Τελευταία αναγγελία

Καθόταν στο διεθνές αεροδρόμιο προσμένοντας την αναγ­γελία της πτήσης. Ήρεμη επιτέλους. Χωρίς άγχος. Δεν είχε παρά να περιμένει. Δεν υπήρχε λόγος να βιαστεί. Όλα εί­χαν πάρει το δρόμο τους. Αρκεί που έφευγε. Χωρίς καμιάν αποσκευή. Δεν ανυπομονούσε να φτάσει στον προορισμό της. Δεν την ενδιέφερε τι θα είχε ν' αντιμετωπίσει. Της ήταν αρκετή απόδραση και μόνο το ταξίδι.
Κόσμος συνωστιζόταν στα Duty free, διάλεγε αρώματα και καλλυντικά, ακτινοβολούσε αυταρέσκεια. Κόσμος που έριχνε κλεφτές ματιές στον πίνακα με τις πτήσεις κι έπειτα έτρεχε να προλάβει μόλις η ψυχρή φωνή μετά το κουδούνι­σμα τους καλούσε να επιβιβαστούν. Υπήρχε μια παράξενη αίσθηση αυτάρκειας ο αυτό το πολύχρωμο πλήθος. Μια κενόδοξη περηφάνια. «Ανήκουμε στους προνομιούχους» έμοιαζε να κραυγάζει η κάθε χειρονομία, το κάθε βλέμμα. Και το προνόμιο χρήσης του αεροπορικού μέσου ισοπέδω­νε τους νεαρούς με τα σακίδια με τις γυναίκες με τα τσα- ντόρ και τη γιαγιά που πρωτοταξίδευε για την Αμερική με τον επιχειρηματία που έκλεινε δουλειές απ' το φορητό τη­λέφωνο πίνοντας τον καφέ του.
Κοίταξε το καρτοτηλέφωνο που την προκαλούσε να γε­μίσει το κενό της αναμονής φλυαρώντας. «Κάποτε θα τον έπαιρνα» σκέφθηκε. «Ίσα για να μου πει «καλό ταξίδι». Όχι τώρα πια.» Εκείνος ποτέ δε μου τηλεφωνούσε απ' τ' αεροδρόμιο. Είχε πάντα πολύ άγχος με την πτήση, έλεγε. Ακόμη και κείνη τη φορά που μου το είχε υποσχεθεί και το περίμενα με τόσην αγωνία. Την πρώτη επέτειο της γνωρι­μίας μας. Την τελευταία που φρόντισα να θυμηθώ.
Ήταν γελοία υπόθεση, σκεπτόταν τώρα. Δεν ήταν έρω­τας. Ήταν τηλεφωνικό σήριαλ. Κάτι σαν αυτά τα 'πολυδια­φημισμένα νούμερα με τα πολλά μηδενικά, γραμμές για τηλεφωνικά πάρτυ ή σεξουαλικές φαντασιώσεις, ακριβο­πληρωμένη ψευδαίσθηση επικοινωνίας μέσα από το ακου­στικό. Απρόσωπα. Μέσα απ' τη γραμμή. Μόνο που εκείνη ήξερε το πρόσωπο του. Αγαπούσε τη θλίψη των χειλιών του και το χαμόγελο στα μάτια του. Κρατούσε τη φωτογραφία του στην τσάντα της κι ένιωθε πως κουβαλά μαζί της την τρυφερότητα που ένιωθε να την τυλίγει με κάθε βλέμμα του. Δε θυμόταν πια τον έρωτά του. Ήταν σα να μη γνώρι­σε ποτέ την αλμύρα της αγάπης του. Κι έτσι η φωτογραφία δεν ήταν πια τίποτε πιότερο από ένα κομμάτι άδειο χαρτί όσο η φωνή του στο ακουστικό μεταμορφωνόταν σιγά σιγά από τρυφερή κι ευχάριστη σ' αδιάφορη και ενοχλημένη.
Δε ζούσε παρά μόνο για να τον ακούει. Κάθε απόγευ­μα. Έτσι είχαν συμφωνήσει απ' την αρχή. Εκείνη θα τηλε­φωνούσε. Ήταν πιο εύκολο γι' αυτήν της είχε πει και είχε συμφωνήσει. Δεν άντεχε να μένει καρφωμένη δίπλα στο τη­λέφωνο προσμένοντάς τον ή να τρέχει με τις σαπουνάδες απ' το μπάνιο στο πρώτο κουδούνισμα. Καλύτερα εκείνη να τηλεφωνεί. Τις ώρες που συνήθως ήταν μόνος. Κι αν κάποι­ος άλλος σήκωνε τ' ακουστικό εκείνη το κλείνε κι επαιρνε αργότερα ξανά και ξανά, νιώθοντας ενοχή γιατί ενοχλούσε τους άλλους κι αγωνία μήπως κάτι του συνέβη. Έπαιρνε μέχρις αργά, μέχρι να τον πετύχει. Ίσα για να του πει «σ' αγαπώ» κι εκείνος ν' απαντήσει «κι εγώ, πολύ». Ίσα για να του ανακοινώσει για το γαρίφαλο που άνθισε στη γλάστρα της ή πώς την έγραψε ο τροχονόμος. Ίσα για να του πει πως τον ονειρεύτηκε και να προσέχει γιατί τα όνειρά της πάντα βγαίνουν. Κι ήταν φορές που εκείνος απλώς κοιμό­ταν τα μεσημέρια και είχε κατεβάσει το ακουστικό κι εκεί­νη τρελαινόταν απ' την αγωνία κι άλλοτε πάλι που έβλεπε ποδόσφαιρο και δεν είχε όρεξη για κουβεντούλες κι εκείνη ένιωθε προδομένη ιδίως όταν την έπνιγε η θλίψη κι ήθελε κάποιον να τη στηρίξει. Άλλοτε πάλι ήταν αγχωμένος και τότε της μιλούσε με τις ώρες -«σε ποιον άλλο μπορώ να τα πω όλα αυτά;» έλεγε- κι άδειαζε την καρδιά του απ' τις έγνοιες για τη δουλειά, τα οικονομικά του προβλήματα, τους καβγάδες του με την άλλη. Κι εκείνη χαιρόταν που του ήταν χρήσιμη «είμαι το τζίνι του τηλεφώνου» του 'λεγε κι ας ένιωθε το βάρος του να την πλακώνει, όταν νοιαζόταν τόσο για την αδιαφορία της άλλης την ώρα που τόσο αδιαφο­ρούσε για τα δικά της αισθήματα. Ήταν πάλι στιγμές που ένιωθε δυστυχισμένη, κουρασμένη, εκμηδενισμένη απ' την καθημερινότητα και τις σκοτούρες της δουλειάς, στιγμές στην κόψη του θανάτου, στιγμές που μόνο το χρώμα της φωνής του αρκούσε για να ξανάρθει ξαστεριά, στιγμές που η παρουσία του την παρηγορούσε κι ο κόσμος φάνταζε ανεκτός και όμορφος μόνο γιατί εκείνος υπήρχε στη ζωή της. Υπήρχε; Πόσο στ' αλήθεια υπήρχε αυτή η τηλεφωνική απουσία;
Ψέματα. Πόσα ψέματα δεν της έλεγε στο ακουστικό.
Πως είναι η μόνη γυναίκα που αγαπά τόσο, ο πιο δικός του άνθρωπος, πως την ποθεί, πως τη ζηλεύει, πως την αγαπά, πόσο την αγαπά! Δεν είχαν σημασία όλα τ' άλλα, ελεγε. Τι κι αν δε συναντιόντουσαν; Τι κι αν την ε'στηνε στα ραντε­βού δίχως την ευπρέπεια οΰτε ενός ενημερωτικού τηλεφω­νήματος για τη ματαίωση της συνάντησης; Τι κι αν αναι­ρούσε τη μια μέρα όσα της υποσχόταν την προηγουμένη; Τι κι αν δεν της έδινε το παραμικρό; Τι κι αν έπαιρνε ό,τι του πρόσφερε; «Σ' εκμεταλλεύομαι» της έλεγε, πάντα από τηλεφώνου, μα κείνη δεν την ένοιαζε. Ήθελε ολόκληρη να του δοθεί, είχε πολΰ περισσότερα να του δώσει απ' όσα εκείνος μπορούσε να αντλήσει.
Μονίμως μπερδεμένος. Την ποθούσε έλεγε. Από το τη­λέφωνο ήθελε τόσα να της κάνει. Όμως διάλεγε τόπους πο­λυσύχναστους για τις συναντήσεις τους, έτσι που να μη μπορεί να την αγγίξει. Δε χρειαζόταν αποδείξεις, έλεγε. Την αγαπούσε κι ήξερε πως τον αγαπά. Τ' ότι ποτέ δε θα ζούσαν μαζί ήταν ασήμαντη λεπτομέρεια. Στο κάτω κάτω τι παραπάνω γύρευε; Θα 'πρεπε να 'ναι ευτυχισμένη. Είχε την πετυχημένη της καριέρα, έναν άντρα που τη λάτρευε κι ένα ευτυχισμένο σπιτικό. Για κείνην αυτός δεν ήταν παρά το κερασάκι από την τούρτα της, έλεγε. Εκείνου όλη του η ζωή βούλιαζε στο κενό. Δίχως ένα τόπο που να νιώθει σπίτι του, με μια γυναίκα που έλεγε πως πια δεν αγαπά, εγκλωβισμέ­νος σε μια σχέση που τον εκμηδένιζε, ανίκανος ν' αποδρά­σει. Κι όμως εκείνη θα γκρέμιζε τη ζωή της για να ναι πλάι του, ενώ εκείνος δεν έκανε ποτέ ούτε ένα βήμα προς το μέ­ρος της. Μονάχα λόγια. Λόγια απ' το τηλέφωνο. Λόγια κα­τανόησης, αγάπης, επικοινωνίας. Ήταν γεννημένος έμπο­ρος. «Δεν είμαι αλτρουιστής, της είπε κάποτε, για να δίνω εκεί απ' όπου δεν παίρνω.» Η επικοινωνία ή τουλάχιστον η αίσθηση της επικοινωνίας ήταν το αλφαβητάρι της καθημερινής του πρακτικής. Όπως κι η βιτρίνα. Τα σινιέ ρούχα, τ' ακριβά αρώματα, ο κόσμος των duty free, η αυτάρκεια της επιτυχίας.
Δε χρειαζόταν πια τη γλύκα των σπλάχνων της, την τρυφεράδα της αγκαλιάς της, την κατανόηση της φωνής της, την προσφορά του «είναι» της. Ποτέ δεν ήταν γι' αυτόν κάτι πιο σημαντικό από μια φούστα που ανεμίζει ξυπνώντας τον πόθο σε κάθε περαστικό άντρα. Ξαφνιάστηκε όταν τόσο ανέξοδα την κέρδισε. Ήταν η μεγαλύτερη έκπληξη της ζω­ής του, είπε. Σαν κάθε κακομαθημένο παιδί παραπέταξε το παιχνίδι που του χαρίστηκε έτσι αυθόρμητα. Ό,τι δε χρειάζεται να κατακτάς ξανά και ξανά, σύντομα το βαριέσαι. Ένα πάρε δώσε είναι κι η αγάπη. Δεν μπορείς να δίνεις δί­χως να παίρνεις. Υποτιμάς ότι δεν πληρώνεις για ν' απο­κτήσεις.
Ήταν λάθος της. Του δόθηκε χωρίς όρους. Και για κεί- νον δε μετρούσε ούτε όσο το κερμα ενός τηλεφωνήματος. Άρκεσε μια βδομάδα, που επιμηκύνθηκε σ' ε'να μήνα για να το καταλάβει. Όλα της πήγαιναν στραβά κι εκείνος το 'ξερε. Θ' αρκούσε η φωνή του απ' το τηλέφωνο για να σταθεί στα πόδια της ξανά. Δεν το 'κανε. Αυτός που δεχόταν το κα­θημερινό της ενδιαφέρον, αυτός που δεχόταν ευχάριστα κάθε της δώρο, δε νοιάστηκε ούτε να τη ρωτήσει τυπικά αν χρειαζόταν τη βοήθειά του. Ο «πιο δικός της άνθρωπος» δεν είχε χρόνο ούτε για να πληκτρολογήσει το νούμερο της στο καντράν. Ήταν συνέχεια με άλλους, είπε. Δεν ήταν πο­τέ μόνος του για να μπορεί να της μιλήσει. ΓΙοτέ. Κι ας ήξερε ότι αρκούσε ο ήχος της φωνής του κι ε'να δικό του καλημέρα θα μπορούσε να την απογειώσει ξανά. Εκείνη τόσον καιρό έτρεχε στα καρτοτηλέφωνα γιατί ανησυχούσε στις αρρώστιες του, τον έπαιρνε από περίπτερα ή την ώρα της δουλειάς της γιατί ψυχανεμιζόταν τις δικές του στενά- χώριες, του τηλεφωνούσε απ' το εξωτερικό ίσα για ν' ακού­σει πως είναι καλά. «Δεν είναι ίδιοι όλοι οι άνθρωποι, της ε'λεγε. Εγώ επειδή σ' αγαπώ και σε νιώθω συνέχεια κοντά μου δε νιώθω την ανάγκη να σε παίρνω πιο συχνά. Χαίρο­μαι όμως, πρόσθετε, να σ' ακούω όσο συχνότερα μπορώ. Πιστεύω ότι μ' αγαπάς και δε γυρεύω αποδείξεις.»
Ψέματα. Ψεύτη, της ερχόταν τώρα να φωνάξει. Εκείνη ήταν που είχε ακούσει ατέλειωτες φορές τις δικές του εξο­μολογήσεις για τη σχέση του με την άλλη κι ήξερε ότι από κείνη απαιτούσε αποδείξεις γιατί εκείνη τον κρατούσε σ' ανασφάλεια, γιατί μπορούσε να τον διώχνει με κάθε αφορ­μή, κι εκείνος έμενε.
Δεν τον κατηγορούσε γιατί πια δεν την αγαπούσε, αν ποτέ του την αγάπησε. Τον χρέωνε για την παράταση της κωμωδίας, για τον εξευτελισμό των αισθημάτων σε μια πα­ρωδία σχέσης. Από την πρώτη στιγμή του το 'χε πει. Μπο­ρεί το πείραμα να μην πετύχαινε. Ήταν ελεύθεροι κι οι δυο να φύγουν. Του ζητούσε κάθε φορά να της πει κατάμουτρα την πικρή αλήθεια. «Έπαψα να σ' αγαπώ. Ο,τι είχα να σου δώσω στο 'δωσα. Δε θέλω να πάρω τίποτε παραπάνω. Δε χρειάζομαι τίποτε που να μπορείς να μου το προσφέρεις.»
Θα το καταλάβαινε. Θα 'ταν αντρίκειο. Αφέθηκε να τη βουλιάζει στο τέλμα της αναβλητικότητας, να τη βεβαιώνει ότι παρ' όλο που τα γεγονότα αποδεικνύουν ακριβώς το αντίθετο, αυτός την αγαπά κι είναι ο πιο δικός του άνθρω­πος στον κόσμο, πως ακριβώς γι' αυτό θα 'πρεπε να κάνει υπομονή και να περιμένει να ξεκαθαρίσουν οι αποφάσεις του, να ξεμπερδέψει το κουβάρι των συναισθημάτων του, να μπορέσει να της δοθεί όπως το θέλει, να μπορεί να την κάνει ευτυχισμένη. Φοβόταν, λέει, να τη συναντά όσο ένιω­θε τόσο χάλια. Φοβόταν ότι θα την τραβούσε μαζί του στο βυθό.
Όμως αν εκείνη δεν ήταν η χαρά της ζωής του, δεν άξι­ζε τον κόπο να τον πλησιάζει. Αν δεν ανυπομονούσε να τη συναντήσει πώς μπορούσε να την αγαπά; Αν όποτε τη συ­ναντούσε μπορούσε να ελέγχει τον πόθο του για το κορμί της ήταν γιατί το πάθος του είχε πεθάνει κι αν άντεχε ν' αναβάλει κάθε τους συνάντηση ήταν γιατί ο έρωτας ήταν νεκρός. Κι αν ανεχόταν τον εξευτελισμό των αισθημάτων της ήταν γιατί ακόμη ήθελε να πιστεύει στην ειλικρίνεια της φιλίας του.
Άρκεσε όμως μόνο μια βδομάδα. Μια βδομάδα που επιμηκύνθηκε σε μήνα, μια βδομάδα δύσκολη. Η μοναδική της απαίτηση:«Αν για οποιονδήποτε λόγο δεν επικοινωνού­με για δυο τρεις μέρες, σε παρακαλώ να μου τηλεφωνείς».
Ούτε για ένα τηλεφώνημα. Τόσο μετρούσε η μεγάλη του αγάπη. Ούτε για ένα τηλεφώνημα.
Η ψυχρή φωνή στα μεγάφωνα καλούσε τη δική της πτή­ση. Έψαξε στην τσάντα της την κάρτα επιβίβασης κι αθέλητά της άγγιξε την κάρτα τηλεφώνου. Βιάστηκε να χωθεί στον κρυστάλλινο τηλεφωνικό θάλαμο. Έβαλε με αγωνία την κάρτα στη σχισμή κι είδε να σχηματίζεται φωτεινός ο αριθμός του τηλεφώνου του. Η φωνή του γελαστή κι ανέμε­λη. «Εμπρός» είπε κεφάτα. Στο βάθος κάποιοι συζητούσαν. «Εμπρός» είπε ξανά με κάποια περιέργεια. Έκλεισε το ακουστικό χωρίς να του μιλήσει. Δε θα 'χε πια κανένα νόη­μα, σκεπτόταν, ενώ διάβαζε «Βγάλτε την κάρτα». Σκόπιμα την άφησε πάνω στο μηχάνημα. Και κάποιος άλλος θα προ­σπαθούσε ίσως να γεμίσει την πλήξη της αναμονής με άσκο­πα τηλεφωνήματα. Βιάστηκε να προλάβει ανοιχτή τη θύρα εξόδου. Ακουγόταν ήδη η τελευταία αναγγελία της πτήσης.

Το διήγημα περιέχεται στο βιβλίο «Ο παππούς απ' την Οντέσα» Αθήνα 1995

Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης