Η πρώτη κούκλα
Επτά μηνών κι ο κόσμος ένα αίνιγμα. Απλώνεις τα χέρια να τον φθάσεις, τον γεύεσαι για να τον νιώσεις. Το κορμάκι σου μια υπερευαίσθητη μηχανή απολαμβάνει την κάθε κίνηση, αντιδρά χορευτικά στον όποιο ρυθμό, από τη φιλαρμονική της Βιέννης μέχρι τα μπιπ των διαφημίσεων. Ονειρεύομαι να σε ταξιδέψω παντού. Να δοκιμάσεις τα πάντα.
«Μυρίσου κι έπαρε» που έλεγε το παραμύθι. Γιατί αν δε δοκιμάσεις τι υπάρχει στη ζωή, πώς θα διαλέξεις τι σου αρέσει;
Εξωτικά φρούτα συνωστίζονται στη φρουτόκρεμα, που ήδη βαρέθηκες. Την τρως σαν αγγαρεία. Γυρνάς επίτηδες το κεφάλι μόλις το κουτάλι προσεγγίζει, χώνεις στο στόμα το παιχνίδι να μη προλάβει το κουτάλι. Σε ξεγελώ προς το παρόν με προσποιήσεις.
Αφήνεσαι μ’ εμπιστοσύνη στο λίκνισμα της αγκαλιάς μου. Είσαι παιδί αποκλειστικής φροντίδας. Προνομιούχο, μα και στερημένο.
Πήρα την κούκλα με κάποια επιφύλαξη. Όχι από φυλετικό προσανατολισμό και άλλες τέτοιες κουταμάρες. Μεγάλωσα και κορίτσια και αγόρια και είμαι σίγουρη ότι οι κούκλες είναι θαυμάσιο παιχνίδι και για τα δυο φύλα.
Η συγκεκριμένη μιμείται κινήσεις θηλασμού στο στοματάκι και βγάζει ήχους ευχαρίστησης και δυσαρέσκειας, κοιμάται, ροχαλίζει και ξυπνά πεινασμένη, την αλλάζεις σα μωρό, προσομοιάζει με μωρό, όπως οι σύγχρονες κούκλες. Φαλακρή όπως οι παλιές μου κούκλες που όμως ήταν κατασκευασμένες από κακής ποιότητας πλαστικό και ολόγυμνες χωρίς διακριτικά φύλου ή επιλογή ρούχων.
Τότε μόνο οι ναυτικοί έφερναν από τα ταξίδια τους μεγάλες κούκλες ντυμένες με μακριές τουαλέτες και καπέλο πάνω στα ζωγραφισμένα μαλλιά, που είχαν μάτια, πάντα γαλανά, που ανοιγόκλειναν, θαμπώνοντας κάθε παιδί. Λόγω της σπανιότητας του αντικειμένου αυτές τις κούκλες δεν τις έπαιζαν τα παιδιά των ναυτικών, αλλά στόλιζαν το μέσο του καναπέ στο σαλόνι, που φυσικά άνοιγε μόνο για τους ξένους στις επίσημες μέρες.
Ήμουν έφηβη όταν πρωτοκυκλοφόρησαν οι κούκλες που χτενίζονται ναι ντύνονται. Στα χέρια των παιδιών μου γεννήθηκαν οι Μπάρμπι, οι Τζον τζον και τα μύρια εξαρτήματά τους.
Μεγάλη πια αγόρασα πορσελάνινες, καλοραμμένες συλλεκτικές και όχι για παιχνίδι κούκλες.
- Ίσως είσαι μικρή για κούκλα, σκεπτόμουν καθώς την κουβαλούσα χριστουγεννιάτικα.
Δεν υπολόγιζα αυτό που συνέβη. Την αναγνώριση στο πρόσωπο της κούκλας, ενός άλλου παιδιού. Την αγκάλιασες, της έβγαλες το σκούφο, ικανοποιήθηκες με την σωματική επικοινωνία, και της πήρες την ψεύτικη πιπίλα για να τη βάλεις στο δικό σου στόμα.
«Μη!» σπεύσαμε έντρομοι όλοι οι ενήλικες. Ήταν μυτερή και ακατάλληλη για παιδικό στόμα.
Μας κοίταξες κατάπληκτη κι επέστρεψες στην κουκλίστικη αγκαλιά, που χωρά απόλυτα στα μικρά σου χέρια.
Της τσίριξες φιλικά, της χτύπησες το κεφάλι κι έπειτα προσπάθησες να τη δαγκώσεις και αυτήν.
«Πονάνε τα δοντάκια της» αποφανθήκαμε οι ενήλικες.
Εσύ απλώς δοκίμαζες και αυτή τη γεύση. Και ήταν γεύση πλαστικού, έστω καλής ποιότητας, όχι γεύση ανθρώπινης σάρκας.
Θα χρειαστεί να περιμένεις για να σου επιτραπεί αυτή η επικοινωνία. Να πάψεις νάσαι το επίκεντρο του κόσμου της οικογένειάς σου. Να ξεμοναχιαστείς με κάποιο συνομήλικο και να γνωρίσεις την αντιπαλότητα, που θριαμβεύει στις ανθρώπινες σχέσεις.
Προς το παρόν αγκάλιασε, χτύπα ή περιφρόνησε την πρώτη σου κούκλα. Δε σου κρατά κακία. Γιαυτό και στη χαρίσαμε, πριγκίπισσα.
Για νάσαι πάντα ασφαλής, συντροφευμένη στον κρυστάλλινο πύργο της υπερβολικής ίσως αγάπης μας.
Με την ελπίδα να μη γνωρίσεις ποτέ την παγωνιά του κόσμου.
Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου