Ορέστεια



Ορέστεια

Είχα μόλις διοριστεί όταν γνώρισα τον Ορέστη. Στην αρχή δεν τον πρόσεξα. Ήταν απλώς ένας συνάδελφος «κατ’ εξοχήν» φιλόλογος και αυτός με παράξενα ξανθά μαλλιά που έπλεκαν δακτυλίδια, όπως στο Ερμή του Πραξιτέλη.
Όταν τον πρωτοείδα άθελά μου θυμήθηκα, πως κάπου στην Ηλέκτρα του Ευρυπίδη γράφει ότι οι ευγενείς ξεχώριζαν απ’ το ξανθό της κόμης. Δεν ήταν ψηλός για να τον προσέξω και στα χαρακτηριστικά του σαν ήταν σοβαρός δεν έβρισκες την αρμονία που εκφράζει την ομορφιά.
Το πρώτο πράγμα που μ’ εντυπωσίασε ήταν το χαμόγελό του. Είχε ολόισα δόντια που πρόβαλλαν χαριτωμένα και το πρόσωπό του έλαμπε με μια παράξενη έκφραση κάποιας βαθιά θαμμένης αθωότητας. Έκτοτε προσπαθούσα να τον βλέπω να χαμογελάει.
Στην αρχή ένοιωθα αμηχανία σαν τον έπιανα να κοιτά τις γάμπες μου – που ομολογουμένως ήταν αξιοπρόσεκτες- μα γενικά πίστευα πως ήταν σοβαρός μιας και ποτέ δε με είχε αγγίξει και πάντα, μαζί μου τουλάχιστον, ήταν ευγενικός κι έδειχνε να με σέβεται.
Ήμουν ακόμη άβγαλτη, μόλις είχα πάρει πτυχίο και το «Άριστα» μου εξασφάλισε την ωραιότητα της παρθενίας μου. Έτσι ο ιπποτισμός του άγγιξε την καρδιά μου τουλάχιστον όσο τα μάτια του. Έπρεπε νάχει ήλιο σαν τα κοιτάς για να τα εκτιμήσεις, το ίδιο όπως γίνεται με τις πολύτιμες πέτρες, που χάνουν τη λάμψη τους στο τεχνητό φως. Τα μάτια του έμοιαζαν με τη γαλήνια θάλασσα ζεστού καλοκαιριού και χαιρόμουνα το φως του, μα ντρεπόμουν να τα κοιτάξω κατάματα.
Στην ηλικία εκείνη είχα πια συνειδητοποιήσει πως δεν υπάρχουν πρίγκιπες, όπως στα παραμύθια και πως ούτε ο εαυτός μου ήταν η όμορφη κοιμισμένη πριγκίπισσα που το φιλί του θα την ξυπνούσε. Είχα ήδη μόνη μου αρχίσει να ξυπνώ, κάπως αργά μα ωστόσο αμετάκλητα, από τ’ όμορφο όνειρο μιας ηλικίας, που εύκολα γίνεται εφιάλτης. Είχα ήδη κουραστεί να περιμένω τον αιώνιο έρωτα, που τόσο εύκολα τάζουν τα λογής λογής αναγνώσματα. Είχα ήδη απογοητευθεί από την παλιά νοοτροπία του γάμου, όσο κι αν θυσίαζα σπονδές ακόμη στο βωμό ξεπερασμένων αξιών, που με σύνθλιβαν, μα που δε μπορούσα να εγκαταλείψω μπροστά στο φόβο της θείας δίκης.
Και αυτός για μένα ήταν Ο Άντρας, πράγμα που τόνοιωθα με όλες μου τις αισθήσεις στον ύπνο και το ξύπνιο μου. Όσο τον έβλεπα να στέκει σοβαρός τον ήθελα για σύζυγο και όταν η λογική, μονόφθαλμη αλλά με αρκετή διορατικότητα μου ψιθύριζε για  τις επιπολαιότητές του κατέληγα στο «Αν πέσει στα πόδια μου μπορεί να δεχθώ να τον πάρω»
Μα εκείνος με μένα παρέμενε ευγενικός και σοβαρός, άψογος και μόνο σε φιλοσοφικές συζητήσεις μου πετούσε πόντους για τις προγαμιαίες σχέσεις και την ισότητα των φύλων, θέμα πολύ μοντέρνο και τον απέκρουα μετά βδελυγμίας, όσο κι αν τις νύχτες έλιωνα σαν κερί κάτω απ’ τη φλόγα του πουριτανισμού μου.
Δεν άργησα να γίνω δυστυχισμένη γιατί όσο εκείνος ήταν άψογος απέναντί μου, τόσο πιο έντονη ένοιωθα την διάθεση να ξεσπάσω και να του πω «Σε θέλω, σε ποθώ, σ’ αγαπώ» ή ότι άλλο έφερνα στα χείλη μου η ανομολόγητη ένοχη ορμή του φύλου μου.
Μα η λογική πάντα με συγκρατούσε, σαν το ζό στ’ αλέτρι του.
-Που βρίσκεσαι, Ιφιγένεια; Στη Σουηδία; Εδώ είναι Βαλκάνια και τα ελληνοχριστιανικά ιδεώδη δεν επιτρέπουν ποτέ στη γυναίκα να κάνει τέτοιες προτάσεις. Πρέπει να μάθεις τους κανόνες του παιχνιδιού. Πρέπει να παίξεις με ευπρέπεια, κατά που πρέπει, και συ κοντά σε τόσες άλλες γυναίκες.
Άρχισα να του φέρομαι σκληρά κι επιθετικά, να προσπαθώ να τον πληγώσω, μα ήταν σα να προσπαθώ ν’ ανοίξω τον τοίχο χτυπώντας με το κεφάλι μου.
Όλα ήταν σκοτεινά στο μυαλό μου. Είχε στερέψει η φαντασία μου και σχολή «δι εκπαίδευσιν παρθένων προς γάμου κοινωνία» δεν είχε ιδρυθεί.
Βρισκόμουν σε αδιέξοδο, όταν μια μέρα είδα στο δάχτυλό του να λάμπει αυτό το ποθητό χρυσό απέριττο δαχτυλίδι, τύπου χαλκά, που ενώνει δυο καρδιές, δυο βάσανα. Να μια λύση που δεν είχα ποτέ σκεφθεί. Σε αυτή την τραγωδία όλα είχαν κάποιαν αρχαιοπρέπεια.
Λυτρώθηκα από τον Ορέστη σαν από επέμβαση του από μηχανής Θεού. Το ίδιο βράδυ ξενύχτησα στο κλάμα και το πρωί ένοιωθα ήρεμη και ξεκούραστη.

-Τι να γίνει; Σκέφθηκα. Οι άντρες είναι πάντα ζώα. Δεν ξέρουν ποτέ να εκτιμούν σωστά τις καταστάσεις.

  Περιλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων "Ο θηλυκός άνθρωπος"


Πρόλογος      

Τούτο το βιβλίο είναι πέρα για πέρα αληθινό.
Είναι ότι η γυναικεία μου διαίσθηση κατάφερε να φωτογραφίσει από τις καθημερινές στιγμές των ομόφυλών μου. Φωτογραφίες τόσο αλλιώτικες, μα τόσο ίδιες. Η Εύα, πολύμορφη σαν τη θάλασσα, πάντα γοητευτική και ζωογόνα, πάντα καταπιεσμένη, από τα γεννοφάσκια ως τη θανή της, πάντα θύμα εκμετάλλευσης μα πάντα τολμηρή κι έτοιμη ν’ αντιδράσει με όποια δύναμη της είναι βολετό.
Γυναίκες ηρωίδες, μα και γελοίες, σκληρές, κακές ή αδύνατες, μα πάντα προδομένες από παντού, ακόμη κι από το φύλο ή τα παιδιά τους.
Γυναίκες παγιδευμένες σε μιαν εποχή επανάστασης, που πριν προλάβουν να γευτούν τη γλύκα των καρπών της, τις φόρτωσε με νέες ευθύνες.
Γυναίκες πελαγωμένες από τις τόσες θεωρίες, που τέλεια ανοργάνωτα παλεύουν κι αντιδρούν, υπακούοντας τυφλά στην παρόρμηση και τις εμπειρίες τους.
Γυναίκες τόσο όμοιες στον πόνο και την αγάπη, τόσο ευαίσθητες κι υπεύθυνες μπροστά στην ίδια τη ζωή.
Τούτες οι φωτογραφίες παρθηκαν με αγάπη και γνήσιο ενδιαφέρον. Είθε να βοηθήσουν να βρει επιτέλουν η Εύα το χαμένο της πρόσωπο, την αληθινή της ταυτότητα. Είθε να γίνει κάποτε η Εύα αυτό που πάντα ήταν. Ο Θηλυκός άνθρωπος.
Πειραιάς 1981

Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης