσαν, φτιάχνανε ορ­γανώσεις, κάναν απεργίες, αντιμιλούσαν. Έφερναν και κάποιο έντυ­πο στο σχολείο. Έλεγε κατά του γάμου, κατά των αρχαίων. Κουμουνιστικό έντυπο το είπαν. Κι εκείνος, όταν το βρήκε στα χέρια των παιδιών, το πήρε, το ξεφύλλισε, βρήκε τα "Τείχη" του Καβάφη σε κάποια σελίδα και τους το ανάλυσε με λατρεία όπως πάντα.
Ήρθαν γονείς οργισμένοι στο γυμνασιάρχη.
«Μας καταστρέφει τα παιδιά, μοιράζει κουμουνιστικά έντυ­πα, μιλάνε κατά του έθνους και της οικογενείας».
«Απαγορεύεται ή διανομή παντός εντύπου» έλεγε ο κα­νονισμός.
«Το γνωρίζετε αυτό κε Δεληχρήστου;»
«Μα πώς μοιράζεται η «Ζωή του παιδιού", το "Προς τη νίκη;» απόρησε.
«Αυτά δεν είναι κατά των ιδανικών του έθνους κε συνά­δελφε» είπε η γεροντοκόρη θεολόγος με το στριφτό κοτσάκι της»
«Πάντως εγώ δεν το έφερα»
«Αυτό θα αποδειχθεί κύριε» είπε ο γυμνασιάρχης.
Έγιναν ανακρίσεις. Το περιοδικό ήταν κάποιου φροντι­στηρίου, κατέληξαν. Δεν είχε το δικαίωμα να διδάξει το ποίημα του Καβάφη μέσα από το περιοδικό, μόνο μέσα από τα εγκεκριμένα από το Υπουργείο βιβλία.
Είχαν περάσει δυο χρόνια Νέας Δημοκρατίας όταν για δεύτερη φορά ο Κωστής Δεληχρήστου απολύθηκε. Κανένας δεν απόρησε. Κανείς δεν τον υπερασπίστηκε. Φυσικά. Ήταν για το καλό της νέας γενιάς. για το καλό του έθνους.

Περιέχεται στο βιβλίο "Ιστορία χωρίς όνομα" Πειραιάς 1976

Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου


Σχόλια

  1. Katerina Voulgaris Δυστυχώς πάντα υπάρχουν παράπλευρες απώλειες Μαρία μου, που κανείς δεν φαίνεται να στενοχωριέται ιδιαίτερα για αυτές
    Δεν μου αρέσει · Απάντηση · 1 · 11 ώρες

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης