Ο ήχος της τρομπέτας
Ο ήχος της τρομπέτας
Ο κύριος Τρυφωνόπουλος, καθηγητής
της μουσικής, μόνος του ζήτησε τη μετάθεση στην επαρχιακή μας πόλη.
-Επιτέλους, διακήρυττε με πάθος, κοντά στη φύση και την απλή ζωή, μακρυά απ'
την πολυκοσμία και τον θόρυβο.
Η συμβία του, κυρία κοσμική και νέα,
διαφωνούσε έντονα με τις συζυγικές
προκαταλήψεις, όμως γνώριζε καλύτερα απ' τον καθένα τα μυστικά αίτια
τούτης της παράλογης απόφασής του. Πίσω απ' όλα κρυβόταν το πάθος του κυρίου Τρυφωνόπουλου για ένα ελάχιστα κοσμικό
όργανο, την τρομπέτα. Στην Αθήνα είχαν αναγκαστεί να μετακομίσουν πάνω από δέκα φορές μέσα σε ένα χρόνο. Το ρεκόρ τους ήταν η μετακόμιση δυο φορές
μέσα σε ένα μήνα και ήταν τότε που
νοίκιασαν σε πολυκατοικία.
-Προκειμένου να ζούμε σαν
τους τσιγγάνους, σκέφτηκε στωικά η καλή γυναίκα, καλύτερη η επαρχία. Θάχει λαγκάδια και βουνά
κι έτσι θα γλυτώσουν και τ' αυτιά μου απ' τη μουσική του διαστροφή.
Και όλα πραγματικά έγιναν όπως
τα υπολόγιζε. Το προαύλιο του σχολειού, ευρύχωρο πρόσφερε μέχρι και καμαρούλα, που
κατ' ευφημισμόν ονομάζαμε
"αίθουσα ωδικής", στη γωνία
πλάι στο κηλικείο, όπου ανενόχλητος μπορούσε ο κύριος καθηγητής να μυεί
τα νιάτα στους θορυβώδεις ήχους.
Μόνο παράπονο του κυρίου Τρυφωνόπουλου προς το Υπουργείο
στάθηκε τ' ότι ο διορισμός του τον τοποθέτησε αντί του "αρρένων" στο
"θηλέων" γυμνάσιο και τα κορίτσια
όπως είναι γνωστό
προτιμούν το πιάνο
απ' την τρομπέτα. Λίγο έξω από
την πόλη, δίπλα σε μια πηγή κάτω απ' τα πλατάνια ένας κουφός
καφετζής δεχόταν το "μαέστρο" με την τρομπέτα του με την ευχαρίστηση που
νοίκιαζε τα καμαράκια της πίσω
αυλής στα παράνομα
ζευγαράκια. Η κυρία Τρυφωνοπούλου μπορούσε επιτέλους
ν' ανοίξει το σπιτικό της για το δικό της αγαπημένο άθλημα, την
χαρτοπαιξία.
Είχαν κιόλας συμπληρώσει ρεκόρ
παραμονής -έξι ολόκληρους μήνες- στο
ίδιο σπίτι, όταν ήλθε η καταστροφή.
Μάρτης πια κι ο κύριος Τρυφωνόπουλος
κάτω από τα πλατάνια απολάμβανε τους
παθιασμένους ήχους της αστραφτερής
τρομπέτας του ανάμεσα από
γουλιές "βαρύ γλυκού"
σ' ένα απόμερο τραπεζάκι. Στην
αρχή μήτε που
παρατήρησε τους δυο πανηγυριώτικους μουσικάντηδες
που θρονιάστηκαν πλάι
στην πορτούλα του καφενέ. Κρατούσαν
νταούλι και ζουρνά και τον κοιτούσαν ειρωνικά όσην ώρα άδειαζε απ' τα πνευμόνια
του τα μουσικά του πάθη. Ρουφούσε
τον καφέ όταν έφτασε στ' αυτιά του η πρώτη βλαστήμια.
- Χαρά στο όργανο!
Ερριξε μιαν ιαχή θριαμβική μες
απ' τον τρυφερό λαιμό της τρομπέτας και
πρόσμενε την απάντηση.
-Μόνο για φαντάρους κάνει,
συμπλήρωσε ο άλλος γύφτος. Τους
έρριξε μια θυμωμένη
ματιά, χάιδεψε ηδονικά τις λαμπερές καμπύλες της
τρομπέτας και άφησε να τη δονήσει ένας ερωτικός αναστεναγμός.
-Καλύτερη η φλογέρα, ξανάπε ο πρώτος
μουσικάντης.
Ο κύριος Τρυφωνόπουλος πήρε την προσβολή
κατάκαρδα. Πώς όμως να
εξηγήσει σ' αυτούς τους αγράμματους τη μυστική του επικοινωνία με
αυτό το μουσικό
όργανο που "αντηχεί τους κεραυνούς του
Δία ή το
μητρικό νανούρισμα" όπως εύστοχα διακήρυττε τόσα χρόνια στους
μαθητές του;
-Αγαπητοί κύριοι, είπε και
υποκλίθηκε σα μαέστρος μπροστά στην
ορχήστρα του, μπορούμε να
διαγωνιστούμε. Τα όργανά σας ενάντια στο
δικό μου.
-Και ποιος θα μας κρίνει; ρώτησε ο
ένας γύφτος.
-Και τι θα κερδίσουμε; πρόσθεσε ο
άλλος.
-Θα είμαστε υποχρεωμένοι να
περάσουμε την οδό Ερμού, όπου τέτοιαν ώρα συγκεντρώνεται όλη η πολιτεία
και θα τερματίσουμε δίχως διακοπή στο προαύλιο του
γυμνασίου θηλέων. Μόνη μας ανταμοιβή θα είναι το χειροκρότημα
των συντοπιτών μας.
Ο
ένας γύφτος στραβομουτσούνιασε ο
άλλος όμως του σφύριξε:"Μπορεί να πέσουν και
τάληρα...έστω και για διαφήμιση, Δεν
χάνουμε και τίποτε."
Ετσι και έδωσαν τα
χέρια με την αξιοπρέπεια
μονομάχων προ της ξιφουλκίας.
Προπορευόταν ο κύριος
Τρυφωνόπουλος με την αστραφτερή τρομπέτα του
και πίσω οι
δυο γύφτοι με τις
ετερόκλητες μελωδίες τους. Ο ήλιος ήταν
λαμπερός κι η εξοχή ήρεμη. Μόνο κάτι μοσχάρια γύριζαν αδιάφορα το κεφάλι στο
πέρασμά τους ή κάποιοι
αγρότες ξαφνιασμένοι σηκωνόντουσαν τρίβοντας
την κουρασμένη τους μέση,
έρριχναν μια ματιά και συνέχιζαν τη δουλειά τους δίχως κανένα
σχόλιο.
Αυτό
που δεν υπολόγισε ο κύριος
Τρυφωνόπουλος ήταν ότι
βρισκόμαστε στις παραμονές
του πανηγυρισμού της
εθνικής παλλινγενεσίας και ότι
ο γυμναστής του "αρρένων" είχε την έμπνευση να φέρει τα παιδιά για μια
πρόβα τζενεράλε ακριβώς σ' αυτό τον
εξοχικό δρόμο. Το γυμνάσιο
παρατεταγμένο βημάτιζε κάτω από τους
ήχους τηε σφυρίχτρας του
γυμναστή. Τα χέρια τεντωμένα να
φτάνουν στον ώμο, το πηλίκιο ίσια, τα παπούτσια καλογυαλισμένα, τα
πουκάμισα ατσαλάκωτα, τα μπλε
κουστούμια του κουτιού. Στην αρχή
επικράτησε κάποιο χάος από την εισβολή της τρομπέτας, του ζουρνά και του νταουλιού στο βηματισμό
της παράταξης κι έτσι
ο γυμναστής παράγγειλε
σε κάποιο κενό
"ανάπαυση", ενώ αποκρινόταν
στον δια κεφαλής χαιρετισμόν του
μουσικού του συναδέλφου.
-Γιατί να ξεφυσώ
άδικα; ίσως συλλογίστηκε ο
γυμναστής. Πλάνταξα από τη ζέστη.
Ετσι
δεν άργησε να δώσει εντολές, έτσι που σε λίγο ολόκληρο το "αρρένων"
βάλθηκε να βηματίζει ηχηρά "ένα το δεξί, δύο τ' αριστερό" στο
τέμπο της τρομπέτας. Ο κύριος
Τρυφωνόπουλος ένιωσε πανευτυχής. Οι ήχοι
των γύφτων διαλύονταν κάτω απ' το
πρόσταγμα της δικής του τρομπέτας. Τα
λιγοστά αυτοκίνητα φρέναραν απότομα μπροστά στο θέαμα, ενώ το λεωφορείο ακολουθούσε
την πομπή κι
απ' τα παράθυρά
του κρεμμόντουσαν χωριάτικα
κεφάλια που κατόπτευαν
μ' έκπληξη, περιγέλιο ή δυσφορία. Οι μαγαζάτορες κι οι πελάτες άδειασαν ξαφνιασμένοι τα μαγαζιά
της Ερμού και παρατάχτηκαν όπως όταν περνά ο Επιτάφιος.
-Σεισμός; ρώτησε μια γριούλα.
Κανένα χειροκρότημα. Όλοι αμίλητοι
παρατηρούσαν τον αναψοκοκκινισμένο καθηγητή
της μουσικής να ξεχύνει σταθερούς
χειμαρρώδεις ήχους, τους δυο γύφτους να ουρλιάζουν σε ρυθμό τσάμικου και τα παιδιά να
ηχολοούν σαν κοπάδι βουβάλια.
Ο κύριος Τρυφωνόπουλος
ήταν καλλιτέχνης. Δεν μπορούσε λοιπόν να
προβλέψει όλες τις τεχνικές
λεπτομέρειες του εγχειρήματός
του. Ο κύριος γυμναστής την ώρα που το
σκέφτηκε ήταν πια αργά. Εμπαιναν
όλοι σε
παράταξη την ιερή πύλη του
παρθεναγωγείου, μια ορδή ξαναμένα τραγιά που βρωμοκοποούσαν αντρίκιο ιδρώτα για ν'
αντικρύσουν κάτω απ' τους ήχους της τρομπέτας ένα τμήμα ημίγυμνων
κοριτσιών να τους κοιτά ανάμεσα απ' τα σκέλια. (Το παράγγελμα "επίκυψη"
ίσχυε και τα κορίτσια βρισκόντουσαν σε διάσταση). Οι γύφτοι ενστικτωδώς
κατέθεσαν τα όπλα κι ετράπησαν σε
άτακτον φυγήν, ενώ ο κύριος
Τρυφωνόπουλος με την τρομπέτα
του δημιούργησε έναν ήχο που
άλλοι περιέγραψαν σαν
ερωτικό αναστεναγμό και
άλλοι σαν εξαέρωση (κοινώς
πορδή) που έφερε σαν αποτέλεσμα την
εκτόνωση με παρατεταμένο γέλιο και των δύο αντιπάλων στρατοπέδων. Ηταν όμως πια αργά. Ο
κύριος γυμνασιάρχης βρισκόταν κιόλας στο μπαλκόνι του κι ο γυμναστής πάλευε μ' αφύσικα οξείς ήχους να δώσει τ' απαραίτητα παραγγέλματα ώστε να
υποχωρήσει ευτάκτως η αρσενική αγέλη. Τα
κορίτσια έφτιαχναν τώρα τα μαλλιά τους ή
σήκωναν ναζιάρικα τις
φουφούλες τους ή έσκυβαν για να
σηκώσουν τα σοσόνια τους ρίχνοντας τσαχπίνικα βλέμματα στην αρσενική μάζα.
-Κύριε Τρυφωνόπουλε,
ήχησε η βαρειά
φωνή του κυρίου γυμνασιάρχη κι ο
ήχος θύμιζε κραυγή τρομπέτας που πάσχει στα χέρια κάποιου μαθητευόμενου
οργανοπαίχτη.
Προσμέναμε την καταστροφή.
Λέγαμε, σίγουρα θα τον
διώξουν. Προσμέναμε ηδονικά κάτι να
συμβεί. Τα γεγονότα τόσο σπάνιζαν στη μικρή μας κοινωνία. Ομως
τίποτε δεν έγινε. Ο κύριος Τρυφωνόπουλος συνέχισε να μας
παραδίδει μαθήματα ωδικής μόνο που μεις κρατούσαμε το χρόνο, ντο-ο-ο 3/4
ή 1/2 την ώρα που εκείνος ταλαιπωρούσε
το μόνιμα ξεκούρδιστο
πιάνο της μουσικής αιθούσης.
Από στόμα σε στόμα διαδόθηκε πως η
κυρία Τρυφωνοπούλου πάτησε
πόδι "Η εμένα ή την τρομπέτα". Κάποιοι κακοήθεις
διέδωσαν πως ο γυμναστής του "αρρένων" ήταν εραστής της κυρίας
Τρυφωνοπούλου κι ότι αυτή
η υπόθεση ήταν
μια καλοστημένη συνωμοσία. Το
μόνο σίγουρο είναι πως η
τρομπέτα παρέμεινε όμηρος στα χέρια του
γυμνασιάρχη. Παρέμεινε εκεί αχρησιμοποίητη σαν τρόπαιο για χρόνια πολλά μετά τη μετάθεση του γυμνασιάρχη και
το θάνατο του
μουσικού, γιατί -ναι ο κύριος
Τρυφωνόπουλος τελικά αυτοκτόνησε. Ετσι είπαν τουλάχιστον. Τον βρήκαν
γκρεμοτσακισμένο στο ρέμα κοντά στο
καφενεδάκι της πηγής που
σύχναζε με την
τρομπέτα του. Ο καφετζής πάντως
δήλωσε, πως "είχε πάει προς νερού του και φαίνεται θα γλύστρισε ο
άνθρωπος", μα μεις δεν τον πιστέψαμε τον καφετζή
γιατί είχε λερωμένη
τη φωλιά του.
Η
κυρία Τρυφωνοπούλου ρίζωσε στη
μικρή μας πόλη. Ξαναπαντρεύτηκε -όχι με το
γυμναστή του αρρένων- αλλά με το
φαρμακοποιό, που ελλείψει γιατρού, διαπίστωσε το θάνατο του συζύγου της. Τώρα
καθισμένη στο ταμείο
του φαρμακείου απολαμβάνει τις
παλιότερα απαγορευμένες ηδονές,
τη μόνιμη εγκατάσταση, την επαφή
της με τον κόσμο και το
μέτρημα του χρήματος. Και
αποφεύγει ακόμη και τις παρελάσεις από τον φόβο του ήχου της τρομπέτας.
Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου
αχ αυτή η ηρωίδα
ΑπάντησηΔιαγραφήτι υπέροχη ανάρτηση
σαββατόβραδο και με γέμισε εικόνες και ήχους