Πούσκιν
Πούσκιν
Δεν ήταν άσχημη. Είχε μονάχα
κείνα τα σπυριά, που τη βασάνιζαν κάθε που περίμενε τις δύσκολές της μέρες.
Λεπτοκαμωμένη κι εύθραυστη, κομψή και ντελικάτη, αριστοκρατική κι ευαίσθητη.
Έφταιγαν οι μνήμες της. Τα όνειρα
που δεν έλεγαν να πεθάνουν, οι εικόνες των βιβλιων που βάραιναν τα βήματά της στη
νέα αφιλόξενη πατρίδα. Επιστροφή στην πατρίδα αποφάσισε ο πατέρας όταν το
όνειρο του υπαρκτού σοσιαλισμού σωριάστηκε σε θρύψαλα ανασφάλειας. Είχαν ήδη
αφήσει εκεί τα κόκκαλα της μάνας της κι ένα μεγάλο κομμάτι απ’ τη ζωή τους. ‘Ετσι
πατρίδα γιαυτήν δεν ήταν η καινούρια γη των μακρινών προγόνων. Πατρίδα ήταν η
χώρα που γεννήθηκε και μεγάλωσε. Πατρίδα για κείνην ήταν πάντα η Ρωσία. Αυτή
κυλούσε στις φλέβες της, μοσκοβολούσε τσάι και μπριός, την κύκλωνε με νεύματα
απεραντοσύνης. Στην Αμπχασία, χαμένη στα βάθη της Ασίας μεγάλωσε. Θυμόταν τους γάμους
που κρατούσαν μια βδομάδα και όπου η νύφη άλλαζε φουστάνι κάθε μέρα κλεισμένη
στο γυναικωνίτη με το πρόσωπο καλυμμένο, κυκλωμένη από συγγένισες που
τραγουδούσαν κι έκλαιγαν, όσο οι άντρες ξεφάντωναν με άγριους αγώνες πάνω στα
άλογα. Άγριος τόπος, παράξενος και συναρπαστικός, σαν παραμύθι. Και το σχολειό
μια όαση που ξεδιψούσες, γιατί το ποίημα δεν το διάβαζες αλλά το ζούσες, γιατί
οι γιορτές ποτέ δεν ήταν τυπικές αλλά όλοι ξεσπούσαν σε κλάματα στα μαθητικά
σκετς και η Ελλάδα ήταν υπαρκτή στις συνάξεις της προσφυγιάς, πιο υπαρκτή απ’
όσο όταν τη γνώρισε από κοντά, αργότερα.
Τώρα το δυαράκι της απέναντι
από το Δημοτικό κι εκείνη άναυδη παρακολουθεί με τι αδιαφορία απαγγέλουν τα
παιδιά στις εθνικές επετείους. Εκείνη που δεν άντεξε και ξέσπασε σε λυγμούς, όταν
διαβάζοντας στην τάξη που δίδασκε τα ρωσικά το πιο τρυφερό διήγημα του Τσέχωφ
είδε δυο νεαρούς να χαχανίζουν ξεδιάντροπα. Εκείνη που πονούσε βλέποντας τη
γιορταστική πυρά των σχολικών βιβλίων στο τέλος κάθε σχολικής χρονιάς λίγο πριν
αρχίσει το μπουγέλωμα.
-Μα τα βιβλία έχουνε ψυχή! Συνήθιζε
να λέει στους μαθητές της. Γιαυτό και ο Χίτλερ τα έκαιγε. Κι επειδή το κράτος τα
δίνει δωρεάν θα πρέπει να τα καίνε; Δεν είναι τα λεφτά που δίνουν την αξία στο
βιβλίο. Κι εμείς δεν τα αγοράζαμε εκεί. Μα πόσο τα λατρεύαμε! Τα δανειζόμαστε
και κάναμε ανταλλαγές και ξενυχτούσαμε γιατί έπρεπε οπωσδήποτε να επιστρέψουμε
το βιβλίο την καθορισμένη μέρα γιατί κι άλλοι διψούσαν να το διαβάσουν. Κάθε
βιβλίο έχει ψυχή. Κάθε βιβλίο ριζώνει μέσα μας. Δεν είναι όπως το σινεμά, που
οι εικόνες αποτυπώνονται αυτούσιες στην καρδιά του θεατή. Κάθε βιβλίο είναι σα
να το γράφουμε και μεις. Μεταμορφώνεται ανάλογα με τον αναγνώστη, κάποιες φορές
αλλάζει μαζί μας όσο οι εμπειρίες μας αναγκάζουν να το ξαναδιαβάσουμε με φρέσκο
βλέμμα.
Ο Πούσκιν! Ω αυτός ο
Πούσκιν! Πώς να τον μεταφράσεις; Οι απλές καθημερινές λέξεις γίνονται ποίηση,
έτσι που να χωρούν στην καρδιά του αμόρφωτου όπως και του μορφωμένου. Μάταια
προσπάθησαν ν’ αναλύσουν το γιατί. Η μαγεία δε μεταφέρεται σε άλλη γλώσσα. Οι
ήχοι είναι το τραγούδι της ρωσικής στέπας, τα καμπανάκια από το έλκηθρο, το ψιθύρισμα
του αγέρα στα φύλλα της σημύδας. Τα αισθήματα είναι ο πυρήνας της ρωσικής
καρδιάς. Δε χρειάζεται να ξέρεις ρωσικά για να καταλάβεις τη μουσική της ποίησης
του Πούσκιν.
Αυτά του έλεγε κι εκείνος
άκουγε. Άσχημος σαν τον Πούσκιν, γιατρός που έγραφε «ποίηση» που την κρατούσε
στο συρτάρι του γιατί κανένας δε μπορούσε να την εκτιμήσει. Τη διάβαζε μόνο σ΄ αυτήν
γιατί αυτή ήταν η μόνη αδελφή ψυχή στο μάταιο τούτο κόσμο. Την άκουγε με
κομμένη ανάσα να του απαγγέλει στίχους ρωσικούς, Πούσκιν τις πιο πολλές φορές
κι αρκούσε η μουσική των ήχων και το τρέμουλο στη φωνή της για να του φέρει
δάκρυα στα μάτια.
Τον είχε πρωτογνωρίσει χάρη
σε μια μαθήτριά της, σαν γιατρό. Ήταν εξουθενωμένη απ’ τη φρίκη της προσφυγιάς.
Είχε συνηθίσει αλλιώς. Στο Πανεπιστήμιο, με ρυθμούς ήπιους κι ανθρώπινους,
χωρίς το άγχος της ανεργίας, χωρίς πολυτέλειες αλλά με το καθημερινό εξασφαλισμένο. Έπειτα ήλθε η κατάρρευση, η τρομακτική
αλήθεια που κρυβόταν πίσω από την προπαγάνδα, η ανασφάλεια, ο εμφύλιος, ο ξεριζωμός.
Βρέθηκε στη ζούγκλα της Αθήνας, εργάτρια σε υφαντουργείο, καθαρίστρια,
σερβιτόρα να πουλά στις λαϊκές τα λείψανα της σοβιετικής πραμάτειας, να περιποιέται
γέρους κατάκοιτους, μόνη, αυτή και ο γερο πατέρας της να σέρνεται ανήμπορος προς
το θάνατο, εργάτης που πάλεψε για τα δίκια της εργατιάς ολάκερη ζωή, δίχως μια σύνταξη,
να καλεί το θάνατο κρεμασμένος πάνω της. Πέρασε όλους τους εξευτελισμούς για να
επιβιώσει. Αυτό που την ενοχλούσε πιο πολύ ήταν το σεξουαλικό παζάρι. Κάθε
αφεντικό πίστευε ότι έχει δικαιώματα και όταν εκείνη του τ’ αρνιόταν ήταν πολύ
απλό το να την απολύσει. Η θέση τους στη
νέα πατρίδα δεν πρόσφερε καμιάν ασφάλεια κι έτσι πια δεν παραξενευόταν μαθαίνοντας
για κάποιες παλιές της γνώριμες που σύχναζαν σε μπαρ ή χόρευαν γυμνόστηθες
μπαλέτο. Έτσι έπιαναν καλύτερες τιμές στο εμπόρευμα, που έτσι κι αλλιώς έπρεπε
να παζαρεύουν με κάθε νέο εργοδότη. Εδώ αυτό φαίνεται ότι ήταν το πολυτιμότερο
εμπόρευμα που κουβάλησαν. Τα ξανθά μαλλιά και τα μακριά πόδια. Εκεί δεν ήταν
έτσι τότε. Εκεί όλα είχαν μια νότα ρομαντισμού. Μπορεί να χώριζαν και να
ξαναπαντρεύονταν πολλές φορές, μπορεί να έμπλεκαν σε ιστορίες πάθους, αλλά ο
έρωτας ήταν πρώτα απ’ όλα αίσθημα και μετά κρεβάτι.
Άργησε πολύ να βρει το δρόμο
της στην Ελλάδα. Άργησαν πολύ να φανούν στο δρόμο της οι άνθρωποι που διαθέτουν
ακόμη ανθρωπιά και να της δείξουν κάποια μονοπάτια. Άργησε να βρει μια θεσούλα
ανάλογη με τα προσόντα της, όχι καλοπληρωμένη, αλλά με την αξιοπρέπεια που της άρμοζε.
Ήταν τόσο καταπονημένη όταν τον γνώρισε και πίστεψε ότι επιτέλους η Μοίρα
αποφάσισε ν’ ανταμείψει την υπομονή της με κάποια αχτίδα ευτυχίας. Μέχρι τότε της
είχαν κάνει καλοπροαίρετα κάποια συνοικέσια φίλοι που αποκτούσε στις τάξεις της
των ρωσικών. Την απέλπιζε το παζάρι της κάθε γνωριμίας. Το κριτικό βλέμμα του
κάθε υποψηφίου, που τη στάθμιζε και την αξιολογούσε σα νάταν εμπόρευμα. Ποτέ
δεν κατέληγε πουθενά. Οι περισσότεροι έψαχναν για προίκα ή για εύκολο κρεβάτι.
Εκείνος δεν ήταν νέος ή
γοητευτικός, αλλ’ αγαπούσε την ποίηση, όσο και τα φαγητά της. Ήταν καλοφαγάς κι
εκείνη σκοτωνόταν για να τον περιποιείται έτσι όπως είχε μάθει στη Ρωσία.
Διάλεγε τα ρούχα του, εκείνος ήταν τόσο πολυάσχολος για κάτι τέτοια, φρόντιζε
να είναι καθαρός και περιποιημένος, τον συνόδευε σε λογοτεχνικές βραδιές, τον
συντρόφευε τις νύχτες που εφημέρευε και δεν είχε πολύ δουλειά στο νοσοκομείο.
Ποτέ δεν της πρόσφερε ούτε ένα τριαντάφυλλο. Εκείνη τον πίστευε. Της αρκούσαν
οι διαβεβαιώσεις του έρωτά του, ακόμη κι αν κάποιες τους συναντήσεις δεν ήταν
παρά η δική του σεξουαλική εκτόνωση ανάμεσα σε δυο επαγγελματικά του ραντεβού.
Άλλωστε χωρίς να του το ζητήσει είχα μιλήσει στον πατέρα της για τις σοβαρές
του προθέσεις και είχε πάρει την άδειά του για να την επισκέπτεται στο σπίτι της.
Δεν τον ενδιέφεραν τα χρήματα, της έλεγε και της υπόσχονταν ότι δε θ’ αργούσαν
οι επίσημοί τους αρραβώνες.
Εκείνο το βράδυ είχε
ετοιμάσει το αγαπημένο του φαγητό. Δεν ήταν εύκολο εδώ να βρει τα απαραίτητα
για τη ρώσικη κουζίνα. Έπρεπε να ψάχνει ξανά και ξανά σε ειδικά πανάκριβα
μαγαζιά για απαιτητικούς πελάτες. Όμως χαιρόταν να τον περιποιείται, χαιρόταν
να τον ακούει να παινεύει τη μαγειρική και το καλοστρωμένο τραπέζι της.
Όμως αργούσε. Πόσο αργούσε κείνο το βράδυ! Δεν
ήταν η πρώτη φορά. Τον καταλάβαινε. Γιατρός ήταν, κάτι θα μπορούσε να τούχει
συμβεί. Εκείνη όλα τα καταλάβαινε. Πάντα έσπευδε να δικαιολογήσει το κάθε τι. Όμως
τούτη τη φορά αργούσε τόσο και άρχισε πια ν’ ανησυχεί, τόσο που τηλεφώνησε στο
ιατρείο του. Νόμισε ότι έκανε λάθος όταν άκουσε τη γυναικεία φωνή. Τον ζήτησε
με τ’ όνομά του.
-Ποια τον ζητεί; Είπε η ξένη
φωνή.
-Η μνηστή του, είπε
προσπαθώντας να δείξει σε αυτή την προφανώς πελάτισσα, ότι είχε δικαίωμα να του
μιλήσει.
-Η ποια; Είπε η ξένη φωνή
κατάπληκτη.
-Η μνηστή του, επανέλαβε
εκείνη σταθερά.
-Δεν ξέρω αν κάνετε πλάκα,
είπε ψυχρά η άλλη, αλλ’ αποκλείεται να είστε η μνηστή του, αφού εγώ είμαι εδώ
και δέκα χρόνια η γυναίκα του και μάνα των παιδιών του.
Ακουσε τον ήχο του
ακουστικού ξερό να κλείνει κι έμεινε ακίνητη δίπλα στο τηλέφωνο. Τα δάκρυα
κυλούσαν στο πρόσωπό της χαράσσοντας με μαύρα ποτάμια το μεικαπ που με τόση
προσοχή είχε βάλει, λεκιάζοντας το καλό της φόρεμα, μουσκεύοντας το μαύρο
σουτιέν που τόσο του άρεσε να της βγάζει.
Τα κεριά στο τραπέζι είχαν λιώσει,
απειλούσαν να κάψουν το κεντητό της τραπεζομάντηλο, όταν τη βρήκε αργά τη νύχτα
ο πατέρας της στην ίδια θέση με το ακουστικό στο χέρι. Μάταια τη ρωτούσε τι
είχε συμβεί. Το βλέμμα της καρφωμένο στο κενό κι οι ποταμοί των δακρύων της αστείρευτοι.
Αρνιόταν ν’ αφήσει το ακουστικό από το χέρι της, αρνιοταν να τα μεταφέρουν στο
κρεβάτι.
Χρειάστηκε να νοσηλευτεί σε
ψυχιατρείο, όμως κάθε φορά που έβλεπε μπλούζα ιατρική οι ωκεανοί των δακρύων της
ξανάρχιζαν τη βουβή απειλητική τους καταιγίδα, λες και άδειαζαν την ψυχή της. Σιγά
σιγά το κορμί της αλάφρωνε. Προσπάθησαν να τη συντηρήσουν με ορούς, αλλά δεν
επικοινωνούσε με το περιβάλλον.
Ήταν ανοιξιάτικο πρωινό όταν
άνοιξε ξαφνικά τα μάτια της και χαμογελώντας απόκοσμα άρχισε ν’ απαγγέλει
γλυκούς μουσικούς ρώσικους στίχους. Χαμογελούσε ακόμη όταν άφησε την τελευταία της
πνοή.
-Τι είπε; Ρώτησε ο γιατρός
συγκινημένος απ’ την αρμονία των ήχων και η αδελφή σήκωσε αδιάφορα τους ώμους.
-Πούσκιν, ψιθύρισε η
ρωσοπόντια καθαρίστρια που έστρωνε το διπλανό κρεβάτι. Ήταν από ένα ποίημα του
Πούσκιν.
1-10-1994
Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου
Δημήτρης Πράσσος
ΑπάντησηΔιαγραφήΚι έπειτα μου λέτε να μη ζηλεύω!. Αυτό το κείμενο, είναι ένα διαμαντένιο δάκρυ. Και είναι πρωινή η ώρα που το διάβασα.
Για το "Πούσκιν" αναφέρομαι.
Maria Sotiropoulou
3/12/2013 09:35 π.μ.
Maria Sotiropoulou
Ευχαριστω πολύ Δημήτρη μου μάθαινα τότε ρωσικά γιατί δούλευα τον "Παπού απ την Οντεσα" και πήρα αφορμή για το μύθο από τις κουβέντες της δασκάλας μου στα ρωσικά
Δημήτρης Πράσσος
3/12/2013 09:38 π.μ.
Δημήτρης Πράσσος
Έχω μια –πολύ μακρινά- αντίστοιχη εμπειρία με τον Λέρμοντωφ. Τόλμησα να τον αναφέρω σε μια παλιά μου αγαπημένη (από τη Γεωργία) για να αναλυθεί σε δάκρυα και να αρχίσει να μου απαγγέλει στίχους ακατάληπτους (για μένα).
Πραγματική γροθιά! Κι αυτό και τον παππού απ την Οντεσσα τα είχα διαβάσει παλαιότερα είναι όμως κείμενα που κάθε φορά με συγκινούν βαθιά. Κυριακή Σιγάλα
ΑπάντησηΔιαγραφήΕξειρετικό Μαρία μου...!!!!!!!!!!!!!!!!! Sonia Tourkolia
ΑπάντησηΔιαγραφή