Πρωί πρωί στην Εφορία

Πρωί πρωί στην Εφορία


  Πρωί πρωί να προλάβω τις ουρές στο παγωμένο πρωινό του Δεκέμβρη. Ερημιά στο άλλοτε θορυβώδες κτίριο. Πινακίδες πρόχειρα εκτυπωμένες με καθοδήγησαν στο σωστό όροφο. Ένας ηλικιωμένος υπάλληλος πίσω από το γκισέ και παντού τείχη φακέλων.
-Εδώ είναι για… ρώτησα
-Ναι, μου απάντησε, ενώ συνέχισε να μελετά κάτι έγγραφα.
Έβγαλα την ταυτότητα και περίμενα 2,3 λεπτά.
-Μισό λεπτό να τελειώσω κάτι που διαβάζω μου είπε και βιάστηκα να κατανεύσω ευγενικά.
Πέντε λεπτά και άλλοι δυο πολίτες στάθηκαν πίσω μου. Η μια κρατούσε αλβανικό διαβατήριο. Ο υπάλληλος βυθισμένος στη μελέτη και μεις ανταλλάσσαμε ειρωνικά χαμόγελα. Άρχισα να χτυπώ τα δάχτυλα  στην ταυτότητα ενώ η αλβανή ψιθύριζε στο συνοδό της. Μπήκε ένας νεαρός.
-Καλημέρα κυρ Νίκο, είπε στο μελετηρό υπάλληλο που γρύλισε καλημέρα χωρίς να σηκώσει το κεφάλι από τα έγγραφα. Ο νεαρός κάθισε μπροστά από άλλο κομπιούτερ το άναψε κι άρχισε τη διαδικασία να μπει στο σύστημα. Ανασηκώθηκα στις μύτες των ποδιών να δω πόσες σελίδες έχει ακόμη να διαβάσει ο μελετηρός εφοριακός.
Επιτέλους το τέλειωσε.
-Η διαθήκη του παπού! μου είπε. Το φαντάζεσαι; Αφήνει την περιουσία  μόνο στους άρρενες κατιόντες!!!
Συμφώνησα εύχαρις για τον παραλογισμό του παπού του. Με το πάσο του βρήκε τα στοιχεία στο κομπιούτερ, αλλά κάτι έλειπε κι έπρεπε ν’ ανεβώ στον 5ο.
Εκεί ένας υπάλληλος θαμένος σε φακέλους απάντησε καταφατικά στην ερώτηση αν είμαι στο σωστό τμήμα γιαυτό που θέλω προσθέτοντας «Υπάρχει ουρά».
Η ουρά ήταν αυτοσχέδια αφού χώρος υπήρχε άπλετος και σπασμένες καρέκλες, γραφεία και σκαλιά υποστήριζαν την αναμονή.
-Ποιος είναι ο τελευταίος; Ρώτησα και μου έδειξαν μια κοπέλα όρθια μπροστά στον πάγκο. Βρήκα μια παλιά καρέκλα γραφείου άδεια και στρογγυλοκάθισα.
-Εγώ είμαι η τελευταία στην ουρά πληροφόρησα τον επόμενο κι εκείνος την επόμενή του.
Ξαφνικά εμφανίστηκε και άλλος υπάλληλος, που εξυπηρετούσε τη δική μου προπορευόμενη, που δεν άργησε να τελειώσει. Ρώτησα μήπως είχα κάνει λάθος για την ουρά.
-Όχι εμείς περιμένουμε για το χαράτσι, είπαν οι άλλοι προπορευόμενοι.
- Μήπως ξέρετε που βρίσκονται οι υπάλληλοι που υπηρετούσαν στον Πόρο; ρωτά άγρια μια κυρία.
-Σε ποιαν ουρά να σταθούμε; Λέει κάποιος άλλος.
-Και οι δυο κάνουμε όλες τις δουλειές, αλλά εγώ έχω και το χαράτσι! Είπε άγρια ο άλλος υπάλληλος ενώ ο δικός μου αμίλητος έλεγχε τα χαρτιά μου.
-Γιατί μας επιτίθεστε; Του λένε οι αναμένοντες.
-Δεν σας επιτίθεμαι. Έτσι μιλάω, φωναχτά.
-Γιαυτό δε μας ακούς, είπε η κυρία από τον Πόρο.
-Ακούω και γιαυτό σας απάντησα, είπε ο υπάλληλος. Απλώς να μη λέτε σε μένα τα παράπονά σας.
-Εσένα έχουμε μπροστά μας, είπαν εν χορώ οι αναμένοντες. Δε φθάνει που ήλθαμε δω να πληρώσουμε λέει αυτός που ήδη εξυπηρετούνταν.. θάπρεπε να μας εξυπηρετείτε άμεσα.
-Έκλεισαν τις εφορίες στον Πόρο, είπε η κυρία. Ξέρετε πόσο μου κόστισε για νάρθω σήμερα εδώ 100 Ευρώ. Και δεν κοιμήθηκα όλη νύχτα.
-Και μεις από τις Σπέτσες, είπαν οι άλλοι κι άρχισαν να διαγωνίζονται για την ακρίβεια του κόστους των εισιτηρίων.
-Δεν καταλάβατε είπε ο υπάλληλος. Έκλεισαν τις εφορίες για να μη πληρώνουν ενοίκιο. Κι εδώ θα την κλείσουν. Από 7 υπαλλήλους, οι 5 έφυγαν με σύνταξη. Νομίζετε ότι τους ενδιαφέρει η ταλαιπωρία σας; Για σας είναι μεγάλη γιαυτούς ασήμαντη.
Ευχαρίστησα ευγενικά το δικό μου σιωπηλό υπάλληλο, ενώ ένας αέρας συναδέλφωσης έπνεε στον όροφο και όλοι μαζί έβριζαν τους κρατούντες.
Επέστρεψα στον πρώτο όροφο όπου τρία άτομα περίμεναν μπροστά από το μελετηρό υπάλληλο, που μιλούσε στο τηλέφωνο. Ο νεαρός υπάλληλος με αναγνώρισε και συνωμοτικά με προσκάλεσε, να με εξυπηρετήσει αν και κάπου χρειάστηκε τη βοήθεια του γηραιότερου.
Ξεμπέρδεψα σχετικά γρήγορα. Κατέβηκα σκόπιμα με τα πόδια ανακαλύπτοντας σε κάθε όροφο την ίδια μίζερη αντιμετώπιση της κρατικής συνδιαλλαγής με τον πολίτη.
-Παράξενο, σκέφτηκα. Κανείς στα πολλά που ακούστηκαν στον ύμνο συναδέλφωσης υπαλλήλου- πολιτών, δεν μιλούσε ευθέως κατά της κυβέρνησης. Όλοι κατηγορούσαν τους κρατούντες, τους αλήτες, τους υπεύθυνους, τους ισχυρούς, τα μεγάλα κεφάλια. Κανείς δεν πιστεύει πια ότι η εκλεγμένη κυβέρνηση ή η πολιτική έχουν τον έλεγχο του κράτους. Απρόσωπη εξουσία μας επιβάλλεται από ξένα κέντρα αποφάσεων που θυμίζουν δαιμονικές παρεμβάσεις σε θεοκρατικά καθεστώτα. Άλλοι αποφασίζουν εμείς υποτασσόμεθα στις πιο παράλογες διαταγές τους. Κανείς πια δεν ελπίζει. Έτσι κι αλλιώς βρισκόμαστε στην καρδιά του Χειμώνα. Θα τον αντέξουμε;; Αυτή η μόνη απορία.

Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης