Πάνω από τον 38ο Βόρειο Παράλληλο



Ταξιδιωτική μυθιστορία στην Κορέα του Σήμερα

Αθήνα 1991
Αφιερωμένο
Στον Τσο, την Κιμ απ΄το Βορρά
τη Ριμ, το Μούν από το Νότο
Στους ανώνυμους πολίτες της ενιαίας δημοκρατικής Κορέας


Ανατολή της περεστρόικα σ' ένα αεροπλάνο των κορεατικών αερογραμμών - Όχι της Νότιας αυτής που αυ­τονόητα έρχεται στο νου κάθε δυτικοευρωπαίου, μα της Βόρειας, αυτής της χώρας φάντασμα - μια φούχτα Ευρω­παίοι ανάμεσα σ' ένα τσούρμο Ασιάτες ακολουθούσαν τη διαδρομή Σόφια - Μόσχα - Ομσκ - Ιρκούτς - Πιον-γιανγκ.
Ανάμεσά τους κι η Αντιγόνη, αποστολή φιλίας του ελληνοκορεατικού συνδέσμου. Η Αντιγόνη με τα καστανά μαλλιά και τα φεγγοβόλα μάτια, η Αντιγόνη με τα σινιέ ρούχα και τα γαλλικά αρώματα, η Αντιγόνη του Πανεπι­στημίου, της διαδήλωσης και της καφετέριας, η Αντιγόνη η ειρηνίστρια.
Μαθημένη στα ταξίδια από μωρό, σπουδαγμένη στο Παρίσι - την πρώτη χρονιά όταν δεν πέτυχε στην Αθήνα, εκεί την έστειλε ο μπαμπάς για να επιστρέψει τη δεύτερη κι όλας χρονιά στην Αθήνα αφού προσκόμισε Ιατρικό Πιστο­ποιητικό - ψυχασθενείας (κατάθλιψη λόγω νοσταλγίας) - πρόσμενε με λαχτάρα τούτη την επίσκεψη στην εξωτική Ασία. Τις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού τις είχε φάει με το κουτάλι. Οι ειρηνιστικές συνάξεις όλο εκεί διοργα­νώνονταν μιας κι η φιλοξενία προσφέρονταν δωρεάν κι η συναλλαγματική διαφορά της μαύρης αγοράς δολαρίων έκανε τους ψωροέλληνες να μοιάζουν βασιλιάδες.
Αυτό που προβλημάτισε την Αντιγόνη ήταν η αλλαγή στη ζωή της Σόφιας. Η "περεστρόικα", ή ό,τι κρύβεται πί­σω της, είχε τραβήξει το χαλί κάτω από τα πόδια της βουλ­γάρικης οικονομίας κι έτσι τα μαγαζιά τώρα ήταν άδεια και τα βενζινάδικα είχαν ουρές πολλών χιλιομέτρων - όσα δεν ήταν κλειστά λόγω έλλειψης βενζίνης - κι οι κάτοικοι ήταν σκυθρωποί κι εκνευρισμένοι. Μέχρι κι ο τελωνειακός δυσανασχέτησε.
  Τι γυρεύει μια Ελληνίδα στην Κορέα; ρώτησε στιφά με τα σπασμένα του ελληνικά. Εσείς δεν έχετε βορειοκορεάτικη πρεσβεία. Εμείς τους ανεχόμαστε αναγκαστικά. Τώρα με την περεστρόικα, ποιος ξέρει τι θα γίνει;
Ποιος ξέρει τι θα γίνει;
Απ' αυτό το αμείλικτο ερωτηματικό έτρεχε να ξεφύ­γει κι η Αντιγόνη.
Η Ελλάδα πλήγωνε θανάσιμα τις δημοκρατικές της ευαισθησίες.
Οι εκλογές αργούσαν να ωριμάσουν. Ο τόπος βρω­μούσε απ' τα σκάνδαλα κι οι ξένοι μας γιουχάιζαν στην αρένα καθώς για να κρατήσουν ζωντανό το ενδιαφέρον των φιλάθλων οπαδών των κομμάτων κάποια σαΐνια σκη­νοθέτες έρριξαν στην προεκλογική σκηνή μέχρι και γυμνές γκόμενες. Ο λαός αυνανιζόταν ξετσίπωτα μπροστά στ' όραμα της κάλπης. Όλοι θα "ξέσχιζαν" και θα "πηδούσαν" τους αντιπάλους τους. Το ημερολόγιο αδιάφορο έδενε το καλοκαίρι ζουμερό και κατακόκκινο σαν κεράσι. Η αντί­στροφη μέτρηση άρχιζε μα κανείς δεν έμοιαζε να νοιάζεται. Οι πορνοφωτογραφίες των φυλλάδων είχαν περισσότερο ζουμί απ' τις πολιτικές ρεκλάμες.
  Μέχρις εδώ είπαμε. Πιάσαμε πάτο. Δεν έχει άλλη κατηφόρα. Ας ανηφορίσουμε ακόμα μια φορά. Αντε να ξε­λασπώσουμε. Είχαμε φάει το χυλό της απογοήτευσης μέχρι ρανίδος... Είδαμε σωριασμένα σε συντρίμμια όλα μας τα όνειρα.
   Μα τι διαολολαός είμαστε; αναρωτιόμαστε. Τα μαρτύρια του Ταντάλου πρέπει να τραβάμε; Ελλάδα είναι αυτή ή αγελάδα που μόλις την αρμέξεις φρέσκο ολόπαχο γάλα δίνει μια κλοτσιά και πάει και το λαΐνι και το γάλα; Είπαμε λοιπόν να ενωθούμε. Στη δημοκρατία δε χωρούν αδιέξοδα, είπαμε. Μέχρι και η εξ ορισμού πολυδιάστατη αριστερά αποφάσισε να συνάξει τα συντρίμμια, που την προίκισαν οι εξελίξεις και σε μιαν εποχή δυσμενέστατων εξωτερικών προοπτικών να παλέψει να ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη του λαού. Ήταν μια εποχή που οι τριγμοί της σοβιετικής οικονομίας ξεπερνούσαν τις ζητωκραυγές της περεστρόικα, η εποχή που η Πολωνία ανακάλυπτε την αντιπολίτευση κι η Ουγγαρία αναστήλωνε τα εθνικά της τρόπαια ξεσχίζοντας τα διεθνή λάβαρα του κομουνισμού. Ήταν η ματωμένη μέρα της Κίνας που υπογράμμισε την καταδίκη του ολοκληρωτισμού με τον κόκκινο μανδύα. Ήταν οι στιγμές που η Δύση θριαμβολογούσε το θάνατο του κομουνισμού στην πλατεία του Πεκίνου. Όσοι δεν έπα­ψαν ν' αντιστέκονται, όσοι δεν αρκούνταν στο μικροαστι­κό βόλεμα, όσοι δεν αποστρατεύονταν στις δυσκολίες, όσοι δεν αποθαρρύνονταν απ' την αποτυχία, όσοι δεν κου­ράζονταν ξανά και ξανά να προσπαθούν, όσοι πίστευαν πως αξίζει τον κόπο να παλεύουν, πως ο πολίτης πρέπει νάναι σκεπτόμενο άτομο και όχι μανιώδης φίλαθλος, όσοι δεν καρτερούσαν τίποτε πιότερο έξω από το να κρατήσουν ζωντανή τη σπίθα της ελπίδας, συντάχθηκαν γύρω απ' τη στάχτη της Αριστεράς. Μαζί κι η Αντιγόνη.
Οι άλλοι γύρω τους λυσσομανούσαν. Απειλές και χυδαιότητες, λάσπη και δυσώδης βόρβαρος. Η εθνική μας αξιοπρέπεια κουρελιασμένη στα μπαλκόνια, η ψήφος ευ­καιρία για τζόγο, οι πολιτικές συγκεντρώσεις φιέστες χολυγουντιανές, οι αποκαλύψεις να λεκιάζουν τις προβλέ­ψεις, καμιά απάντηση στα βουβά ερωτήματα, καμιά αξιοπρέπεια, καμιά αξιοπιστία, κανένας διάλογος, το ήθος νεκρό, τα όνειρα κουρελιασμένα, οι προοπτικές λεη­λατημένες. Σαν τα παιδιά διασκέδαζαν σχεδιάζοντας με τις ίδιες τους τις βρομιές τους λεκιασμένους τοίχους με τα ματωμένα γράμματα. Και πρόσμενες να 'ρθει η βροχή κα­θαρτήρια, αποκαλυπτική να σαρώσει όλη αυτή την αηδία που εγκυμονούσε τον όλεθρο. Ξεπουλούσαν τις ιδέες στο σφυρί, πλειοδοτούσαν στις παροχές. Κάθε ψήφος και θέση στο δημόσιο που είχε ήδη βαρέσει διάλυση. Κι οι "εταίροι" μας καιροφυλαχτούσαν. Δεν ήταν τα κλεμμένα λεφτά κά­ποιου απατεώνα τραπεζίτη που θα τα πλήρωνε ο λαός. Δεν ήταν τ' αδειανά δημόσια ταμεία κι η διεθνής μας καταφρό­νια. Ήταν το θράσος της εξουσίας που σε μια χώρα που αυ­τάρεσκα αποκαλείται δημοκρατική βρυχάται πως έχει το απαράβατο δικαίωμα να δρα ανεξέλεγκτα απλά και μόνο γιατί ανήκει στα λιοντάρια.
Κι η Αντιγόνη αυτό δεν τ' άντεχε.
Και να λοιπόν η Αντιγόνη με λίγους Βούλγαρους τουρίστες να νιώθει ξαφνικά μειονότητα ανάμεσα σε τό­σους σχιστομάτες σκυθρωπούς με χείλη σφραγισμένα απ' την καρτερία.
Οι αεροσυνοδοί χαριτωμένες αλλά βλοσυρές κατσάδιασαν κάποιους απείθαρχους συμπατριώτες τους που προσπάθησαν να βολευτούν σε κάποια άλλη θέση του άδει­ου αεροπλάνου.
Το αεροδρόμιο της Μόσχας τώρα ήταν μια έκπληξη. Υπερμοντέρνο με πολυτελές πανάκριβο Duty free που φι­λοξενούσε αυγά με τα πορτρέτα των Τσάρων κι εικονάκια με αγίους και σφυροδρέπανα της πεντάρας για σουβενίρ πλάι σε φίρμες δυτικές και γιαπωνέζικες τηλεοράσεις, όλα πληρωμένα σε δολάρια, όλα πανάκριβα.
Απ' τη Μόσχα μπήκαν κι άλλοι Ευρωπαίοι, έτσι που το αεροπλάνο γέμισε ασφυχτικά κι η δυσάρεστη οσμή που απέπνεε εντάθηκε εξαιρετικά. Οι αεροσυνοδοί θύμιζαν παιδονόμους που πάσχιζαν να κρατήσουν αυτό το πλήθος σε πειθαρχία τις δώδεκα ατέλειωτες ώρες που θ' ακολου­θούσαν δίχως τη συνδρομή της προβολής κάποιας ταινίας ή κάποιας μουσικής που θάσπαγε τη μονοτονία του κουρα­στικού ταξιδιού.
Η μόνη μουσική που ακουγόταν κατά την προσγείω­ση του αεροπλάνου ήταν κάτι κορεάτικα τραγούδια από γλυκερούς τραγουδιστές κι η μόνη προσφορά της κρατικής εταιρίας ήταν κάτι έντυπα που εξεθείαζαν τα επιτεύγματα του μεγάλου ηγέτη συντρόφου Κιμ Ιλ Σουγκ.
Το μόνο που μπορούσε να κάνει η Αντιγόνη ήταν να κοιμηθεί κι ευγνωμονούσε την τύχη που της πρόσφερε θέση κοντά στο παράθυρο έτσι που να μπορεί ν' ακουμπήσει κά­που το κεφάλι της. Φθάνοντας στο Ομσκ ήταν νύχτα και τα πόδια της είχαν κιόλας πρηστεί τόσες ώρες κρεμασμένα στην ίδια πάντα θέση.
Το αεροδρόμιο της μεγαλύτερης πόλης της Σιβηρίας ήταν μίζερο, βρόμικο και παλιό. Εδώ το σφυροδρέπανο παρέμενε αναρτημένο, σε περίοπτη θέση και τα πορτρέτα του Λένιν κοσμούσαν κάθε τοίχο, ενώ σε κάθε τραπεζάκι έβρισκες προπαγανδιστικά έντυπα για την περεστρόικα σε πολλές γλώσες. Στο μπουφέ επιγραφές στα ρώσικα και τα αγγλικά έγραφαν πως ο καφές και το τσάι προσφέρονται δωρεάν στους επιβάτες που ταξίδευαν τράνζιτ, αλλ' η ξενυχτισμένη γκαρσόνα απαιτούσε - και με το δίκιο της - να πληρωθεί σε ρούβλια οπωσδήποτε. Με μεγάλη της απορία η Αντιγόνη παρατηρούσε όλους τους Κορεάτες ν' αγορά­ζουν από δυο τρεις τεράστιες σακούλες με καραμέλες της πεντάρας που τις κρατούσαν στοργικά σαν θησαυρό.
Το αεροπλάνο έφθασε στην Κορέα το πρωί. Απ' το παράθυρο της έβλεπε τις απέραντες πράσινες εκτάσεις με τα ποτάμια να φιδοσέρνονται ανάμεσα από λόφους, βουνά και πεδιάδες.
Όμορφη χώρα, συλλογίστηκε.
Το πρώτο πράγμα που διέκρινε κανείς πάνω απ' το κτίριο του αεροδρομίου Πιον-γιαγκ δεν ήταν το σφυροδρέπανο αλλά η χαμογελαστή μορφή του αρχηγού. Ο Κιμ Ιλ Σουγκ θα παρακολουθούσε την Αντιγόνη σε όλο της το τα­ξίδι.

το διεθνές αεροδρόμιο της Πιονγιαγκ
  
Βγαίνοντας απ' το αεροπλάνο στριμώχτηκε ανάμεσα στους Κορεάτες που φαίνεται πως ήταν όλοι αξιωματού­χοι, ενώ άρχισε ν' ανησυχεί μη ξέροντας αν θα βρεθεί κά­ποιος να την παραλάβει πριν φτάσει στον έλεγχο διαβατη­ρίων όπου ο βλοσυρός φύλακας ελάχιστα ξένες λέξεις φαίνεται ότι ήξερε.
Και την ίδια ακριβώς στιγμή που έφθανε μπροστά στο γκισέ νά σου πλάι της ένας νέος Κορεάτης μ' ένα μάτσο χρυσάνθεμα στα χέρια.
- Δεσποινίς Αντιγόνη; τη ρώτησε σε άψογα ελληνικά. Μπορείτε να με φωνάζετε Γιουν, της είπε.
Του παράδωσε το διαβατήριο και τον άφησε να στρι­μωχτεί στην παραλαβή των αποσκευών, που ήταν ένα χάος, γιατί κάθε Κορεάτης κουβαλούσε σχεδόν ολόκληρη οικο­σκευή.
Ο Γιουν γυρνούσε κάθε λίγο να της χαμογελάσει εν­θαρρυντικά ενώ η βαλίτζα της προωθήθηκε απ' την ουρά την ήδη παρατεταγμένων αποσκευών που υπομονετικά πε­ρίμεναν να περάσουν κι από νέο ηλεκτρονικό έλεγχο για την είσοδο τους από το αεροπλάνο των κορεατικών αερο­γραμμών στο τελευταίο προπύργιο του υπαρκτού σοσιαλι­σμού. Η Αντιγόνη ζαλισμένη αφέθηκε στον Γιουν να την παρασύρει στην έξοδο. Επιτέλους βγήκαν στον καθαρό ου­ρανό. Είχε λιακάδα μετά από βροχή κι όλα έμοιαζαν φρεσκοπλυμένα.
Ένα βόλβο ήταν παρκαρισμένο στην είσοδο απο­κλειστικά γιαυτήν. Ο Κιμ θα ήταν ο οδηγός της.
Πουθενά λεωφορεία ή ταξί. Μονάχα γυαλιστερές λι­μουζίνες, μερτσέντες τελευταία μοντέλα για τους πρωτο- κλασσάτους φιλοξενούμενους και παλιά καλοδιατηρημένα βόλβο για τους δευτέρας διαλογής, όπως η Αντιγόνη.
Κάθισε πίσω, ενώ ο Γιουν κάθισε δίπλα στον οδηγό. Μ' έκπληξή της παρατήρησε πως τα χερούλια των παραθύ­ρων είχαν αφαιρεθεί απ' τις πίσω πόρτες. Ένιωσε άβολα και κάπως σα φυλακισμένη, όμως ήταν τόσο συνεπαρμένη απ' τον καινούργιο κόσμο που απλωνόταν γύρω της που δεν το λογάριασε.
Το αυτοκίνητο έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα σε πλατιούς ασφαλτοστρωμένους δρόμους όπου όμως εκτός από τα λιγοστά κρατικά αυτοκίνητα δεν έβλεπες να κυκλοφο­ρούν παρά φορτηγά που στην καρότσα τους στιβαζόντουσαν αγρότες. Στα απέραντα χωράφια άντρες και γυναίκες καλλιεργούσαν τη γη με πρωτόγονους βουκολικούς τρό­πους, ενώ στα μονοπάτια διέκρινες γυναίκες να περπα­τούν καμαρωτά φορτωμένες μ' ένα παιδί στην πλάτη κι ένα μπόγο στο κεφάλι.
•Από μακριά ξεχώριζε ένα κωνικό γιαπί που έμοιαζε με βουνό. Κάτι σαν το πύργο της Βαβέλ.

  
- Τι είναι αυτό; ρώτησε η Αντιγόνη.
-    Χτίζεται καινούργιο ξενοδοχείο, της απάντησε ο Γιουν.
 Δεν άργησαν να μπουν στην Πιον-γιαγκ. Οι δρόμοι κι εδώ ήταν τεράστιοι όμως ελάχιστα αυτοκίνητα κυκλο­φορούσαν.
Τα σπίτια ήταν όλα ομοιόμορφα και παρά τη λιακάδα η υγρασία είχε νοτίσει τις προσόψεις τους έτσι που έμοιαζαν θλιβερά. Κανένα μαγαζί δεν είχε βιτρίνα. Μόνη διαφήμιση η γιγαντοαφίσα του συντρόφου προέ­δρου που πότε δεχόταν λουλούδια από παιδιά, πότε ενέπνεε εργάτες και πότε έδειχνε το δρόμο στους φαντάρους. Περνώντας από μια πλατεία ένα πλήθος έκανε ομαδικά γυ­μναστική.
   Ο μεγάλος ηγέτης πρόεδρος σύντροφος Κιμ Ιιλ Σουγκ, εξήγησε πρόθυμα ο Γιουν, πιστεύει στο αρχαίο σας ρητό "νους υγιής εν σώματι υγιεί". Έτσι όλοι οι εργαζόμε­νοι κάνουν γυμναστική πριν ξεκινήσουν τη δουλειά τους.
Η Αντιγόνη θά 'θελε να φωτογραφίσει αυτή την - κα­τά τη γνώμη της - εξωφρενική εικόνα, μα δεν τολμούσε να πει στον οδηγό να κόψει λίγο απ' την ιλιγγιώδη του ταχύτη­τα. Σκεπτόταν πως ποτέ δε θα της δινόταν η ευκαιρία να φωτογραφίσει κάτι που δεν θα ήταν επιτρεπτό. Πώς μπο­ρεί μια Ελληνίδα που δεν ξέρει τη γλώσσα να κυκλοφορή­σει σε μια πόλη ασιατική;
Επιτέλους το βόλβο σταμάτησε στην είσοδο του ξενο­δοχείου Πετόν-γκαμ που βρισκόταν στη μέση ενός πάρκου και πλάι στο συνώνυμο ποταμό.




Της έδωσαν ένα δωμάτιο στον ένατο όροφο, όχι τόσο πολυτελές, όσο περιποιημένο. Είχε αιρκοντίσιον, ψυγείο, έγχρωμη τηλεόραση και μαγνητόφωνο μέχρι και παντό­φλες και ραπτικά.
Σίγουρα και κρυμμένο μικρόφωνο, σκέφθηκε η Αντι­γόνη. Ευτυχώς που δεν παραμιλώ.
Μέσα στο ψυγείο βρισκόντουσαν φρέσκα μήλα, εμ­φιαλωμένο νερό, αεριούχο και φυσικό και χυμός μήλου.
Το κρεβάτι σκεπαζόταν με κορεάτικο μεταξωτό κά­λυμμα ενώ στον τοίχο αντί για εικόνισμα της χαμογελούσε ο σεβαστός μεγάλος ηγέτης.
Βγήκε στο μπαλκόνι και θαύμασε την πόλη που ήρε­μη απλωνόταν πέρα απ' το πάρκο μ' εντυπωσιακούς ουρα­νοξύστες και κτίρια μεγαλόπρεπα, τα "παλάτια των τε­χνών και του αθλητισμού".
-  Τίποτε που να θυμίζει Ασία!, σκέφθηκε με θλίψη η Αντιγόνη. Όλα θυμίζουν ανατολική Ευρώπη. Μύρισε τα χρυσάνθεμα που της πρόσφερε ο Γιουν. Δε μοσκοβολούσαν όπως στην Ελλάδα, αλλά ήταν τρυφερά και δροσερά. Τά 'βαλε σ' ένα ποτήρι με νερό και τ' ακούμπησε στο κομοδίνο. Ήταν κατάκοπη, τα πόδια της πρησμένα, όμως η υπερέντα­ση δεν την άφηνε να κοιμηθεί. Άνοιξε το ραδιόφωνο. Ξανά η ίδια νερόβραστη μουσική, αυτό το μίγμα όπερας κι επα­ναστατικών θούριων. Ένας σταθμός στο ραδιόφωνο κι ένα κανάλι στην τηλεόραση φαίνεται πως τους ήταν αρκετά. Σκέφθηκε νοσταλγικά το συνωστισμό των καναλιών στην φτωχότερη των δυτικών χωρών. Αναρωτήθηκε πώς ήταν δυνατό να μην πιάνουν - έστω στο ραδιόφωνο - φωνές απ' τις γειτονικές χώρες. Θυμήθηκε την εποχή της χούντας που όλοι άκουγαν Ντόϋτσε βέλλε και BBC. Είναι δυνατόν οι βόρειοκορεάτες να μην ακούν τους νότιους;
Είναι δυνατόν οι Αμερικάνοι να μην εκπέμπουν προ­παγανδιστικά στη Β. Κορέα;
Περίμενε να δει τις ειδήσεις τους στην τηλεόραση. Ήταν η εποχή που οι αμερικάνοι "εγκυμονούσαν" τον πό­λεμο στον Κόλπο κι όλος ο κόσμος περίμενε με αγωνία τις εξελίξεις. Όμως η τηλεόραση της Πιον-γιαγκ δεν έδειχνε παρά το μεγάλο αρχηγό να χαιρετά διάφορους που υποκλί­νονταν μπροστά του σεβαστικά. Ούτε μια εξωτερική είδη­ση. Ούτε γι ανατολή, ούτε για δύση. Αες κι είχε βρεθεί στη μέση κάποιου ωκεανού όπου κανένας ξεδιάντροπος δορυ­φόρος δε μπορούσε να διαπεράσει.
Το υπόλοιπο πρόγραμμα της τηλεόρασης ήταν κάτι σήριαλ με ηρωικούς βορειοκορεάτες και κάτι προπαγανδι­στικές συρραφές εικόνων από άστεγους της Ν. Υόρκης και τους ποταμόβιους του Παρισιού παράλληλα με ρετουσαρι- σμένες εικόνες της Πιον-γιανγ, εικόνες διαδηλώσεων και συλλήψεων στη Δύση πλάι σε εικόνες χαμογελαστών κορε­ατών που δουλεύαν ή σεργιανούσαν. · '
Το ίδιο βράδυ της έκανε το τραπέζι κάποιος επίση­μος αξωματούχος, ο κύριος Λο.
Σε ιδιαίτερο διαμέρισμα, με κάθε επισημότητα, κάθι­σαν η Ισμήνη, ο επίσημος κι ο Γιουν να κάνει τη μετάφραση.
Μπροστά της αραδιασμένα καμμιά δεκαριά πιατά­κια και μπολάκια έτσι που να μην ξέρει τι να πρωτοπιάσει.
Ειπώθηκαν οι τυπικές ευγένειες για την ομορφιά της μακρινής της πατρίδας και, όσα ενώνουν τους λαούς κι έφθασαν στην ευχή που ήταν κι ο σκοπός του ταξιδιού της Τ' όνειρο μιας ενιαίας Κορέας.
Ήπιαν στην υγεία του μεγάλου ηγέτη προέδρου συ­ντρόφου Κιμ Ιλ Σουγκ, και του αγαπητού ηγέτη συντρόφου Κιμ Τζέγκ Ιλ, δηλαδή του γιου του.
Η Αντιγόνη περίμενε να δει πώς ταίριαζαν όλα αυτά τα λεπτοκομμένα κρέατα με τις καφτερές σάλτσες και τα παράξενα χορτατικά. Πανταχού παρούσα η σόγια. Φύτρο σόγιας αντί σαλάτας, σάλτσα σόγιας, κιμάς σόγιας. Η τρα­πεζαρία ανέδιδε από μακρυά την γλυκερή της οσμή.
Απαραίτητο το μπολ με το ρύζι - το χρησιμοποιούν αντί για ψωμί - και στην αρχή τους πρόσφεραν κρασί, αμέ­σως μετά μπύρα για να περάσουν σ' ένα είδος τσίπουρου.
Φυσικά και γέλασαν με την αδεξιότητά της να πιάσει τα σιδερένια ξυλάκια. Ο Γιουν προσπάθησε να την εκπαι­δεύσει, μα μάταια. Αρκέστηκε στα μαχαιροπήρουνα και αφέθηκε να τους παρακολουθεί να κόβουν μ' ευκολία το ψάρι δίχως μαχαίρι και να συνδυάζουν τις γεύσεις.
Εκείνη τους ακολουθούσε διακριτικά. Δεν καταλά­βαινε πώς πηδούσαν απ' το ψάρι στο κρέας κι απ' τις σάλ­τσες στη σούπα. Στο τέλος πάντως της πρόσφεραν και πα­γωτό, σα δείγμα της ικανότητάς τους να παρασκευάζουν ευρωπαϊκού τύπου εδέσματα. Ο επίσημος ήταν ευγενικός και διαχυτικός. Του πρόσφερε δώρα κάτι αναμνηστικά που είχε φέρει απ' την Ελλάδα κι εκείνος άρχισε να τη ρωτά για την πολιτική κατάσταση στην χώρα της και για τις δυ­νατότητες ανάπτυξης των ελληνοκορεατικών σχέσεων. Εκείνη, απαντούσε ότι οι Έλληνες κατανοούν το πρόβλη­μα της διχοτόμησης γιατί βιώνουν ανάλογο πρόβλημα στην Κύπρο και ξέφυγε με ερωτήσεις γύρω απ' τα ήθη και τα έθι­μα της Κορέας που τόσο θά 'θελε να γνωρίσει από κοντά. Το αλκοόλ είχε ανάψει την κουβέντα κι ο ταλαίπωρος ο Γι­ουν δεν τα κατάφερνε να κατεβάσει μήτε μπουκιά. Η Αντι­γόνη το πρόσεξε την ώρα που η κολλαρισμένη απρόσωπη σερβιτόρα πήγε να πάρει από μπροστά του ένα πιατάκι που εκείνος δεν είχε προλάβει μήτε ν' αγγίξει.
- Μήπως ο κύριος Λο ξέρει εγγλέζικα; ρώτησε τον Γι­ουν. Θα μπορούσαμε έτσι να κουβεντιάζουμε δίχως να σε απασχολούμε. Ο Γιουν την κοίταξε παράξενα, ρώτησε τον επίσημο κάτι στα κορεάτικα, κι έπειτα είπε πως και βέβαια ήξερε εγγλέζικα ο κύριος Λο κι έτσι μπορούσαν να κουβε­ντιάσουν χωρίς τη δική του παρέμβαση.
Ήταν δεν θα 'ταν δέκα η ώρα όταν τελείωσε το γεύμα τους και της είπαν ευγενικά πως ήταν ώρα για ύπνο, αφού γι' αύριο το πρόγραμμα ήταν πολύ φορτωμένο και θα πρεπε να ξεκουραστεί απ' το ταξίδι.
Ο Γιουν τη συνόδευσε μέχρι την πόρτα του δωματίου της. Για όσο καιρό την εξυπηρετούσε είχε κι αυτός δικαίω­μα να μένει στο ίδιο ξενοδοχείο. Της είπε αν χρειαστεί οτι­δήποτε να μη διστάσει να τον ενοχλήσει.
Αν κι ένιωθε κατάκοπη, μόλις μπήκε στο δωμάτιο έτρεξε στο μπαλκόνι. Την κύκλωνε το σκοτάδι του πάρκου και η πόλη ήταν τόσο σιωπηλή, σα ναρκωμένη. Ελάχιστα αυτοκίνητα κυκλοφορούσαν και τα φώτα στις πολυκατοι­κίες είχαν κι όλας σβήσει. Ανάμεσα από σύννεφα σα φωτο­στέφανος γύρω από κάποιο μοντέρνο Πύργο της Βαβέλ δέ­σποζε το γιαπί του αναγειρόμενου ξενοδοχείου. Ένιωσε ένα σφίξιμο στην καρδιά, κάτι να την πλακώνει. Θα 'θελε να κλάψει.
Συλλογίστηκε τον τεράστιο πίνακα στην είσοδο του ξενοδοχείου με το μεγάλο αρχηγό και το γιο του να σεργια­νούν σε κάποιο πάρκο με ύφος διανοουμένου, ενώ στα πό­δια του πίνακα ένα τεράστιο χειροποίητο χαλί περιοριζό­ταν με κολωνάκια, έτσι που κανείς ασεβής να μην τολμήσει να το πατήσει. Θυμήθηκε το τελευταίο της ταξίδι στην Ουγ­γαρία. Τη μέθη της λευτεριάς, τα κόκκινα μπλουζάκια με στάμπες που ζητωκραύγαζαν πως ξεπουλούν τις προτομές του Λένιν και του Στάλιν. Θυμήθηκε τις τελευταίες στιγμές του άλλοτε πανίσχυρου ζεύγους Τσαουσέσκου όπως τις εί­δαν όλοι απ' την τηλεόραση, τη δίκη του Ζίβκοβ στη Βουλ­γαρία. Ποιος φταίει; αναρωτήθηκε. Το σύστημα ή η εφαρ­μογή του; Τι έγιναν όλες αυτές οι στρατιές των ιδεολόγων; Πώς ξέπεσε τόσο χαμηλά αυτό του φάνταζε τόσο ωραίο σαν σύλληψη; Και τούτη δω η χώρα, χαμένη στα βάθη της Ασίας πώς μπορεί να ζητά την ενοποίηση με τη Νότια καπι­ταλιστική αδελφή της; Πώς δε φοβάται πως μόλις ανοίξουν τα σύνορα θα επαναληφθεί ό,τι και στη Γερμανία. Ορδές οι φυγάδες θα κατηφορίζουν προς τον "καταναλωτικό παρά­δεισο". Αν κλυδωνίζεται η Γερμανία με την ένωση πόσο θ' αντέξει η Κορέα;
Σκέφτηκε τον Γιουν. Λεπτός σαν όλους τους Κορεά­τες και ευκίνητος με πίκρα στο χαμόγελο και περήφανη επιφυλακτικότητα στο βλέμμα,
   Θα 'πρεπε να μάθω περισσότερα για τον Γιουν, σκέφθηκε πριν βουλιάξει στον ύπνο.
Το πρωί την ξύπνησε ο Γιουν απ' το τηλέφωνο. Της εί­πε πως θα πρέπει να πάρει μόνη της το πρόγευμα στην τρα­πεζαρία και θα συναντηθούν στην είσοδο σε καμιάν ώρα.
Το πρόγευμα για κείνην περιλάμβανε καφέ ή τσάι με ψωμί, βούτυρο και μαρμελάδα κι ένα ποτήρι ξυνόγαλο, όπως συνηθίζουν οι ρώσοι. Αντίθετα στα διπλανά τραπέ­ζια όπου κάθονταν Κορεάτες έβλεπε να τους σερβίρουν ρύ­ζι και πολλά μπολάκια με δυσερμήνευτο περιεχόμενο.
    Τι τρώτε για πρωινό Γιουν; τον ρώτησε ενώ καθό­ταν πάλι μόνη της στο πίσω κάθισμα.
Γέλασε αφήνοντας να φανούν μια σειρά κάτασπρα δόντια.
  Ό,τι το μεσημέρι και το βράδυ, είπε. Βασικά ρύζι και ψάρι.
Πώς και δεν έχετε εσπεριδοειδή; ρώτησε. Αφού εί­μαστε στον ίδιο γεωγραφικό παράλληλο με την Ελλάδα.
  Ίσως φταίει το έδαφος. Ίσως το κλίμα. Δεν καλ­λιεργούμε εσπεριδοειδή ούτε και καπνό, της απάντησε. Καλλιεργούμε όμως Ινσάμ, δηλαδή το τζιν σεγκ. Αυτό θύ­μισε στην Αντιγόνη τη συμβουλή των συντρόφων της στην Ελλάδα.
   Καπνίζουν σα φουγάρα. Πάρε απ' το Duty Free μπόλικα τσιγάρα να 'χεις να τους κερνάς. Είναι το πιο ευπρόσδεχτο δώρο.
Έβγαλε απ' την τσάντα της δυο πακέτα και πρόσφερε ένα στον οδηγό που δε θεώρησε σκόπιμο ούτε να γρυλίσει κάτι που να μοιάζει μ' "ευχαριστώ" κι ένα στον Γιουν που την ευχαρίστησε θερμά.
  Ελληνικά, είπε κοιτάζοντας τη μάρκα. Τα κάπνι­ζα, και στη Βουλγαρία.
  Έζησες στη Βουλγαρία; τον ρώτησε με ενδιαφέ­ρον.
  Ναι, εκεί σπούδασα κι έμαθα κι ελληνικά. Δεν εί­ναι πολλοί στη χώρα μας που να ξέρουν να τα μιλούν.
Τι ακριβώς δουλειά κάνεις; τον ρώτησε. Γιατί φα­ντάζομαι πως δεν υπάρχουν αρκετοί Έλληνες για να τους ξεναγείς.
  Όχι, γέλασε. Κι αυτό είναι το μειονέκτημα, γιατί δεν μπορώ να τελειοποιήσω τη γλώσσα με την πρακτική εξάσκηση. Ανήκω στο υπουργείο εξωτερικών στο τμήμα πολιτιστικών ανταλλαγών κι ελπίζω ν' ασχοληθώ με τα θέ­ματα των Βαλκανίων.
Όσην ώρα μιλούσαν η Αντιγόνη παρατηρούσε τη λι­γοστή κίνηση στα πεζοδρόμια. Τα παιδιά με τις ομοιόμορ­φες στολές που πήγαιναν σχολείο, τις γυναίκες με απλά, σε­μνά φουστάνια.
Πώς και δε φοράνε παντελόνια; ρώτησε. Στο Βιετ­νάμ απ' ότι ξέρω συνηθίζεται πολύ.
  Όχι σε μας, είπε ο Γιουν.
Πέρασαν από ένα εντυπωσιακό τούνελ και μια γέφυ­ρα κι έφθασαν στο περίφημο μνημείο του Τσου - Τσε.
Εκεί τους περίμενε μια ξεναγός που αμέσως άρχισε την περιγραφή του μνημείου, ενώ φιλότιμα ο Γιουν της έκανε την μετάφραση.
Ήταν ένα πανύψηλο μνημείο με γρανίτη που χτίστη­κε για να γιορταστούν τα εβδομήντα χρόνια του σεβαστού μεγάλου ηγέτη προέδρου συντρόφου Κιμ Ιλ Σουγκ κι έχει τόσους ογκόλιθους όσες κι οι μέρες του. Ήταν χτισμένο στις όχθες του ποταμού Ντάιτογκ, ανάμεσα σ' ευρύχωρο πάρκο που ευσυνείδητα σκούπιζαν με σκούπες από χόρτο γυναίκες με πλαστικά παπούτσια.
το μνημείο του Ζου τσε (Juche)
Εκεί για πρώτη φορά πρόσεξε η Αντιγόνη πως όλες οι γυναίκες κι όλα τα παιδιά φορούσαν τα ίδια ακριβώς πλαστικά παπούτσια της πεντάρας, μόνο που για τις γυ­ναίκες υπήρχαν δυο μοντέλα ένα με τακούνι γι' αυτές που ανήκαν στην ιντελιγκένσια κι ένα σκέτο σαν το παιδικό γι' αυτές που με το μαντίλι στα μαλλιά σκούπιζαν τα πάρκα και τους δρόμους. Για τα παιδιά το ίδιο μοντέλο κυκλοφο­ρούσε σε δύο τρία χρώματα, έτσι που να υπάρχει δυνατό­τητα επιλογής. Οι άντρες φορούσαν όλοι τους δερμάτινα παπούτσια, - το επεξεργασμένο πλαστικό φαίνεται ήταν άγνωστο-. Μπροστά απ' το μνημείο βρισκόντουσαν τα σύμβολα της κορεατικής επανάστασης, που είναι το σφυρί, ένα ιδιόμορφο δρεπάνι και το πινέλο που υπογραμμίζει τη συμβολή της διανόησης στην εγκαθίδρυση του καθεστώτος.
Με ασσανσέρ ανέβηκαν στην κορφή του μνημείου όπου έλαμπε μια επίχρυση φλόγα. Η θέα τριγύρω ήταν πραγματικά απολαυστική. Η ξεναγός τόνισε πως για την περίφημη αυτή ιδέα του ηγέτη είχαν ιδρυθεί ακαδημίες σε πολλές χώρες του εξωτερικού και τους έδειξε και αναθημα­τικές πλάκες που έστειλαν κατά καιρούς οι αλλοδαποί οπαδοί αυτής της ιδέας.
   Και τελικά, τι σημαίνει το Τσου - Τσέ; ρώτησε η Αντιγόνη τον Γιουν.
  Είναι η θεωρία του σεβαστού μεγάλου ηγέτη προέ­δρου συντρόφου Κιμ Ιλ Σουγκ σύμφωνα με την οποία "ο άνθρωπος μπορεί ν' αλλάξει καθετί".
Η Αντιγόνη δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει ειρωνι­κά.
  Μας τα 'παν κι άλλοι, θα 'θελε να πει, μα ο Γιουν κιόλας μετάφραζε τις ανούσιες λεπτομέρειες που παρέθετε απτόητη η ξεναγός. Και δεν ήταν η μόνη. Πηγαδάκια είχαν σχηματιστεί γύρω από άλλες ξεναγούς που όλες τα ίδια ιστορούσαν σε τουρίστες ή γκρουπ παιδιών.
Τα παιδιά φορούσαν στολές ανάλογα με τη βαθμίδα εκπαίδευσής τους. Τα μικρά φορούσαν μπλε ρούχα με κόκ­κινα μαντίλια στο λαιμό ενώ οι φοιτητές ντύνονταν στα πράσινα.
Επιστρέφοντας στο βόλβο βρήκαν τον οδηγό να κοι­μάται ξαπλωμένος στο πίσω κάθισμα. Πολλή μπύρα ή κάτι άλλο;
Πάντως ο τρόπος που οδηγούσε ήταν τρελός. Φουλαριστός στη μέση του δρόμου ποτέ δεν έβγαζε φλας, συχνά άφηνε στις ευθείες ελεύθερο το τιμόνι και ακόμη συχνότε­ρα γυρνούσε το κεφάλι εντελώς πίσω για να δει αν κάποιος τον ακολουθεί, αδιάφορος για τους πεζούς που πιθανώς διέσχιζαν τη λεωφόρο. Αν είχε κάποια κίνηση από πεζούς ο δρόμος τότε κορνάριζε συνέχεια, απαιτώντας να του ανοί­ξουν δρόμο κι αδιάφορος μπροστά στην πιθανότητα κά­ποιον να χτυπήσει.
Και να ξανά στους πλατιούς δρόμους της πόλης. Κι εδώ ελάχιστα λεωφορεία, ανύπαρκτα ταξί, ενώ η μεταφορά και των εργατών γινόταν με φορτηγά. Ομοιόμορφες πολυ­κατοικίες και στη μέση του δρόμου το μοναδικό παλιό κτί­σμα τριγυρισμένο με πρασιά.
  Είναι το κομμάτι του παλιού τείχους που σώθηκε απ' τους βομβαρδισμούς, είπε ο Γιουν.
Σταμάτησαν στην είσοδο του Μετρό, όπου ο ίδιος ο διευθυντής αυτοπροσώπως περίμενε να την ξεναγήσει. Όπως και στη Μόσχα το Μετρό δεν ήταν απλά εντυπωσια­κό, ήταν μεγαλοπρεπές. Πολυτελή φωτιστικά, κολόνες από πολύτιμα ορυκτά και ψηφιδωτά στους τοίχους. Κάθε σταθμός και μια σύνθεση ανάλογη με την ένδοξη πορεία της χώρας κάτω απ' τη φωτισμένη ηγεσία του σεβαστού με­γάλου ηγέτη προέδρου συντρόφου. Κιμ Ιλ Σουγκ, του οποί­ου το πορτρέτο παντού δέσποζε παρέα με του διαδόχου του, αγαπητού ηγέτη συντρόφου ΚιμΤζουγκ Ιλ.
Της Αντιγόνης άρχισε να της δίνει στα νεύρα αυτή η μακροσκελής επίμονη παράθεση των τίτλων των μελών της επαναστατικής δυναστείας. "Ασε που είναι και οξύμωρο" σκεπτόταν "Τι πάει να πει σεβαστός μεγάλος ηγέτης πρόε­δρος - σύντροφος; Ο πιο ίσος ανάμεσα στους ίσους; Τι σόι κομουνισμός είν' αυτός; Με αυτοκρατορικό μεγαλείο".
Πριν δεν είχαμε άξιους ηγέτες, κατέληξε ο διευθυ­ντής του σταθμού δια χειλέων Γιουν.
Κι όμως σ' αυτή η χώρα ανθούσε κάποτε μια αυτο­κρατορία. Κανένα μνημείο δεν είναι άξιο να παρουσιαστεί απ' τη μακραίωνη ιστορία αυτού του λαού; Τα δείχνουν όλα λες και η χώρα γεννήθηκε με την άνοδο στην εξουσία του μεγάλου αφέντη.
Σε καμιάν ανατολική χώρα δεν έγινε κάτι τέτοιο.
Αντίθετα παντού σεβάστηκαν και διατήρησαν την ιστορική μνήμη. Η Αντιγόνη θυμήθηκε την απορία της όταν στο Λέ­νινγκραντ είδε ν' ανακατασκευάζονται τα καταστραμμένα απ' τις ορδές του Χίτλερ θερινά ανάκτορα.
Ο ρώσος ξεναγός της είχε απαντήσει.
 Άσχετα με τους τσάρους αυτά τα ανάκτορα είναι έργα του σοβιετικού λαού. Γι αυτό και πρέπει να διασω­θούν.
Η Πιον-γιαγκ όμως παλιά πρωτεύουσα της αυτοκρα­τορίας του Κογκούρυο δεν έχει να επιδείξει ούτε ένα παλιό κτίριο. Ο Γιουν βρήκε αμέσως τη δικαιολογία.
  Είχαν ισοπεδωθεί όλα το '45, είπε. Είχαν μείνει μόνο κάτι αχυροκαλύβες. Δεν άξιζαν τον κόπο.
Κι όμως η Αντιγόνη είχε διαβάσει για τα ερείπια των ανακτόρων του Ανάκ στα προάστια της Πιου-γιάγκ. Είχε δει σε φωτογραφίες τις μακέτες τους.
 Τι να του πεις τώρα; σκέφθηκε με σφίξιμο στο στή­θος. Για τις γερμανικές πόλεις που ξαναχτίστηκαν όπως ήταν πριν το βομβαρδισμό πάνω στα θεμέλια τους. Ή για το Τίχανι στην Ουγγαρία, όπου οι αχυροκαλύβες είναι του­ριστικά αξιοθέατα. Μα ακόμη και στη Βουλγαρία που κι εκείνος έζησε οι παλιοί οικισμοί διαφυλάσσονται. Είναι αδύνατο να μην το έμαθε. Μα ποιος ξέρει τι μπορεί να μου πει;
  Πάντως, του είπε η Αντιγόνη, τα βαγόνια και οι σταθμοί είναι πολύ καθαρά, τα τρένα έρχονται στην ώρα τους κι οι κυλιόμενες πρέπει να 'ναι βαθύτερες κι απ' του Αονδίνου.
   Βέβαια, κόμπασε ο διευθυντής του Σταθμού. Το μετρό μας περνά κάτω απ' το ποτάμι. Και συνέχεια επε­κτείνεται με γοργό ρυθμό.
  Σ' αυτό τουλάχιστον είναι αξιοθαύμαστοι, συλλο­γίστηκε η Αντιγόνη. Εμείς στην Ελλάδα, μετρό ακούμε και
μετρό δε βλέπουμε πάνω από είκοσι χρόνια.
Τ' απόγευμα το πρόγραμμα περιλάμβανε την επίσκε­ψη στον τύμβο των πεσόντων στον Κορεατοϊαπωνικό πό­λεμο.
Το μνημείο ήταν χτισμένο ψηλά στην κορφή ενός λό­φου, ενώ ανάμεσα στα πεύκα ξεχώριζαν κιόσκια στο γιαπωνέζικο στιλ.
Ήταν μια απέραντη έκταση μαρμαροντυμένη, τριγυ­ρισμένη με γκαζόν που κάτι ταλαίπο^ρες γυναικούλες κυ­ριολεκτικά ξεψείριζαν με κάτι μαχαιράκια.
Καμιά δε σήκωνε το κεφάλι στο πέρασμά τους. Συνέ­χιζαν προσηλωμένες, γονατιστές στα τέσσερα να καθαρί­ζουν ένα ένα τα φυλλαράκια του γκαζόν.
Από κάποια μεγάφωνα έφθανε πένθιμη μουσική, ενώ ο χώρος ήταν σπαρμένος με χρυσά αγάλματα των πεσό­ντων. Πρώτοι και καλύτεροι σ' αυτή την παρέλαση των ηρώων η γυναίκα και ο αδελφός του μεγάλου αρχηγού. Η αγιοποίηση της δυναστείας τραβάει ως τις ρίζες. Ο Γιουν κρατούσε ένα μάτσο λουλούδια που τα πρόσφερε στην Αντιγόνη να τα καταθέσει στο μνημείο εκ μέρους της ελλη­νικής επιτροπής.
"Φαντάσου, σκέφθηκε κακόβουλα η Αντιγόνη, να μ' έβαζαν να καταθέσω στο μνημείο του τελευταίου πολέμου. Θα 'ταν παράξενο μιας κι απ' την άλλη πλευρά των συνό­ρων βρίσκονταν τα κόκαλα των Ελλήνων που ξεσπιτώθηκαν για να πολεμήσουν τη δημιουργία τούτου ακριβώς του κράτους που με φιλοξενεί". Ευτυχώς όμως δεν την πήγαν στο μνημείο του Κορεατοκορεατικού πολέμου. Αντίθετα την πήγαν να επισκεφθεί ένα αντίγραφο της Αψίδας του θριάμβου του Παρισιού, που εδώ είχε πιο μουντό χρώμα και ανατολίτες ήρωες στ' ανάγλυφα. Ο ύμνος πάντως στην πολεμική ανδρεία παρέμενε σαν μήνυμα. Και στην αψίδα και στο μνημείο υπήρχε ξεναγός. Η Αντιγόνη αναρωτιόταν τι έκαναν τις υπόλοιπες ώρες τους αυτοί οι άνθρωποι αφού ο τουρισμός είναι άγνωστο φρούτο για τη Β. Κορέα.
Δεν μπορούσε να μη νιώθει λυπημένη. Σε κάθε δρόμο ακόμη και τον πιο εξοχικό, γυναίκες κακοντυμένες σάρω­ναν υπομονετικά πολλές φορές κάτω απ' τη βροχή. Την ίδια ώρα που στους αγρούς όργωναν το ρύζι με ζώα, στους κή­πους έκοβαν το γκαζόν με βενζινοκίνητα μηχανάκια. Ήταν μια χώρα αλλοπρόσαλλη.
Το πρόγραμμα της ημέρας έκλεινε μ' επίσκεψη στο βοτανικό κήπο που βρισκόταν ακριβώς απέναντι απ' το ζωολογικό.
— Μήπως θα μπορούσαμε να πάμε καλύτερα στα ζώα, ρώτησε τον Γιουν η Αντιγόνη. Τα φυτά είναι τόσο πληκτικά. Όμως φυσικά και δεν μπορούσε ο Γιουν ν' αλλά­ξει το πρόγραμμα για να την ευχαριστήσει. Στο Βοτανικό τους περίμεναν κι έπειτα πουθενά δε μπορείς να πας αν δε σε περιμένουν. Παντού υπάρχουν φύλακες, παντού υπάρ­χουν κάγκελα.
Όμως ο ουσιαστικός λόγος που έγινε η επίσκεψη στον αδιάφορο κατά τα άλλα βοτανικό κήπο ήταν η επίδει­ξη δύο λουλουδιών. Το ένα μια ποικιλία ορχιδέας έφερε το όνομα του σεβαστού μεγάλου ηγέτη προέδρου συντρόφου Κιμ Ιιλ Σουγκ το άλλο μια ποικιλία μπιγόνιας έφερε τ' όνο­μα του αγαπητού ηγέτη συντρόφου Κιμ Τζου Ιλ .
Η ξεναγός εξηγούσε αναλυτικά την ιδιαιτερότητα και τον συμβολισμό των λουλουδιών, ενώ ο Γιουν μετά­φραζε με το βλέμμα καρφωμένο στο πρόσωπο της Αντιγό­νης. Έτσι δεν μπόρεσε να μη προσέξει το ειρωνικό χαμόγε­λο που αυθόρμητα αναδύθηκε στο πρόσωπο της, παρ' ότι γύρισε το κεφάλι προς την πλευρά των λουλουδιών για να μη τον προσβάλλει. Ο Γιουν κόμπιασε για μια στιγμή κι από τότε έπαψε ν' αναφέρει τους μεγάλους αρχηγούς με όλο το σιδηρόδρομο των συνοδευτικών τους επιθέτων.
Το βράδυ δείπνησε και πάλι μόνη της στο ευρύχωρο τραπέζι. Αναγκαζόταν να καταναλώνει πολλή μπύρα για να κατεβάζει αυτές τις ιδιόρρυθμες γεύσεις, που και μόνο η μυρωδιά τους την αηδίαζε. Θα προτιμούσε να μπορούσε να πάρει τον Γιουν και να πάνε σε κάποιο ταβερνάκι ή έστω να τσιμπήσουν στα όρθια ένα σάντουιτς αλλ' όλα αυτά φαίνε­ται πως ήταν καπιταλιστικά δείγματα καταδικαστέα δια ροπάλου. Ήταν μόλις οκτώ η ώρα όταν βγήκε απ' την τρα­πεζαρία και σκεπτόταν πως η μέρα της είχε κι όλα τελειώ­σει, όταν είδε τον Γιουν καθισμένο στο μπαρ του ξενοδο­χείου. Τη χαιρέτησε ευγενικά και τη ρώτησε αν θέλει να του κάνει συντροφιά. Το μπαρ διέθετε όλα τα καπιταλιστικά φαρμάκια από κόκα κόλα μέχρι σαμπάνια γαλλική σε τιμές εξ ίσου φαρμακερές.
  Θα κεράσω εγώ, είπε στον Γιουν. Από μια βόλτα στο μαγαζί με συνάλλαγμα που κάθε ξενοδοχείο διαθέτει είχε κιόλας διαπιστώσει πως ένα κουτάκι νεσκαφέ - για παράδειγμα - αντιστοιχούσε στο ένα τρίτο του μηνιάτικου του Γιουν.
Παράγγειλαν ουίσκι.
Τι κάνετε τα βράδια, μωρέ Γιουν; τον ρώτησε αδιά­κριτα. Η κορεάτικη μπύρα είχε προλάβει να κάνει το θαύμα της.
  Κοιμόμαστε, της απάντησε γελαστά.
  Δεν υπάρχουν εδώ ξενυχτάδικα;
    Μόνο σε κάποια μεγάλα ξενοδοχεία, μόνο για τουρίστες, της απάντησε. Εδώ δουλεύουμε πολύ γι' αυτό και πρέπει να κοιμόμαστε τις νύχτες.
Ο Γιουν παρασύρθηκε σιγά σιγά. Ίσως ήταν κι αμάθητος στο ουίσκι. Της μιλούσε μ' ενθουσιασμό για τ' όραμά του για μιαν ενωμένη Κορέα, για τον πόνο της Ιαπωνικής σκλαβιάς, για τα κτίρια που χτίζονται τη νύχτα απ' τους εθελοντές εργάτες, για τους φοιτητές που δουλεύουν τον ελεύθερο χρόνο τους στα εργοτάξια και τους εργάτες που σπουδάζουν στα λαϊκά πανεπιστήμια. Δεν είχε καμιάν αμ­φιβολία πως το καθεστώς που ζει είναι το καλύτερο. Ούτε μια φορά δεν αναφέρθηκε στο μεγάλο αρχηγό, αλλ' αντίθε­τα πρόβαλε την αγωνία του για το μέλλον της χώρας του. Πίστευε, ο αφελής, πως είναι δυνατή μια ομοσπονδιοποίηση των δύο κρατών με σεβασμό των κοινωνικών συστημά­των κι ανοιχτά σύνορα.
Της διηγήθηκε με μάτια που έλαμπαν την ιστορία της Ριμ Σου Κεγκ της φοιτήτριας που ήλθε στο Φεστιβάλ Νεο­λαίας στην Πιον-γιανγκ σαν εκπρόσωπος των φοιτητών της Ν. Κορέας και που προσπάθησε να διαβεί τα σύνορα πε­ζή συντροφιά μ' έναν ιερωμένο κι οι Αμερικάνοι τη συνέλα­βαν κι ακόμη βρίσκεται στη φυλακή.
  Ξέρεις τι είναι, ρώτησε την Αντιγόνη να ζουν εκεί άνθρωποι που ξεσπιτώθηκαν το '45 απ' τα χωριά τους για το φόβο της ατομικής βόμβας και τώρα να μη μπορούν ούτε τους συγγενείς τους να συναντήσουν;
  Το ξέρω. Το ξέρω καλά, Γιουν, ήθελε να του απα­ντήσει. Την ίδια τραγωδία ζουν και δικοί μας άνθρωποι στα ελληνοαλβανικά σύνορα και την Κύπρο. Ξέρω ανθρώ­πους ξεριζωμένους στη μικρασιατική καταστροφή που μό­νο λίγο πριν πεθάνουν κατάφεραν να ξαναδούν τον τόπο που γεννήθηκαν. Ξέρω όλους αυτούς τους ξεσπιτωμένους κομουνιστές του εμφύλιου, που χρειάστηκε να διαβεί μια χούντα τη χώρα μας, να πάθουν - για να μάθουν κάποιοι πολιτικοί και να επιτρέψουν τον ελεύθερο επαναπατρισμό τους.
Το ξέρω Γιουν. Το ξέρω καλά, γι αυτό κι είμαι δω τούτη την ώρα πλάι σου κι ας μας χωρίζουν τόσα.
   Ξέρεις, συνέχισε ξαναμμένος ο Γιουν πως μόνο μέσω Γερμανίας φθάνει κάποιος απ' τη Σεούλ στην Πιον- γιαγκ, ενώ είναι απόσταση λίγων μόνο χιλιομέτρων; Μας κατηγορούν για δικτάτορες, όμως εκείνοι - που φυλακί­ζουν και βασανίζουν, αφού ο νόμος τους χαρακτηρίζει τον κομουνισμό σαν αντικρατική δράση - τι είναι;
Μιλούσε με πάθος κάνοντας εκφραστικές χειρονο­μίες. Η Αντιγόνη ένιωθε την ανάγκη να σφίξει τα χέρια του στις χούφτες της, να τον ηρεμήσει.
  Ησύχασε Γιουν, θα 'θελε να του πει. Έπαθαν τόσα οι άνθρωποι απ' τις λογής λογής ιδεολογίες! Κι έπειτα, κα­μιά ιδεολογία δε βαραίνει όσο μια ανθρώπινη ζωή.
Προχθές συνέχισε εκείνος χλομός σαν το πανί, μά­θαμε για μια συντρόφισσα. Την έβαλαν να γεννήσει στη φυ­λακή φορώντας χειροπέδες! Φαντάζεσαι τη σκηνή; Η γυ­ναίκα να γεννά με τις χειροπέδες στερεωμένες στο σιδερένιο κρεβάτι;
Η Αντιγόνη χαμήλωσε το βλέμμα στο ποτήρι της.
   Εδώ δεν υπάρχουν αντιφρονούντες; τον ρώτησε με φωνή που έτρεμε.
   Εδώ κανείς δεν πεινάει, της απάντησε με πάθος. Εκτός απ' το μισθό τους κάθε εργαζόμενος παίρνει και τρόφιμα, ενώ κανένας δεν πληρώνει για κατοικία. Για την ύδρευση, τη θέρμανση, και το φως η τιμή είναι συμβολική. Έχουμε βέβαια οικιστικό πρόβλημα, αλλά ελπίζουμε να το καλύψουμε σύντομα. Μήπως λίγα έχουμε καταφέρει μέχρι σήμερα; τη ρώτησε προκλητικά.
  Σε τι θεό πιστεύετε; ρώτησε με προσποιητή αφέ­λεια η Αντιγόνη.
  Οι νεώτεροι δεν πιστεύουν, γιατί έτσι διδάχτηκαν στο σχολειό. Εγώ είμαι άθεος. Οι γεροντότεροι απλά εξα­κολουθούν να πηγαίνουν στους ναούς.
  Υπάρχουν λοιπόν ναοί; τον ρώτησε δύσπιστα.
  Ναι, αλλά λίγοι. Αφού κανείς πια δεν ενδιαφέρε­ται γι' αυτούς.
Θα 'θελε να τον τραντάζει, να τον ξυπνήσει απ' τη νάρκη του. Θα 'θελε να του πει:
  Φίλε μου, οι θρησκευτικές πεποιθήσεις δεν εξαλεί­φονται μέσα σε λίγα χρόνια κι όλοι αυτοί οι γέροι είναι αδύνατο να μη δίδαξαν κάτι στα παιδιά απ' τη θρησκεία των προγόνων τους. Εδώ σήμερα ο Γκορμπατσώφ έρχεται ν' αποκαλύψει πως η μάνα του τον είχε βαφτίσει μυστικά. Κι έπειτα όλη αυτή η ιεροποίηση των ηρώων που σήμερα μου έδειξες τι άλλο είναι έξ<υ από θρησκευτικό υποκατά­στατο; Φέρνουν λουλούδια στις επετείους του θανάτου τους, τοποθετούν τ' αγάλματα έτσι που να 'χουν θέα στην πεδιάδα, τους βάζουν ν' ακούν μέρα και νύχτα πένθιμη μουσική και τους κρατάνε πάντα το καντήλι αναμμένο. Κι έπειτα, αλίμονο φίλε μου, αν πίσω απ' όλα αυτά τα θλιμμέ­να πρόσωπα που είδα να μπαινοβγαίνουν στο μετρό δεν υπήρχε κάποια σπίθα ελπίδας, έστω για μιαν υπερκόσμα ανταμοιβή. Θα 'ταν πολύ ενδιαφέρον αν πραγματικά ο Γι­ουν πίστευε ακράδαντα σ' αυτό που είπε: " Είμαι άθεος!"
Αντί για όλα αυτά όμως του θύμιζε τη Βουλγαρία ενώ παράγγειλε το δεύτερο ουίσκι τους.
Φαντάζομαι, του είπε πως θα ένιωθες όπως και γω εδώ. Σαν τη μύγα μες το γάλα.
Χαμογέλασε και τούτη τη φορά το γέλιο του είχε το χρώμα της παιδικότητας.
    Αλήθεια, πώς έτρωγες; Σου άρεσαν τα φαγητά μας;
  Ναι, πήγα μια φορά στη Θεσσαλονίκη, είπε γράφο­ντας με το δείκτη του σχέδια απ' το υγρό αποτύπωμα του ποτηριού στο τραπέζι. Μου άρεσε ο μουσακάς, το σουβλά­κι και το παστίτσιο.
  Έχεις αδέλφια Γιουν; τον ρώτησε.
  Ναι έχω μιαν αδελφή. Παντρεμένη. Μένουμε όλοι μαζί. Είναι το πρόβλημα της ανοικοδόμησης. Ανασαίνουν όταν μένω στο ξενοδοχείο χάρη σε κάποιον καλεσμένο, όπως εσύ. Κανονικά θά 'πρεπε κάθε νέο ζευγάρι να μπορεί ν' αποκτήσει το δικό του σπίτι. Όμως ακόμη δεν είναι έτσι τα πράγματα.
  Και με τα κορίτσια. Πώς φλερτάρετε;
Γέλασε πλατιά και την κοίταζε στα μάτια.
  Αν μας αρέσει μια κοπέλα, μαθαίνουμε πού μένει και στεκόμαστε κάτω απ' το σπίτι της μέχρι να μας προσέ­ξει.
Παρέκαμψε τον ελεύθερο έρωτα, προσπέρασε και το γάμο.
  Χωρίζουν εύκολα; τον ρώτησε.
  Αν βρουν σπίτι να μείνουν μετά... είπε γελώντας.
Είχε πάει κι όλας μεσάνυχτα κι ήταν οι τελευταίοι
στο μπαρ. Ένιωθε ζαλισμένη. Τη συνόδευσε πάλι ως την πόρτα της. Τον καληνύχτησε σφίγγοντάς του το χέρι.
—Αν χρειαστείς...
  Ξέρω Γιουν, γέλασε. Αν δω κατσαρίδα στο δωμά­τιο θα σε φωνάξω να με σώσεις.
"Ευτυχώς που δεν είπα "κοριό" σκέφθηκε κλείνο­ντας την πόρτα πίσω της. Θα ήταν παρεξηγήσιμο"
  Θεέ μου. Δεν νιώθω άνετα που φιλοξενούμαι από ένα τέτοιο καθεστώς. Είναι σα να προδίδω τις αρχές μου. Όμως προσπαθώ να καταλάβω. Προσπαθώ να διαλύσω τις αμφιβολίες μου. Σίγουρα οι κρατούντες κάπου επωφελού­νται απ' την παρουσία μου εδώ. Όμως εμένα μ' ενδιαφέρει αυτός ο λαός, που στιβάζεται στα καμιόνια για να πάει στη δουλειά και δεν έχει την πολυτέλεια μήτε ενός λεωφορείου. Μ' ενδιαφέρει ο Γιουν με τους ενθουσιασμούς και τις αντι­φάσεις του.
Ακούς εκεί "εδώ έχουμε καταργήσει τη φορολογία". Μα ποιον κοροϊδεύουν; Απ' ότι φαίνεται απ' το επίπεδο ζωής τους, σε άλλου είδους καθεστώς θα χρειαζόντουσαν ενίσχυση απ' την κοινωνική πρόνοια κι όχι από πάνω να πληρώνουν φόρους! Κι έπειτα αυτή η προσωπολατρεία στο μεγάλο ηγέτη! Να 'ναι θέμα της παράδοσης; Εδώ πάντα είχαν αυτοκράτορες. Εδώ ακόμη και σήμερα οι Γιαπωνέζοι αυτοκτονούν με τ' άγγελμα του θανάτου του αυτοκράτορά τους. Χρειάζονται ένα ξύλινο βασιλιά. Είναι αυτό το αντί­τιμο της ανεξαρτησίας τους; Νιώθουν περήφανοι γιατί επιτέλους λυτρώθηκαν απ' τους λογής λογής προστάτες; Μα πόσο λεύτερος νιώθει ο Κορεάτης που υφίσταται κα­θημερινά αυτή την πλύση εγκεφάλου; Στην Ελλάδα μόνο και μόνο γι αυτή την προπαγάνδα θα τον είχαμε σιχαθεί. Ξέρει ο Γιουν κανένα ανέκδοτο όπως αυτά που κυκλοφο­ρούσαν ψιθυριστά σε μας στα χρόνια της χούντας;
Όμως ο Γιουν θα 'ναι δικός τους μαχητής. Στόχος του να καταγράψει τις απόψεις μου, να τις μεταφέρει, να με κατατάξει. Δεν τον πιστεύω πως νοιάζεται για την Ελλάδα και τα Βαλκάνια, πως θα 'θελε να γίνει ειδικός βαλκανιολόγος. Με ψαρεύει. Δεν του έχω εμπιστοσύνη.
Όμως ο ενθουσιασμός του ήταν γνήσιος. Και το χέρι του έσφιγε με θέρμη το δικό μου. Και ό,τι και να πεις η Κο­ρέα είναι πανέμορφη. Καταπράσινη απ' την πνοή των μου- σώνων με τα ποτάμια και τα παράξενα βουνά της, που ευ­τυχώς δεν άγγιξε ακόμη η μανία της "αξιοποίησης", που δεν κινδυνεύουν από πυρκαγιά και όξινη βροχή.
Ποιος ξέρει Γιουν; Ποιος ξέρει πούθε γέρνει η πλά­στιγγα του δίκιου; Η αλήθεια σου τόσο αλλιώτικη απ' τη δι­κή μου. Στην Ουγγαρία και στη Ρωσία μιλούν για τους μάρ­τυρες του σταλινισμού. Σε μας οι μάρτυρες προέρχονται απ' την κομουνιστική παράταξη. Φαίνεται πως πάντα κά­ποιοι ιδεολόγοι θα συνθλίβονται και κάποιοι άλλοι θα τους συνθλίβουν.
Κάρμα λοιπόν; Τι θα 'λεγες, άθεε φίλε μου Γιουν. Χωράει το Κάρμα στον αθεϊστικό σου Παράδεισο; Υπάρ­χει πεπρωμένο;

Στην επιφάνεια όλα είναι ομαλά. Στο βάθος μαίνεται ο τυφώνας. Αιτία ένα όνειρο. Ένα φιλί. Αποκαλυπτικό. Όλοι οι άλλοι παρόντες. Παρά τους άλλους. Επιβεβαίωση της αλήθειας. Ποιας αλήθειας; Της πολυπλοκότητας των ανθρώπινων συναισθημάτων.
Μονοσήμαντα φωτίζω τα πράματα. Κρατώ στη σκιά ό,τι θέλω ν' αγνοώ. Τ απέραντο φάσμα της αλήθειας. Πώς θα μπορούσε να εξελιχθεί αυτή η ιστορία; Πώς μπορείς να παίζεις με τα συναισθήματα δίχως να ματώνεις; Η απόρρι­ψη δε θα 'ναι η πιο σκληρή επαλήθευση;
Παρ' όλα αυτά τα πράγματα έχουν ως εξής: Χρειάζο­μαι την δική σου αγάπη. Φοβάμαι το θάνατο που σιγά σιγά ανεβάζει τα νερά της λήθης όπου όλοι μας βουλιάζουμε. Θέλω να προφθάσω. Ντρέπομαι για την ηθική μου. Βιάζο­μαι να την αποτινάξω σα βαριά σκουριασμένη πανοπλία. Βιάζομαι να χαρώ το λεύτερο κάμπο.
Μόνο στα βιβλία οι άνθρωποι επικοινωνούν με τα συναισθήματα. Στη ζωή γεφυρώνουν οι λέξεις, χωρίζουν οι ιδέες, χωρίζουν τα γεγονότα. Με ποιο χρώμα να σου πω το "σ' αγαπώ" έτσι που να μη ντραπεί ν' ανατείλει; Τώρα που το "ο' αγαπώ" πήρε την οσμή του φθινοπώρου, σε ποιον να μιλήσω, ποιος μου μιλά, ποιος αφουγκάζεται τους ήχους της σιωπής μου;
Τα λόγια πώς θα μπορέσουν να στήσουν την αράχνη, να φυλακίσουν το χρυσό πουλί που σπαράζει στην ψυχή μου; Η αλήθεια. Ποια αλήθεια; Γιατί συ ανάμεσα σε τό­σους; Γιατί τώρα; Φοβάμαι τις ανεξέλεγκτες διαδρομές. Και φυσικά δεν θα τολμήσω. Από δειλία ή εντιμότητα, αδιάφορο. Και τι θα ' 'βγαίνε με την τόλμη; Και τι να πεις; Είμαστε τόσο ξένοι! Κι όμως παρ' όλα αυτά κάτω απ' το τυπικό χαμόγελο κουρνιάζει η επιθυμία.
Πόσο πιο απλά είναι για κείνον. Όλα τριγύρω του φαντάζουν στέρεα. Τίποτε δεν τα κλονίζει. Και βέβαια εγώ φταίω πάντα. Εγώ που κυνηγώ τ' απόλυτο όπου στο βάθος δεν μπορώ να συμβιβαστώ μ' όλες αυτές τις υπέροχες μι- κροκατακτήσεις μας.
Και συ; Ποιος μου εγγυάται πως εσύ θα καταλάβεις; Και τι ζητώ από σένα; Τι με σέρνει κοντά σου;
Η αντιφατικότητα των ανθρωπίνων! Ειρηνιστές που μάχονται, εραστές που μήτε αγγίζονται. Υπάρχουν κώδικες επικοινωνίας ψυχικής; Κι αν ναι, ποιος με βεβαι­ώνει πως τους ερμηνεύω σωστά; Η κάθε λέξη αλλιώτικη ηχεί στα κάθε χείλη.
στην ουδέτερη ζώνη 

Το επόμενο πρωϊνό, το πρόγραμμα έλεγε επίσκεψη στη θάλασσα. Όχι. Οι Κορεάτες αγνοούν τη θαλασσολαγνεία των νησιωτικών λαών. Η πλατιά τους χερσόνησος οριοθετείται απ' τη θάλασσα. Ανατολική και δυτική ακτή. Στόλοι αλιευτικοί που ψαρεύουν αδιάκριτα στις θάλασσες και τα ποτάμια.
Προορισμός τους το μεγάλο φράγμα στις εκβολές του ποταμού Ντάιντογκ ένα εντυπωσιακό επίτευγμα που χτίστηκε μόνο σε έξι χρόνια. Είχαν να διανύσουν πολλά χι­λιόμετρα του έρημου ασφαλτοστρωμένου δρόμου με τις επτά λωρίδες στην κάθε κατεύθυνση.
Ο Γιουν ήταν σοβαρός απ' το πρωί. Την χαιρέτησε τυ­πικά λες και ντρεπόταν για τα χθεσινό του ξέσπασμα και κάθισε δίπλα στον οδηγό που πρωί πρωί βρομούσε μπύρα κι άρχισαν να συζητούν στα κορεάτικα.
Η Αντιγόνη κοιτούσε τους αγρότες που οι περισσότε­ροι πήγαιναν με τα πόδια στη φαρδιά λεωφόρο με τις τε­χνικά άψογες γέφυρες. Ελάχιστα κρατικά αυτοκίνητα κυ­κλοφορούσαν και λίγα φορτηγά με σαρδελοποιημένους αγρότες στην καρότσα. Μερικές γυναίκες κουβαλούσαν στην πλάτη τους το ξύλο που ισοζύγιζε τα δυο δέματα και φορούσαν το παραδοσιακό τριγωνικό καπέλο της Άπω Ανατολής. Πού και πού κάτι οικισμοί με χαμόσπιτα από λάσπη όπου στιβάζονταν πολλές οικογένειες δίπλα στα μποστάνια, ενώ οι κολοκυθιές θεριεμένες κάλυπταν εντε­λώς την οροφή. Θα 'θελε να τους ζητήσει να σταματήσουν λίγο να φωτογραφίσει, να κρατήσει κάτι απ' αυτή την ποί­ηση της μιζέριας, αλλά ήξερε κι όλα την απάντηση του Γι­ουν. "Το πρόγραμμα. Μας περιμένουν", και καταλάβαινε.
Όχι αυτό δεν ήταν απ' τα επιτεύγματα που ήθελαν να προβάλουν. Αντίθετα ήταν δυσφήμηση για την πρόοδο της χώρας.
"Κι όμως και εμείς σκεφτόταν η Αντιγόνη πάνω στις Πρέσπες έχουμε κάτι παρόμοια χωριά με δρόμους από χώ­μα και σπίτια ερειπωμένα που βρομούν απ' την καβαλίνα των μοσχαριών που βόσκουν λεύτερα και την υγρασία της λίμνης. Και πάμε μεις, οι πρωτευουσιάνοι και φωτογραφί­ζουμε τους χωρικούς, γιατί το ξέρουμε ίσαμε του χρόνου όλα θά 'χαν αλλάξει. Κι ο δρόμος που τώρα συναντάς πε­ρισσότερα φίδια, παρά ανθρώπους του χρόνου θα 'ναι πο­λυσύχναστη λεωφόρος κι η μαύρη βάρκα με το μακρύ κουπί που θυμίζει τόσο τον περατάρη χάρο, του χρόνου θα 'ναι βενζινοκίνητη, κι η σιωπή της λίμνης θα 'χει θυσιαστεί στο βωμό του τουρισμού".
Όμως ο Γιουν θα 'νιώθε ντροπή αν την έβλεπε να φω­τογραφίζει τις φτωχικές καλύβες κι έτσι η Αντιγόνη απέ­μεινε να κοιτά έξω απ' το τζάμι του παραθύρου που δεν της επιτρεπόταν να ανοίξει.
Πλησίαζαν σ' ένα λιμάνι βιομηχανικό. Οι πολυκα­τοικίες που το πλαισίωναν ήταν τρισάθλιες. Αν κι ήταν καινούριες, είχαν τόσο διαβρωθεί απ' την υγρασία, που απέπνεαν αθλιότητα.
Της νύχτας τα καμώματα, τα βλέπει η μέρα και γε­λά. Έτσι δε λένε στα χωριά μας; συλλογίστηκε. Αν είναι δυ­νατό να χτίζονται μερόνυχτα σπίτια προκατασκευασμένα! Δεν είναι σπίτια, γίνονται κλουβιά. Το χτίσιμο κάθε σπιτι­ού θέλει μεράκι κι όνειρο. Θέλει το αίμα του πετεινού στα θεμέλια του και το σταυρό στην πλάκα. Χρειάζεται τη συ­νέχεια των παιδιών που θα το κληρονομούν. Το σπίτι είναι οθρόνος της ιδιοκτησίας και δω τίποτε δεν είναι ιδιόκτητο.
Στο κέντρο της πόλης κόσμος πολύς ήταν συγκε­ντρωμένος "αυθόρμητα" μπροστά στο τεράστιο άγαλμα του μεγάλου ηγέτη, για να υποβάλει τα σέβη του.
   Σήμερα είναι η εθνική μας γιορτή, της εξήγησε ο Γιουν. Η επέτειος που ανέλαβε την εξουσία ο... κόμπιασε λίγο, ... ηγέτης μας, πρόσθεσε τελικά δίχως να γυρίσει να την κοιτάξει.
Οι μαθητές με τις ποδιές, μαρκαρισμένοι σύμφωνα με τη βαθμίδα της εκπαίδευσης και τα τάγματα εργασίας με τις στρατιωτικές τους φόρμες έδιναν το παρόν. Όχι σαν οικογένειες, αλλά σαν κοινωνικές ομάδες. Θυμήθηκε πως σύμφωνα με το σύνταγμα της χώρας τους "η εξουσία ανή­κει στους εργάτες, τους αγρότες, τους στρατιώτες και τη διανόηση". Τελικά, συλλογίστηκε πικρά, μόνο στους στρα­τιώτες μιας κι οι υπόλοιποι βρίσκονται κάτω από διαρκή επιστράτευση. Στην είσοδο του φράγματος τους περίμενε όπως πάντα ο ξεναγός. Εδώ επιτρεπόντουσαν φωτογρα­φίες. Δίπλα στα θεόρατα αγάλματα πόζαραν και κάποιοι Γιαπωνέζοι. Αυτοί είχαν έλθει με απαστράπτουσες μερσε­ντές.
"Ταξικές διακρίσεις και στη φιλοξενία", σκέφθηκε ειρωνικά η Αντιγόνη.
Ο ξεναγός έδωσε τα τεχνικά στοιχεία του φράγματος και είπε πόσο ευεργετικό στάθηκε για την περιοχή, αφού απ' τη μια έκανε πλωτό το ποτάμι μέχρι ψηλά και απ' την άλλη εμπόδιζε τις καταστροφές που προκαλούσε η παλίρ­ροια και οι πλημύρες. Είπε πως είχε γίνει πρόβλεψη να υπάρξει μέχρι και δίοδος για τα ψάρια και καυχήθηκε πως είναι μεγαλύτερο από το φράγμα του Ασουάν κι όμως έγινε σε πολύ συντομότερο χρονικό διάστημα. Έπειτα κάθισε δί­πλα στον οδηγό, ενώ ο Γιουν κάθισε πίσω δίπλα στην Αντι­γόνη.
Θ' ανέβαιναν στο φάρο που βρισκόταν στην κορφή ενός λοφίσκου και χρησίμευε και σα μουσείο για το χτίσιμο του φράγματος.
Ο οδηγός όπως πάντα απρόσεκτος έπαιρνε τις στρο­φές έτσι που πότε η Αντιγόνη έπεφτε πάνω στον Γιουν και πότε ο Γιουν πάνω στην Αντιγόνη, όσο κι αν πάσχιζαν να κρατηθούν απ' τις χειρολαβές. Η Αντιγόνη έδειξε πως δια­σκέδαζε.
  Σα να 'μαστέ σε λούνα παρκ, είπε, κι ο Γιουν της χαμογέλασε ξανά.
Έξω απ' το φάρο και πάλι επιτρεπόντουσαν οι φωτο­γραφίες, με την πανοραμική θέα του φράγματος και την ανοιχτωσιά της θάλασσας, μιας θάλασσας όμως θολής, πρασινωπής με βραχώδεις απότομες ακτές που σε τίποτε δε θύμιζε τη φρεσκάδα του Αιγαίου.
  Σ' αρέσει το κολύμπι, Γιουν; τον ρώτησε.
  Όλα τα παιδιά μαθαίνουν να κολυμπούν σε πισί­νες απ' το νηπιαγωγείο, της απάντησε. Έτσι διαλέγουν τα ταλέντα στον αθλητισμό.
  Δεν εννοώ αυτό, επέμεινε. Απολαμβάνεις το μπά­νιο; Εγώ, για παράδειγμα, πάντα μου πίστευα πως αγαπάω το νερό, μέχρι που πήγα διακοπές στη λίμνη Μπάλατον και διαπίστωσα πως σιχαίνομαι το νερό της λίμνης και κουρά­ζομαι στο νερό της πισίνας, έτσι που το κολύμπι καταντά αγγαρεία κι όχι χαρά. Έτσι κατάλαβα πως αγαπώ τη θά­λασσα που, με την άνωση που προσφέρει, σου επιτρέπει να παίξεις και ν' αφεθείς πάνω της μ' εμπιστοσύνη. Ξέρεις πως αν κλείσεις τα μάτια και ξαπλώσεις στο νερό θα βρε­θείς στον αφρό να πλέεις σα βαρκούλα.
Ο Γιουν την κοίταξε παράξενα.
  Ναι, είχα κολυμπήσει κάποτε στη Βάρνα, της είπε. Μα το νερό μου φάνηκε κρύο - εδώ έχουμε πάντα θερμαι­νόμενες πισίνες - κι είχα θυμάμαι κάποιο κόψιμο στο χέρι και με το αλάτι έτσουζε πολύ. Έπειτα είχε άμμο και πολυ­κοσμία. Όχι δεν έννιωθα άνετα, μάλλον σιχαινόμουν. Είχε και κύματα κι όταν ξανοιγόσουν το 'νιωθες να σε χαστουκίζουν στο πρόσωπο, κινδύνευες να σε κουκουλώσουν.
  Μα αυτή είναι, καημένε Γιουν, η ομορφιά της θά­λασσας! Η αλλαγή κι η αέναη κίνησή της. Μ' αρέσει να με νανουρίζει με το κύμα ή να με πετροβολεί, να με χαϊδεύει ή να με μαλώνει. Είναι σχέση ερωτική.
Αυτό το τελευταίο της ξέφυγε. Δε θα 'πρεπε να το πει. Όχι στον Γιουν τουλάχιστον.
Όμως εκείνος δεν έδειξε να κατάλαβε.
  Πρέπει να περάσουμε μέσα, της είπε.
Κάθισαν σε αναπαυτικές πολυθρόνες μπροστά σε μια έγχρωμη τηλεόραση, όπου σε βίντεο προβαλόταν όλη η πορεία ανέγερσης του φράγματος, με τον ξεναγό και τον διευθυντή του μουσείου να ερμηνεύουν και να δοξολογούν το μεγάλο ηγέτη, ενώ η καλοσιδερωμένη σερβιτόρα πρό­σφερε τ' αναψυκτικά.
Η τεχνική βοήθεια ήλθε απ' τη Γαλλία, είπε ο διευθυ­ντής. Όμως το φράγμα έγινε πραγματικότητα χάρη στην εργατικότητα και την επιμονή του κορεατικού λαού. Όλα τα έργα έτσι γίνονται. Προσλαμβάνουμε ειδικούς τεχνι­κούς συμβούλους απ' το εξωτερικό, τους καλύτερους πά­ντα, και σε συνεργασία με δικούς μας μηχανικούς γίνεται η εκπόνηση της μελέτης. Δίχως το δικό μας επιστημονικό δυ­ναμικό η αλυσίδα κάπου θα έσπαζε.
Ο διευθυντής τους κατευόδωσε ευγενικά. Έξω απ' το μουσείο ήταν σταματημένη μια παρέα μαθητές γύρω από κάποιον ξεναγό που υμνούσε και σ' αυτούς τη δόξα του φωτισμένου τους ηγέτη. Όμως τα μάτια των παιδιών ήταν προσηλωμένα στις κινήσεις της Αντιγόνης. Σίγουρα δεν μπορούσαν να εκτιμήσουν το σινιέ της ντύσιμο, όμως την κοίταζαν παράξενα, σα δείγμα ζωολογικό μιας άλλης ρά­τσας, που δεν είχαν συχνά την ευκαιρία να παρατηρήσουν.

Καί τότε μόνο, η Αντιγόνη συνειδητοποίησε πως στις ελάχιστες ώρες λειτουργίας του το μοναδικό κανάλι της τηλεόρασης πρόβαλε μόνο κορεάτικα σήριαλ. Ούτε καν σοβιετικά ή κινέζικα και φυσικά τίποτε απ' όλα αυτά τα αμερικάνικα που με την δορυφορική TV βομβαρδίζουν όλες τις άλλες χώρες. Δεν είχαν εξοικειωθεί στα μάτια της, στο χρώμα των μαλλιών της. Αναρωτήθηκε αν ο Γιουν που καθόταν δίπλα της μπορούσε να διακρίνει τ' ακριβό της άρωμα. Σίγουρα όχι. Γι αυτόν πανάκεια ήταν το Ινσάμ όπως λέγεται στα κορεατικά το τζιν σεγκ, η ρίζα δηλαδή που προσφέρεται εδώ σαν αφροδισιακό, σαν ρόφημα, στα σαμπουάν και τις κρέμες, σαν φάρμακο που ξορκίζει κάθε κακό.
— "Το Ινσάμ που πάει παντού". Θα 'ταν πετυχημένη διαφήμιση, σκέφθηκε ειρωνικά η Αντιγόνη. Όμως εδώ η διαφήμιση είναι άγνωστο φαινόμενο.
"Όσο λιγότερα κλειδιά έχεις στην τσέπη τόσο πιο ευ­τυχισμένος είσαι." Αυτό της έλεγε μια παραδουλέφτρα που 'ρχόταν σπίτι της. Μα βέβαια η κυρά Βαγγελιώ δεν ήταν πιο ευτυχισμένη απ' την Αντιγόνη, που γεννήθηκε μ' ένα μάτσο κλειδιά κάτω απ' το προσκεφάλι της. Κι ο Κιμ Ιλ Σουγκ όμως γεννήθηκε σε σπίτι δίχως κλειδιά. Αυτό το σπίτι το διαφύλαξαν σαν κόρη οφθαλμού, κι ας μην ήταν παρά μια καλύβα με τοίχους από λάσπη και στέγη από καλαμιά. Έμοιαζε πολύ με το σπίτι που ζούσε ο Σέκσπηρ, μόνο πως ήταν ακόμη πιο λιτό, αφού μια ψάθα χρησιμεύει για κρεβά­τι και για τραπέζι κι ένα μπαούλο είναι αρκετό για να χω­ρέσει όλο το ρουχισμό του σπιτιού. Όλα τα σπίτια στην Κορέα, παλιά θερμαινόντουσαν από το πάτωμα κι έτσι όλα γινόντουσαν πάνω σ' αυτό. Και οι δουλειές κι ο ύπνος.
Το σπίτι σε σχήμα Π, χτισμένο με τις αποθήκες στη μια μεριά, τους κατοικίσιμους χώρους απέναντι και στη μέση το στάβλο γινόταν αντικείμενο προσκυνήματος από πολλά παιδιά με στρατιωτικές στολές που περνούσαν με βήμα αργό λες και βρισκόντουσαν μπροστά σε λείψανο.
Η Αντιγόνη καταπιάστηκε να φωτογραφίζει με μα­νία. Να επιτέλους και κάτι αξιόλογο που της επιτρεπόταν ν' αποθανατίσει. Έβαλε τον τηλεφακό και βάλθηκε να φω­τογραφίζει τα διάφορα μαγειρικά σκεύη, ρωτώντας ξανά και ξανά για τη χρησιμότητα του καθενός κι ενώ η στρατευ­μένη νεολαία περίμενε υπομονετικά την εκκεντρική τουρί­στρια να ξεμπερδέψει με το φλας της.
— Θες να βγούμε μια φωτογραφία μαζί; είπε τέλος στον Γιουν. Θα παρακαλέσεις κάποιον να μας τραβήξει. Μόνο που θα πατήσει το κουμπί. Δε χρειάζεται άλλο τίπο­τε.
Τον κοίταγε χαμογελαστά μπροστά απ' το σπίτι του μεγάλου αρχηγού, ενώ εκείνος κοίταγε ίσα στο φακό δίχως να σκάει χαμόγελο.
  Άκουσε, της είπε μετά, όταν ενθουσιασμένη θέλησε να φωτογραφίσει μια ταλαιπωρημένη μητέρα μ' ένα νοστιμούλι μωρό στην πλάτη. Εδώ δεν είναι σαν τους Γιαπωνέ­ζους. Δε μας αρέσουν οι φωτογραφίες. Αν θες να φωτογρα­φίζεις κάποιον είναι καλύτερα να μου το λες να τον ρωτώ.
Η Αντιγόνη κατέβασε το κεφάλι χολωμένη.
  Εσένα πάντως σε ρώτησα, του είπε, κι εκείνος δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει.
Γύρω απ' το γενέθλιο σπίτι του μεγάλου αρχηγού εί­χαν στηθεί αθλητικές εγκαταστάσεις κι ένα μεγάλο λούνα παρκ. Εκεί σταμάτησε το βόλβο. Κόσμος αρκετός φτωχο­ντυμένος, στριμωγμένος στα ταμεία των διάφορων παιχνι­διών, παιδιά με πλαστικά παπούτσια και βρόμικα ρούχα κι οι πανταχού παρούσες φτωχοντυμένες γυναίκες σκούπι­ζαν μ' επιμέλεια τα δρομάκια. Υπαίθριοι λιανοπωλητές πουλούσαν μήλα κι αυτά άγουρα. Πουθενά τίποτε απ' όλα αυτά που προκαλούν την παιδική βουλιμία. Γαριδάκια και ποπ κορν και μαλλί της γριάς και παγωτά και μπαλόνια και μύλοι από γιαλιστερό χαρτί και ρόδες και πατίνια, όλα αυτά ήταν άγνωστα για τα παιδιά που συνωστίζονταν στην είσοδο των παιχνιδιών.
Εδώ τους περίμενε ο κύριος Λο. Την ρώτησε ευγενικά αν μέχρι τώρα έμεινε ευχαριστημένη απ' την πορεία των επισκέψεων και της πρότεινε να μπει σε κάποιο απ' αυτά τα παιχνίδια.
Τους έδειξε ένα τελεφερίκ που φαινόταν πως πήγαινε κάπου μακρυά, μα της είπαν πως θα καθυστερούσαν κι έτσι συμβιβάστηκε με το τρενάκι που ανέβαινε για να τσουλήσει με ορμή και να πάρει μια στροφή έτσι που με τη φυγόκε­ντρο να βρεθείς κολλημένος στην περιφέρεια της ρόδας.
Επιδεικνύοντας κάποιο χαρτί προσπέρασαν τους ντόπιους που περίμεναν υπομονετικά στην ουρά και κοι­τούσαν περίεργα κι ανέβηκαν στην προβλήτα. Θυμήθηκε τη μαγεία του Ντίσνεϋ-λαντ. Την υλοποίηση κάθε παιδικής φαντασίωσης. Το υποβρύχιο του κάπταιν Νέμο, την εκτό­ξευση στο διάστημα, την επίσκεψη στο Φαρ Ουέστ, τον πύργο της Χιονάτης, τα ποταμόπλοια του Νότου, τα τρένα του παρελθόντος, τα μορφωτικά ταξίδια στα βάθη των ωκε­ανών, στα πέρατα του διαστήματος, στην κάθε γωνιά της γης. Θυμήθηκε τη λίμνη, όπου γύρω της ήταν χτισμένες μι­κρές πολιτείες απ' όλο τον κόσμο, απ' τον Καναδά στην Ια­πωνία κι από το Παρίσι στο Μαρόκο. Τα πυροτεχνήματα που πυρπολούσαν τον αιώνια καλοκαιριάτικο ουρανό της Φλωρίντα, την ποικιλία των εστιατορίων για κάθε βαλά­ντιο και κάθε γούστο, έτσι που να πιστεύεις πως γύρισες όλη τη γη.
Ο κόσμος που συνωστιζόταν στις εισόδους και πρό­σμενε υπομονετικά τη σειρά του, έφευγε με την ευτυχία να λάμπει στο βλέμμα. Μήτε μια φορά δεν έφυγε με τη γεύση της απογοήτευσης.
Κι όσο κι αν έμενες σ' αυτή την τεράστια γη της φα­ντασίας πάντα λίγο έμοιαζε σαν κείνα τα γλυκά όνειρα που ξυπνώντας κλείνεις ξανά τα βλέφαρα προσπαθώντας να παρατείνεις την αίσθηση της ευτυχίας. Γιατί αυτή η αφθο­νία να μη μπορεί ν' αγκαλιάσει όλους τους ανθρώπους;
Όμως εδώ ήταν ένα κοινό τρενάκι που κράτησε δυο τρία λεπτά, δοκίμασε την ανθεκτικότητα του σκελετού τους και τους απόθεσε ξανά σώους και γελαστούς στην προβλήτα. Για την Αντιγόνη ήταν αρκετό. Δεν έβρισκε το λόγο να ξαναπάρει τη σειρά κάποιου Κορεάτη. Όμως ο κύ­ριος Λο επέμενε. Σε κάτι ακόμη θα 'πρεπε να μπει. Ήταν υποχρέωσή του να τη διασκεδάσει. Της πρότεινε κάτι βαρε­λάκια με δυο καθίσματα αντικρυστά που περιστρεφόντουσαν σ' έναν άξονα ενώ ταυτόχρονα γυρνούσαν γύρω από έναν άλλο κάθετο όπως τα παιδικά αλογάκια.
— Εδώ κάθονται οι ερωτευμένοι, της εξήγησε.
Ο Γιουν προσφέρθηκε να τη συνοδεύσει. Κάθισε απέ­ναντι της και της έδειξε πώς να δέσει τη φαρδιά ζώνη με ασφάλεια στη μέση της, όμως οι κρίκοι ήταν παράξενοι κι η Αντιγόνη δεν τα κατάφερνε να τη δέσει σωστά κι έτσι ο Γιουν κατέβηκε για να τη βοηθήσει. Ακριβώς εκείνη τη στιγ­μή το μηχάνημα ξεκίνησε και το βαρελάκι χάνοντας το ισοζύγισμα του βάρους άρχισε να περιστρέφεται με μεγάλη τα­χύτητα γύρω απ' τον άξονά του. Η Αντιγόνη τέντωσε τα πόδια της στο απέναντι κάθισμα και ξεκαρδισμένη στα γέ­λια έβλεπε πότε τα μαλλιά της να κρέμονται μπροστά και πότε τα πόδια της να ανεβαίνουν πάνω, ενώ οι Κορεάτες που χάζευαν τριγύρω, την έδειχναν με το δάχτυλο και δά­κρυζαν απ' τα γέλια.
Όταν επιτέλους σταμάτησε το παιχνίδι την παρέλαβε ο Γιουν. Ήταν διπλωμένη στα δύο, απ' τα γέλια έκλαιγε, χρειάστηκε να τη στηρίξει για να κατεβούν τις σκάλες, έμοιαζε σαν μεθυσμένη, ξεμαλλιασμένη και με τα ρούχα αναστατωμένα.
  Γιατί με εγκατέλειψες; τον ρώτησε μόλις μπόρεσε να συνέλθει. Έγινα και θέαμα!
   Δεν έπρεπε να φοβηθείς, της είπε. Ήξερα πως ήσουν ασφαλής.
Βγαίνοντας απ' το λούνα παρκ διαπίστωσε πως είχε χάσει ένα απ' τα μαργαριταρένια σκουλαρίκια της. Όμως όχι δεν μπορούσε να ξαναπάει στο παιχνίδι βαρελάκι και να τους αναστατώσει όλους για να ψάξουν να το βρουν.
Θα το βρει ίσως κάποια απ' τις γυναίκες που σκουπί­ζουν. Μακάρι να καταλάβει πως είναι αληθινό. Μακάρι να το κρατήσει. Έβγαλε και τ' άλλο απ' τ' αυτί της. Ο κύριος Λο είχε φύγει με τη δική του λιμουζίνα κι ο Γιουν έψαχνε το βόλβο τους. Ένα μικρό την πλησίασε και την κοιτούσε με περιέργεια, ενώ στο χέρι του κρατούσε ένα δαγκωμένο πρά­σινο μήλο.
  Τι κρίμα σκέφθηκε να μην έχω μαζί μου μήτε μια τσίχλα, μήτε μια καραμέλλα... Έπαιξε λίγο το σκουλαρίκι στα δάχτυλα της και το πέταξε στη γειτονική λιμνούλα.
   Γιουν, γλυκά δεν πουλάνε πουθενά; τον ρώτησε μόλις ήρθε.
— Η ζάχαρη σκοτώνει. Έτσι δε λένε οι γιατροί σας; Μπορούμε να ζήσουμε και δίχως αυτήν, είπε περήφανα.
"Έτσι εξηγείται η μαζική υστερία της καραμέλας στο Ιρκούτς" συλλογίστηκε η Αντιγόνη.
     Γι αυτό όλοι έχετε γερά δόντια και διατηρείστε λε­πτοί, του είπε.
στο φράγμα διακρίνονται τα αυτοκίνητα μεταφοράς επισκεπτών

Το ίδιο βράδυ γινόταν η μεγάλη γιορτή για την εθνική τους επέτειο. Ο Γιουν την οδήγησε στους εξώστες του κυ­βερνητικού μεγάρου όπου βρισκόντουσαν όλες οι διπλω­ματικές αποστολές με τις επίσημες στολές τους. Μπροστά τους απλωνόταν η πλατεία Κιμ Ιλ Σουγκ όπου μεγάλα πλή­θη κυρίως νεολαία χόρευαν κάτω απ' τους ήχους μας ζω­ντανής ορχήστρας. Η μουσική ήταν η ίδια που ακουγόταν παντού, απ' τους σταθμούς του μετρό και το ξενοδοχείο μέ­χρι το σταθμό του ραδιοφώνου και την τηλεόραση. Όλες οι κοπέλες φορούσαν μια, απλοποιημένη έκδοση της παραδο­σιακής κορεάτικης στολής, δηλαδή μακριά φαρδιά φουστά­νια με κοντό μπούστο σε φανταχτερά χρώματα και γιαλι- στερά υφάσματα και με τις κινήσεις που έκαναν έμοιαζαν πολύ χαριτωμένες. Στα κτίρια που υψώνονται δεξιά κι αριστερά κρεμόντουσαν οι σκοτεινές φιγούρες του Μαρξ και του Λένιν, ενώ δέσποζαν τα φωταγωγημένα πορτρέτα του Κιμ Ιλ Σουγκ. Απέναντι απ' τη λεωφόρο και μέχρι το ποτάμι ανάδευαν πλήθη που χόρευαν ρυθμικά σίγουρα σε μια προσχεδιασμένη κίνηση. Δεν ήταν οι αυτοσχέδιοι χο­ρευτές που ξεδίνουν μές στο γιορτάσι, μα τα οργανωμένα νιάτα που διδάχτηκαν τα βήματα κι ακολουθούν την πο­ρεία της ομάδας. Ακριβώς απέναντι έλαμπε η φωτισμένη επίχρυση φλόγα του Τσου Τσε.
Μπροστά στην εξέδρα των επισήμων είδε και κάμπο­σους ευρωπαίους να προσπαθούν να συντονίσουν τα βήματά τους στο ρυθμό. Τα τραγούδια ήταν ουσιαστικά τρία ή τέσσερα μοτίβα του επαναλαμβανόντουσαν συνέχεια. Μερικοί ρώσοι μάλιστα είχαν στήσει ένα πηγαδάκι και χό­ρευαν με στυλ κοζάκικο. Πιο κει ξεχώριζες κάποιους μαύ­ρους και μια δυο γυναίκες με ινδικά σάρι.
  Θέλεις να δοκιμάσεις; τη ρώτησε ο Γιουν.
  Μαζί σου; τον ρώτησε.
  Δεν ήμουν ποτέ καλός στο χορό, της είπε.
  Εγώ πάντως θα 'μαι χειρότερη.
Την έπιασε απ' το χέρι κι ανακατεύτηκαν στο πλήθος που τους χώνεψε ευχάριστα. Παρά την πολυκοσμία δεν ήταν στριμωγμένα γιατί όλοι ήξεραν τα βήματα κι ακολου­θούσαν το ρεύμα. Ήταν ένα είδος πόλκας που τα ζευγάρια έκαναν δυο τρία βήματα μπρος κι άλλα τόσα πίσω και πότε πότε διασταυρωνόντουσαν κι ο Γιουν αποδείχθηκε καλός καβαλιέρος. Της έδινε το παράγγελμα της αλλαγής την κα­τάλληλη στιγμή, όμως η Αντιγόνη αν και χαμογελούσε ευ­χάριστα σ' όλους τριγύρω που την ενθάρρυναν με το βλέμ­μα ένιωθε πως δεν υπήρχε τίποτε απ' τη μέθεξη που απαιτεί ο Διόνυσος. Θυμήθηκε τ' αταβιστικά της ξεφαντώματα με μπάλο στο Λονδίνο, όπου πετώντας τα παπούτσια που τη στένευαν χόρευε με κάθε ίνα του κορμιού της στο γλέντι της φοιτητοπαρέας. Κι ήταν γελοίο γιατί αυτοί ήταν η ίδια συντροφιά που στην Ελλάδα άκουγαν μόνο ξένη μουσική και χόρευαν μόνο τους χορούς των ντίσκο.
  Εδώ χορεύουν ευρωπαϊκούς χορούς; ρώτησε τον Γιουν, όταν κατάφεραν να συντονίσουν άνετα τα βήματά τους.
   Μαθαίνουν μερικούς στο σχολειό, της απάντησε αόριστα.
Είχε σταματήσει η μουσική, έκανε ζέστη κι οσμιζόταν τον ιδρώτα που του είχε μουσκέιρει το πουκάμισο. Της κρα­τούσε ακόμη το χέρι κι ένιωθε την παλάμη του υγρή.
-   Είναι αρκετά για πρώτη φορά, του είπε. Δε νομί­ζεις; Δεν της έφερε αντίρρηση.
-  Άλλωστε στις 9 τελειώνει η γιορτή, της είπε. Αύριο όλοι θα πάνε στη δουλειά τους.
Περπάτησαν μέχρι το συντριβάνι με τις κοπέλες που χόρευαν σαν τη Σαλώμη με τα πέπλα. Ήταν μισόφωτο κι ο κόσμος μαζευόταν γύρω απ' το φωτισμένο συντριβάνι να δροσιστεί. Κάθισαν πλάι - πλάι κοιτώντας τους πολύχρω­μους πίδακες. Οι ώμοι τους ακουμπούσαν και δεν είχαν τί­ποτε να πουν. Ένιωθε τη ζέστα του κορμιού του να την καί­ει και της ήλθαν δάκρυα στα μάτια.
Ξάφνου τους τράνταξε το κορνάρισμα του Κιμ.
Ο Γιουν σηκώθηκε και δίχως να την κοιτάξει κατευθύνθηκε προς τ' αυτοκίνητο. Άνοιξε την πίσω πόρτα, την περίμενε να μπει κι έπειτα κάθισε δίπλα στον Κιμ.
γιορτή στην πλατεία της Πιον Γιανγκ

Το επόμενο πρωινό έβρεχε ορμητικά. Ευτυχώς το πρόγραμμα περιλάμβανε την επίσκεψη στο Ααογραφικό Μουσείο. Επιτέλους η Αντιγόνη βρέθηκε κοντά σ' αυτό που θεωρούσε αυθεντικό. Η εξέλιξη του πολιτισμού σ' αυτή την άκρη του κόσμου περνούσε μπροστά της. Εκθέματα απ' τη νεολιθική εποχή κι απ' τις αυτοκρατορίες του Κονκούρυο και του Παϊκσέ, οι φεουδαρχικές συνήθειες των πρώτων μ.Χ. αιώνων κι η αυτοκρατορία του Κορύο, η ενοποιημένη από τον Βανγκ Γκεν χώρα με πρωτεύουσα το Κεγκνόγκ τη σημερινή Κεσόγκ, στα σύνορα της διαμελισμένης σήμερα Κορέας.
  Θα την επισκεφθούμε - ίσως αύριο - της είπε ο Γι­ουν.
Η ξεναγός μιλούσε καλά τ' αγγλικά κι έτσι ο Γιουν ελάχιστα παρενέβαινε. Την ακολουθούσε από κοντά παρα­τηρώντας τη πώς χάιδευε τις ξύλινες βάρκες και τα μαγει­ρικά σκεύη, πώς φωτογράφιζε το μεταφορικό αμαξάκι της νύφης και την αναπαράσταση του λιτού αρχοντικού. Της Αντιγόνης της έκανε εντύπωση πως το σπίτι του τσιφλικά, διέφερε από το σπίτι του αγρότη μόνο στην πολυτέλεια του μοναδικού επίπλου που χρησίμευε σαν ιματιοθήκη ή βι­βλιοθήκη. Παντού υπήρχαν δυο δωμάτια, ένα για τις γυναί­κες και τα παιδιά κι ένα για τους άντρες.
   Και το αντρόγυνο πού συναντιόταν; ρώτησε την ξεναγό και κείνη γέλασε ντροπαλά δίχως να της απαντήσει.
Η Αντιγόνη είχε κιόλας καταλάβει πως για τις γυναί­κες τα πράγματα δεν ήταν και τόσο ρόδινα. Παρακολουθώ­ντας τ' αφελή σήριαλ της τηλεόρασης είδε πως η θέση της γυναίκας στο σπίτι παραμένει υποτακτική ακριβώς όπως τον προηγούμενο αιώνα. Αν και η σύζυγος του αρχηγού θρυλείται, πως από δεκατεσσάρων ετών βγήκε στην αντί­σταση, αν και οι γυναίκες στρατεύονται, στο σπίτι φαίνε­ται πως εκείνες ακόμη επωμίζονται όλη την ευθύνη, ενώ οι γονικές παροχές φαίνεται πως είναι άγνωστο φαινόμενο. Ο Γιουν δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί θα έπρεπε η αδελφή του να διεκδικεί ρεπό, μετά από ολονυχτία στη δουλειά της. Το μικρό του ανηψάκι το φρόντιζε η μητέρα του που ήταν πολύ γριά για να δουλεύει κι αυτό το θεωρού­σε φυσικό. Δεν ήταν για τον Γιουν αυτονόητη η λειτουργία των νηπιακών σταθμών, τουλάχιστον όλες τις εργάσιμες ώρες.
Έχουμε βέβαια βρεφικούς σταθμούς, της εξήγησε, όμως τα σχολεία τελειώνουν στις δώδεκα το μεσημέρι και τα παιδιά μένουν μόνα στο σπίτι ως τις πέντε τ' απόγευμα που σχολούν οι μανάδες τους. Στο σπίτι πρέπει να υπάρχει φαγητό απ' την προηγούμενη γιατί στη δουλειά δεν προβλέ­πεται γεύμα για τους εργαζόμενους. Καθένας πρέπει να φροντίζει για το κολατσιό του γιατί δεν υπάρχουν καντί­νες στους τόπους δουλειάς. Αυτό δεν είναι πρόβλημα γιατί οι οικογένειες δεν είναι μεγάλες, της είπε. Δύο, τρία παιδιά είναι αρκετά. Τόνισε μάλιστα περήφανα πως δεν επιβάλλε­ται απαγόρευση όπως στους Κινέζους στον αριθμό των παιδιών.
  Η νύφη φοράει στο κεφάλι ένα πολύ βαρύ στέμμα που της καλύπτει με πέπλο το πρόσωπο, είπε η ξεναγός.
Είναι για να συνηθίζει τα βάρη του γάμου; ρώτησε η Αντιγόνη και ο Γιουν χαμήλωσε το κεφάλι.
Οι παραδοσιακές στολές αρχικά θύμιζαν πολύ τα γιαπωνέζικα κιμονό, αλλά ήταν δύσχρηστες, είπε η ξεναγός.
"Ίσως από αντίδραση στην παρατεινόμενη ιαπωνική κατοχή, σκέφθηκε η Αντιγόνη, κατέληξαν σ' αυτό που επέ­βαλε ο Κιμ ιλ Σουγκ σαν εθνική φορεσιά." - Κάτι σαν τις δι­κές μας Αμαλίες.
Πολύ ωραία όλα αυτά είπε, μόλις μπήκαν στο βόλ- βο, όμως δεν έχετε κάποιο αυθεντικό παλιό κτίσμα για να δω; Όπως εμείς την Ακρόπολη για παράδειγμα.
   Όλα ισοπεδώθηκαν στον πόλεμο, είπε ο Γιουν.
Όλα.
  Εδώ όμως απ' ότι διάβασα υπήρχε μια σημαντική παλιά πόλη. Εδώ δεν ήταν η πρωτεύουσα του Κονκούρυο;
  Πολλοί αρχαίοι ναοί και ανάκτορα υπήρχαν στη Σεούλ, αλλά και κει καταστράφηκαν στον πόλεμο του '45. Και η Κεσόγκ είχε ανάκτορο αφού ήταν πρωτεύουσα του Κορύο, αλλά είχε την ατυχία να βρίσκεται στο μάτι του κυ­κλώνα στον πόλεμο του 50-53.
  Εδώ κοντά δεν υπάρχει τίποτε να δούμε;
  Πάνω στα βουνά υπάρχουν τα ερείπια του Ανακ. Κυρίως είναι τύμβος του 3ου-7ου αιώνα μ.Χ. όμως δεν έχουν ακόμη αναστηλωθεί και το μονοπάτι είναι δύσβατο, ειδικά γι' ανθρώπους που έχουν συνηθίσει να τρώνε πολλά γλυκά.
    Θα μπορούσες να κανονίσεις να πάμε; Ξέρω δεν είναι κανένα επαναστατικό επίτευγμα, όμως για μένα έχει μεγάλη σημασία.
  Μα δεν είναι παρά τάφοι... διαμαρτυρήθηκε αδύ­ναμα ο Γιουν.
  Ο θάνατος... Θα 'θελα να δω πώς βλέπετε το θάνα­το.
   Προς το παρόν θα πρέπει ν' αρκεστείς στο πώς βλέπουμε τη ζωή. Το πρόγραμμα σήμερα είναι φορτωμένο. Επίσκεψη στο Μαιευτήριο και το Παλάτι των παιδιών.
Το Μαιευτήριο ήταν πραγματικά ένα εντυπωσιακό νοσοκομείο με 1500 κρεβάτια. Βέβαια δεν μπόρεσε να μη νιώσει την καχυποψία να την τσιγκλίζει, όταν τη σεργιάνι­σαν σε δυο ορόφους, αυτήν και άλλους τουρίστες, την στιγ­μή που οι ευτυχείς μπαμπάδες μπορούσαν να μιλούν με τις γυναίκες τους και να βλέπουν τα μωρά μόνο μέσα από κύ­κλωμα τηλεόρασης.
Η καθαριότητα ήταν εκθαμβωτική και η πολυτέλεια της εισόδου μεγάλη. Η ξεναγός για πολλήν ώρα επέμεινε στην σπανιότητα των λίθων του μωσαϊκού και το συμβολι­σμό του πολυελαίου που κοσμούσαν την αίθουσα υποδο­χής και όλοι φορούσαν ειδικά παντόφλια για να μη χαλούν το καλογυαλισμένο πάτωμα και μπλούζες για την προστα­σία των νεογέννητων απ' τα μικρόβια.
Τους πέρασαν από άδειους δρόμους σε εργαστήρια με αστραφτερά ολοκαίνουργια όργανα δυτικής τεχνολο­γίας.
  Παίρνουμε πάντα το καλύτερο, είπε περήφανα η ξεναγός. Δε μας ενδιαφέρει η χώρα προέλευσης αλλά η ποι­ότητα.
  Ίσως είμαι κακόπιστη σκέφθηκε η Αντιγόνη, αλλ' όλα αυτά μου θυμίζουν μια καλοστημένη βιτρίνα. Πού είναι οι ασθενείς; Πού είναι τα αίματα; Πού είναι οι για­τροί;
Σ' ένα μόνο θάλαμο είδαν μιαν άρρωστη που έκανε ακτινογραφία, ενώ σ' ένα άλλο γραφείο ένας οδοντογια­τρός εξέταζε το στόμα ενός παιδιού 6-7 χρόνων!
Η Αντιγόνη είχε εμπειρία από νοσοκομεία κι από τα εξωτερικά τους ιατρεία. Κάτι λοιπόν δεν πήγαινε καλά. Κάτι που όμως δεν μπορούσε να αποδείξει. Θα 'θελε να ξε­φύγει απ' την επιτήρηση και να περιπλανηθεί στους άλλους ορόφους. Όμως όχι, έπρεπε να μένει εκεί και ν' ακούει τους ύμνους της ξεναγού προς το μεγάλο αρχηγό που 'χτίσε αυ­τό το Μαιευτήριο στη μνήμη της γυναίκας του σε αναγνώ­ριση της προσφοράς των γυναικών μέσα απ' τη μητρότητα.
Ο Γιουν δεν την ακολούθησε σ' αυτή την περιήγηση. Φαίνεται πως ήταν ένα γυναικείο άβατο για τους ιθαγενείς. Αντίθετα στα υπόλοιπα τουριστικά γκρουπ του Μαιευτη­ρίου άντρες απ' όλες τις φυλές μπορούσαν να δουν τη μι- σόγυμνη γυναίκα στο μηχάνημα της ακτινοσκόπησης.
  Πώς σου φάνηκε; τη ρώτησε στο αυτοκίνητο ο Γι­ουν.
  Πολύ ενδιαφέρον, του απάντησε στεγνά.
   Παρακολουθεί τις πρωτοτόκες όλης της χώρας αυτό το Μαιευτήριο, είπε με περηφάνεια ο Γιουν. Κι η αδελφή μου εδώ γέννησε. Για το δεύτερο ή το τρίτο παιδί μπορούν να πηγαίνουν και σε άλλα νοσοκομεία.
παιδική παράσταση στο "παλάτι" πολιτισμού

Όλο τ' απόγευμα ξοδεύτηκε στο Παλάτι των παιδιών. Το Παλάτι ήταν πραγματικά ανακτορικού μεγαλείου. Ευ­ρύχωρο με κυλιόμενες σκάλες, συντριβάνια, πολύχρωμες τοιχογραφίες και μοντέρνα φωτιστικά, θύμιζε ευρωπαϊκό πολυκατάστημα.
Σ' αυτή τη χλιδή ξέδιναν τα παιδιά απ' τη μιζέρια των στενάχωρων διαμερισμάτων κι έψαχναν για τρόπους έκ­φρασης.
Κι εδώ στην είσοδο τους περίμενε ξεναγός. Κι εδώ στην είσοδο η εικόνα του αρχηγού δίκην Χριστού στο "άφετε τα παιδία ελθείν προς με". Η περιήγηση στους χώρους του παλατιού ήταν κάτι περισσότερο από εντυπωσιακή.
Στην αίθουσα της μουσικής πιτσιρίκια έπαιζαν χαρι­τωμένα τοπικά μουσικά όργανα. Τα κοριτσάκια καλοχτε­νισμένα και καλοντυμένα κουνούσαν τους ώμους ρυθμικά και με χάρη ενώ μόνιμα χαμογελούσαν στο αύριο στους ακροατές, που τουρίστες όπως κι η Αντιγόνη τα θαύμαζαν και χειροκροτούσαν.Μια σοβιετική αντιπροσωπεία μάλιστα έκρινε σκό­πιμο να τους μοιράζει κάτι φτηνοτετράδια και μολύβια με σφυροδρέπανα, που τα μικρά τα δέχονταν με μια χαριτω­μένη υπόκλιση.
— Οι θεούσες που μοιράζουν εικονάκια! σκέφθηκε ειρωνικά η Αντιγόνη.
Έπειτα πέρασαν στην αίθουσα ζωγραφικής, όπου πιτσιρίκια 3-4 χρονών σχεδίαζαν με το πινέλο εκπληκτικά όμορφες παραδοσιακές ζωγραφιές. Ένας μάλιστα πιτσιρι­κάς, δασκαλεμένος σίγουρα της πρόσφερε ένα από τα έργα του.
  Πώς τούτα τα παιδιά θαύματα καταλήγουν να ζω­γραφίζουν αυτές τις φαμφαρόνικες τοιχογραφίες με τα ίδια βουνά και τους ίδιους καταρράκτες; συλλογίστηκε με πόνο η Αντιγόνη. Τι είναι αυτό που τους σπάει τα φτερά και δεν τ' αφήνει να ξεφύγουν στην πρωτότυπη δημιουργι­κή τέχνη; Πώς τούτα τα μικρά χερουβείμ που τραγουδούν και παίζουν τόσο χαριτωμένα καταλήγουν ν' αναπαράγουν το συνονθύλευμα όπερας και θουρίου που αποτελεί την αποδεκτή μουσική έκφραση της επανάστασης; Πιο κει άλλα παιδιά μάθαιναν καλλιγραφία με το πινέλο. Όλα έγραφαν "Ένωση", όπως της εξήγησε ο Γιουν και φυσικά τα μοίρα­ζαν στους αξιότιμους προσκεκλημένους του εθνικού ηγέτη.
Σε άλλες αίθουσες παιδιά μαστόρευαν τηλεοράσεις, ενώ σε μια μεγάλη κλειστή πισίνα έδιναν παραστάσεις τε­χνικά άρτιων καταδύσεων κάτι κουτσούβελα. Τους πέρα­σαν από αίθουσες ρυθμικής, γυμναστικής, χορού, πάλης. Δεν υπήρχε τομέας μάθησης που να μην αντιπροσωπεύεται.
  Εσύ Γιουν τι έμαθες; τον ρώτησε όταν αποκαμωμένοι κάθισαν στο σαλόνι.
  Όταν εγώ ήμουν σ' αυτή την ηλικία ήταν αλλοιώτι­κα τα πράγματα, της είπε διπλωματικά.
Τους οδήγησαν σε μια τεράστια πολυτελή αίθουσα θε­άτρου που θύμιζε Μπροντγουέι.
Εκεί τα παιδιά παρουσίασαν μιαν επαγγελματικού επιπέδου παράσταση, όπου καμιά τεχνική έκφρασης δεν έμενε αχρησιμοποίητη. Από το κλασσικό μπαλέτο στους παραδοσιακούς χορούς κι από την πρόζα στα ακροβατικά. Η μουσική ήταν από ζωντανή ορχήστρα λιλιπούτειων μου­σικών, ενώ τα τεχνικά μέσα που προσφερόντουσαν ήταν περισσότερο από επαρκή. Η Αντιγόνη θυμήθηκε τα παιδιά της γειτονιάς της που 'χαν διοργανώσει μιαν αυτοσχέδια παράσταση στον ακάλυπτο κάποιας πολυκατοικίας. Δεν ήταν σπουδαία παράσταση. Είχαν μόνα τους σκηνοθετήσει, μιαν δική τους θεατρική προσαρμογή του παραμυθιού "Χανς και Γκρέτελ" κι έπειτα είχαν και χορευτικό σόου μια καθαρή μίμηση των σταρ που βλέπουν καθημερινά στην τη- τηλεόραση. Όμως ήταν πανευτυχή. Αυτενεργούσαν. Δια­σκέδαζαν. Εκφραζόντουσαν. Ίσως κάποιο απ' όλα αυτά κάποτε να τολμήσει.
Για όλες τούτες τις άψογες χαριτωμένες μαριονέτες πίσω τους καιροφυλαχτεί κάποιος που τραβά τα νήματα. Γι' αυτά τα παιδιά η παράσταση ήταν καθήκον και όχι δια­σκέδαση. Κανένα τους δε μπορούσε να ξεφύγει απ' τη σκη­νοθετική γραμμή. Κανένα δεν μπορούσε ν' αυτοσχεδιάσει. Ίσως γι αυτό η ψυχούλα τους σιγά σιγά μαραζώνει. Σαν το κρεβάτι του Προκρούστη. Δεν μπορεί ν' αναπτυχθεί. Το πα­ραμυθάκι που παρουσίασαν δεν το διάλεξαν τα ίδια τα παιδιά. Και δεν ήταν άλλο, από ένα παρμένο απ' τους μύ­θους του Αισώπου, όπως έσκυψε να της ψιθυρίσει ο Γιουν. Ήταν "ο Τζίτζικας και τα μυρμήγκια". Και φυσικά ο Τζί­τζικας ήταν καταδικασμένος σ' ασιτία το χειμώνα. Γιατί μπορεί η διανόηση να συμμετέχει στη νομή της Εξουσίας στο σύνταγμα της Λ.Δ. της Κορέας αλλά η διανόηση πρέπει να είναι παραγωγική για την εξουσία. Όμως η Τέχνη κάνει άλματα μέσα από δαιμονισμένους καλλιτέχνες. Δεν ήταν η πρώτη φορά που η Αντιγόνη αναρωτιόταν ποια να 'ταν η τύχη του Ντοστογιέβσκη ή του Αλαν Πόε ή του Γκωγκέν σ' ένα τέτοιο καθεστώς.
Η θεωρία της στρατευμένης τέχνης θά 'κρίνε σαν απαράδεκτες τις ομφαλοσκοπήσεις του "Ηλίθιου" ή τις τρομαχτικές φαντασιώσεις του Αλαν Ποε ή τις παρανοϊ­κές αναζητήσεις του Γκωγκέν. Τα πάντα πρέπει να γίνο­νται για το λαό. Το άτομο είναι εχθρός του λαού. Ένα έργο τέχνης είναι καλό μόνο αν εξυπηρετεί τα λαϊκά συμφέρο­ντα, όπως δηλαδή τα εννοούν οι ηγέτες του. Οι καλλιτέχνες κατατάσσονται σε κατηγορίες. Ονομάζονται λαϊκοί αυτοί που βρίσκονται στην ανώτατη βαθμίδα της κρατικής απο­δοχής και διακεκριμένοι όσοι είναι δεύτερης διαλογής. Ποιος όμως τους διαλέγει και με ποια κριτήρια;
σχολική αίθουσα μουσικής

Την άλλη κι όλας μέρα είχε η Αντιγόνη την ευκαιρία να επισκεφθεί ένα τέτοιο εργοστάσιο μαζικής παραγωγής έργων τέχνης και να γνωρίσει κάποιους δημιουργούς. Οι καταξιωμένοι καλλιτέχνες διέθεταν δικό τους χώρο στον οποίο όμως μπορούσαν ελεύθερα να σεργιανούν τουρίστες σαν την Αντιγόνη και να τους βρίσκουν στη μέση ενός έρ­γου, τη στιγμή δηλαδή που ο λαϊκός ζωγράφος δούλευε το πορτραίτο του μεγάλου αρχηγού να κάνει βαρκάδα σε μια λίμνη τραβώντας τα κουπιά, ενώ απέναντι του ένα χαριτω­μένο κοριτσάκι τον κοιτούσε εκστατικά.
Τους πήγαν στην Πινακοθήκη. Τα έργα ήταν όλα πα­νομοιότυπα σε τεχνολογία και θέμα. Τα πάντα - γλυπτική, ζωγραφική, κινηματογράφος, βιβλία - εμπνέονται από τις επαναστατικές θέσεις και όλα υμνούν τον μεγάλο αρχηγό. Δεν είναι παράξενο λοιπόν που τεράστιες ζωγραφιές του κοσμούν κάθε δημόσιο χώρο. Φωτογραφίες του όπως και του γιου του υπάρχουν και σε κάθε ιδιωτικό χώρο.
Αφού υπάρχουν στα δωμάτια του ξενοδοχείου, σί­γουρα θα υποκαθιστούν το εικονοστάσι κάθε σπιτιού, σκέ­φθηκε η Αντιγόνη.
Στο στούντιο της τηλεόρασης, είπε περήφανα ο ξε­ναγός γυρίζεται, τώρα το καινούριο μας σήριαλ "Το μεγά­λο αστέρι" που βασίζεται στην ηρωική βιογραφία του μεγά­λου ηγέτη μας.
Εκτός απ' τις πρωτότυπες παραγωγές στα ίδια στού­ντιο στεγάζονταν και εργαστήρια, όπου γυναίκες μ' υπομο­νή κεντούσαν αριστουργήματα σε ψιλό ύφασμα, ζωγράφι­ζαν τους παραδοσιακούς πίνακες ή έφτιαχναν τις παραδο­σιακές πορσελάνες. Όλα αυτά τα έργα τέχνης καταναλώνο­νται επί τόπου σε ειδικά μαγαζιά, που μαζεύεται υποχρεω­τικά ο κατευθυνόμενος "τουρισμός". Υπήρχαν εκθέματα, όπως παραβάν, αξίας πολλών χιλιάδων δολαρίων.
  Ποιος τα αγοράζει αυτά; ρώτησε η Αντιγόνη τον Γιουν.
Τώρα έχουμε αρκετούς Γιαπωνέζους τουρίστες, είπε.
Η Αντιγόνη αγόρασε ένα σετ από κούπες και τα σιδε­ρένια ξυλάκια τους.
  Ποιος ξέρει; είπε στον Γιουν. Ίσως μάθω σιγά σι­γά να τρώω έτσι.


Δε γνωριζόμαστε αρκετά κί έτσι μπορώ να σε φορτώ­νω τα όνειρά μου, να σε ντύνω με τις προσδοκίες μου, να καθρεφτίζομαι στα μάτια σου, όπως έκανα κοριτσάκι παί­ζοντας με τις ονειροπολήσεις μου. Ένα όνομα ντυμένο με μια παρουσία, ένα όραμα σχηματοποιημένο σε κορμί. Τί­ποτε τ' αληθινό. Ακόμη και τ' αληθινό είναι τυλιγμένο στη χρυσόσκονη που θα χαθεί στον αγέρα, άπιαστη σαν ανοι­ξιάτικη ανάσα, χλομή σα φθινοπωρινή εικόνα, ζωντανή σαν το χάδι της θάλασσας. Κι όλη η ζωή μοιάζει μάταιη κι όλοι οι αγώνες απατηλοί σαν τις νεκρές πολιτείες που ξε­θάβουν οι αρχαιολόγοι. Σπρώχνουμε τον καιρό στην ανη­φόρα για να βουλιάξουμε στην εκμηδένηση.
Αογικές αναλύσεις που επιδέχονται αμφισβήτηση. Θα 'θελα μια παράταση στο χρόνο σου. Να μπούμε στην ουσία. Στο κέλυφος του πυρήνα. Κι ας ακολουθήσει έκρη­ξη πυρηνική. Θα προτιμούσα σύντηξη. Η παραγωγικότητα ήταν πάντοτε μέσα στις προθέσεις μου. Αγνοώ τις δικές σου προθέσεις. Πώς να σε προσεγγίσω; Πλάθω τους μύ­θους μου για να σ' αγκαλιάσω, σε ψηλαφώ με το ένστικτο.
Αφορισμοί. Σωστό - λάθος, ηθικό - ανήθικο. Κι αυτό που μένει είναι ένα γέλιο, ένα βλέμμα, αλίμονο μηδ'ένα άγ­γιγμα! Το χάδι του κύκνου, η οδύνη της Λήδας. Αποφεύγω την εμβρυουλκία στη γέννηση των ονείρων. Τα παραμορ­φωμένα όνειρα μπορεί να γίνουν εφιάλτες. Να δραπετεύω μέσα απ' τις σελίδες των βιβλίων δεν το θέλω. Απλώς να ωριμάσει ο καιρός τα συναισθήματά, όπως ο ήλιος τα στά- χια.
Και πάλι ανοίγουν οι καταπακτές. Βυθίζομαι στο υποσυνείδητο. Αε συμβιβάζομαι με την πραγματικότητα. Επιμένω στις ακροβασίες των ενστίκτων, στα παιχνιδί­σματα των αισθήσεων μέσα από καθαρά εγκεφαλικές δια­δικασίες.
Και τώρα καταλήγω στο να πιπιλάω τη γλυκόπικρη καραμέλα των πιθανοτήτων. Αν, και πώς, και γιατί. Αρπά­ζομαι από λέξεις. Φράσεις που καθρεφτίζουν αδιέξοδα.
Και πάλι ο κόσμος μας μια γυάλα μας περιβάλλει. Όλοι οι άλλοι έξω μουγγοί ανοιγοκλείνουν το στόμα σαν τα ψάρια. Μετρούν οι ελάχιστες λέξεις που ψελλίσαμε, λέ­ξεις αδιάφορες, διαυγείς, που μόνο κάτω απ' το δικό μας φως ιριδίζουν και φαντάζουν πολύχρωμες. "Μας"; Κι από πότε; Μόνο στο δικό μου μυαλό διαδραματίζονται σα σ' εξέδρα περιπλανώμενου μπουλουκιού.
Αφήνω να σωπάσουν οι σκιές, να καταλαγιάσει η πυρκαγιά. Αν πίστευα όσα μας λέγαν οι παπάδες θα 'χα κι όλας αυτοκτονήσει. "Αμαρτίες εν διανοία". Για μένα είναι απαραίτητες. Διατηρούν την ισορροπία στο χώρο του υπαρκτού. Επισημαίνουν τις αληθινές μας προθέσεις. Διαψεύδουν την αυτογνωσία μας.
Δεν κρατώ τίποτε στα χέρια μου έξω απ' τις εσωτερι­κές μου επαναστάσεις. Τις ανταρσίες των υπόγειων ρευμά­των που αναδύουν την πυρακτωμένη λάβα των παθών. Το ηλιοστάσιο της υποταγής στο πεπρωμένο. Την κατάρρευση των ωκεανών.
Θα μπορούσε να 'ταν κι έτσι. Ίσως έτσι να 'τανχειρό­τερα. Λίχως καμμιά σκοπιμότητα. Δεν είναι γι αυτό που τα κύματα της ψυχής αρμενίζουν. Ο εαυτός μου διαλύθηκε σαν τα κομμάτια κάποιου παζλ. Με ψυχραιμία φωτογρα­φικού φακού απεικονίζω το βλέμμα μου που γλιστρά και δοκιμάζει τα χείλη, που σταματά στο λαιμό εκεί που μισα­νοίγει το πουκάμισο. Ίσα μια γεύση, μια λαίμαργη μικρή μπουκιά.
σταθμός Μετρό Πιον Γιαγκ

Το επόμενο πρωινό περιλάμβανε επίσκεψη στο Παλά­τι των νέων.
— Για το απόγευμα έχω μιαν έκπληξη, είπε ο Γιουν.
Το Παλάτι των νέων ήταν ένα τεράστιο οικοδόμημα σε στιλ παγόδας με πράσινη σκεπή. Απ' τη βαειά μπρούτζινη είσοδο έμπαινες σε μια τεράστια αίθουσα με κυλιόμενες σκά­λες δεξιά κι αριστερά ενώ στο κέντρο βρισκόταν ένα γιγάντιο άγαλμα του μεγάλου αρχηγού καθισμένου στο στυλ του Λίνκολν, ενώ όλος ο τοίχος πίσω του παρίστανε τα τυπικά τερά­στια βουνά και τον ουρανό στα χρώματα της ανατολής. Η της δύσης, σκέφθηκε χαιρέκακα η Αντιγόνη .
Η Αντιγόνη δεν μπόρεσε να μη ζητήσει απ' τον Γιουν να τη φωτογραφίσει στο γυαλιστερό πάτωμα ναντανακλάται σα μύγα κάτω απ' το πόδι του μεγάλου ηγέτη, κι ας ανάγκασε τον ξεναγό να την περιμένει υπομονετικά.
Ανέβηκαν τις κυλιόμενες σκάλες και βρέθηκαν σ' ένα χώρο όλο ζωή. Το κτίριο ήταν μια τεράστια βιβλιοθήκη κι αναγνωστήριο που λειτουργούσε σαν ανοιχτό πανεπιστήμιο για τους εργάτες. Υπήρχαν σε κάθε τμήμα σ' ετοιμότητα, κάθε ειδικότητας ειδικοί πρόθυμοι να εξηγήσουν οποιαδήποτε απορία. Λειτουργούσαν υπερσύγχρονα συστήματα εκμάθη­σης ξένων γλωσσών, μουσικής και κομπιούτερ. Σ' ένα τμήμα ο υπεύθυνος της έδειξε ένα τόμο της Ιλιάδας στα κορεάτικα. Ήταν τυπωμένη πριν από ένα χρόνο κι όμως είχε εμφανή ση­μάδια πως πέρασε από πολλά χέρια. Άθελά της σύγκρινε τού­τους τους όλο ζωή χώρους με την Εθνική Βιβλιοθήκη της πα­τρίδας της που μύριζε μούχλα και όπου τα περισσότερα βιβλία ήταν παρθένα, με άκοπες ακόμη τις σελίδες τους.
Όλα αυτά σκέφθηκε με θαυμασμό η Αντιγόνη δεν είναι βιτρίνα. Είναι παροχές που κανένα καπιταλιστικό κράτος δεν προσφέρει έτσι απλόχερα. Εδώ το παιδί μπορεί λεύτερα να επιλέξει την κλίση του και να ξεχωρίσει δίχως να υπολο­γίσει τα οικονομικά μεγέθη. Είναι τιμή για μια χώρα τόσο πρόσφατα ρημαγμένη απ' τον πόλεμο, το να φροντίζει τόσο τα νιάτα της. Εμείς στην Ελλάδα που βαυκαλιζόμαστε ανα­πολώντας τις δάφνες του πολιτισμού μας δεν έχουμε ούτε μια κρατική σχολή κλασσικού μπαλέτου για τα παιδιά κι η μουσική παιδεία έχει εγκαταλειφθεί στα νύχια της ιδιωτικής πρωτοβουλίας.
Ναι ίσως έρχονται εδώ γιατί δεν έχουν τίποτε καλύτε­ρο να κάνουν, γιατί ίσως το περιβάλλον είναι πιο ευχάριστο απ' τη μιζέρια του σπιτιού τους. Μα κι έτσι ακόμη είναι πιο χρήσιμο από το χάσιμο χρόνου των δικών μας των παιδιών στα σήριαλ και τις καφετέριες.
Στο τέλος την ανέβασαν για ένα αναψυκτικό στις αί­θουσες των επισήμων, όπου απλώνονταν στα πόδια της βα­ρύτιμα χειροποίητα χαλιά, ενώ τους τοίχους σκέπαζαν τερά­στιες ταπισερί που παρίσταναν ανθισμένα δάση. Τις αναπαυτικές πολυθρόνες σκέπαζαν χειροποίητα κεντητά πε- τσετάκια στις πλάτες και τα μπράτσα.
—Να τι πετυχαίνει όποιος μοχθεί! φαινόταν να κραυ­γάζει αυτή η πολυτέλεια. Η διανόηση αμοίβεται στη χώρα μας. Η δική μας διανόηση, εννοείται.
Τον Γιουν τον είχε ξεχάσει απορροφημένη στις σκέ­ψεις της. Κι εκείνος την παρακολουθούσε σιωπηλός.
  Θα μπορούσαμε να πάμε για ψώνια, της είπε, βγαί­νοντας. Έτσι λέει το πρόγραμμα. Επίσκεψη στο ειδικό για τουρίστες μαγαζί για ψώνια. Ουσιαστικά έχουμε λεύτερο τ' απόγευμα.
Την κοιτούσε περίεργα, ερευνητικά.
Έχεις τίποτε καλύτερο να προτείνεις; τον ρώτησε.
  Γιατί; Δε σου αρέσουν τα μεταξωτά; Όλοι οι τουρί­στες τρελαίνονται ν' αγοράζουν τα μεταξωτά μας.
   Ναι, ξέρω, του είπε ειρωνικά. Και Ινσάμ για τον έρωτα.
Θα μπορούσαμε ίσως να πάμε εκτός προγράμματος. Ο Κιμ δεν θα 'χε αντίρρηση αν τον κερνούσαμε λίγα τσιγάρα και κάνα μπουκάλι κρασί.
  Μα και βέβαια, βιάστηκε να συμφωνήσει. Οπουδή­ποτε εκτός προγράμματος.
  Έλεγα να πάμε στο Ανάκ, είπε ο Γιουν... Αν αντέ­χουν τα πόδια σου. Τον κοίταξε με ψεύτικο θυμό.
—Σκέφθηκα αυτό που είπες για το θάνατο, συμπλήρω­σε ο Γιουν.
Ξεκίνησαν αμέσως. Ο Κιμ έμοιαζε πανευτυχής που κέρδιζε ολόκληρο απόγευμα μαζί με ένα μπουκάλι "Μεταξά" και μία κούτα τσιγάρα. Τους άφησε στην άκρη κάποιου μονο­πατιού, όχι μακριά απ' την πόλη. Αρχισαν να ανεβαίνουν την απότομη πλαγιά. Πεύκα, παράξενα πεύκα, δροσερά και πα­νύψηλα. Δε μοσκοβολούσε όμως το ρετσίνι κι ούτε μπορού­σες, αν κι ήταν μεσημέρι, ν' αφουγκαστείς τους κρότους απ' τα κουκουνάρια που εκρήγνυνται απ' την ξηρασία και τη ζέ­στη. Βασίλευε παράξενη σιωπή, ενώ το χώμα ήταν νωπό απ' την υγρασία. Ο Γιουν προχωρούσε μπροστά αμίλητος και πότε πότε γύριζε να τη βλέπει αν ακολουθεί.
      Δεν κουράστηκες ακόμη; τη ρώτησε μόλις έφθασαν σ' ένα ξέφωτο όπου βρισκόντουσαν τα ερείπια κάποιου πα­λιού ναού.
  Μοιάζω για τόσο καλομαθημένη;
  Είσαι από άλλο κόσμο, της εξήγησε. Συνήθισες σε άλλην ατμόσφαιρα.
  Ζούμε όμως στον ίδιο παράλληλο, μην το ξεχνάς.
Την κοίταξε στα μάτια.
  Στον ίδιο; τη ρώτησε κι η φωνή του έσταζε οδύνη. Πρέπει να βιαστούμε, συνέχισε σε ψυχρό ουδέτερο τόνο. Πρέπει οπωσδήποτε να είμαστε πίσω την ώρα του δείπνου.
  Μα δεν καταλαβαίνω, διαμαρτυρήθηκε η Αντιγόνη. Τι αντεπαναστατικό μπορεί να έχει ένας τάφος;
—Το θάνατο, της είπε απλά.
Συνέχισαν ν' ανεβαίνουν στην όλο πιο απότομη πλα­γιά. Τώρα η Αντιγόνη χρειάστηκε το χέρι του να τη στηρίζει στην ανηφόρα.
  Δεν είναι τα παπούτσια μου κατάλληλα, δικαιολο­γήθηκε κι εκείνος γέλασε. Παρά την ανηφόρα και την ζέστη το χέρι του παρέμενε στεγνό και δροσερό. Αντίθετα εκείνη γορ- γανάσανε κι ένοιωθε το μπλουζάκι της να κολλά στην πλάτη και το στήθος.
  Φτάσαμε, της είπε ξαφνικά, μα εκείνη δεν έβλεπε τί­ποτε πέρα από δέντρα που κάλυπταν το λόφο.
Έσκυψε και ανασήκωσε κάτι κλαδιά που αποκάλυψαν την είσοδο κάποιας σπηλιάς. Είχε προβλέψει για φως κι έτσι τον ακολούθησε συνεπαρμένη απ' τη γεύση της περιπέτειας. Χρειάστηκε να περπατήσουν στα γόνατα μέχρι να μπουν. Και τότε αποκαλύφθηκε μπροστά της μια τεράστια αίθουσα που στηριζόταν σε μονολιθικούς κίονες με τετράγωνη οροφή και τοιχογραφίες που γέμιζαν όλους τους τοίχους. Ο φακός του Γιουν περιφερόταν αργά - αργά, από τοίχο σε τοίχο και κείνη διέκρινε πρόσωπα εκφραστικά και σκηνές της καθημε­ρινής ζωής, ανθρώπους μιας άλλης εποχής, που ήλθαν κι έφυγαν σ' αυτόν τον τόπο αφήνοντας ξοπίσω τους μόνο τού­τες τις σκιές, που φώτιζε ο φακός του Γιουν σαν σ' όνειρο.
Τον κρατούσε απ' το χέρι και περπατούσαν αμίλητοι τοίχο, τοίχο, φωτίζοντας με λουρίδες φως απ' το πάτωμα ως την οροφή.
   Μίλησες για θάνατο; τη ρώτησε ψιθυριστά, μα η σιωπηλή αίθουσα παραμόρφωσε τη φωνή του, ενώ φτερουγί­σματα άταχτα αντήχησαν στην οροφή. Σφίχτηκε πάνω του.
  Μη φοβάσαι, της είπε. Είναι νυχτερίδες. Εδώ ερχό­μουνα από παιδί. Δεν κινδυνεύεις. Το χέρι του της χάιδευε τα μαλλιά απαλά. Όπως καθησυχάζουν ένα τρομαγμένο παιδά­κι. Ο φακός στόχευε μια πεντάμορφη γυναίκα με αρχοντικό παράστημα και πολυτελή ρούχα.
  Κι οι νεκροί; τον ρώτησε.
  Φαίνεται πως οι τάφοι συλήθηκαν πριν από πολλά χρόνια. Διασώθηκαν μόνο και μόνο γιατί είναι υπόγειοι. Δεν μπορείς να πεις. Όμορφο μέρος για να ζουν οι νεκροί μας. Δε νομίζεις;
Σταμάτησε απότομα. Του πήρε το φακό από το χέρι και τον φώτισε στο πρόσωπο.
  Θα μπορούσε να 'σαι....... αυτός, είπε φωτίζοντας ένα λεβεντόκορμο ψαρά που πάνω απ' τη βάρκα του καμάκω­νε κάποιο ψάρι.
  Και συ; τη ρώτησε απαλά. Εσύ, πού χωράς σ' αυτόν τον τάφο;
Άφησε το φακό να πέσει στο σκληρό πάτωμα και τα τρελά φτερουγίσματα των νυχτερίδων την πλημμύρισαν με πανικό. Κρεμάστηκε απ' το λαιμό του κι ένιωσε τα χέρια του να την κυκλώνουν και τα χείλη του άπληστα να τη φιλούν.
'Ισως και να 'μαι το ψάρι, του ψιθύρισε.
Ήταν σκοτάδι στο μέρος που βασίλευε ο θάνατος και οι σιωπηλές φιγούρες στους τοίχους μπορούσαν να παρακο­λουθούν το αιώνιο παιχνίδι της ζωής που μιλά με τα κορμιά
ακόμη κι όταν τα κορμιά δεν έχουν ίδιο χρώμα.
Κι όταν η κραυγή της ηδονής λευτερώθηκε απ' τα στή­θια τους θαρρείς κι η υπόγεια αίθουσα ανάσανε μ' ανακούφι­ση. Όλα καλά πορεύονται στον κόσμο. Όσο υπάρχουν άν­θρωποι.

"Είπα λοιπόν πως κάποτε θα 'ρθεις κατά τις επιταγές των αισθημάτων μου. Ωραίος, άχρονος, μυστηριακός με ανοιχτές τις μυστικές διόδους επικοινωνίας μας. Θα 'πρεπε όμως πρώτα να σταματήσω τα χρόνια πουβαριανάσαιναν ν' αστράψουν τα δόντια τους στο σβέρκο της φυγής μου. Είπα "δε θα 'ρθεις την αυγή" και ανυπεράσπιστη σου παραδόθηκα. Με κατάπιες ανελέητα. Έσμιξα σε μυστικές σπηλιές με το βα­θύτερο εαυτό σου.
Έστω, εσύ δεν το 'μαθές ποτέ. Κάποτε σμίξαμε, κάποτε θα σμίξουμε περ' απ' το χρόνο. Οι αστραπές καθοδηγούν τα βήματα, τυπικές συμβατικότητες ενάντια στις κοινωνικές προκαταλήψεις. Σ' ονοματίζω σαν αερικό. Γεύομαι την από­λυτη ηδονή του ερωτά μας. Σ' είχα πριν γνωρίσω άντρα. Θα σ' έχω πέρ' από τον τάφο μου. Τα σώματά μας παλαμάρια σφιχτοπλέκουν το χωρισμό μας. Αν αύριο ξαναγεννηθείς πόσες φορές θα πρέπει να υπάρξω ώσπου να σ' ανταμώσω;
Και λοιπόν; Ο κόσμος μπορεί ακόμη να στενάζει ανεί­πωτα. Παρά την λογική που καραδοκεί με στιλ δασκάλου παρθεναγωγείου. Κρυφά οι σκιές μαρτυρούν την ηλιοφάνεια του βυθού. Τα λιμάνια των σιωπών βούρκωσαν. Οι κραυγές ολοφύρονται την άνοιξη που ποτέ δεν παρεμβαίνει. Το πρέ­πον ξεροβήχει στην έδρα. Κι ένα απλό χτύπημα του μολυβιού θ' αρκούσε να μας συνετίσει.
Ποτέ λοιπόν μη λες "ποτέ". Τι απόγιναν οι αιώνιοι όρ­κοι; Πότε έλιωσε το κερί κι έμεινα στο σκοτάδι;
Και γω σ' αγκαλιάζω όπως αγκάλιαζα το χθες, σου μι­λώ σα στο αύριο, σε κοιτώ όπως αντίκρυζα το πουθενά. Σε νοιάζομαι κι ας μην υπάρχεις. Μαχαιρώνω τις κραυγές της οδύνης μου. Οι παρειές μου οργωμένες απ' την παρουσία σου και συ παντού και πουθενά.
Με καλείς απ' τις σπηλιές των προφητών, ακάλεστος οδεύεις στην κορύφωση των ηδονών μου, μεταλλάσσεσαι σ' ερπετό, παρθενικός κύκλος με στραγγαλίζεις και γω η ανέρα­στη Λητώ αποδέχομαι την παράδοξη επαφή, εγώ η φυλακι­σμένη Σεμέλη ξεδιψώ απ' τη χρυσή βροχή. Κι όμως σαν ούρ­λιαζα υψώνοντας τρικάταρτα ιστία τα πόδια μου στους ουρανούς δεν έστερξες ν' ανακουφίσεις την πυρά των σπλά­χνων μου. Όταν ζουμερή φράουλα ο κόρφος μου ανάλωνε τα χείλη των πληγών μου δεν έτρεξες να μου τρυγήσεις τον ανθό. Περίμενες την ωριμότητα του δαμάσκηνου, την πορφύρωση του βύσσινου στο κελάρι του ύπνου. Και τότε αναλύθηκες σε κεραυνούς και χρυσό δάκρυ. Και γω σε αποδέχθηκα με οίκτο και στοργή. Όχι πια μ' έρωτα και πεθυμιά. Σε λυπήθηκα ου­ρανέ μου γιατί τόσο χαμήλωσες για να μ' αγγίξεις"..
Βγήκαν στο δάσος κι ένιωσαν το φως να τους τυφλώ­νει, αν κι είχε κιόλας πέσει το απόγευμα. Γελώντας σαν άτα­κτα παιδιά τίναξε ο ένας τις σκόνες απ' τα ρούχα του άλλου, της έστρωσε τα μαλλιά με απαλές κινήσεις κι αυτή κρεμάστη­κε ξανά πάνω του.
Φίλα με, του είπε. Εδώ, κάτω απ' τον απέραντο ου­ρανό.
Τη φίλησε, όμως στα χείλη του κι όλας σχηματίζονταν ένα πικραμένο χαμόγελο.
Τώρα δεν κατέβαιναν. Κατρακυλούσαν γελώντας, έπε­φτε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, στηρίζονταν στα δέντρα για να φιληθούν ακόμη μια φορά. Ούτε που κατάλαβαν πότε έφθασαν στην άσφαλτο. Όμως αλίμονο ο Κιμ δεν ήταν εκεί.
Ο Γιουν ανήσυχος την τράβηξε πίσω από κάτι θάμνους.
   Ελπίζω να μην έγινε τίποτε, είπε. Ελπίζω να μην
ήπιε όλο το μπουκάλι.
Ευτυχώς ο Κιμ δεν άργησε να καταφθάσει. Είχε αδειά­σει όλο το μπουκάλι, μα άντεχε να οδηγεί. Κορνάρισε επίμο­να και μόλις μπήκαν φουλάρισε σα να 'τρεχε σε ράλλυ.
Ο Γιουν στο μπροστινό κάθισμα κι η Αντιγόνη πίσω δεν έβγαζαν τσιμουδιά. Ο Κιμ κάτι ρώτησε στα κορεάτικα κι έπειτα άρχισε να τραγουδά παράφωνα.
Φθάνοντας στο ξενοδοχείο ο Γιουν εξαφανίστηκε. Μά­ταια τον έψαχνε στο μπαρ και το σαλόνι η Αντιγόνη. Λες κι άνοιξε η γη και τον κατάπιε. Για πρώτη φορά δεν τη συνόδευ­σε ως την πόρτα του δωματίου της. Δεν της είπε πως είναι εκεί για ό,τι χρειαστεί.
Η Αντιγόνη βγήκε στο μπαλκόνι κι ανάσανε βαθειά το βραδινό αγέρα. Πάσχιζε να συνειδητοποιήσει τι ακριβώς της συνέβαινε. Δεν ήταν πρωτάρα στον έρωτα, μα ένιωθε πως τούτη η εμπειρία ήταν κάτι το σημαντικό.
  Φταίει η "αυτοκρατορία των αισθήσεων" προσπά­θησε να βρει μια δικαιολογία. Ο μύθος των Γιαπωνέζων ερα­στών. Όμως το 'ξερε πολύ καλά πως δεν ήταν έτσι. Η κάθε ίνα του κορμού της τ' ομολογούσε. Δεν ήταν μια σχέση επιδερμι­κή. Ένιωθε πως πατά σ' επικίνδυνο έδαφος.
Μπήκε στο μπάνιο κι άνοιξε διάπλατα τις βρύσες να γεμίσει την ευρύχωρη μπανιέρα.
  Ευτυχώς που 'φερα μαζί μου αφρόλουτρο, σκέφθη­κε. Αν περίμενα απ' τα εκχυλίσματα τζιν σεγκ...
Άκουσε κάποιο χτύπημα στην πόρτα. Ανοιξε και τον είδε μπροστά της χλομό σαν πεθαμένο. Της έγνεψε με το δά­χτυλο σιωπή. Μπήκε σαν τον κλέφτη και την παράσυρε στο μπάνιο όπου το νερό γουργούριζε γεμίζοντας μ' αφρούς τη μπανιέρα.
Ανησύχησα, του είπε.
Την αγκάλιασε σφιχτά κι έπειτα με χάδια άρχισε να τη γδύνει.
—Θέλω να με βλέπεις, της ψιθύρισε, θέλω να σε βλέπω.
Όμως μόνο εδώ μπορούμε. Το καταλαβαίνεις;
Του έγνεψε ναι, με δάκρυα στα μάτια κι αφέθηκε στα χέρια του. Λευτέρωσε το κορμί του απ' το μίζερο πουκάμισο.
Ναι, ήταν ο ψαράς της τοιχογραφίας.
Κι εκείνη. Τι ήταν εκείνη στο μπάνιο κάποιου ξενοδο­χείου;
Το νερό στη μπανιέρα ξεχείλιζε και πλημμύριζε το πά­τωμα με μυρωδάτους αφρούς. Οι ατμοί είχαν θαμπώσει την ατμόσφαιρα κι εκείνοι ξανά και ξανά έκαναν έρωτα, λες κι ήταν οι πρωτόπλαστοι λες κι ανακάλυπταν για πρώτη φορά την ύπαρξη του άλλου φύλου. Στο τέλος εξαντλημένοι χώθη­καν στη μπανιέρα με το καυτό νερό, ο ένας μέσα στην αγκαλιά του άλλου.
  Φοβάμαι, του ψιθύρισε. Δε θέλω να σε χάσω.
  Όσο υπάρχει θάνατος, της είπε. Θα 'μαι δικός σου.

Το άλλο πρωί την οδήγησαν σ' ένα δημοτικό σχολειό. Ο Γιουν καθόταν πλάι πλάι στον οδηγό κι εκείνη στο κάθισμα των φυλακισμένων επισήμων.
Το σχολειό ήταν πρότυπο. Ωραίες αίθουσες, άφθονα εποπτικά μέσα, μέχρι και αίθουσα ζωολογίας με ταριχευμέ­να ζώα διέθετε. Εκτός από τις κλασσικές αίθουσες χορού, μουσικής και γυμναστικής της έδειξαν και μιαν αίθουσα όπου οι ίδιοι οι δάσκαλοι έγραφαν εκπαιδευτικές βιντεοκασ- σέτες για τις ανάγκες της διδασκαλίας τους.Η ίδια η διευθύ­ντρια την ξεναγούσε στις διάφορες τάξεις με τη βοήθεια του Γιουν που ήταν απαθής σαν από μάρμαρο.
Το πρώτο μάθημα που παίρνουν τα παιδιά στο σχολείο
είναι η ζωή του μεγάλου ηγέτη και οι θεωρίες του.
Κι ήταν αστείο να βλέπεις σε μιαν αίθουσα τα πρωτά­κια ξεπαπούτσωτα καθισμένα στη μοκέτα να χαζεύουν στο βίντεο τη ζωή του αρχηγού, ενώ τα κύκλωναν απ' τους τοί­χους φωτογραφίες και αποφθέγματά του.
Το σύστημα φαίνεται πως απαιτεί αυστηρή πειθαρχία. Τα λίγο μεγαλύτερα παιδιά καθόντουσαν τεντωμένα στο θρανίο με τα χέρια δεμένα σε στάση προσοχής και σηκωνόντουσαν μόλις κάποιος έμπαινε στην τάξη, ενώ αν τα συνα­ντούσες στο διάδρομο χαιρετούσαν πάντα με βαθιάν υπόκλι­ση τους μεγαλύτερους. Η διευθύντρια καυχήθηκε πως έχουν καταφέρει με ταχύρρυθμα τμήματα να εξαλείψουν τον αναλ­φαβητισμό από τη χώρα, ενώ η υποχρεωτική φοίτηση είναι ένδεκα χρόνια. Από κει κι έπειτα γίνεσαι ή φοιτητής ή εργά­της ή στρατιώτης, είπε.
Σκεφτόταν τον Γιουν καθισμένο σ' αυτά τα θρανία με τα χέρια δεμένα.
Κάπως έτσι δεν ήμουνα και γω στο δημοτικό; σκέφθη­κε. Αργότερα άλλαξαν τα συστήματα και τα παιδιά καβάλη­σαν τους δασκάλους. Τώρα στην Αμερική λένε πως οι καθη­γητές οπλοφορούν για ν' αντιμετωπίσουν τη βίαιη συμπεριφορά των μαθητών. Όμως στην Αμερική αυτή τη στιγμή αναπτύσσεται και η πρωτοπορία στις επιστήμες. Θερ­μοκήπιο εγκεφάλων και νόμος της ζούγκλας. Οι αδύναμοι συνθλίβονται. Ποια θα 'ταν η ιδανική κοινωνία; Εκεί που όλοι νιώθουν λεύτεροι κι ευτυχισμένοι; Εκεί που όλοι καλ­λιεργούν στο έπακρο τις δυνατότητές τους; Υπάρχει τέτοια κοινωνία κάτω απ' τον ουρανό;
Στο τέλος της επίσκεψης χαριτωμένα παιδάκια της δεύτερης δημοτικού έδωσαν μιαν αξιοθαύμαστη παράσταση με μουσικά όργανα και τραγούδια κι έπειτα έτρεξαν όλα μαζί και την αγκάλιασαν και δεν ξεκολλούσαν από πάνω της κι ένιωσε τόσο άβολα που δεν κρατούσε τίποτε να τους προσφέ­ρει γι αντίδωρο, τίποτε, μήτε καν τα φτηνοτετράδια των σο­βιετικών κι έψαχνε για το βλέμμα του Γιουν, μα κείνος ήταν χαμένος στις σκέψεις του μακριά της.
Το ίδιο απόγευμα την οδήγησαν σε κάποιο πολύ σημα­ντικό πρόσωπο του υπουργείου πολιτιστικών ανταλλαγών. Ο Γιουν ήταν ανήσυχος και κείνη ένιωθε αμήχανα στους αυ­στηρούς διαδρόμους με τα παχιά χαλιά και τέλος στο πολυ­τελές σαλόνι που την οδήγησε η γραμματέας του.
Ο επίσημος μετά την ευγενική εισαγωγή, ουσιαστικά της έδωσε ολόκληρη διάλεξη πάνω στα κοινωνικά συστήμα­τα την οποία ο Γιουν μετάφραζε ευσυνείδητα.
Εγκωμίαζε την εκπληκτική πρόοδο της χώρας όπου όλοι τρώνε τώρα το ίδιο καλά, ενώ παλιά πολλοί πεινούσαν. Η Αντιγόνη συλλογιζόταν ότι το γεύμα που της πρόσφεραν καθημερινά κανείς ντόπιος δε θα μπορούσε να απολαύσει, ακόμη κι αν διέθετε ολόκληρο το μισθό του. Καυχήθηκε ακό­μη πως, αν και μόλις είχε γυρίσει απ' τη Σουηδία, έβρισκε πως η Πιον-γιαγκ είναι η πιο καθαρή πόλη του κόσμου. Η Αντιγόνη συλλογίστηκε πως το ίδιο σκεφτόταν κι αυτή κάθε που επέστρεφε στην Αθήνα. Μεγάλο παραισθητικό η νοσταλ­γία! Είπε ακόμη πως στη χώρα του δεν υπάρχει πρόβλημα αλκοολισμού, ναρκωτικών ή AIDS κι η Αντιγόνη σκέφθηκε τον Κιμ που ίσως και τούτη τη στιγμή ροχάλιζε μέσα στη λι­μουζίνα.
Έπειτα προχώρησε στη σύγκριση των αγαθών που προσφέρει ο σοσιαλισμός, με όσα καταβροχθίζει το τέρας του καπιταλισμού. Διασκεδαστική φάνηκε στην Αντιγόνη η μονολιθική άποψη που είχε για το πολιτικό σύστημα της Ελλάδας. Πίστευε πως κάθε κόμμα στηρίζεται σε μια συμπα­γή βάση ταξικά διαχωρισμένη κι αμετακίνητη, που υπερασπί­ζεται τα συμφέροντα της τάξης που εκπροσωπεί. Σύμφωνα με την εικόνα του κάθε δεξιός ήταν κεφαλαιοκράτης και κάθε αριστερός καταπιεσμένος προλετάριος. Κι όμως μπροστά στα μάτια του είχε μιαν αριστερή "κεφαλαιοκράτισσα", που τις τελευταίες εκλογές είχε ψηφίσει Κέντρο!!
Στοχεύοντας στο φύλο της καυχήθηκε πως στη χώρα του οι γυναίκες εκπροσωπούνται σε ανώτερες θέσεις εξου­σίας περίπου στο 25%. "Και φυσικά πρέπει ν' αρκεστούν σ' αυτό που τους προσφέρεται", σκέφθηκε πικρόχολα η Αντιγό­νη. "Ποια περιθώρια ανοίγονται για διεκδίκηση; Ο κόσμος αλλάζει, οι ανάγκες εξελίσσονται. Αυτό που χθες ήταν αρκε­τό σήμερα δε φτάνει".
Μα φυσικά δεν είπε τίποτε. Ήταν άλλωστε πολυάσχο­λος επίσημος γραφειοκράτης κι η ώρα που της είχε διαθέσει ήταν υπεραρκετή για τις δυνατότητες της χώρας που εκπρο­σωπούσε. Την ξεπροβόδισε ευγενικά τονίζονΐας πόσο στηριζόντουσαν σ' εκείνη για την προώθηση της Ελληνοκορεατικής φιλίας στον τομέα της Ένωσης.
Πραγματικά στο αυτοκίνητο βρήκαν τον Κιμ να κοιμά­ται.
   Μπορούμε αν θες να πάμε στο τουριστικό μαγαζί να ψωνίσεις, της είπε ο Γιουν. Αν προτιμάς μπορείς να πάμε στο ξενοδοχείο να ξεκουραστείς. Το βράδυ θα ταξιδέψουμε με το τρένο για την Κεσόγκ.
  Εσύ τι θα με συμβούλευες; τον ρώτησε.
  Υπάρχει κάποιο μικρό μαγαζί μέσα στο πάρκο του ξενοδοχείου. Μπορούμε να πάμε εκεί για κάποια ψώνια να διώξουμε τ' αυτοκίνητο και να περπατήσουμε ως το ξενοδο­χείο.
  Γιατί τα ψώνια είναι απαραίτητα; τον ρώτησε κα­θώς έμπαιναν στο μαγαζί.
  Γιατί θα 'ταν παράξενο να σε δουν για δεύτερη φορά να γυρνάς από τέτοιαν εξόρμηση μ' άδεια χέρια. Κανένας τουρίστας, όσο τσιγκούνης κι αν είναι, δε φεύγει δίχως κάτι ν' αγοράσει.
Έτσι φορτώθηκε μ' ένα θερμός, κάμποσα μεταξωτά υφάσματα και κάντρα κεντημένα, τον φόρτωσε με ρολά ζω­γραφικής κι έχοντας πράξει το καθήκον της, βγήκε στον κα­θαρό αέρα. Είχε λιακάδα και περπατούσαν πλάι πλάι στην όχθη της λιμνούλας, ενώ κάποιοι -ψάρευαν.
  Να βγω μια φωτογραφία με τους ψαράδες; είπε. Εί­ναι τόσο όμορφη η λίμνη με τα νούφαρα! Πήγε κοντά τους να ποζάρει, μα κείνοι γύρισαν το κεφάλι απ' την άλλη πλευρά.
  Στο είπα. Εδώ δε συμπαθούν τις φωτογραφίες, είπε ο Γιουν.
Βαρκούλες σε σχήμα κύκνου έπλεαν στο ποτάμι, ενώ το πέτρινο γεφύρι καθρεφτιζόταν στα επίπεδα νερά.
   Μπορούμε να κάνουμε βαρκάδα; ρώτησε. Μα αμέ­σως θυμήθηκε το πορτρέτο του μεγάλου αρχηγού που ζωγρά­φιζε ο λαϊκός καλλιτέχνης με τόσο ζήλο, κι άλλαξε γνώμη. Ακούμπησαν πλάι πλάι στη μέση της γεφυρούλας και τα πρό- σωπά τους καθρεφτιζόντουσαν στο νερό.
  Σ' αγαπώ του είπε, μα εκείνος πέταξε ένα βότσαλο στο νερό κι έσβησε την εικόνα τους.
  Είπες όσο υπάρχει θάνατος... του θύμισε.
Και το εννοούσα, της είπε κοιτάζοντάς τη βαθιά στα μάτια.
Είχε πέσει πια η νύχτα για τα καλά, όταν τους πήρε το βόλβο να τους οδηγήσει στο σιδηροδρομικό σταθμό. Πολύς κόσμος στιβάζονταν στην κεντρική του αίθουσα περιμένο­ντας υπομονετικά, όμως εκείνους τους οδήγησαν σε ειδική αίθουσα με αναπαυτικά καθίσματα προορισμένη για τους επισήμους. Η πόλη ήταν σκοτεινή και σιωπηλή. Θύμιζε κατά­σταση πολιορκίας. Μαζί της περίμεναν και κάποιοι Κινέζοι, ένα ζευγάρι απ' τη Μάλτα κι ένας νεαρός από την Ταϋλάνδη, όλοι εξοπλισμένοι με τον προσωπικό τους ξεναγό και τη δική τους λιμουζίνα. Ποτέ περισσότεροι από δυο φιλοξενούμενοι σε κάθε αυτοκίνητο. Έπειτα από λίγων λεπτών αναμονή τους οδήγησαν μέσα από την αχανή αποβάθρα στο παλιό βρόμικο τρένο. Οι ιθαγενείς είχαν κι όλας επιβιβαστεί στα κοινά βαγόνια, ενώ τους καλεσμένους τους οδήγησαν στο βα­γκόν λι.
Πίστευε πως μόνο τα ελληνικά τρένα είχαν αρχαιολο­γική αξία μιας κι επιζούσαν από την εποχή του Τρικούπη για­τί δεν είχε γνωρίσει τα ασιατικά τρένα που πεισματικά εξα­κολουθούν ν' αντέχουν.
Η μυρωδιά στο "πολυτελέστερο" βαγόνι ήταν αποπνι­κτική. Πρώτη της δουλειά ν' ανοίξει το παράθυρο. Μια υπάλ­ληλος των τρένων κάτι έλεγε στον Γιουν χειρονομώντας νευ­ριασμένα.
—Τι συμβαίνει; τον ρώτησε.
Δεν είχαν προβλέψει πως είσαι γυναίκα, είπε. Δεν έχω πού να κοιμηθώ.
Τον κοίταξε χαμογελώντας πονηρά.
Έφερα να δειπνήσουμε μαζί, της είπε και κλείδωσε την πόρτα του διαμερίσματος της.
Κάθισε απέναντι της κι ενώ ξεκινούσε το τρένο έβγαλε από ένα σακίδιο ένα κουτάκι χαβιάρι ρωσικό, μια κονσέρβα σολωμό καπνιστό κι ένα μπουκάλι γαλλική σαμπάνια.
  Μόνο που θα πρέπει να την πιεις στο φλιτζάνι του
τσαγιού, της είπε.
  Είσαι τρελός; τον ρώτησε. Πού τα βρήκες όλα αυτά;
—Όπως σε όλα τα σοσιαλιστικά κράτη υπάρχει μαύρη
αγορά. Μην πεις πως δεν το υποπτεύθηκες!
Άνοιξε τη σαμπάνια και γέμισε τα φλιτζάνια του τσα­γιού ενώ η τσαγιέρα τους κοιτούσε με απορία.
  Στην υγεία σου, της είπε.
—Όχι στην αγάπη μας; τον ρώτησε κοιτώντας μέσ' απ' το παράθυρο την αντανάκλασή τους ν' αναδεύεται στην κίνη­ση του τρένου.
  Στο θάνατο, της είπε και κατέβασε μονορούφι όλο το φλιτζάνι. Εκείνη έφερε στα χείλη της αμίλητη τη ζεστή σα­μπάνια κι έπειτα καταπιάστηκε ν' ανοίξει τα κουτιά με τα φα­γώσιμα σαν κάθε καλή νοικοκυρούλα.
  Χωρίς πηρούνι; ρώτησε κι εκείνος έβγαλε απ' την τσέπη του δυο ζεύγη ξυλάκια μιας χρήσης.
Θα σε μάθω να τα χρησιμοποιείς, είπε και γέμισε ξα­νά το φλιτζάνι του κι όπως εκείνη στάθηκε ανεπίδεκτη μαθή­σεως βάλθηκε να την ταίζει χαβιάρι με τα ξυλάκια, χαβιάρι που εκείνος δε δοκίμαζε. Εκείνος μονάχα έπινε σαμπάνια μονορούφι, λες και βιαζόταν να τελειώνει.
Τότε εκείνη σηκώθηκε και τον πλησίασε, σκέπασε με τις φούχτες της το φλιτζάνι του, το πήρε και κείνος αγκαλιά­ζοντας τη μέση της έκρυψε το πρόσωπο του στον κόρφο της. Του χάιδεψε τα μαλλιά, ακούμπησε το πηγούνι της στην κο­ρυφή του κεφαλιού του.
  Γιατί; τον ρώτησε. Δε χτίζονται με σαμπάνια τα γε­φύρια. Είμαστε μόνοι μας η γέφυρα. Στο είπα. Ανήκουμε στον ίδιο παράλληλο.
Μα κείνος τινάχτηκε όρμησε πάνω της σαν τίγρης απειλητικός. Κι εκείνη δεν πισώστρεψε, δεν αντιστάθηκε στη βιαιότητα του έρωτά του, στην κατακτητικότητα της κάθε επαφής. Αποδεχόταν σαν την αμμουδιά την κάθε ορμητική του εισβολή. Το κορμί της πονούσε με κάθε άγγιγμα, μα τον καταλάβαινε, βίωνε την απόγνωση που τον συνέπαιρνε, τον δαίμονα που τον τυραννούσε.
Κι έπειτα γονάτισε στα πόδια της και βάλθηκε να τη φι­λά σε κάθε αμυχή, σε κάθε μελανιά, που είχε προκαλέσει. Τα χέρια του ευαίσθητα σαν πούπουλα εξερευνούσαν κάθε πόρο του κορμιού της, πρόθυμα να επουλώσουν κάθε της πληγή, ανήμπορα να τη λυτρώσουν απ' τον ίλιγγο που της προκα­λούσε το βάραθρο του πάθους της.
Έξω η καταιγίδα μαινόταν. Το τρένο σταματούσε και ξανάρχιζε να πορεύεται μες τη βροχή κι εκείνοι οι δυο αγκι­στρωμένοι ο ένας στην αγκαλιά του άλλου δεν μπορούσαν να κοιμηθούν, δεν ήθελαν να χάσουν ούτε λεπτό απ' τις πολύτι­μες στιγμές της ένωσής τους.
  Και αύριο; Αύριο πάλι θαμαστε σαν ξένοι; τον ρώ­τησε στο τέλος η Αντιγόνη. Και κείνος απόμεινε να κοιτά τα είδωλά τους στο μουσκεμένο τζάμι.
Σε λίγες μέρες θα φύγω, συνέχισε εκείνη. Δεν μπορώ να μείνω κι άλλο. Το ξέρεις. Πες μου, εσύ μπορεί να 'ρθεις μα­ζί μου; Αν έλθεις, δε θα χωρίσουμε ποτέ...
Δεν της απάντησε. Έκλεισε τα μάτια κι ακούμπησε το πρόσωπο του στον ώμο της. Ένιωθε την ανάσα του καυτή να την διαπερνά μ' ανατριχίλα. Το χαβιάρι κι ο σολωμός τους κοιτούσαν ειρωνικά απ' το τραπεζάκι και το μισογεμάτο μπουκάλι της σαμπάνιας άφριζε στο πάτωμα.
Στο σταθμό της Κεσόγκ το τρένο σταμάτησε στην απο­βάθρα που έμοιαζε με λίμνη. Οι Κορεάτες αναγκαζόντουσαν να περνούν τσαλαβουτώντας στα νερά, ενώ για τους επίση­μους καλεσμένους οι λιμουζίνες παρατάχθηκαν πάνω στην προβλήτα.
  Για να μη βρέξουν οι πρίγκηπες τα ποδαράκια τους, σκέφθηκε η Αντιγόνη. Από ποιο σημείο κι έπειτα η φιλοξενία καταντά δουλοπρέπεια;
Η βροχή δεν έλεγε να σταματήσει. Το βόλβο κι εδώ την περίμενε για να την οδηγήσει στην αρχή στο ξενοδοχείο, όπου θα 'παίρνε πρωινό χωρίς τον Γιουν κι έπειτα προβλε­πόταν ταξίδι ως τα σύνορα κάτω απ' τη βροχή.
Ο Γιουν δεν της έριχνε ούτε μια ματιά, μετάφραζε σαν αυτόματο ό,τι χρειαζόταν κι εκείνη θα 'θελε να χαϊδέψει το πρόσωπο του προσπαθώντας ν' απαλύνει τους μαύρους κύ­κλους γύρω απ' τα μάτια του.
μνημείο επανένωσης
Κάθονταν πάλι μόνη στο πίσω κάθισμα της λιμουζί­νας, ενώ ο Γιουν συζητούσε κορεάτικα με τον οδηγό κι εκείνη κοιτούσε τους μουσκεμένους δρόμους με τα ίδια ακριβώς κτίρια και τους ανθρώπους που στωικά κυκλοφορούσαν στη βροχή, δούλευαν στους αγρούς ή ψάρευαν στα κανάλια κάτω απ' την οργή του ουρανού.
Θα 'θελε να τον ειρωνευτεί:
   Αυτή ήταν λοιπόν η πρωτεύουσα της αυτοκρατο­ρίας του Κορύο! Σιγά τα λάχανα! μα δεν ήξερε πως δεν θα τον έκανε να γελάσει, αντίθετα θα ήταν προσβολή.
Εδώ συναντούσαν τρακτέρ στους δρόμους και τα αγροτικά χαμόσπιτα έμοιαζαν πιο περιποιημένα.
  Είναι επειδή είμαστε κοντά στα σύνορα ή φταίει ο έρωτάς μου για τον Γιουν που με κάνει και τα βλέπω έτσι; αναρωτήθηκε. Κοίταξε τ' άγρια βουνά.
  Θα μπορούσε εδώ κάποιος να ζήσει αυτόνομα, σαν ερημίτης; Οι μοναχικοί καουμπόυδες του Φαρ Ουεστ σίγου­ρα δεν ευδοκιμούσαν στην Κορέα. Είπαμε "τ' άτομο είναι εχθρός του λαού" κι ο Γιουν παρασυρμένος σ' έναν ανομολό­γητο, ένοχο έρωτα τι ήταν; Ως τότε δεν είχε σκεφθεί παρά τις επιπτώσεις τούτου του πάθους στη δική της ζωή. Αναρωτιό­ταν με φρίκη τι επιπτώσεις μπορεί να 'χε στη ζωή του Γιουν.
Σταμάτησαν στο πρώτο φυλάκιο, μαζί με τους υπόλοι­πους συνταξιδιώτες τους και κάτω απ' τις ομπρέλες μπήκαν σ' ένα δωματιάκι όπου ένας φρουρός τους εξήγησε σε ανά- γλυφό επιτραπέζιο χάρτη τις θέσεις τους, τις θέσεις του εχθρού και το τείχος του αίσχους που ύψωσε η "δημοκρατι­κή" Νότια Κορέα για να εμποδίσει τους πατριώτες να γυρί­σουν στα σπίτια τους.
Εφοδίασαν κάθε αυτοκίνητο μ' ένα αναγνωριστικό σημαιάκι και σε κάθε αυτοκίνητο μπήκε κι από ένας φαντάρος. Ο Γιουν κάθισε αμίλητος πλάι της. Τ' αυτοκίνητα με τα βρεγ­μένα μαντίλια ν' ανεμίζουν πορεύονταν σε φάλαγγα. Πρώτα σταμάτησαν στο χώρο όπου είχε υπογραφεί η ανακωχή. Απ' τη μια οι Βορειοκορεάτες κι απ' την άλλη οι Αμερικάνοι με τη σημαία του ΟΗΕ. Είχαν διαμορφωθεί σ' ένα γκρουπ πολλών εθνικοτήτοΛ' μ' ενιαία γλώσσα συνεννόησης τ' αγγλικά και κατηγορούσαν τους ιμπεριαλιστές Αμερικάνους, αυτοί που ζώντας κάτω απ' την ομπρέλα τους εξασφάλιζαν την καλοπέρασή τους. Πάντα κάτω απ' τη βροχή οδηγήθηκαν σ' ένα ύψω­μα όπου υπήρχε ένα φυλάκιο που έβλεπε στο τείχος.
Στη σκεπαστή βεράντα είχαν τοποθετηθεί δυνατά κιά­λια και πραγματικά απ' την άλλη πλευρά διέκρινες αναχώμα­τα και φυλάκια με τη σημαία της Ν. Κορέας. Κι απ' τις δυο πλευρές ηχούσαν μεγάφωνα στη διαπασών με τραγούδια και συνθήματα που πάσχιζαν να σπάσουν το ηθικό των αντιπά­λων. Αφού θαύμασαν το περίφημο τείχος, ήπιαν ζεστό τσάι και παρακολούθησαν μια προβολή με ντοκυμαντέρ της επο­χής του εμφύλιου, όπως τα παρουσίαζε η βορειοκορεάτικη πλευρά.
— Μισή αλήθεια είναι μισό ψέμα, σκέφθηκε η Αντιγό­νη μα δεν την έννοιαζε γιατί καθόταν πλάι στον Γιουν στη σκοτεινή αίθουσα και κρατούσε το χέρι του σφιχτά στη ζεστή της παλάμη. Τέλος τους οδήγησαν στο σημείο των συνόρων που εδρεύει ο ΟΗΕ. Ήταν γελοίο κάτω απ' τη βροχή ν' αγνα­ντεύουν μια σειρά παραπήγματα - μισά δικά τους μισά δικά μας - είπαν, και στη μέση το γαλάζιο λυόμενο του ΟΗΕ κι αυ­τό μισό - μισό ενώ την ίδια ώρα οι αντίθετοι είχαν κι αυτοί ανεβάσει τουρίστες σ' ένα κιόσκι που θύμιζε παγόδα και ιστορούσαν κι αυτοί τις δικές τους μισές αλήθειες. Έπειτα τους κατέβασαν και τους έμπασαν στο γαλάζιο λυόμενο με το τραπέζι το χωρισμένο στα δυο - από δω η σημαία των βορεί­ων από κει των νοτίων - κι οι "Αμερικανοί" να κοιτούν απ' τα παραθύρια απ' τη δική τους πάντα πλευρά, μήπως οι τουρί­στες των βορείων πράξουν κάτι περισσότερο από τις συνηθι­σμένες πια φωτογραφίες του αξιοθέατου.
Θα 'θελε η Αντιγόνη να μπορούσε να βρεθεί κι απ' την απέναντι πλευρά του τείχους. Θα 'θελε ν'ακούσει και τη δική τους μισήν αλήθεια. Η Σεούλ παρέμενε το κέντρο των εξελί­ξεων. Με την οικονομική της ευρωστία δεχόταν αντιπροσω­πείες από διάφορες χώρες της Δύσης και της Ανατολής που πάσχιζαν να προσελκύσουν τα κεφάλαιά της. Ω ναι, σίγουρα χρησιμοποίησαν τ' αμερικανικά κεφάλαια σαν προζύμι γι αυτή την πρόοδο. Όμως δεν τα πήγαν κι άσχημα. Κι η Ελλά­δα δέχεται από παντού βοήθεια κι όμως τα καταφέρνει να μέ­νει πάντα τελευταία στην ανάπτυξη.
Ενώ η Ν. Κορέα είχε κατακλύσει τις ξένες αγορές με τα φτηνά γερά της προϊόντα, στα χνάρια της Ιαπωνίας.
Ω, δεν είχε αυταπάτες για το καθεστώς. Ήταν μια στυ­γνή δικτατορία. Βοούσαν οι εικόνες των τηλεοπτικών συνερ­γείων. Φοιτητές ανήσυχοι που διαδήλωναν με φανατισμό, αστυνομοκρατία, συλλήψεις και βασανισμοί, επεισόδια στις κηδείες των θυμάτων. Περνούσε πια στα ψιλά των εφημερί­δων η αυτοπυρπόληση κάποιου φοιτητή που διαδήλωνε με το κορμί - λαμπάδα την αντίθεσή του στο καθεστώς, την επιθυ­μία του για την ένωση της Κορέας.
Σίγουρα δεν είναι παράδεισος η Ν. Κορέα. Η ανάπτυ­ξη εξασφαλίζεται με το φτηνό μεροκάματο κι η ανεργία κάθε καπιταλιστικού κράτους είναι και στη Σεούλ βραχνάς, ενώ η κοινωνική πρόνοια είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη. Όμως υπάρχει κάποιο παράθυρο ανοιχτό. Τα μάτια όλου του κό­σμου τη στοχεύουν. Κάθε διαδήλωση είναι είδηση, κάθε νε­κρός συγκλονίζει την υφήλιο. Μπορούν να ελπίζουν σε κά­ποια βήματα εκδημοκρατισμού στο δρόμο που με το αίμα τους χαράζουν οι φοιτητές, η "συνείδηση του έθνους".
Ενώ εδώ; Εδώ Γιουν αγάπη μου, πώς θα μπορούσες να διατυπώσεις την αντίθεσή σου στον αυτοκράτορα - αρχηγό που σκέφτεται πριν από όλους για όλους;
Κι αν ο κομουνισμός ήταν παράνομος στη Ν. Κορέα τι ήταν ο "καπιταλισμός" στη Βόρεια;
Ναι ήξερε κι όλας την απάντησή του. Εμείς καταργήσα­με τη θανατική ποινή. Εμείς δεν είμαστε βάρβαροι. Εκείνοι σκοτώνουν.
Και πάλι ο θάνατος...
Υπάρχουν τόσοι τρόποι να πεθάνεις, Γιουν, δίχως να χρειάζεται καν να αυτοπυρποληθείς. Μπορείς να βουλιάξεις ήρεμα στο νερό σαν τη πετρούλα που έριξες και διάλυσες τις μορφές μας στον καθρέφτη του ποταμού".
   Μα δεν είναι Αμερικάνοι! είπε η Μαλτέζα. Μοιά­ζουν με Κορεάτες.
   Φέρνουν Κορεάτες στα σύνορα, φανατικά τους υποχείρια. Όμως ουσιαστικά αυτοί είναι η κάλυψη για τις βάσεις τους.
   Εσείς δεν έχετε βάσεις των Σοβιετικών; ρώτησε ο Ταϋλανδέζος.
     Εμείς αποκρίθηκε περήφανα ο ξεναγός φρουρός, ούτε πήραμε ούτε θέλουμε να πάρουμε τίποτε απ' τους Σοβιε­τικούς.
  Και οι Κινέζοι, επέμεινε αυτός.
   Οι Κινέζοι αγωνίστηκαν μαζί μας σαν εθελοντές στον αγώνα μας εναντίον των Αμερικάνων ιμπεριαλιστών. Όμως δεν έχουμε τίποτε που να μας συνδέει με την κινεζική κυβέρνηση.
   Οι αλλαγές στην ανατολική Ευρώπη δε σας επηρέασαν; ρώτησε η Μαλτέζα.
-Δυστυχώς μας επηρέασαν αρνητικά, είπε ένας μέχρι τότε αμίλητος συνοδός. Οι φίλοι μας άρχισαν ν' απομακρύ­νονται. Αύτη τη στιγμή διαπραγματευόμαστε τη μεταφορά της Πρεσβείας μας από το ανατολικό στο ενιαίο Βερολίνο. Οι χώρες που παλιά πουλούσαν με ρούβλια τώρα απαιτούν δολάρια. Όμως ευτυχώς η οικονομία μας είναι σοφά ισοζυ­γισμένη. Έχουμε ανταλλαγές με χώρες ανατολής, δύσης και του τρίτου κόσμου. Έτσι δεν κινδυνεύουμε.
  Δηλαδή αυτό που ζητάτε, είναι η Ένωση όπως στη Γερμανία; ρώτησε ο Ταϋλανδέζος.
—Όχι είπε ο συνοδός με τα πολιτικά. Θέλουμε ν' ανοί­ξουν τα σύνορα και να παραμείνουν τα πολιτικά καθεστώτα όπως έχουν.
Οι επισκέπτες κοιτάχτηκαν με δυσπιστία.
  Η Αντιγόνη κοιτάζοντας τον Γιουν, είπε:
Εγώ ελπίζω. Οι διεθνείς ισορροπίες άλλαξαν. Αφού έγινε η ενοποίηση του μεγάλου φόβητρου, της Γερμανίας, ποια θ' ασχοληθεί με την Ενιαία Κορέα;
Δυστυχώς, μπήκε στην κουβέντα ο Γιουν, μια ενιαία Κορέα είναι απειλή και για τους Γιαπωνέζους και για τους Κινέζους. Φοβάμαι πως χρειάζεται πολύς χρόνος και κόπος για να δούμε την Κορέα ενιαία. Δεν την κοιτούσε και μιλούσε με πάθος σα να 'ταν εκείνη κι όλας φευγάτη.
τα σύμβολα του κορεάτικου κουμμουνισμού το πινέλο το σφυρί και το δρεπάνι
"Πώς μπορεί να παρασύρεις ένα τέτοιον άντρα μακριά απ' τους στόχους και τα πιστεύω του; Πώς μπορείς να τον ξε­ριζώσεις δίχως να τον αχρηστεύσεις;"
Ένιωσε τα μάγουλά της να καίνε κι άφησε τη βροχή να ποτίσει το πρόσωπο της. Ο οδηγός του βόλβο κι ο φαντάρος την κοιτούσαν παραξενεμένοι. Ο Γιουν την έβαλε κάτω απ' την ομπρέλα του και την οδήγησε στο αυτοκίνητο με το μου­σκεμένο μαντίλι.
Το ίδιο μεσημέρι κάθισαν οι δυο τους ολομόναχοι σ' ένα δωμάτιο μ' ένα στρογγυλό μεγάλο τραπέζι στολισμένο με λουλούδια.
  Προσφορά της διεύθυνσης, της είπε χαμογελώντας πονεμένα. Διάλεξα ό,τι πιο παραδοσιακό φαγητό θα μπο­ρούσε να δοκιμάσεις. Κρασί και μπύρα ντόπια και για το τέ­λος φυσικά Ινσάμ. Η σερβιτόρα με την κολλαρισμένη στολή καθόταν όλη την ώρα πάνω απ' το κεφάλι τους και πηγαινο­ερχόταν αλλάζοντας συνέχεια τα πιάτα ενώ εκείνοι έτρωγαν σκυθρωποί κι αμίλητοι.
  Είναι πολύ νόστιμα, είπε στο τέλος η Αντιγόνη.
—Λες ψέματα. Σ' αηδιάζουν. Ποτέ δε θα μπορούσες να συνηθίσεις τα φαγητά μας, της είπε επιθετικά.
  Μα όχι, του είπε γλυκά. Δες, τώρα μπορώ να τρώω και με τα ξυλάκια.
—Να ζεις και να κοιμάσαι κατάχαμα; Σ' ένα σπίτι που θα μπαινοβγαίνουν δέκα Ασιάτες;
  Δεν είμαι ρατσίστρια, του είπε κοκκινίζοντας από θυμό, ενώ η σερβιτόρα τους κοίταξε παραξενεμένη.
Ασφαλώς θα προτιμάς το παγωτό απ' το Ινσάμ, της είπε σε ψυχρό ευγενικό τρόπο.
  Ασφαλώς και προτιμώ εσένα περισσότερο από κα­θετί στον κόσμο, του είπε τονίζοντας μια μια τις λέξεις.
Κι ας κρυφακούει, όποιος διάολος θέλει, ξέσπασε και απότομα έτρεξε έξω απ' την τραπεζαρία να κλειστεί στο ψυ­χρό δωμάτιο με την εικόνα του μεγάλου αρχηγού ν' αναλυθεί σε δάκρυα.
Ήρθε ξοπίσω της. Την πήρε στην αγκαλιά του τρυφερά. Της έδινε μικρά πεταχτά φιλιά άγγιζε με δέος κάθε σταλαγ­ματιά από το δάκρυ της.
                     Σώπα, σώπα, της έλεγε. Είμαστε στον ίδιο παράλληλο δεν το 'πες; Θα δεις, όλα θα πάνε καλά. Όλα... Θα γίνει ό,τι θες. Θα μείνω μαζί σου όπως και να 'ναι. Δε στο 'πα κουτή;
Όσο υπάρχει θάνατος
.
Το ίδιο απόγευμα έφυγαν με το τρένο. Ήταν ακόμη μέ­ρα κι έβλεπαν τις πεδιάδες και τα βουνά φρεσκοπλυμένα απ' τη νεροποντή να σχεδιάζονται με λεπτές πινελιές στο γαλανό ουρανό.
  Έφερα λίγο ψάρι να δειπνήσουμε, της είπε.
  Κροκέτες ψαριού, σα φαστφουντάδικο; ειρωνεύτη­κε τρυφερά. Μήπως έφερες και κόκα κόλα;
  Όχι μόνο Ινσάμ στιγμής. Δεν το 'πες; Κάνει καλό στον έρωτα.
Ο ήλιος έβαφε τον ουρανό μ' ένα έντονο πορφυρό κι έπειτα σιγά σιγά βούλιαξ' η φύση στο σκοτάδι.
Την κοίταγε αχόρταγα καθώς εκείνη κοιτούσε έξω απ' το παράθυρο με βλέμμα εκστατικό.
"Σύνορα παντού σύνορα, σκεπτόταν η Αντιγόνη. Τείχη που χωρίζουν τους ανθρώπους. Απαγορεύσεις που τους δια­λύουν. Συρματοπλέγματα που δεν αφήνουν τα χέρια να σμί­ξουν τα κορμιά, να μιλήσουν, τις ψυχές ν' αγκαλιαστούν.
Πολιτική! Τείχη στο Βερολίνο, στην Κύπρο, στην Αλβανία, την Κορέα. Τείχη που ξαφνικά κι αναίτια, γιατί έτσι καθόρισαν οι πολιτικές συγκυρίες διαλύονται σαν τρα­πουλόχαρτα αφήνοντας πίσω τους αμείλικτα ερωτηματικά. Γιατί έγιναν όλα αυτά; Άξιζαν τόσες θυσίες; Ως πότε θα υψώ­νονται τα τείχη; Πότε θα πέσουν όλα τα σύνορα;
Οι δίκες άρχισαν κιόλας στο Βερολίνο κατά των φρου­ρών που υπακούοντας στις διαταγές των ανωτέρων τους δο­λοφονούσαν τους φυγάδες του Τείχους. Τον μεγάλο υπεύθυ­νο της σφαγής τον προστάτεψαν τα μεγάλα συμφέροντα.
Στην Αλβανία τα τείχη διαλύθηκαν σαν πύργοι απ' άμ­μο κάτω από την πίεση των ξυπόλυτων που πλημμύρισαν τις γειτονικές χώρες κυνηγώντας τ' όραμα της ελευθερίας.
Στην Κύπρο τα τείχη αντέχουν αδιάφορα στις χρονιά- τικες εισβολές των μανάδων που διεκδικούν την επιστροφή στα πατρογονικά τους.
Εδώ τα τείχη μοιάζουν με στοιχειωμένα κατάλοιπα κά­ποιου μακρινού παρελθόντος την ώρα που διπλωματικές αντιπροσωπείες και των δυο κρατών κάθισαν κιόλας ο ένας δίπλα στον άλλο σε κοινά τραπέζια συζητήσεων.
Γιατί να μην μπορούν οι άνθρωποι να καταλάβουν πως αυτά που τους ενώνουν είναι πολύ πιο δυνατά απ' όσα τους χωρίζουν; Γιατί ακόμη κι αυτοί που το πιστεύουν να μη μπορούν να το εφαρμόσουν στην πράξη;
Είναι το κακό τόσο αναγκαίο για την ανθρώπινη ψυχή; Αίμα! Με πόσο αίμα έχει ποτιστεί τούτο το χώμα που πατά­με; Και γιατί; Για να εφαρμοστούν από κάποιους εγκέφα­λους κάποιες πολιτικές κοσμοθεωρίες με πειραματόζωα τους ανεύθυνους λαούς και με λιπαντικ,ό για να γυρνούν τα σκουριασμένα γρανάζια, το αίμα των απλών καθημερινών ανθρώπων.
Μήπως κι η ανθρώπινη ιστορία υπακούει αναγκαστι­κά σε νόμους, ανάλογους μ' αυτούς που δημιουργούν και κα­ταστρέφουν αστέρια στο απέραντο σύμπαν;
Γιατί τι άλλο είμαστε πέρα από τυχαίες μεταλλάξεις της αλυσίδας της εξέλιξης πάνω σ' ένα τόσο ασήμαντο πλανή­τη;
Πώς μπορεί να συνταιριαστεί η άνοιξη των ατομικών ελευθεριών με το ξέσπασμα των εθνικιστικών συγκρούσεων σ' όλη την ανατολική Ευρώπη την ίδια ακριβώς στιγμή που στη Δύση καταργούνται οι φραγμοί, τη στιγμή της γέννησης των Ενωμένων Ευρωπαϊκών Πολιτειών;
Πώς ό,τι διαλύει τη μιαν όχθη συνέχει την απέναντι;
Είναι μόνο διαφορά οικονομικών συστημάτων;
Τι είναι αυτό που σμίγει τους λαούς;
Τι είναι αυτό που σφιχτοδένει τους ανθρώπους;
Γιατί ο Γιουν ανάμεσα στα τόσα διεσεκατομμύρια υπάρξεις; Γιατί εγώ κι ο Γιουν;"
  Αύριο φεύγεις, της είπε αργά ο Γιουν. Όχι μην τρο­μάζεις. Μόλις μου τηλεφώνησαν απ' το Υπουργείο. Κάποιες γραφειοκρατικές διατυπώσεις, είπαν. Κάποια εκκρεμότητα στο διαβατήριο. Δε θα μπορέσουν λέει να εξασφαλίσουν αρ­γότερα τη βίζα για τη Βουλγαρία. Είναι η κατάσταση ρευ­στή... Καταλαβαίνεις. Μιλούσε δίχως να την κοιτά. Τον κοι­τούσε δύσπιστα δίχως να μιλά, ενώ τα δάκρυα πότιζαν τα μάγουλά της.
  Δεν μπορώ να ζήσω μακριά σου, του είπε στο τέλος.
—Είσαι τόσο παιδί! της ψιθύρισε στοργικά. Μα δε χω­ρίζουμε για πάντα! Δε στο 'πα; Όσο υπάρχει θάνατος.. Στο' ορκίζομαι θα κινήσω γη και ουρανό και θα 'ρθω να σ' αντα­μώσω. Τίποτε δε θα σταθεί ανάμεσά μας.. Τ' ακούς; Τίποτε στον κόσμο! Στην ανάγκη θα γίνω ναυτικός. Ξέρεις πόσοι δι­κοί μας ταξιδεύουν με ελληνικές σημαίες;
                     Θα μου γράφεις; Μπορείς να μου γράφεις; Ω Θεέ μου! Κι αν ανοίγουν τα γράμματα;
Την πήρε στην αγκαλιά του σα μικρό παιδί και τη να­νούριζε.
Εκείνη έκλαιγε σιωπηλά ενώ τα δάχτυλά του ιχνηλα­τούσαν τις πηγές του φύλου της.
  Όσο υπάρχει... θάνατος, σκεπτόταν εκείνη, ενώ ρί­γη οδύνης την κατέκλυζαν.
Περασμένα μεσάνυχτα έφτασαν στην Πιον-γιαγκ. Ο Κιμ κατσούφης τους περίμενε στο σταθμό.
  Θα σε ξυπνήσω πριν από τις πέντε, της είπε ο Γιουν. Πρέπει να προλάβεις το αεροπλάνο. Προσπάθησε να κοιμη­θείς.
Την ξύπνησε το τηλέφωνο πριν από τις πέντε. Σήκωσε το ακουστικό, μα δεν απάντησε κανείς. Ντύθηκε και περίμενε το χτύπημα στην πόρτα. Ανοιξε και βρέθηκε μπροστά σε μιαν άγνωστη γυναίκα, που της μιλούσε αγγλικά.
  Πρέπει να ξεκινήσουμε, της είπε ευγενικά και προ­σφέρθηκε να τη βοηθήσει να μεταφέρει τις βαλίτζες.
  Πού είναι ο Γιουν; ρώτησε η Αντιγόνη με ξαφνικήν αγωνία. Θέλω να τον χαιρετίσω, είπε πιο φυσικά.
  Ο Γιουν σας στέλνει τους χαιρετισμούς του, είπε με το πιο ευγενικό της χαμόγελο η κοπέλα. Δυστυχώς από σήμε­ρα ανέλαβε άλλην αποστολή κι έτσι είναι αδύνατο να σας συ­νοδεύσει στο αεροδρόμιο. Σας στέλνει πάντως τους χαιρετι­σμούς του.
Η κοπέλα κάθισε δίπλα στο σκυθρωπό Κιμ που ξεκί­νησε ολοταχώς. Πώς δεν είχε προσέξει πως υπάρχουν τόσα φυλάκια στο δρόμο προς το αερδρόμιο; Πώς μπορεί κάποιος να πετάξει μακριά χωρίς να τον πάρουν είδηση;
Στο αεροδρόμιο η κοπέλα έτρεξε να ετοιμάσει τα εισι­τήρια, ενώ ο Κιμ έβγαζε τις βαλίτσες.
  Γιουν; Γιουν; τον ρώτησε με μάτια ορθάνοιχτα απ' την αγωνία η Αντιγόνη.
Ο Κιμ την κοίταξε με μάτια θολά απ' το πιοτό και σή­κωσε τους ώμους, αδιάφορα.
  Γιουν Γιουν, επανάλαβε σαν θλιβερή ηχώ, ενώ απί­θωνε τις βαλίτζες στο πεζοδρόμιο.
Η αγγλόφωνη συνοδός την πλησίασε φουριόζα.
  Ελάτε, μπορούμε να περάσουμε, της είπε μα εκείνη έμενε ακίνητη σα στήλη άλατος.
   Μα τι συμβαίνει; ρώτησε τον Κιμ που αδιάφορος κάθισε στη θέση του οδηγού και τσούλησε τ' αμάξι προς το πάρκιν.
   Δεν φεύγω, αν δεν δω τον Γιουν, είπε η Αντιγόνη κοιτώντας κατάματα τη λεπτή γυναίκα. Αν χρειαστεί θα μεί­νω εδώ για πάντα, πρόσθεσε.
Δεν μπορείτε να μείνετε άλλο εδώ, της είπε εκείνη με ψυχρό χαμόγελο. Με τη χώρα σας δεν διατηρούμε διπλωμα­τικές σχέσεις και δεν θα είχαμε διάθεση να προκληθεί κανένα επεισόδιο. Δυστυχώς τώρα πρέπει να φύγετε. Θα χαρούμε όμως να σας ξαναδούμε κοντά μας, όπως ελπίζουμε ότι μπο­ρούμε να στηριζόμεθα σε σας και την επιτροπή που εκπροσω­πείτε, για την φιλοξενία Κορεατών συντρόφων μας στην ωραία σας πατρίδα.
Την κοιτούσε με βλέμμα άδειο.
 Κι όμως σκεφτόταν. Μου υποσχέθηκες... "Όσο υπάρχει θάνατος". Κι όμως με είχες εγκαταλείψει στο λούνα παρκ να γυρνώ τόσο παράλογα.
  Είσαι ασφαλής, μου είπες, τότε. Εσύ; Πόσο ασφα­λής είσαι, Γιουν αγάπη μου; Αποστολή... Ποια αποστολή μπορούσε να σε κρατήσει μακρυά μου, δίχως το στερνό αντίο, δίχως ένα άγγιγμα, ούτε ένα φιλί, ούτε καν ένα χρυ­σάνθεμο τ' αποχαιρετισμού, μια σταγόνα ελπίδας. Πέταξες το βότσαλο κι έσβησες τη μορφή μας που δεν ήταν παρά ένα παιχνίδι στο νερό.
Αύριο; Τι θα φέρει τ' αύριο; Ανήκουμε στον ίδιο πα­ράλληλο, στο είπα. Μα δε με πίστεψες. Προτίμησες τα σύνορά σου.
Αχ και να γινόταν, ευχήθηκε η Αντιγόνη, να κράταγα κάτι από σένα. Κάτι υλικό, κάτι που ν' αγγίζω και να μ' αγγί­ζει. Να 'μουν η μάνα του παιδιού σου, Γιουν αγάπη μου. Θα του 'στηνα την παραδοσιακή γιορτή στα πρώτα του γενέθλια ακριβώς όπως μου την διηγήθηκες. Θα του φορούσα ρούχα γιορτινά με χτυπητά χρώματα, θα φώναζα γνωστούς και φί­λους και θα 'βαζα μπροστά του όλα του κόσμου τ' αγαθά για να διαλέξει.
Από αυτή την πρώτη εκλογή κρίνεται τ' αύριο. Έτσι δεν είπες, Γιουν αγάπη μου; Παλιότερα καλεσμένη θα 'ταν κι η μάντισσα που θα μπορούσε να ξεδιαλύνει το γρίφο μιας παιδικής επιλογής. Εσύ Γιουν, τι τάχατες να διάλεξες σ' αυτό το πρώτο σταυροδρόμι της ζωής σου; Γιατί δεν μου είπες, τι σου είπαν ότι διάλεξες; Κι αν διάλεγες το μήλο, αντί για το χαρτί τούτο τι σήμαινε; Μήπως θα γινόσουν ο αγρότης; Με μήλο πλάνεψαν τον Πάρι τρεις Θεές. "Διάλεξε του 'παν ποια είναι η ομορφότερη ανάμεσά μας" κι εκείνος πρόσφερε το μή­λο στην Αφροδίτη όχι γιατί μπορούσε να διαλέξει ανάμεσα σε τρεις Θεές, μα γιατί εκείνη του 'ταξε για σύντροφο την ομορ­φότερη γυναίκα στον κόσμο.
Τι θα 'πρεπε να σου τάξω, Γιουν, για να κρατήσω το μή­λο της εκλογής σου; Κι ένα παιδί, δικό σου και δικό μου, τι θα διάλεγε απ' το μήλο του κόσμου που του προτείνω; Θα γίνεις, τάχα ναυτικός για το χατίρι μου, όπως μου το 'ταξες το στερ­νό μας βράδυ; Αν είμαι η Πηνελόπη, θα γίνεις Οδυσσέας μου; Όμως για σένα η Ιθάκη είναι εκεί, ο τόπος που πατάς κι εγώ δεν είμαι παρά το τραγούδι των Σειρήνων. Δεν κατέχω μήτε τα ξόρκια της Κίρκης για να σε μαγέψω, μήτε κρατώ του Κά­τω Κόσμου τα κλειδιά, κι ας μου υποσχέθηκες "όσο υπάρχει θάνατος".
Για σένα ίσως δεν είμαι παρά μια σκιά, που ατέλειωτα μετενσαρκώνεται. Αν πίστευα πως πραγματικά είσαι άθεος, τότε ναι, θα 'ξερα πως σίγουρα είμαι η μια και μοναδική αγα­πημένη σου μέχρι τη βιολογική μας έκλειψη.

Όμως εσύ μ' αγάπησες τριγυρισμένη από μορφές που 'χουν περάσει, μ' έντυσες με το μυστήριο και το βάρος των αι­ώνων, έσμιξες μαζί μου όπως οι θεοί στον τόπο μου. Έπρεπε να διαβείς τόσα εμπόδια για να μ' αγγίξεις. Πόσα διπρόσωπα παραμύθια φέρνεις; Φοβάμαι, αγάπη μου, τις μνήμες που κουβαλά η υπόσχεσή σου. Όσο υπάρχει θάνατος, σημαίνει, όσο υπάρχει ελπίδα νέας ζωής. Θυμάμαι τα παιδιά, που πη­δούν φλεγόμενα στο θάνατο με την ελπίδα πως προσφέρουν στη ζωή και τη δημοκρατία και τρέμω, τρέμω Γιουν αγάπη μου, τούτη τη δίβουλη υπόσχεσή σου. "Όσο υπάρχει θάνα­τος" ίσως για σένα να σημαίνει "όσο υπάρχει ελπίδα να σε ξα­νασυναντήσω σε κάποια νέα μετενσάρκωση". Γι' αυτό σου λέω Γιουν. Θα 'θελα να κρατήσω κάτι από σένα υλικό, κάτι δικό μας. Δε θα 'βαζα μπροστά στο παιδί μας το μαχαίρι ή τη φωτιά. Όχι ψέματα λέω. Τίποτε δε θα 'λείπε απ' το γιορταστι­κό τραπέζι του παιδιού μας. Κι αν άπλωνε τα χέρια στο νερό θα του 'δινα καράβι στο Αιγαίο κι αν έδειχνε τον ουρανό θα του 'φτιαχνα φτερά για να πετάξει. Γιατί είναι άδικο. Μήλο ο κόσμος μας κομμένος με μαχαίρι σε φέτες που μαυρίζουν απ' τον καημό να σμίξουν. Σπόρια ο κόσμος μας που ανυπομο­νούν να σμίξουν με τη γης για να φυτρώσουν. Καρδιά ο κό­σμος μας που δεν κουράστηκε να ματώνει στ' όραμα του αύ­ριο που δε θέλει να ξημερώσει ξαστεριά".
Δεν κατάλαβε πώς μπήκε στο αεροπλάνο, πώς πέρα­σαν οι ατέλειωτες ώρες της διαδρομής πάνω απ' την Σοβιετι­κή Ένωση. Στο μυαλό της έρχονταν παράξενες εικόνες ονει­ρικές. Ο Γιουν έφιππος με στολή στρατηγού το μεσαίωνα, ο Γιουν ντυμένος γαμπρός στην παραδοσιακή τελετή του γά­μου, κάποιος ονειρικός καταρράκτης στο στούντιο ζωγρα­φικής, ο Γιουν ψαράς στο μισόφωτο του τάφου και το γιαπί του ξενοδοχείου της Πιον - Γιανγκ ανάμεσα στα σύννεφα.
Συνήλθε στο αεροδρόμιο της Μόσχας. Τα μάτια της έκαιγαν μα ήταν στεγνά. Ήθελε να ουρλιάξει μα φωνή δεν ξέ­φευγε απ' τα χείλη της. Κοιτούσε αμίλητη τις προκλητικές βι­τρίνες. Μέσα απ' τις κρυστάλλινες προθήκες επιχρυσωμένες εικόνες με φουσκομάγουλους αγίους γυαλοκοπούσαν χαιρέ­κακα στις διαφημίσεις που καλούσαν τους ταξιδιώτες να επισκεφθούν τη Μόσχα της Περεστρόικα.
— Κι όμως, φάνηκε να της ψιθυρίζουν αυτές οι μυστη­ριακές υπάρξεις. Όλοι στον ίδιο παράλληλο ταξιδεύουμε... Όσο υπάρχει θάνατος.
ΤΕΛΟΣ

Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου

Σχόλια

  1. Plakiotis Anargiros Το διάβασα, το χάρηκα , εντυπωσιάστηκα και προβληματίστηκα! Γλαφυρή και περιγραφική, όπως πάντα. Να είσαι καλά Μαρία και ευχαριστούμε!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Theofilos Iliades
    Μαρία ο νοών νοείται, χίλιες φορές δημοκρατία και ας είναι κουτσή, ο λαός θα την διορθώσει αγάλι -αγάλι.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης