Για την ημέρα της γυναίκας που συνεχίζει τον αγώνα Αρτεμισία Τζεντιλέσκι

Την τραβούσε η εικόνα της Ιουδήθ, που είχε σκοτώσει τον Ολοφέρνη και που την απέδιδε -αντίθετα με τη βιβλική διήγηση-  μαζί με τη δούλα της, γιατί πίστευε ότι μια γυναίκα μόνη δε θα μπορούσε να πετύχει. 

ΑΤΡΕΜΙΣΙΑ ΤΖΕΝΤΙΛΕΣΚΙ (1591-1650)
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΤΟΥ 17ΟΥ ΑΙΩΝΑ


                Συχνά οι άντρες προσάπτουν στις γυναίκες τ’ ότι δεν έγιναν μεγάλες πουθενά. Η ιστορία της τέχνης δεν έχει να επιδείξει πρώτης γραμμής συγγραφείς ή ζωγράφους για να μη μιλήσουμε για τη γλυπτική που εξακολουθεί να θεωρείται «ανδρική» τέχνη.
                Δεν έχουν άδικο. Είναι γεγονός ότι η γυναίκα δεν κατάφερε να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο ακριβώς γιατί είχε ν’ αντιπαλέψει με δυσκολίες μπροστά στις οποίες κάθε άντρας θα είχε παραδώσει τα όπλα απ’ την πρώτη στιγμή.
                Χαρακτηριστικό παράδειγμα η αξιόλογη ζωγράφος του 17ου αιώνα Αρτεμισία Τζεντιλέσκι. Πρωτότοκη κόρη του ζωγράφου Οράτιο Τζεντιλέσκι (ακολούθησαν τέσσερα αγόρια) από μικρή μεγάλωνε ανάμεσα στα χρώματα στο εργαστήρι του πατέρα της στην αρχή με την ανοχή κι έπειτα με τη συγκατάθεσή του. Έτσι όχι μόνο διδάχθηκε την τεχνική της ζωγραφικής, αλλά παρακολουθούσε τα καλλιτεχνικά ρεύματα και κυρίως  αποκτούσε πείρα στο εμπορικό παζάρεμα, που συνηθιζόταν την εποχή της, ενώ ταυτόχρονα χρησίμευε σαν μοντέλο και βοηθός του πατέρα της. Σε ηλικία μόλις 14 ετών με τον θάνατο της μάνας της  αναγκάστηκε ν’ αναλάβει και το δικό της ρόλο ανταποκρινόμενη στα οικιακά καθήκοντα, το ατελιέ και με την ευθύνη των παιδιών. Μόνη διαφυγή η τέχνη της.
Η Σουζάννα και οι Γέροντες (για πρώτη φορά αποδίδεται η σεξουαλική διαπόμπευση της γυναίκας θύματος από τους "σεβάσμιους" γέροντες της Βίβλου)
         Ο πατέρας της νιώθοντας γιαυτή ζήλια την περιόριζε στο ατελιέ επιτρέποντάς της να έρχεται σε επαφή μόνο με τους φίλους του. Ένας από αυτούς ο Αγκοστίνο Τάσι τη βιάζει και -αναλφάβητη καθώς ήταν- της απέσπασε ένα πίνακα της Ιουδήθ, που είχε ζωγραφίσει μαζί με τον πατέρα της. 
Επί ένα χρόνο η Αρτεμισία βρίσκεται παγιδευμένη ανάμεσα στις υποσχέσεις του Τάσι ότι θα την παντρευτεί και στην ατίμωση. Στο τέλος ο πατέρας της ρωτώντας για τον πίνακα, της αποκαλύπτει ότι γνωρίζει τη σχέση της με τον Τάσι, ο οποίος είναι ήδη παντρεμένος, είχε βάλει να δολοφονήσουν τη γυναίκα του με γροθιές, είχε κάνει παιδιά και με την κουνιάδα του και ότι έχει ήδη καταθέσει μήνυση σε βάρος του όπου εκείνη θα κληθεί μάρτυρας.
     Στις 18 Μαρτίου του 1612 παρουσιάζεται μπροστά στον ανακριτή, όπου για πρώτη φορά της διαβάζουν την αναφορά του πατέρα της. Εκεί έκπληκτη ακούει ότι ο πατέρας της περιγράφει την διακόρευσή της και την κλοπή του πίνακα καταλήγοντας επί λέξει «Παναγιότατε, είναι τόσο ποταπή αυτή η πράξη που έγινε εις βάρος του δύστυχου υποφαινομένου, βλάπτοντάς τον σοβαρά υπό τον μανδύα μάλιστα της φιλίας που μπορούμε δικαιολογημένα να τη θεωρήσουμε ως δολοφονική πράξη» και ζητώντας την παραδειγματική τιμωρία του ενόχου «ώστε να μην καταστραφούν αργότερα και τα’ άλλα του παιδιά».  Για την ίδια την αγαπημένη του κόρη ούτε κουβέντα. Ήταν εκείνος ζημιωμένος!
Ακολουθεί μια δίκη ταπεινωτική, με μαρτυρίες γνωστών και φίλων και εξέταση της κοπέλας από μαμές που καταθέτουν ότι δεν είναι πια παρθένα, όπως διαπίστωσε το έμπειρο δάχτυλό τους.  Την κατηγορούν ότι ήταν πόρνη, αφού έμενε ανάμεσα σε τόσους άντρες, μέχρι και τ’ ότι ήταν ερωμένη του πατέρα της. Ο βιαστής επιμένει στην αθωότητά του κι εκείνη στην αλήθεια της. Βλέποντας  όμως ότι κινδυνεύει να καταδικαστεί προσπαθεί να την πείσει να ανακαλέσει με την υπόσχεση του γάμου, όμως εκείνη αρνείται. Έτσι καλείται να επιβεβαιώσει εκείνη τον ισχυρισμό της κάτω από την πίεση βασανιστηρίων. Μπροστά στο δικαστήριο και το βιαστή της ο δεσμοφύλακας της πέρασε θηλιές γύρω από τα δάχτυλα, που της τα έσφιγγε σε κάθε ερώτηση μέχρι που γέμισαν με πληγές. Αν δεν υπήρχαν τα πρακτικά αυτής της δίκης θα μας φαινόταν αδιανόητη αυτή η μέθοδος εκμαίευσης της αλήθειας. Ο θύτης να ρωτά με αυθάδεια λεπτομέρειες για ν’ αποδείξει ότι το θύμα δεν αντιστάθηκε αρκετά, την ώρα που εκείνη κινδυνεύει να χάσει τα δάχτυλά της απ’ τη μέγγενη του βασανιστή.
Έπειτα απ’ αυτό το σοκ η Αρτεμισία κλείνεται στον εαυτό της μέχρι που ο πατέρας της αναγγέλλει ότι βρέθηκε γαμπρός για την ατιμασμένη κόρη, πρόθυμος να την πάρει μακριά από τη Ρώμη, στη Φλωρεντία και ο οποίος είναι τόσο καλός, ώστε θα της επιτρέπει να ζωγραφίζει «υπό τον όρο να μην αμαυρώσει την φήμη του». Έτσι σαν εμπόρευμα πέρασε από τα χέρια του πατέρα στο σύζυγο, ο οποίος ήταν αυτό που χρειαζόταν. Έμπορος ευκατάστατος και ερασιτέχνης ζωγράφος της διέθεσε χώρο για ατελιέ, όπου επιτέλους η Αρτεμισία μπόρεσε ν’ αφοσιωθεί στην τέχνη της.  Ο Πιέτρο Αντώνιο ήταν εκείνος που την δίδαξε ανάγνωση και γραφή, έτσι που άρχισε να μελετά τη Βίβλο για να μπορεί ν’ αποσπά ηρωίδες που θα ζωγράφιζε για την Εκκλησία που ήταν τότε ο μεγαλύτερος αγοραστής έργων Τέχνης. Σ’ αυτό το διάστημα γέννησε και την κόρη της που μεγάλωνε ανάμεσα στους πίνακές της.
Η Αρτεμισία ήθελε να δώσει τη γυναικεία οπτική σε όλες αυτές τις φιγούρες που μέχρι τότε είχαν φιλοτεχνηθεί μόνο από άντρες. Γιαυτό και τόσο την τραβούσε η εικόνα της Ιουδήθ, που είχε σκοτώσει τον Ολοφέρνη και που την απέδιδε πάντα -αντίθετα με τη βιβλική διήγηση-  μαζί με τη δούλα της, γιατί πίστευε ότι μια γυναίκα μόνη δε θα μπορούσε να πετύχει. Μόνο μέσα από τη συνεργασία των γυναικών μπορεί να πετύχει ένα τέτοιο εγχείρημα, επέμενε. Μέσα από τους πίνακές της η Αρτεμισία έδινε εικόνες που θα επιβίωναν επειδή ήταν. ωραίες Μετέφεραν τη δική της αγωνία στο θεατή, μόνο που εκείνος δε θα μπορούσε να υποπτευθεί ότι αυτό το έργο το έκανε μια γυναίκα. Έπρεπε όμως να είναι πολύ προσεκτική. Δε μπορούσε να έχει για μοντέλο άντρα παρά μονάχα παρουσία κάποιας γυναίκας. Και την ίδια στιγμή ο βιαστής της,  όχι μόνο κυκλοφορούσε ελεύθερος στη Ρώμη, αλλά ήταν ξανά στενός φίλος του πατέρα της.
Σιγά σιγά η αναγνώριση ερχόταν στη Φλωρεντία. Άρχισε να δέχεται κάποιες παραγγελίες, έγινε δεκτή στην Ακαδημία του σχεδίου, η μόνη γυναίκα, είχε την ευμένεια του Δούκα Κοσμά ΙΙ των Μεδίκων. Όμως ο σύζυγος δε μπορούσε να της συγχωρέσει την επιτυχία. Την κατηγόρησε ότι ξεπέρασε τα όρια μιας παντρεμένης, έντιμης γυναίκας και της ζήτησε να χωρίσουν. Αυτό που δεν της συγχωρούσε ήταν ότι είχε ταλέντο εκεί όπου εκείνος είχε αποτύχει.
Έτσι εγκαταστάθηκε μόνη της στη Φλωρεντία και ζωγράφισε καταπληκτικές εικόνες της Ιουδήθ προσπαθώντας ν΄ ανταποδώσει στον άντρα μέσα από τον πίνακα το ξίφος που τόσες φορές η ζωή είχε μπήξει στη σάρκα της.
Τελικά αναγκάστηκε να πάει να βοηθήσει τον πατέρα της, που τη ζητούσε επίμονα και έτσι με την κόρη της πήγαν κι εγκαταστάθηκαν στη Γένοβα Εκεί η Αρτεμισία ζωγραφίζει τη Λουκρητία της. Η Λουκρητία, ενάρετη σύζυγος του συγκλητικού Ταρκύνιου, έπεσε θύμα βιασμού με τον εκβιασμό ότι αν δεν ενδώσει θα τη σκότωναν αυτή και τον υπηρέτη της και μετά θα έβαζαν τα σώματά τους δίπλα δίπλα για ν’ αποδείξουν ότι είναι μοιχαλίδα. Η Λουκρητία ομολόγησε το τι συνέβη στον άντρα και την οικογένειά της, που επειδή την εμπιστεύονται, τη συγχώρησαν. Όμως επειδή η ίδια δε μπορούσε να ζήσει άλλο μέσα στην ατίμωση αυτοκτονεί μπήγοντας στο στήθος της ένα μαχαίρι. Το θέμα, τόσο οικείο στην Αρτεμισία, είχε αποδοθεί από πολλούς άντρες καλλιτέχνες, που  παρουσίαζαν τη Λουκρητία, γυμνή να παραδίδεται ηδονικά στο ξίφος.  Η Αρτεμισία την παρουσιάζει  σα μια  γυναίκα αξιοσέβαστη, θύμα βιασμού, που αγωνίζεται εναντίον ενός πόνου μεγαλύτερου από το μαχαίρι που θα διαπεράσει το σώμα της. Φυσικά ο πατέρας της δεν καταλάβαινε αυτές της τις συνθέσεις, όπως ποτέ δεν κατάλαβε το κακό που της έκανε.
Η Αρτεμισία όμως κατάλαβε και τον συγχώρησε. Στο ίδιο διάστημα έχει ελεύθερη σχέση με έναν άλλο ζωγράφο και αποκτά απ’ αυτόν τη δεύτερη κόρη της η οποία παραμένει κι αυτή όπως και η πρώτη στη δική της κηδεμονία, χωρίς πατέρα. Τώρα όμως είχε κατακτήσει μια  θέση, ήταν πια μια καταξιωμένη καλλιτέχνιδα κι αυτό της συγχωρούσε το γεγονός ότι ήταν γυναίκα. Έτσι επέστρεψε νικήτρια στη Ρώμη. Κι από κει στο Παρίσι και τη Νάπολη, πάντα ανεξάρτητη και πάντα πρόθυμη να βοηθήσει τον πατέρα της  σε κάποιο καινούριο έργο. Στη Νάπολη πάντρεψε, προικίζοντας την πρώτη της θυγατέρα και όταν ο Οράτιος της ζήτησε απεγνωσμένα βοήθεια για να τελειώσει, άρρωστος, κάποιες τοιχογραφίες στ’ ανάκτορα Γκρήνουιτς των άγγλων βασιλιάδων, τον βοηθά μέχρι το θάνατό του κι αναγκάζεται να τελειώσει το ημιτελές του έργο, έκθετη στις βασιλικές διαθέσεις ως προς την πληρωμή. Έχει μαζί της και τη μικρή της κόρη, που η βασίλισσα αναλαμβάνει υπό την προστασία της. Έτσι όταν τελικά η Αρτεμισία φεύγει απ’ την Αγγλία η κόρη της παραμένει  και τελικά παντρεύεται με άγγλο. Επιστρέφει στη Νάπολη και ζωγραφίζει μέχρι τέλους, παλεύοντας με τους αγοραστές που παζαρεύουν φορτικά και τις κακοτυχίες που καταστρέφουν τα έργα στο ταξίδι προς τον παραλήπτη όπως μαρτυρούν οι επιστολές της.
Τα έργα μου θα μιλήσουν για μένα, έλεγε πάντα. Και τόσους αιώνες μετά, στα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου, τα περισσότερα από 30 διασωζόμενα έργα της Αρτεμισίας Τζεντιλέσκι εξακολουθούν και καταθέτουν τη φωνή της, τη φωνή των γυναικών που βιάστηκαν, αναγκάστηκαν να υποταχθούν στις κοινωνικές συνθήκες, βασανίστηκαν, αλλά τελικά χάραξαν το δικό τους δρόμο μόνες, με μόνο εφόδιο τη θεϊκή τους φλόγα.

Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου

Σχόλια

  1. Το έμβρυο που έχει τρυπώσει στην κοιλιά της γυναίκας και διαγνώστηκε ως θήλυ στον υπέρηχο, πριν καν εμφανιστεί στον κόσμο, παλεύει να αποδείξει πως είναι ικανό, πως θα μεγαλουργήσει και θα σταθεί αντάξιο, αν όχι και καλύτερο από το αρσενικό. Κρυφογελά που ακούει να παρηγορούν τη μάνα του, ''δεν πειράζει, καλό είναι και το κορίτσι, την επόμενη φορά με ένα γιο΄΄, για δες! Αγώνας μια ζωή, πάλη των φύλων...πάλη σε έναν κόσμο, που ακόμα φορά φερετζέ στο μυαλό...Κι όμως η τέχνη της τεκνοποίησης, η τέχνη της ευτυχίας, η τέχνη της αγάπης και τελικά η τέχνη της ίδιας της ζωής είναι γένους θηλυκού. Και αυτό είναι που φοβίζει.
    Μαρία, είσαι η απόδειξη πως η γυναίκα είναι ικανή και μεγάλη σε όλους της τους ρόλους: σύντροφος, μητέρα (κάπου απορείς αν πέτυχες στο ρόλο αυτό, ως φίλη της Εύας και γνωστή της οικογένειας, σε συγχαίρω, έκανες καλά παιδιά!)επαγγελματίας, συγγραφέας. Σε διαβάζω εδώ και 3 μέρες και εμπλουτίζω τη μέρα μου με τα άρθρα σου.
    Με εκτίμηση
    Κλαίρη

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Αγαπητή Κλαίρη
      Σε ευχαριστώ για το σχόλιό σου. Με κολακεύει και με παρηγορεί το γεγονός ότι τα κείμενα που προέρχονται από τις εμπειρίες της δικής μου γενιάς εξακολουθούν ν' αγγίζουν τη γενιά των παιδιών μου. Η Εύα μου μίλησε για την ευαισθησία και την ποιότητα του χαρακτήρα σου και αυτό με κάνει διπλά περήφανη για την εκτίμησή σου.
      Με αγάπη
      Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης