Ιστορία δίχως όνομα

Το διήγημα "Ιστορία δίχως όνομα" γράφτηκε πριν από 40 χρόνια και περιέχεται στο ομώνυμο πρώτο μου βιβλίο (συλλογή διηγημάτων) που εκδόθηκε το 1976. Το Ίντερνετ μου επέτρεψε την μεταγραφή του από το χαρτί σε ψηφιακή μορφή, αν και δυσκολεύτηκε στη μετατροπή των πνευμάτων και των τότε τόνων στα σημερινά δεδομένα της ορθογραφίας. Επέλεξα να διατηρήσω την ορθογραφία της εποχής (τα -η στη θέση πολλών -ει κλπ) δηλαδή όλα όσα αναγκαστήκαμε να ξεμάθουμε όσοι είχαμε διδαχθει την απλή καθαρεύυσα, με την επιβολή της νέας δημοτικής στα σχολεία. 
Ελπίζω ο σημερινός αναγνώστης να μη δυσκολευθεί στην κατανόηση του κειμένου που περιγράφει μια πραγματικότητα που τώρα πια φαντάζει μακρινή. 
Για να τον διευκολύνω μάλιστα επειδή ζούμε την εποχή της εικονογράφησης, πρόσθεσα στην ανάρτηση φωτογραφίες από την Ελλάδα 1960-1970 
Για μένα σαν αναγνώστη, που πλέον αναπολώ νοσταλγικά την εποχή, έχει ενδιαφέρον η ειρωνική ενάργεια με την οποία τότε κατεγραψα την υποκρισία και την καταπίεση των κοινωνικών συμβάσεων, τον ιδεαλισμό των επαναστάσεων της νέας γενιάς, αλλά και τ' ότι διέβλεπα ότι δεν υπήρχε άλλη διαφυγή πέρα από το συμβιβασμό και την εξομοίωση ή την οριστική διέξοδο της ατομικής ελευθερίας μέσω του θανάτου.
ΜΑΣ

Η Καστέλα τότε

Ήταν μια τυπική χριστιανική οικογένεια. Ό κυρ 'Αντώνης Κωστόπουλος, ένας ψηλός παχύς άνδρας μέ ψιλό μουστάκι τύπου Χίτλερ, σγουρά μαλλιά και συμπαθητικό πρόσωπο, ή κυρία Μαργαρίτα κοντούλα στρουμπουλή, μελαχροινούλα με στρογγυλό πρόσωπο και σγουρά μαλλιά πού σκέπαζαν το κεφάλι της σαν καπέλο, ή Λίτσα δεκαπεντάχρονη, λεπτή, ψηλή, συμμαζεμένη, μάλλον νόστιμη κι ή Λούλα παχουλή, πεταχτή, ανοιχτόκαρδη μόλις στα δώδεκα.
Στις κοσμικές οικογενειακές τους εκδηλώσεις όλοι τούς έλεγαν «ωραία, ωραία εσείς μοιράσατε τα παιδιά, δέν έχετε παράπονο» γιά τήν εξωτερική αδρή ομοιότητα της Λίτσας μέ τον πατέρα της και της Λούλας μέ τή μαμά της. Μά σά χαρα­κτήρες ταίριαζαν ανάποδα. Ό κυρ 'Αντώνης έβρισκε παρηγοριά κοντά στή μικρή του θυγατέρα, ένώ ή κυρία Μαργαρίτα είχε γιά παρτεναίρ στις φιλοσοφικές της συζητήσεις τήν «κοπέλλα» της, τή Λίτσα.
Ήταν μιά οικογένεια δασκάλων πού έπειτα από δεκαπέντε χρόνια περιοδείας στήν Ελληνική έπικράτεια κατάφεραν μέ λίγο μέσον, -ένας μακρινός ξάδελφος στό υπουργείο-, νά κατα­φθάσουν στήν 'Αθήνα γεμάτοι όνειρα και νά βολευτούν όπως όπως σ' ένα έτοιμόρροπο σπίτι, πού όμως τ' άγόρασαν μέ λεφτά πού μάζευαν δεκάρα δεκάρα, στά τόσα χρόνια της περιπλάνησής τους, ένα σπίτι ισόγειο, ύγρό, κρύο, δύο δωμάτια και κουζίνα και μιά αυλή γιομάτη τσουκνίδες. Έβλεπε στό βορριά κι ό ήλιος ποτέ δέν έμπαινε άπ' τό παράθυρο έτσι κυκλωμένο πού ήταν από πολυκατοικίες.
Ή Λίτσα μόλις έφθασαν, έκλαιγε μ' άναφυλλητά. Θυμόταν τή ζωή πού έζησε πετώντας δώ καΐκεΐ τόσον καιρό, μά πιότερο θυμόταν τόν τελευταίο της σταθμό, τήν πρώτη της αγάπη. Συμμαθητές απ' τό δημοτικό, μόνο σάν πήγαν στό γυμνάσιο κατάλαβαν πώς ήταν ερωτευμένοι. Μά στό πρώτο πέταγμά της ή καρδιά προχωρεί άργά άργά κι' έτσι ολάκερα δύο χρόνια πέρασαν μέ δειλά κρυφοκοιτάγματα και ραβασάκια άναπάντητα. «Ούτε τό χέρι δέν μοϋ έπιασε» ήταν τό παράπονο τής Λίτσας μαζύ μέ τ' άλλο : ήταν ένα κεφάλι πιό κοντός, μά τοΰτο τό τελευταίο έπαιρνε γιατρειά, σά θά μεγάλωσε θά ψήλωνε. Κι άνάμεσα από τά δάκρυα στοχάζονταν, έλπίζοντας τήν ώρα πού μεγάλοι πιά λεύτεροι, άπ' του κόσμου τά κακά λόγια, θ' άνταμωναν γιά πάντα, νά σμίξουν τή μεγάλη τους άγάπη, τήν τόσο αέρινη.
Κι ή Λούλα είχε τά προβλήματά της κι όμως δέν τόδειχνε. Ανοιχτόκαρδη γελαστή, δχι τόσο έγωΐστρια κι ονειροπαρ­μένη όπως ή μεγάλη της αδελφή, θυμόταν το φιλί του Γιώργου, πού τής πήρε κρυφά στο πλυσταριό ένα βράδυ, μα δε βιαζόταν να μεγαλώσει, ούτε την ένοιαξε αν τον ξανάβλεπε, σκέφτονταν πάντα με περιφρόνηση τά γελοία ξεσπάσματα του συναισθη­ματισμού της αδελφής της.
Ό κύριος 'Αντώνης μπήκε στο σπίτι με σταυροκοπήματα. Έβγαλε άπ' τη τσέπη τού σακακιού του μιά εικόνα τής παναγιάς τοϋ χωριοΰ του, (εκείνη τούς έδωσε τοΰτο τό σπίτι, ελεγε), κι έβαλε δλη τήν οικογένεια ν' άσπαστή τη γυαλιστερή Παναγίτσα. Βέ­βαια ή φωτογραφία έδειχνε τήν περιφορά της εικόνας και τον ασπασμό τόν δέχτηκε κι ό παπάς κι όλοι οί πιστοί, μα τοΰτο για τη ζωντανή πίστη τοϋ κυρ 'Αντώνη, δέ μείωνε τή θαυματουργικότητα της εικόνας, πού στή φωτογραφία δέν ξεπερνούσε μερικά χιλιοστά χαρτιού.
χαρούμενα παιδικά χρόνια
Κουβάλησαν τά πράγματα κι όπως ακούμπησε στον τοίχο μιά βαλίτσα σχίστηκε μιά εφημερίδα κολλημένη και βαμμένη στον τοίχο και χύθηκε ο σοφάς στό πάτωμα. Ή κύρια Μαργαρίτα αιώνια υπερβολικά αισιόδοξη, ή απαισιόδοξη βρίσκονταν τώρα στο στάδιο της ευφορίας της, (έπιτέλους, στήν αγαπημένη της Αθήνα) κι έτσι κουκούλωσε τή γενική απογοήτευση μέ τή θριαμ­βευτική της κραυγή : «Μη φοβάστε όλα θά πανε καλά!», κι οΰτε κι ή θέα του ταβανιοΰ πού έσταζε και τοϋ πατώματος της κου­ζίνας πουχε πάθει καθίζηση άπό την υγρασία, μπόρεσε νά τή βγάλη άπ΄ τό πέλαγο της αισιοδοξίας της, στη σκληρή πραγμα­τικότητα.
Ό κύριος 'Αντώνης, όπως πάντα περίμενε υπομονετικά να στήσουν τό κρεββάτι του κι έπειτα κλείστηκε στό ένα δω­μάτιο ν' άναπαυτή, γιατί τόσο ήταν κουρασμένος, ό καημένος.
Τά κορίτσια βαριεστημένα, βοήθαγαν τή μαμά τους νά ξαναστήση τό νοικοκυριό τους, γιά τελευταία, όπως έλπιζαν φορά, μέσα άπό μπαούλα και βαλίτσες.
Τήν άλλη μέρα κι όλας, όλοι πήγαν στά σχολεία τους. Μιά κι ήταν πρώτη τους μετάθεση, τούς είχαν εξορίσει στά σύ­νορα τής πρωτεύουσας, τόν ένα στό Κερατσίνι, τον άλλο στή Δροσιά, μά όπου νάναι πρόσμεναν καλύτερη τοποθέτηση, θά φρόντιζε ό ξάδελφος, τούχαν στείλει καί δώρο, ένα γαλόνι κρασί. Τά κορίτσια ήταν σέ γειτονικά σχολεία, άπεϊχαν μόνο δέ­κα λεπτά μέ τά πόδια. Στήν επαρχία είχαν συνηθίσει στίς κοντινές άποστάσεις. Τώρα έπρεπε νά ξεσυνηθίσουν. Στήν επαρχία είχαν ύπηρέτρια, ήταν άφέντες, οί χωριάτες έφερναν αύγά καί χορ­ταρικά, οί μαθητές έκαναν θελήματα. Έδώ ήταν μόνοι σέ μιά πόλη γεμάτη άγνώστους. Ποιός έδινε έδώ σημασία σέ δυο έπαρχιώτικα δασκαλάκια; Έδώ αύτό πού μέτρα είναι τά λεφτά κι ή καπατσοσύνη. "Ετσι μπήκαν σιγά σιγά σ' ένα νέο ρυθμό ζωής. Τό φαγητό τόφτιαχνε όποιος έφτανε πρώτος, πρόχειρο φαγητό, κακοφτιαγμένο. Ό κύριος 'Αντώνης ξάπλωνε κι έπαιρνε τό μεσημεριανό υπνάκο του, έπινε τό καφεδάκι του κι έφευγε γιά τό ιδιωτικό. Είχε βλέπεις δυό κόρες κι έπρεπε κάποτε νά τις παντρέψη, ήταν παιδιά δύο έκπαιδευτικών κι έπρεπε νά κάνουν εκλεκτούς γάμους. -Ιδιωτικό πήγαινε κι ή κυρία Μαρ­γαρίτα γιά τούς ίδιους λόγους, μά καί γιά κάτι ούσιαστικώτερο. Εκείνη ήταν ό οικονομικός εγκέφαλος της οικογενειακής επι­χείρησης. Ό κύριος 'Αντώνης πάντα άπασχολημένος μέ τά θρησκευτικά καί κοινωνικά του καθήκοντα — δεν άφηνε γάμο χωρίς φτηνό δωράκι καί κηδεία χωρίς επικήδειο — θεωρητικά μόνο συνέβαλλε στόν οικογενειακό προϋπολογισμό μ' ένα συμ­βολικό ποσό. Τά ύπόλοιπα κρύβονταν άγνωστο πού. Είχε μανία νά τά κρύβη. Συχνά ή κυρία Μαργαρίτα τάβρισκε μέσα σέ καλύμ­ματα βιβλίων ή σέ κορνίζες κάντρων, τάπαιρνε, κι εκείνος επειδή ξεχνούσε, ώς φαίνεται τις κρυψώνες, ποτέ δέν τάψαχνε.
Αύτή τήν περίεργη κατάσταση ή κυρία Μαργαρίτα τή δεχόταν λογικά καί προσπαθούσε νά διατηρή άνέπαφη πάση θυσία τήν οικογενειακή γαλήνη της χριστιανικής τους οικο­γένειας. Γιά νά μή μάθουν τίποτε τά παιδιά, έλεγε πώς τά δικά της λεπτά ξοδεύονται γιά νά ζοΰν, καί τοΰ πατέρα τους άποταμιεύονται γιά τις προίκες τους. "Ετσι ό κυρ 'Αντώνης είχε πάντα δίκιο νά τά βάζη μέ τήν άχαριστία τών παιδιών του σάν παράκουγαν. (Τά άθλια, δέν υπολόγιζαν τις θυσίες πού έκανε γιαυτά).
Ή κυρία Μαργαρίτα φρόντιζε γιά τις σπουδές τους, 'Αγ­γλικά καί Γαλλικά γιά τή μεγάλη μόνο 'Αγγλικά γιά τή μικρή, πού δέν τά πήγαινε τόσο καλά στά γράμματα. "Αν καί κόρη δύο έκπαιδευτικών ήταν μετριότητα. "Οχι βέβαια πώς έχανε χρο­νιές, αύτό έλειπε, πάντως δέν έπαιρνε και βραβεία.
Έτσι ή μέρα κύλαγε στούς δρόμους κι ή χριστιανική οικο­γένεια άρχισε ταχειά ν' άποσυντίθεται. Ή Κυριακή τούς χώ­ριζε άντί νά τούς ένώνει, όπως στήν έπαρχία. Έκεΐ πήγαιναν στήν εκκλησία εν σώματι, έπρεπε νά τούς δη ό κόσμος έτσι, άλλωστε έμενε ή υπηρέτρια νά συγυρίση καί νά μαγειρέψη, έτσι γινόταν σ' όλες τίς καθώς πρέπει οικογένειες. Ένώ τώρα ή κυρία Μαργαρίτα τήν Κυριακή έβαζε τήν πλύση της, ό κύριος 'Αντώνης έτρεχε σ' όλες τίς εκκλησίες της 'Αθήνας γιά δοκιμή, κι ο! κόρες πήγαιναν μέ τά σχολεία τους, άν πή­γαιναν, κι έπειτα κατηχητικό ώς τό μεσημέρι. Μοναδικές στι­γμές οικογενειακής συσπείρωσης παρέμειναν οί επισκέψεις σέ γνωστούς, δπου ό κυρ 'Αντώνης τίς τράβαγε νά τίς έπιδείξη σ' άγνώστους καί ξένους, πού θά ξανάβλεπε στή δική του τή γιορτή κι έπειτα πάλι στις δικές τους. "Αν ήταν άνώτεροι ή κατώτεροι άπ' αύτόν κοινωνικά δέν είχε σημασία, όλοι κάποτε θά του ήταν χρήσιμοι. "Ετσι οί μεγάλες γιορτές τοϋ άη Γιώργη, του άη Γιάννη καί τοϋ άη Νικόλα καταντούσαν μαρτύριο γιά τό Κωστοπουλέϊκο, πού περπατούσε άπ' τό ένα σπίτι στ' άλλο, επειδή ό πατέρας τσιγγουνευόταν τίς δραχμές του λεωφορείου κι ή μαμά φοβόταν μήν τον προσβάλη άν πληρώση εκείνη.
Ό πατέρας, έτσι τόν φώναζαν, γιατί, δπως τούς έλεγε, ό Χριστός έλεγε «πάτερ» κι όχι μπαμπά. 'Επειδή ή κυρία Μαργα­ρίτα δέν είχε τήν άπαίτηση νά τήν άποκαλοϋν «μήτερ», ήταν ή μαμά τών κοριτσιών. Ήταν συμπαθητικά κορίτσια καί τά δυό. "Ολος ό κόσμος τά εκτιμούσε καί τά σέβονταν. Στό σχολείο οί καθηγητές έλεγαν τά καλύτερα λόγια κι ή κυρίαΜαργαρίτα ήταν πολύ περήφανη πού έβλεπε τήν τακτική της νά καρποφορή. Βέβαια ή μεγάλη ήταν εγωίστρια κι ή μικρή, αν όχι κουτή, πάντως όχι ιδιαίτερα έξυπνη, άλλα σέ γενικές γραμμές ήταν καλά παιδιά, κι αύτό τόλεγε δλος ό κόσμος.
Ή πιο εύτυχισμένη στιγμή της κυρίας Μαργαρίτας ήταν όταν ή Λίτσα της μπήκε στό Πανεπιστήμιο. Σύμφωνα μέ τίς αρχές της οικογένειας, τά παιδιά πρέπει ν' ανεβαίνουν τουλά­χιστον ένα σκαλί πιό πάνω άπ' αύτό, πού βρίσκονται οί γονιοί τους. Οί γονιοί τοϋ κυρίου 'Αντώνη καί της κυρίας Μαργαρί­τας ήταν άγράμματοι κι έβγαλαν δασκάλους, έτσι τούτα τά παιδιά έπρεπε νά γίνουν τουλάχιστον δασκάλες. Ή Λίτσα τώρα πιά θα γινόταν καθηγήτρια φιλόλογος κι αυτή ή ευτυχία ήταν τόσο δυνατή στή ζεστή καρδιά τής κυρίας Μαργαρίτας. Ό κύριος 'Αντώνης έννοιωσε κι αύτός χαρά, άγόρασε καί πάστες, γιατί όλος ό κόσμος τούδινε συγχαρητήρια καί γιατί ή γνώμη τοϋ κόσμου ήταν τό δυνατώτερο κίνητρο κάθε του πράξης, ό μοχλός γιά κάθε του συναίσθημα.
Έτσι ή Λίτσα έγινε φοιτήτρια. Τής αγόρασαν καινούργια ρούχα, αύξησαν τό χαρτζηλίκι της από τάληρο σε είκοσάρικο και τήν άφησαν λεύτερη νά πετάξη στόν κόσμο.
Μέχρι τότε είχε μάθει πώς ή ευγένεια σκλαβώνει τούς ανθρώπους, πώς ή καλωσύνη άμείβεται, πώς ή αγάπη είναι τό πιο δυνατό πράγμα πάνω στή γή. Βλέποντας τήν πολυκοσμία τής πρωτεύουσας νά τήν κοίτα άδιάφορα, άρχισε νά νοιώθη τίς καλοστημένες ιδέες της νά καταρρέουν. Είδε πώς αυτό, πού βασιλεύει στή ζωή είναι ή καπατσοσύνη, πώς περισσότερα φίδια παρά άετοί φτάνουν στή ν κορφή, πώς κανείς δέν φέρνεται μέ καλωσύνη, πώς ή εύγένεια, σε κάνει νά νοιώθης μειωμένος κι άδύναμος, πώς άν πέση κάποιος έπάνω σου καί πεις συγνώμη, θά σ' απαντήσουν «στραβομάρα».
Οί γονείς της ήταν δημόσιοι υπάλληλοι. "Οταν ρωτούσε τί ψηφίζουν ποτέ δέν έπαιρνε απάντηση. Τό κόμμα τους έλεγαν είναι Ο.Φ.Α., δηλ. όπου φυσά ό άνεμος κι αυτό τό θεωρούσαν σάν τήν ύπέρτατη έξυπνάδα.
"Ασε τούς άλλους νά σκοτώνονται.
Έμεΐς είμαστε δημόσιοι υπάλληλοι, ύπηρετούμε τό κράτος, όποιον κι άν είναι στήν έξουσία. Στους φασίστες είμαστε φα­σίστες, στούς κουκουέδες, κουκουέδες. Έτσι μονάχα θά έπι- ζήσουμε, άλλοιώς μόλις άλλάζη ή κατάσταση, θά παίρνουμε τήν κάτω βόλτα. Κάναμε πολλές θυσίες γιά νά σταθούμε έδώ, πού βρεθήκαμε καί τίποτε πιά δέν είναι άξιο νό μας μετακί­νηση άπό τίς θέσεις πού μέ τό αίμα μας κερδίσαμε. Πεινάσαμε γιά νά σπουδάσουμε κι απαιτούμε τήν άναγνώριση γιά τίς θυσίες μας. Όχι δέν είμαστε τόσο κουτοί νά έξυπηρετούμε τοϋ ενός ή τοϋ άλλου τά συμφέροντα σέ βάρος τής προκοπής μας.
οικοκυρικά στα σχολεία
Ή Λίτσα δέν είχε ώς τότε άσχοληθή μέ τά πολιτικά. Είχε φιλοσοφικά ενδιαφέροντα, μεταφυσικά, έννοιωθε τήν καρδιά της νά χτυπά πιό γρήγορα σά συναντούσε μερικούς άντρες, ώς τότε είχε έρωτευθή μονάχα πλατωνικά, πίστευε στήν ομορ­φιά καί τή ζωή, τόν έρωτα, τό γάμο, τό δικό της τό γάμο, πού θάταν εύτυχισμένος κι δχι σάν των γονιών της εικονικός. Δέν ήταν φεμινίστρια γιατί ποτέ ώς τότε δέν είχε νοιώση τήν αδι­κία καί τή μείωση κοντά σέ κάποιο έκπρόσωπο τοϋ ίσχυροΰ φύλο». Ό καημένος ό πατέρας ή έλειπε ή κοιμόταν. Έτσι στό Πανεπιστήμιο ανακάλυψε δυό σημαντικά πράγματα, τόν έρωτα καί τό σοσιαλισμό, καί τά δυό άδελφωμένα στό πρόσωπο ενός συμφοιτητή της καί τά δυό σέ μιά διαδήλωση ποΰχε άδοξο τέλος. Δέν είχε σκοπό νά πάη σ' αύτή τή διαδήλωση, ήταν κάτι ενάν­τιο στις αρχές της, μά μπλέχτηκε πηγαίνοντας στό μάθημα σάν έρριξαν δακρυγόνα.
Εκείνος, ό Παναγιώτης, ψηλός, γεροδεμένος, κρατούσε μιά σημαία καί φώναζε συνθήματα, «Προίκα στήν παιδεία», «114». Κι άρχισαν νά ρίχνουν δακρυγόνα. Κάτι τόν χτύπησε στό κεφάλι, «πεσε, έπεσαν κι άλλοι πάνω του, άστυφύλακες μέ γλόμπς, φοιτητές, κάποιοι πού κρατούσαν ξύλα κι έσπαζαν βιτρίνες κι όταν τό κύμα της πάλης πέρασε από πάνω του, απόμεινε νά σέρνεται στήν άσφαλτο μ' ένα σπασμένο πόδι, νά προσπαθή νά φθάση στό πεζοδρόμιο άνάμεσα άπό τσάντες καί παπούτσια, νά βρή καταφύγιο.
Ή Λίτσα ήταν κρυμμένη στήν πόρτα μιας πολυκατοικίας, μέ τά μάτια πρησμένα καί πρόσμενε μέ τρομάρα νά περάση τό κακό. Τόν είδε κι ό καλός Σαμαρείτης ξύπνησε μέσα της. Δέν σκέφτηκε πώς ήταν κουμμουνιστής, άπ' αύτά τά αιμοβόρα θη­ρία όπως τούς μάθαιναν στά σχολεία. Δέν σκέφτηκε πώς ϊσως τήν έπιαναν, ίσως της έκαναν κακό. Βγήκε προσεκτικά, τόν αγκάλιασε καί τόν στήριξε ώς νά φθάσουν στό καταφύγιο της. Ό δρόμος έμοιαζε πεδίο μετά τή μάχη σπαρμένος τσάντες, «δέσποτα παπούτσια, ταυτότητες, πανώ ξεσχισμένα, σημαίες κουρελιασμένες.
— «Πονάς»; τόν ρώτησε. «Δέν είναι τίποτε, της είπε, μάλλον σπάσιμο».
από την επανάσταση του Πολυτεχνείου κάτω από το βλέμμα της Βέμπο

Κι έτσι άρχισαν όλα. Ή Λίτσα πήγαινε νά τόν βλέπη συχνά στό νοσοκομείο, παρασυρμένη όπως ήθελε νά πιστεύη από μητρικά ένστικτα. Στήν άρχή δείλιαζε. «Μέ ποιο δικαίωμα αναρωτιόταν, τί μας συνδέει; Δέν είμαι ούτε καν συναγωνί- στρια». Μά γρήγορα ξεθάρρεψε. Ήταν άνθρωπος, ικανός νά έμπνέη εμπιστοσύνη καί κάτι άκόμα, έρωτα. Τοό πήγαινε τίς σημειώσεις της νά διαβάζη καί χάρηκε τόσο, όταν στό τέλος τής χρονιάς πέρασαν κι οί δυό όλα τά μαθήματα.
Τό καλοκαίρι μπήκε γλυκό καί μαγευτικό. Ή Λίτσα γιά νά τόν βλέπη όλο καί σύχναζε στις συγκεντρώσεις τής σοσιαλιστι­κής του συντροφιάς. Ήταν παράνομο, τό ήξερε, ήταν άντίθετο στις άρχές της κι αύτό τό ήξερε, μά ήταν τρελλά έρωτευμένη μαζύ του κι αύτό τώρα πιά τό συνειδητοποιούσε. Ήθελε νά τόν νοιώθη κοντά της, νά τόν άγκαλιάζη μέ τό βλέμμα της νά χαίρεται τή λάμψη τού γέλιου του. Σιγά σιγά άρχισε ν' άλλάζη πεποιθήσεις, νά μπαίνη κι αύτή στή νέα γενιά. Ή κυρία Μαργαρίτα μέ τρόμο τήν άκουγε νά συζητά όχι πιά γιά τό μεταθανάτιο μέλλον τού άνθρώπινου γένους, μά γιά κομμουνι­στικές θεωρίες, γιά σοσιαλισμούς, γιά Μάρξ καί γι' άλλα, εξ ίσου άνόητα κι επιζήμια πράμματα. 'Ανησύχησε τόσο πού κάλεσε σέ άμεσο σύσκεψη τόν κύριο 'Αντώνη, (στό κάτω - κάτω τής γραφής ήταν ό πατέρας της) κι άμέσως κι οί δυό μαζύ άρχι­σαν νά τήν συμβουλεύουν μ' όλη τή διδασκαλική τους πει­στικότητα, γιά τό καλό της, νά μήν εκδηλώνεται, να πιστεύη ότι θέλει, είναι έλεύθερη, άλλά νά τά κρατά γιά τόν έαυτό της. Στό κάτω κάτω, πρέπει νά σκεφθή κι αυτούς, είναι δημόσιοι ύπάλληλοι, θά χάσουν τή θέση τους κι άλλωστε δέν επιτρέπεται σέ παιδιά δύο έκπαιδευτικών νά πολιτικολογούν. Ή Λίτσα. όλη τήν ώρα τών συμβουλών, ήταν βυθισμένη στήν όνειροπόλησή της. Τί σημασία είχαν όλ' αύτά; Τό βράδυ θάταν ξανά μαζύ του. Ευτυχώς στά θέματα τής ήθικής κι οί δυό δάσκαλοι έδειχναν άφέλεια. Πίστευαν ό,τι τούς έλεγε. Μά ίσως δέν έφται­γαν γι' αύτό. Ποτέ δέν τούς είχε δώσει άφορμή τοΰτο τό παιδί. Μά άραγε μήπως ή Λούλα τούς είχε δώσει;
Ή μικρή δασκαλοπούλα ήταν άλλοιώτικος τύπος. Δέν είχε διανοητικά ενδιαφέροντα, όπως έλεγε ή μαμά. Μά στό σχολείο όλοι τήν συμπαθούσαν ιδιαίτερα. Ήταν άπ' τούς τύπους, πού ξέρουν νά γίνωνται εύκολα αγαπητοί. Γελούσε συνέχεια, έκανε εύκολα παρέες, πού ήταν πάντα έπιπόλαιες. Ήταν τόσο μικρή σάν έφθασαν στήν 'Αθήνα. Τά κρίσιμα χρόνια, πού ξύπναγε μέσα της ή γυναίκα, δέ τάζησε στή γαλήνη μιας έπαρχιακής πόλης, μά στή δίνη τής υδροκέφαλης 'Αθήνας. Κι ήταν τόσο οδυνηρός, πού δέν το όμολόγησε σέ κανένα.
Ή Λούλα ονειρεύονταν τ' ονειρεμένο σπιτικό, πού διδά­σκουν τά περιοδικά των χριστιανικών οργανώσεων : ό πατέρας νά δουλεύη κι ή μάννα ν' άσχολήται μέ τό νοικοκυριό καί τά παιδιά. Τούτος ό διαχωρισμός τών εξουσιών τή γαλήνευε. Δέν ήξερε λέξη γιά τό φεμινισμό. Δέ λογάριαζε ποιός στό σπίτι βασιλεύη καί ποιός κυβερνά. 'Απλώς στενοχωριόταν σά γύριζε άπ' τό σχολειό κι έβρισκε ένα σπίτι άκατάστατο καί φαΐ, αιώνια μαγειρευτό. Στό βάθος της κατηγορούσε τήν κυρία Μαργα­ρίτα. Δούλευε στό σχολειό της παραπάνω άπ' ότι χρειάζονταν. Ή κυρία Μαργαρίτα τής έλεγε πώς πρέπει νά τή νοιώθη φίλη της τώρα πιά πού είναι γυναίκα.
«Μά στις φίλες μου μιλώ στον ενικό» ήταν ή αποστομω­τική άπάντηση τής Λούλας
Κι η κυρία Μαργαρίτα δέν τολμούσε νά καταργήση τόν πληθυντικό στις σχέσεις της μέ τά παιδιά της. Ήταν τό τε­λευταίο προπύργιο ενός σεβασμού;, μιας ιερής άπόστασης εύγνωμοσύνης, πού θάπρεπε άπαραίτητα νά χωρίζη τίς δυό γενιές. "Αν έλειπε κι αύτό θά χάλαγε ή κοινωνική τάξη, θάρχονταν τά πόδια νά χτυπήσουν τό κεφάλι. Ή κυρία Μαργαρίτα είχε στήσει μέσα της ένα κόσμο χτισμένο μέ πυραμίδες από άξίες. Πάντα ύπήρχε μιά κορφή καί μιά βάση, μιά κορφή μ' ένα στέμμα. Πίστευε στήν αριστοκρατία τής σκέψης καί γιαυτό όλα τά περί σοσιαλισμού τάβρισκε κουταμάρες. Γιαυτήν ιδανικός κό­σμος ήταν αύτός πούχε ονειρευτή ό Πλάτωνας κι ό 'Αριστοτέλης. Μόνο οί σοφοί, οί διανοούμενοι, οί επιστήμονες άξιζαν πάνω στή γή. "Ολοι οί άλλοι ήταν δούλοι κι έπρεπε νάναι δούλοι για νά μπορεί νά βαδίζη ή κοινωνία τήν ανηφορική της πορεία. Ναι ή πορεία τής κοινωνίας έπρεπε νάναι άπαραίτητα ανηφο­ρική!
Άν καί έργαζόμενη, άν καί μέ αρκετή περιφρόνηση και αηδία γιά τό δείγμα τοϋ ισχυρού φύλου πού ζοΰσε πλάϊ της, ή μάλλον παρασιτούσε, δέν ήταν φεμινίστρια κι ούτε πίστευε πώς ποτέ ή γυναίκα μποροΰσε ή έπρεπε νά έξισωθή μέ τόν άνδρα, κι όταν έλεγε άνδρα έννοοϋσε τόν Πλάτωνα, τόν 'Αρι­στοτέλη κι όλους τούς άλλους τύπους τής κλασσικής διανόησης Οί ιδέες της κι έδώ ήταν γεμάτες κρυστάλινη σαφήνεια. Ή φύση έπλασε τή γυναίκα μέ σκοπό νά γεννοβολά άπ' τά 12 χρόνια της ώς τά 40. Φυσιολογικά μιά γυναίκα μπορεί νά γέννα κάθε χρόνο. Είναι ποτέ δυνατό μιά γυναίκα έγκυος ή λεχώνα ν' άποδίδει ίδια μ' ένα άνδρα; Δέν εϊχε μελετήσει κοινωνικά συστήματα, δέν ενδιαφερόταν γι αύτά. Γιαύτήν, ή δουλειά της ήταν ή ζωή της, ή δουλειά της καί τό σπίτι της. Καί γιάνά πούμε τήν άλήθεια ήταν πολύ πιό πετυχημένη δασκάλα άπ' τόν κύριο 'Αντώνη καί πολύ καλύτερη μητέρα καί νοικοκυρά από· άλλες φιλενάδες της, πού δέν εργάζονταν διόλου.
ο ναός του Επικούρειου Απόλλωνα πριν καλυφθεί
Ή Λούλα έννοιωθε μόνη, τόσο μόνη σ' ένα σπίτι γεμάτο διανοούμενους. Ό κύρ - 'Αντώνης μέ τά θρησκευτικά καί πα­τριωτικά του λογίδρια, ή κυρία Μαργαρίτα μέ τή φιλοσοφία τοϋ Πλάτωνα κι άδερφή της μέ τίς σοσιαλιστικές της τάσεις.
'Εκείνη δέν σκέφτονταν γιά τίποτα, δέν άνησυχούσε γιά τίποτε. Ή ζωή είναι ποτάμι καί κυλά οπου θέλει αυτό, ήταν ή φιλοσοφία της. 'Αφέθηκε λοιπόν στό κύλισμα των νερών, μά έπεσε σέ καταρράκτη.
Ήταν ό Δημήτρης, ό γόης τής τάξης των αγγλικών μέ τό μικρό τ' αύτοκίνητο, άνθρωπος τής κοινωνικής της τάξης, γιος καθηγητή. Επρεπε νά τόν έμπιστευτή.
Βγήκαν μαζύ μιά δυο φορές, τήν πήγαινε μέ τό αύτοκίνητο στό σπίτι κι έτσι κέρδιζε χρόνο άπ' τή διαδρομή μέ τό λεωφορείο. Τής μίλαγε τόσο γλυκά ευγενικά, τής έπιανε τό χέρι πότε πότε. Κανείς δέν θά τό μάθαινε. Γιά όλους ήταν τόσο παιδί! Δέν έκλαιγε υστερικά όπως ή άδελφή της σάν έννοιωθε πώς κάτι τής έλειπε, δέ νευρίαζε, μόνο γελούσε, γελούσε σε όλους ευγενικά!
Ό Δημήτρης είχε μαΰρα μάτια παράξενα, κατάμαυρα μά­τια σ' ένα καστανό πρόσωπο. Είχε λίγο στραβά δόντια πού όταν χαμογελούσε φαίνονταν κι έδιναν στό χαμόγελο του τή δική του σφραγίδα. Ντυνόταν πάντα τού κουτιού, μύριζε ώραΐα κολώνια, ήταν υποψήφιος γιά τήν ιατρική σχολή, πήγαινε στό πρότυπο κι είχε αύτοκίνητο. Μέ τέτοια προσόντα, ποιός θά βρισκόταν νά τήν κατηγορήση πού τόν ερωτεύτηκε κι έτσι τρελλά κι άς ήταν μόνο 15 χρόνων;

Το Ρολόι που γκρέμισε ο Σκυλίτσης στον Πειραιά

το παζάρι στο Θησείο
"Ενα βράδυ δέν πήγαν 'Αγγλικά, πήγαν περίπατο μέ τ' αύτο­κίνητο ψηλά στόν Προφήτη στό δασάκι,. Φυσούσε κι έκανε κρύο. Ψυχή στούς δρόμους Τά παράθυρα φωτισμένα. Ολος ό κόσμος μαζεμμένος στό ζεστό του σπίτι. Μά καί τ' αυτοκι­νητάκι τού Δημήτρη είχε ζεστασιά. Είχε ανάψει τό καλορι­φέρ. Κούρνιασε τ' αύτοκίνητο κάτω άπ'  ένα δέντρο τήν πήρε στήν άγκαλιά του. Τής μίλαγε τόσο γλυκά, τόσο όμορφα. Τής είπε γιά τή ζωή πού θάκαναν οί δυό τους πού θάταν όμορφη καί θά κρατούσε αιώνια γιά τά παιδιά πού θάκαναν. Τής είπε πώς θάπρεπε νά κάνη θυσίες, όλες οί γυναίκες κάνουν θυσίες, είναι από τή φύση τους. Μέχρι νά παντρευτούν δέν μπορεί νάναι έτσι. Πρέπει νά γίνουν ζευγάρι. Στό βάθος ξεχώριζε σάν άσπρη σκιά στό σκοτεινό βράδυ, τό έκκλησάκι τού Προ­φήτη 'Ηλία. «Νά, τής είπε, στό ορκίζομαι στ' όνομα τού άγίου θά γίνης γυναίκα μου».
Σιγά σιγά τήν έγδυνε. 'Εκείνη έννοιωθε παράξενα, φόβο καί χαρά άδελφωμένα. Δέν τόν ποθούσε κι όμως αύτός τά είχε όλα. Ήταν ό άντρας πού άν έπαιρνε, θάμπαινε στό μάτι όσων τήν περιφρονούσαν. Έννοιωσε ένα βαθύ πόνο νά τή ξεσχίζη καί φώναξε δον ατά. Αύτός τής έκλεισε τό στόμα. Δέν ήταν ακόμη άντρας, ήταν άπλώς ένας έφηβος γεμάτος όρμές. Σαν είδε αίματα πανικοβλήθηκε, τραβήχτηκε γρήγορα από πάνω της καί ξεκίνησε τ'αμάξι δίχως νά κοιτάξη άν εκείνη είχε προλάβει νά ντυθή. Ή Λούλα ντύνονταν βιαστικά, αμίλητη ενώ τ' άμάξι έτρεχε σάν δαιμονισμένο.
«Στήν τσάντα μου έχω χαρτομάντηλα» τής είπε, «Δέν είναι τίποτε. «Καημένη γιατί δέν τδλεγες; τής είπε εκνευρισμέ­να. «Ποΰ νά τό φανταστώ; Μ' αηδίασες».
«Μέ κατάστρεψε», σκέπτονταν ή Λούλα. Στό νοΰ της πέρασαν όλα τά δραματικά αισθηματικά ρομάντζα πού διάβαζε σέ συνέχειες στά περιοδικά. Όμως είχε άκόμη ελπίδες. Έκεΐ πάντα ό έρωτας νικούσε στό τέλος.
Τήν άφησε στή γωνιά τού σπιτιού της.
«Ξέρεις τής είπε, άπό αύριο άρχίζω φροντιστήριο γιά τό Πανεπιστήμιο. Θά σού τηλεφωνήσω πότε θά ιδωθούμε ξανά».
Δέν τού είπε τίποτε. Μπήκε στό σπίτι όπως πάντα γελαστή.
«Γιά σκέψου εΐπε στήν άδελφή της. Μοΰ ήλθε περίοδος νωρίτερα».
Δέν τόν ξανάδε τό Δημήτρη. Δέν τόν έψαξε. Μόνο πού ό,τι έννοιωθε γι αυτόν διαστράφηκε σ' ένα βαθύ καί έντονο μίσος γι αύτόν καί τούς όμοιούς του. Κι άρχισε νά κατηγορή τήν κυρία Μαργαρίτα γιατί άνήκε σ' αύτή τήν τάξη. Ή καρδιά της ήταν κοντά στό λαουτζίκο, τά φτωχαδάκια, αύτούς πού ξέρουν νά σκύβουν τό κεφάλι γελαστά, νά τρέχουν στά μπου­ζούκια νά τά σπάνε, νά γλεντάνε σ" ένα βράδυ ό,τι δουλέψαν τό πρωί!
σχολική γιορτή
Κανείς δέν τάνοιωθε αύτά, κανείς δέν τά καταλάβαινε. Κι όλοι παραξενεύτηκαν όταν άργότερα κλέφτηκε μέ τόν Παντελή τόν χτίστη πούφερναν ν' ασπρίζη τήν αύλή τους.
Κι όμως γιά τή Λούλα ήταν τόσο φυσικό. Δέν ρώτησε άν τήν είχαν καταστρέψη, δέν ήξερε νά λέη φιλοσοφίες, τήν κέρναγε σουβλάκι μέ κρεμμύδι, τήν πήρε σπίτι του μόλις τοϋ τό ζήτησε καί δέ ζητούτε τίποτε.
Τούτο τό τράνταγμα, τό ξεπόρτισμα τού πιό ύπάκουου παιδιού της, γέμισε τή ζωή τής κυρίας Μαργαρίτας μ' άμφιβόλίες, ανέτρεψε τίς πυραμίδες των αξιών πού τόσο σοφά είχε χτίσει.
Ή δική της κόρη, γυναίκα ένός χτίστη! Σκέφτηκε νά τήν άποκληρώση, μά δέν είχαν τίποτε νά τής δώσουν έξω άπ' τό περίφημο σπιτάκι πούχαν χτίσει μέ τό αίμα τους.
"Αρχισε ξανά τίς συμβουλές, ενώ ό κύριος 'Αντώνης χτυ­πούσε τό κεφάλι του μέ τίς γροθιές του έτσι, πού κροτάλιζε σάν καστανιέτα.
Τελικά ό Παντελής πήγε τά πεθερικά του τά τραπέζωσε σ' ένα ταβερνάκι κι όλα τέλειωσαν. Ό γάμος έγινε σέ δυό μέρες, μέ μεγάλη έπισημότητα.
Ό κύριος 'Αντώνης γυρίζοντας άπ' τήν εκκλησιά άρχισε τούς θρήνους καί τά βογγητά :
«Άλοίμονο! Μαζεύτηκε τόσος κόσμος σήμερα στήν εκ­κλησιά νά δή ποιόν; 'Εμένα τόν 'Εσταυρωμένο, πού μέ κατάν­τησε περίγελο τής κοινωνίας, ή άχάριστη, πού νάχη τήν κα­τάρα μου νά κηλιδώση ποιόν; 'Εμένα τόν άνθρωπο τού Θεού πού δέ έβλαψα ποτέ κανένα. Τίνος τίς αμαρτίες πρέπει νά πληρώσω»; Κι όλο φώναζε κι όλο έβριζε κι όλο καί χτυπούσε τό κεφάλι του στον τοίχο.
Ή Λίτσα έννοιωσε ν' άνατριχιάζη από φρίκη.
«Καί τούτη τήν ώρα» συλλογίστηκε «πού κρίνεται ή τύχη τοϋ παιδιού του, μ' ένα άγνωστο, καί τώρα τόν έαυτό του μόνο σκέπτεται.» Ή άηδία της γιαυτό τόν άνθρωπο τήν πάγωνε. Άπ'τήν στιγμή, πού άρχισε νά τόν γνωρίζη σά χαρακτήρα τόν μίσησε. 'Αηδίαζε μέ τόν τρόπο πού έτρωγε, ήθελε πάντα δική του μερίδα ξεχωριστή, διάλεγε πάντα τό καλύτερο φρούτο, έπαιρνε πάντα άπ' τό πιάτο των άλλων μιά μπουκιά, έκρυβε πάντα τά δώρα πού του έφερναν, τά καρύδια καί τά σύκα πού τοϋ άρεσαν, ότι ήταν δικό του, άποκλειστικά δικό του.
Στήν αρχή επαναστάτησε μέ τόν έαυτό της γιαυτά της τά αισθήματα. Μά έννοιωθε τόσο τρόμο σά κοιταγόταν στόν κα­θρέφτη κι έβρισκε πώς ή μύτη της τού έμμοιαζε. Τόν μισούσε κι αντιδρούσε κι όλο τή μάλλωνε κι όλο τσακώνονταν, κι όσο προσπάθαγε νά τόν καλοπιάση τόσο προδίδονταν, τόσο τήν έβριζε άχάριστη, τής θύμωνε, έκανε μήνες νά τής μιλήση γιά κάτι πού δέν πρόσεξε.
η ονειρεμένη βιλλα στους Αμπελοκήπους που γκρεμίστηκε τότε

Σιγά σιγά οί αιχμές τών συναισθημάτων της τρίφτηκαν κι άπάλυναν. Ήλθε μιά άπέραντη άδιαφορία και σκέπασε τά πάντα μέ τήν ομίχλη της. Δέν τήν έννοιαζε πιά άν ό παρέρας ήταν θυμωμένος ή όχι, άν είχε δίκηο ή άδικο. "Ετσι ήταν καλά. Βρήκε τή γαλήνη της. "Αλλωστε ήταν πιά ή στιγμή πού ένα άλλο πρόσωπο έγινε πιό σημαντικό γι αυτήν, ό Παναγιώτης κι ό σοσιαλισμός του. Μά ό δεσμός τους βάδιζε άργά. Δυό χρόνια τώρα και δέν ήταν τίποτε πιό πολύ άπό δυό καλοί φίλοι, δυό σύντροφοι.
Κι ή Λίτσα άρχισε νά κουράζεται, νά διψά γιά τή ζωή, γιά τόν έρωτα τόν ζωντανό κι όχι γιά τόν άέρινο, τόν πλατωνικό πουχε ζήσει ώς τώρα. Τόν ποθούσε τόν Παναγιώτη, κί οί πόθοι της ντύνονταν μέ τά πέπλα τής άφοσίωσης, τής στοργής, τής πίστης σέ κοινά ιδανικά. Ό πόθος της μασκαρεύονταν σέ χίλια δυό τεχνάσματα. Ποθούσε τά χείλη της ν' άγγίξουν τήν γραμμή τής λεπτής ίσιας μύτης, νά ρουφήξουν τά ζεστά του χείλια ν' άναπαυθούν στά μάτια του. Ποθούσε ν' άγγίξη κάθε ίνα τού κορμιού του, ν' άγκιστρωθή πάνω του, νά κλεισθή στήν άγκαλιά του καί νά μείνη έκεϊ ώς τή συντέλεια τού κόσμου. Δέν τήν έννοιαζε άν ήταν ήθικό ή άνήθικο, άν παντρεύονταν ποτέ ή άν γύρναγαν σάν εραστές στά πέρατα τού κόσμου. 'Αρκεί πού θάταν πλάϊ του, κοντά του, μέσα του. Αύτός τής χάιδευε πότε πότε τά μαλλιά, τήν κοίταγε χαμογελαστά μέσα άπ' τούς στοχοσμούς του, τής έπιανε τό χέρι.
"Ωσπου εκείνο τό άπόγευμα, πού κάθονταν στό Πεδίο τοϋ "Αρεως σ' ένα παγκάκι. Ήταν άνοιξη μιά ζωντανή χαρούμενη άνοιξη κι οί λεύκες μέ τά μπουμπουκιασμένα φύλλα είχαν ένα χλωρό πράσινο χρώμα καί τό χρώμα μύριζε έντονα, σά προσ­κλητήριο στά ζωντανά νά χωθούν στήν άγχαλιά του. Κι εκεί­νοι ένα ζευγάρι χαμένο σ' 'ένα κόσμο πρασινάδας κι ομορφιάς. Συζήταγαν τά όνειρά του, πού πίστευαν κοινά τους όνειρα,, γιά τόν ονειρεμένο κόσμο πού θάκτιζε ό σοσιαλισμός τους.
Ο Πειραιάς τότε με το Δημοτικό θέατρο και το Γυμνάσιο της Ραλείου που γκρέμιζαν για να παραμείνει γιαπί επί πάνω από 30 χρόνια
Δίχως νά τό καταλάβη πέρασε τό χέρι του στόν ώμο της. Δίχως νά τό καταλάβη άκούμπησε τό κεφάλι της στό δυνατό του μπράτσο κι έτσι όπως ήτανε κοντά πολύ κοντά του μεθυ­σμένη άπ' τ άρωμα τού κορμιού, του έννοιωσε τά χείλη του στά δικά της. Ήταν τόσο πλημμυρισμένη ευτυχία πού πνιγόταν όπό φόβο. Εκείνος τράβηξε τό χέρι του.
«Λίτσα» τής είπε σέ λίγο. «Ξέρεις σ' άγαπώ.» «Κι εγώ» τού είπε μέ φωνή σπασμένη άπ'τή συγκίνηση.
«Μά δέν πρέπει», είπε εκείνος μέ μιά ξαφνική όργή.
—«Δέν πρέπει;» ψιθύρισε μ' άπορία.
—«Πάνω άπ'δλα ό σκοπός, τό χρέος, ό σκοπός!!!»
—«Θά μείνω πλάι σου» τοϋ είπε άπλά, «ότι κι άν συμβή».
Τό βράδο πήγαν στό δωμάτιο του. "Ενα άπλό φοιτητικό δωμάτιο μ' ένα ντιβάνι καί φωτογραφίες στούς τοίχους, εικό­νες τοπείων, γυναικών, φωτογραφίες πινάκων, σκίτσα τού Μάρξ, εικόνες τού Χριστού μοντέρνες.
Ήταν τόσο αμήχανοι κι οί δύο.
«Ξέρεις, μαμά, θά μείνω στήν Καίτη νά διαβάσουμε» είπε στό τηλέφωνο.
Κάθισαν πλάι πλάι στό στενό ντιβάνι, τής χάιδεψε τά μαλλιά, τό πρόσωπο, τίποτα πιά γιά σοσιαλισμό, τίποτε γιά όνειρα, μόνο γεύση άπό κορμί σέ κορμί, γεύση έρωτα.
"Εμειναν ξάγρυπνοι όλη τή νύχτα, ό ένας πλάι στόν άλλο, ό ένας στήν αγκαλιά τοϋ άλλου.
Ολα σά σέ όνειρο.
— «Θάρθης στή διαδήλωση» τής είπε τό πρωί.
—«"Οχι, πρέπει νά πάω σπίτι».
Τή φίλησε γιά τελευταία φορά. Χώρισαν.
Τό μεσημέρι άκουσε στό ραδιόφωνο τήν κυβερνητική ανακοίνωση.
«Κατά τήν διαδήλωσιν κομμουνιστών καί αναρχικών στοι­χείων, σήμερον τήν πρωίαν, οί διαδηλωταί έπετέθησαν εναντίον τών οργάνων τής εννόμου τάξεως. Έφονεύθη ό Παναγιώτης Γρηγορίου, φοιτητής, έτραυματίσθησαν 10 διαδηλωταί, 5 αστυνομικοί».
Ήταν μόνη στό σπίτι. Τ' άκουσε τυχαία καί ξέσπασε σέ κλάμματα απόγνωσης.
πορείες νέων 

Ή κυρία Μαργαρίτα τάχασε όταν ήλθε καί τήν είδε. Δέν έκλαιγε πιά, άν έκλαιγε δέν θ' άνησυχοϋσε., πάντα έκλαιγε μέ τό παραμικρό. Είχε μάτια σά σέ πυρετό κι ήταν βουβή κι άκίνητη. Ό κύριος 'Αντώνης τής είπε φωναχτά γιά ν' άκουστή.
«Κοίτα μή μας πομπέψη κι αύτή».
Ή Λίτσα τάκουσε σά μέσα άπ' όνειρο κι αμίλητη πάντα βγήκε στούς δρόμους.
Περπάταγε στήν τύχη τελείως άσκοπα, δίχως καμμιά σκέ­ψη στό κεφάλι. Μόνο πού έβλεπε μπροστά της τά μάτια, τά μαλλιά του, χάιδευε τά χείλη, γεύονταν τά φιλιά του. Ήταν τόσο νωπά στό σώμα της τά ίχνη τού κορμιού του, ήταν τόσο γεμάτη ή καρδιά της άπ'τή ζέστα τής αγάπης του.
"Εξαφνα είδε σ' ένα περίπτερο τή φωτογραφία του.
«Πρέπει νά τόν δώ» σκέφτηκε. Πήρε μιάν εφημερίδα. "Εγραφε τόσες λεπτομέρειες πού δέν τήν ένδιέφεραν. «Στό νοσο­κομείο υπέκυψε. Τραύμα στό στήθος ίσως, σφαίρα» Στό στήθος, στό στήθος πού μέχρι τό πρωί τόχε γιά μαξιλάρι της!. Πήρε τό λεωφορείο. Στό νοσοκομείο τή ρώτησαν ποιά είναι.
«Φίλη του» αποκρίθηκε ξερά. Στό διάδρομο ένας άστυφύλακας τή κοίταξε καχύποπτα. Τής ζήτησαν ταυτότητα, τήν πήγαν στό υπόγειο. "Ανοιξαν μιά σκοτεινή πόρτα. Μύριζε μούχλα κι ύγρασία. "Αναψε κάποιος ασθενικός γλόμπος, κί­τρινος, άραχνιασμένος.
Σ' ένα τραπέζι μαρμάρινο ήταν ένας γέρος μ ένα πρόσωπο φριχτά παραμορφωμένο, κι έκεϊ στό βάθος σ' ένα ολόιδιο τρα­πέζι, εκείνος, τόσο όμορφος, τόσο άσπρος, τόσο διάφανος στόν ατέλειωτο ύπνο του. Τόν σίμωσε άμίλητη. Είχε τά μάτια του κλειστά, τό μέτωπο άσυννέφιαστο κι έκεϊ στό στήθος μέ τό κάτασπρο πουκάμισο μιά μαυροκόκκινη κηλίδα αίμα. Τά δάχτυλα, τά χέρια του τόσο λεπτά και άσπρα θαρρείς καί μόλις άφησαν τά χέρια της. Τά χείλη του τόσο ώχρά καί πικραμένα.
Τής φάνηκε έξαφνα πώς ήταν όνειρο, ένα κακό όνειρο καί τίποτε άλλο. Πώς ήταν τό βασιλόπουλο, πού κάποια κακιά μάγισσα τδχε μαρμαρώσει, πώς άν τό φίλαγε θά ξύπναγε, σί­γουρα θά ξύπναγε. Ήταν τόσο όμορφος γιά νάναι νεκρός.
"Εσκυψε καί τού φίλησε τά παγωμένα χείλη μά κείνος ούτε σάλεψε ούτε άνάσανε.
Κάποιος τήν τράβηξε άπ' τό χέρι.
«Πρέπει νά πηγαίνετε» τής είπε «Γιά τό καλό σας!»
Βγαίνοντας έσβυσε τό γλόμπο.
«"Ω τί κρύο άγάπη μου» ψιθύρισε ή Λίτσα.
Τήν άλλη μέρα έγινε ή κηδεία του. Φίλοι, συνάδελφοι, συναγωνιστές μαζεύτηκαν, κρατώντας λάβαρα καί λουλούδια, φωνάζοντας συνθήματα, δείχνοντας γροθιές. Είχανε έλθει κι οί γονιοί του άπ' τήν επαρχία, μιά γριούλα πού χτυπιόταν κι ένας γέρος ξερακιανός πούτριζε τά δόντια. 'Εκείνη χαμένη στό πλήθος. Δέν είδε τή στιγμή, πού κατέβασαν στή γής τό κλειστό του φέρετρο. Κι οί χλωμοί μενεξέδες πού κρατούσε έξαφανίστηκαν ανάμεσα στά λουλούδια τών συντρόφων του. Γι αύτούς ήταν ό ήρωας, τό σύμβολο. Γιά κείνη ήταν ό αγαπημένος της. Περίμενε ώσπου όλοι έφυγαν. "Επειτα γονάτισε μόνη στό νιόσκαφτο τάφο κι άκούμπησε τό μέτωπο στό χώμα. Τό χώμα πουμπαινε άνάμεσά τους, τούς χώριζε καί τούς ένωνε άντάμα.
Θυμήθηκε πώς μύριζε τό χώμα κείνο τ' άπόγευμα στό Πεδίο τοϋ Άρεως.
«'Αγάπη μου», ψιθύρισε κι άρχισε νά κλαίη, νά κλαίη βουβά, άτέλειωτα, θαρρείς και τά δάκρυα πού μούσκευαν τό χώμα, θάφταναν ώς αύτόν νά τόν ξαναφέρουν στή ζωή.
Πέρασε ένας μήνας κι άρχισε νά υποψιάζεται πώς ήταν έγκυος.

Όλον αύτό τό καιρό μπαινόβγαινε στό σπίτι της σάν ξένη. Μάταια ή κυρία Μαργαρίτα πάσχιζε νά τήν παρηγορήση, πά­λευε νά βρή τήν αιτία τής τόσης της πίκρας. Εκείνη έστεκε άμίλητη κι άνέκφραστη λές καί ζούσε σ' άλλους κόσμους. "Η Λούλα, έρχονταν επισκέψεις μέ τόν άντρα της κι όλο γκρί­νιαζε πού δέν είχε ακόμη παιδί, άν κι είχε μόνο ένα χρόνο παντρεμμένη. Ό κύριος 'Αντώνης έβγαινε πάντα μαζύ τους στά ταβερ­νάκια, μιά καί πάντα πλήρωνε ό Παντελής κι ήταν κι αύτό μιά αφορμή νά τσακώνεται τό ζευγάρι μιά καί στή Λούλα δέν άρεσε νά πιάνεται κορόιδο. Ή κυρία Μαργαρίτα έμενε πάντα σπίτι μέ τόν έννοια τής πρωτοκόρης της.
Ή Λίτσα κάθε μέρα πήγαινε στό νεκροταφείο μ' ένα μπου­κέτο μενεξέδες.
Οί φίλοι του έφτιαξαν μαρμάρινο τό μνήμα του, έβαλαν καί μιά φωτογραφία του, μά τό μάρμαρο ήταν τόσο κρύο, τής θύμιζε τό τραπέζι πού τόν είδε ξαπλωμένο γιά τελευταία φορά. Κι ό άγριος ό πόνος μέσα της ύψωνε τή γροθιά της προς τόν ούρανό! Ζητούσε μ' άπόγνωση τήν αιτία τού χωρισμού τους, τού τόσο πρόωρου. Κει μόνο έκλαιγε, κει μόνο καταριόταν, κι εκείνος πίσω άπό τή φωτογραφία του, τόσο γλυκός, τήν κοίταγε μ' ένα άδιόρατο χαμόγελο.
Κι έφθασε ό Μάης. Είχε διαβάσει γιά τά τέστ εγκυμο­σύνης. "Εδωσε ένα στό νοσοκομείο μέ ξένο όνομα. Τής είπαν νά περάση τ' άπόγευμα. Ήταν θετικό.
Η εντυπωσιακή  βίλλα Ζαχαρία στην Καστέλλα, την οποία περιγράφω. Δυστυχώς και αυτή γκρεμίστηκε και παραμένει γιαπί ενώ στη θέση της  θάλασσας είναι η περιφερειακή που οδηγεί στο Τουρκολίμανο 

'Ανέβηκε μέ τά πόδια ώς τήν Καστέλλα. Πάντα τής άρεσε αύτός ό περίπατος. Τής θύμιζε τό βραχόχτιστο νησί πού πέ­ρασε τά πιό σημαντικά χρόνια τής ζωής της, τά χρόνια τής άγνότητας, τής αγνοίας του γαλανού ονείρου, τής ρόδινης έλπίδας.
Πήγαινε καί στέκονταν ψηλά πάνω άπ' τόν πύργο πού έστεκε άκλόνητος στό πέτρινο ακρωτήρι, μέ τή σιδερένια καγκελόπορτα ν' άκουμπά στή γαλάζια έπιφάνεια των νερών μέ τά μικρά παράθυρα κλειστά στό πέλαο, μέ τήν κλειστή όμορφη αυλή τή γιομάτη πρασινάδες, κισσό καί φοίνικες.
Τούτο τό κάστρο πού έμοιαζε βγαλμένο άπό πειρατικό παραμύθι, έστεκε κατάντικρυ στήν άπέραντη σπιτοθάλασσα τής 'Αθήνας, πού άπλωνε τά πλοκάμια της σ' όλη τή βρώμικη πιά φαληρική άκρογιαλιά καί τρανεύονταν ώσπου έφτανε τό μάτι. Σάν ήταν ξαστεριά φαίνονταν ή 'Ακρόπολη κι ή θωριά της έφερνε στήν άπλαστη καρδιά τής Λίτσας σκίρτημα περηφάνειας όμοια μ' αύτό πού νοιώθαμε παιδιά σάν άντικρύζαμε τή σημαία.
Τή νύχτα πάλι τό σκοτεινό κάστρο τό γιομάτο μυστήριο, λαγνεύονταν στό λαμπύρισμα τόσων φώτων πού άπλωναν στόν ούρανό τή φωτερή τους άνταύγεια, κι εμπόδιζαν τό φώς τών αστεριών νά νανουρίση τ' όνειρο τών ερωτευμένων, πού σεριανούσαν καί φιλιόνταν στά σκοτάδια.
Κι ήταν βραδυές χειμωνιάτικες πού ορμητικά έσκαζε στά βράχια κι έμπαζε τό φαρμακερό και κρύο χέρι τού θυμού της ή μαύρη θάλασσα στή σιδερένια καγκελόπορτα τού κάστρου, κι άκουγες κρότους φοβερούς, σκιές θανάτου νά πλανιούνται κι έννοιωθες τό σιωπηλό κάστρο νά βρυκολακιάζη, έτσι πε­ρήφανα πού ύψωνε τό ρωμαλέο του κορμί στήν αλμυρή της απειλή.
Καί τότε φαίνονταν στό φώς πού ανάδιδε ή 'Αθήνα τά κύματα, λευκά σάν άτια νά όρμούν άκάθεκτα σέ σχηματισμούς, σά στρατιώτες στή σειρά, νά παφλάζουν, νά κυκλώνουν ολούθε τό κάστρο καί κείνο νά δέχεται άτάραχο τό λυσσασμένο τους χαστούκι, δίχως νά καταδέχεται ν' άντισταθή κι ενώ στά βάθη τής καρδιάς του ό πράσινος κήπος όλοΰθε τριγυρισμένος άπό χτίσματα έστεκε δίχως φύλλου τρέμουλο, δίχως ζέστας άνάγκη.
Κι ήρθε έποχή πού ότι δέν κατάφερε ό καιρός κι ή θάλασσα, τελέψαν οί άνθρωποι.
Φέρανε χώματα καί μπάζωσαν τά πόδια τής Καστέλλας καί ξάφνου τό περήφανο τό κάστρο τό χτισμένο μές στό πέλαγο, τό γιομάτο πράσινους κισσούς, βρέθηκε στή μέση μιας έρήμου μ' αύτοκίνητα νά περνοδιαβαίνουν φουριόζα καί νά σηκώνουν σκόνες, μέ τραπεζάκια νά τό τριγυρίζουν γιά ψάρια, γαρίδες, παγωτά. Κι ή καγκελόπορτα απ' όπου μοναχά κουρσάροι θάχαν τήν αποκοτιά νά σιμώσουν τό κάστρο, μπαζώθηκε ώς τά μισά κι έγινε περιγέλιο τών παιδιών πούρχονταν πλάι πλάι της, νά νά παίξουνε ποδόσφαιρο.
"Ετσι τ' όμορφο τό κάστρο μαράζωσε. Οί γκρίζοι του τοίχοι σκεπάστηκαν μέ σκόνη, μαράθηκαν οί περικοκλάδες, κι ίσως γιατί τ' άφεντικό του πέθανε, ίσως γιατί λυπόταν τό κατάντημά του τό γκρέμισαν κι άρχισαν γιά χρόνια τά χτίζουν ένα τσιμεντέ­νιο κλουβί άψυχο κι άπρόσωπο σάν κονσέρβα, πού θάταν, λέει, τό Πνευματικό κέντρο τού Πειραιά.
Μά ή Λίτσα δέν ήταν Σίβυλλα κι όσο κι άν άγαπούσε τούτο τό κάστρο δέ φανταζονταν ποτέ τό τέλος πού τού προόριζε ή φρενιασμένη δίψα γιά εξέλιξη.
Είχε καιρό νάρθη έδώ γιά νά σκεφτή. Μά τώρα πού όλα πήραν τέτοιο τέλος δέν έβρισκε πού άλλού νά πάη. Ήλθε ένστικτώδικα όπως τό παιδί πού χτύπησε τρέχει κλαψουρίζοντας στήν ποδιά τής μάννας.
Μιά ζωή άπογοήτευση. Γιατί άραγε ν' άγωνίζεται;
Είν' όμορφο νά ζής εΐν' άσχημο νά πεθαίνης.
;
"Ενας γαλάζιος ήμερος ούρανός πάνωθέ της και στα πόδια της μιά βουερή πολιτεία πού δέν είχε ποτέ τόν καιρό νά τόν κοιτάξη κατάματα. Ό ήλιος πήγαινε νά δύση καί γιόμιζε μα­γευτικούς ρόδινους τόνους τά λευκά σπίτια τής άκτής, χάραζε ρόδινες ρυτίδες τή γαλανή επιφάνεια, Άραγε πόσοι άνθρωποι σέ τούτη τή βουερή και πολυάνθρωπη πόλη μπορούν νά γιατρέψουν τις πίκρες τους κοιτάζοντας τήν ομορφιά τούτης τής ώρας πού τόσο γρήγορα φεύγει;
"Αρχισαν ν άνάβουν τά πρώτα φώτα. Κάποια ιστιοφόρα γύριζαν στό λιμάνι τους. Μιά παράξενη γαλήνη τήν πλημμύρισε.
«Δέν ξέρω ποιός είσαι, ψιθύρισε, δέν ξέρω που βρίσκε­σαι, μά σ' άγαπώ».
Άντΐς γιά απόκριση μιά πνοή τ' άνέμου τής χάιδεψε τά μαλ­λιά. Μιά προσωπική έπαφή μέ τόν άγνωστο θεότής αγάπης, τής ζωής, τής ομορφιάς, μ' αύτό τόν άγνωστο ποϋκλεινε μέσ' τήν άγκάλη του τήν άυλη καί τόν άγαπημένο της.
Δέν ξαναπήγε στό νεκροτοφεΐο. Τώρα πιά εκείνος ήταν γύρω της, μέσα της. Δέν είχε πιό τήν ανάγκη τής μαρμάρινης πέτρας. Είχε έντός της τή συνέχεια τής ζωής του, τήν ανάσα του, τό γέλιο του.
Δέν είχε πρόβλημα νά διαλέξη τί θά κάνη. "Αν εκείνος ζούσε, ίσως τής ζητούσε νά σκοτώση τούτη τή μικρή ζωή τών σπλάχνων της. Θάμπαινε εμπόδιο στά ιδανικά του, στούς αγώνες του, στά όνειρά του πού τόν δολοφόνησαν έτσι άκαρδα, στις ελπίδες πού τήν βύθισαν στήν απελπισία. Μά τώρα ή ζωή του, ή συνέχιση τής ζωής του, ή ζωή τού παιδιού του, ήταν μόνο στά δικά της τά χέρια. Καί θά τήν κρατούσε, θά τήν κρατούσε στό φώς ότι καί νά τής στοίχιζε.


—«Ξέρεις μαμά» είπε ένα βράδυ πού ήταν πάλι μόνη στό σπί­τι ή κα Μαργαρίτα, «είμαι έγκυος»
—«Μά πώς; Τί»; έκανε μ' ένα ύφος γιομάτο έκπληξη κι άπελπισία. «Μέ ποιόν;» κατάφερε νά ψελίσση στό τέλος.
 — «Δέν έχει σημασία μαμά», είπε έκείνη άχρωμα. 
—«Μά πώς; "Εχει ευθύνες αύτός ό κύριος, όποιος κι άν είναι. Μά πώς εσύ μπόρεσες...» καί βλέποντας τό πονεμένο της βλέμμα, «Δέν πειράζει κοριτσάκι μου, ότι έγινε, έγινε. Όλα θά πανε καλά θά δής, θά σας βοηθήσουμε νά δημιουργηθήτε
—«"Οχι πιά μαμά, Είναι νεκρός!...» Μιλούσε ψυχρά δίχως τρέμουλο στή φωνή. της
"Ω παιδί μου, καημένο μου παιδί, είπε ή κυρία Μαργαρίτα καί βάλθηκε νά τή χαιδεύη νά τή φιλά λές κι έτσι θά ξόρκιζε τό κακό άπό πάνω της. Τήν έννοιωθε ψυχρή, κι άλύγιστη στήν άγκαλιά της. «Φέρθηκε ανόητα» σκέφτηκε «τουλάχιστο θάπρεπε νάχη μετανοιώση».
—Μά δέν καταλαβαίνω είπε σέ λίγο. 'Εγώ στήν ήλίκία σας, είχαμε κατοχή, πεινούσαμε μπορούσα νά κάνω ό,τι τόσες άλλες κι ομως δέν είχα ποτέ τέτοια προβλήματα. Πάει ή νέα γενιά τή χάλασε ή καλοπέραση!
—Μαμά πάψε, έσύ δέν ξέρεις, έσύ δέν γνώρισες τόν έρωτα ποτέ, φώναξε ή Λίτσα κι ή φωνή της είχε τέτοιαν οδυνηρή απόχρωση πού ή μάννα της σάστισε καί ξανάρχισε άμίλητη νά τής χαιδεύη τά μαλλιά άργά άργά σάν κάποια τελετουργία.
—Δέν πειράζει μωρό μου είπε σέ λίγο. έτσι γιά νά τήν παρηγορήση. 'Ατυχία ήταν, μπόρα ήταν θά περάση, θά ξαναρχίσης τή ζωή σου σέ λίγο, θά γίνης νυφούλα ποιος κοιτά τώρα τέτοιες λεπτομέρειες,—στό βάθος της πίστευε πώς δέν ήταν λεπτομέρειες μά ήθελε νά παρηγορηθή.
—"Αν έννοής μαμά, πώς πρέπει νά τό ρίξω, σοϋ λέω πώς έχω πάρει τήν άπόφασή μου. Είναι δικό μου θά τό κρατήσω.
—Καλά μικρό μου, είπε μ' ήρωική συγκατάβαση ή κα Μαργαρίτα, είσαι αναστατωμένη, δέν σκέπτεσαι λογικά. "Αν ό πατέρας τοό παιδιού ύπήρχε στή ζωή εγώ πρώτη θ' άπαγόρευα κάτι τέτοιο. Ή ζωή είναι ιερό πράγμα σέ κανένα δέν έπιτρέπεται νά τήν άφαιρέση. Μά τώρα πρόκειται γιά τή δική σου τή ζωή, Δέν έχεις τό δικαίωμα νά τή θυσιάσης. Είμαι σίγουρη πώς τελικά θά λογικευτής. Πώς θά ζήσης στή σκληρή τήν κοινωνία μ' ένα παιδί δίχως πατέρα; Σκέψου κι αύτό τό πλασματάκι τό τόσο άθώο. Τί θέση θάχει στήν κοινωνία; Θά τό βρίζουν, θά τό έξευτελίζουν, θά ντρέπεται γιατί γεννήθηκε. Μά καί γιά σένα παιδί μου. Δέν είναι σωστό ένα σφάλμα σου νά τό πληρώνης σ' όλη σου τή ζωή.
«Τδξερα, σκεπτόταν ή Λίτσα, τόξερα πώς έτσι θά σκεφτή, πώς αυτά θά μοΰ πή. Μά δέν καταλαβαίνη πώς δέν είναι σφάλμα, μά ή τιμιώτερη πράξη ποϋκανα στή ζωή μου».
«Κι έπειτα, συνέχιζε ή κα Μαργαρίτα, τί θά πή ό πατέρας σου; Ή κόρη τοΰ κυρίου Κωστόπουλου μ ένα έκθετο. Τί θά πή ό κόσμος κοριτσάκι μου. Μή στενοχωριέσαι. Θά παντρευτής μ' ένα καλό παιδί κι υστέρα κάνεις όσα παιδιά θές».
Ή Λίτσα σηκώθηκε.
«Μαμά πές το σύ στό μπαμπά. 'Εγώ φεύγω».
«Πού πάς παιδάκι μου;» είπε γεμάτη πανικό ή κα Μαργαρίτα.
«Στήν άγκαλιά τοΰ Θεού, μητέρα».
«"Οχι μή φεύγης. Πού πάς; Πώς θά ζήσης; Μή μ' άφήνης μόνη. Τί θ' άπογίνω χωρίς κανένα παιδί κι εσύ, τί θ' άπογίνης έσύ;»
«Θά δουλέψω μαμά».
«Καί τό Πανεπιστήμιο»;
"Ενοιωσε ένα τσίμπημα στή καρδιά. Τό Πανεπιστήμιο, τ' άμφιθέατρα, οι χώροι, οί τόσο γεμάτοι άπό τά μάτια καί τό χαμόγελο του.
«Δέν ξέρω, δέν μέ νοιάζη πιά».
'Ακούστηκαν βήματα στήν πόρτα.
«Θά ετοιμάσω τίς βαλίτσες μου».
«'Αντώνη, 'Αντώνη, έτρεξε φωνάζοντας ή κα Μαργαρίτα, τό παιδί!»
Ή Λίτσα έφτιαχνε τά πράγματά της ακούγοντας τά κλάμματα τής μαμάς της καί τά χτυπήματα τοϋ κεφαλιού τοΰ πατέρα της ένώ ή Λούλα κι ό Παντελής κοιτάζονταν άφωνοι.
Σέ λίγο πρόβαλλε χλωμή στήν πόρτα.
«Δέν θέλω νά σας είμαι βάρος», είπε μέ φωνή, πού έτρεμε, «'Αντίο».
Ό κύριος 'Αντώνης δέ γύρισε νά τήν κοιτάξη, ή κυρία. Μαργαρίτα έπεσε κλαίγοντας στήν άγκαλιά της, ή Λούλα έκλαιγε στή γωνία κι εκείνη διάβηκε τό κατώφλι. Ήταν νύχτα. 'Αλήθεια δέ σκέφτηκε πού θά πάη.
Τράβηξε κατά τή λεωφόρο. 'Απόψε στό σπίτι καμμιάς φίλης της κι έπειτα έχει ό Θεός. Κάποιος τήν τράβηξε άπ τό μπράτσο. Ήταν ό Παντελής.
«Λίτσα, τής είπε, έχω ένα σπίτι στό χωριό. Πήγαινε, έκεϊ ώσπου νά... καί βλέπουμε. "Εχει ό Θεός γι' αργότερα».
«Εύχαριστώ Παντελή, μά δέν θέλω νά σοϋ πέσω βάρος».
«Βάρος; μά τί λές; "Ισα ίσα χρειάζεται έναν άνθρωπο τό σπίτι νά προσέχη καί τά χωράφια. Νά πάρε καί τά είσιτήρια».
Τό χωριό τοΰ Παντελή ήταν σκαρφαλωμένο στήν πλαγιά κάποιου βουνού γιομάτου έλατα. Ήταν ένα βρώμικο χωριό, όπως όλα τά ορεινά χωριά μέ λασπωμένους κακοτράχαλους δρόμους. Τό σπίτι τοΰ Παντελή ήταν άπ' τά πιό ψηλά, τοΰ χωριού, άγγιζε τά έλατα. Δίπατο μ' ένα καγκελωτό μπαλκόνι, πού άγνάντευε όλο τό χωριό άπό ψηλά σάν πύργος κυκλωνόταν άπ' ένα περιβόλι μέ καστανιές καρυδιές καί πουρνάρια. Ήταν κλειστό καί βρώμικο, έτσι άκατοίκητο όπως ήταν έδώ καί τόσα χρόνια.
Ή Λίτσα στρώθηκε στή δουλειά. Καθάρισε τό σπίτι, έφτιαξε τόν κήπο. Γιά όλους τούς χωριάτες ήταν ή κουνιάδα τοΰ Παντελή, ή άτυχη ή χήρα, πού χήρεψε δυό μήνες μετά τό γάμο της κι έτσι τή συμπονούσαν, τής καλομίλαγαν καί προσφέρονταν νά τήν εξυπηρετήσουν. Τήν μάθαιναν ν' άνάβη τή φωτιά, νά σκάβη τόν κήπο, νά φυτεύη, νά έχη κότες, ν' άρμέγη τήν κατσίκα.
Τό καλοκαίρι ήλθαν κι ή Λούλα μέ τόν Παντελή νά τή δοΰν κι ήταν όλα τόσο όμορφα στό καθαρό δροσερό σπίτι, άνάμεσα στά έλατα.
Ή Αίτσα τ' απογεύματα έβγαινε βόλτα, χανόταν στό δάσος, όσο βαθύτερα μπορούσε, ξάπλωνε κατάχαμα κι άρχιζε νά μιλά δυνατά μονάχη της μέ τόν άγέρα, μέ τ' άγέννητο παιδί, μέ τόν πεθαμένο άντρα, μέ τόν άγνωστο Θεό. Έκεΐ άνάμεσα στά θεώρατα αιωνόβια δέντρα έννοιωθε τή μικρότητά της νά τήν κατακλύζη κι αντάμωσε τό σήμερα μέ τό χτές, τό αιώνιο μέ τό πρόσκαιρο, τή ζωή μέ τό θάνατο. Τόν έννοιωθε κοντά της τόν Παναγιώτη. Δέν θυμόταν πιά τό πρόσωπο του, τό βλέμμα του, τά χείλη του, μά έννοιωθε τή ζεστασιά τής παρουσίας του, πίστευε πώς άπλώνοντας τό χέρι θ' άγγιζε τό δικό του, πώς τ' αγέρι, πού φυσά είναι ή ανάσα του.
Τό παιδί τους άρχιζε νά σκιρτά στά σπλάχνα της κι έμοιαζε νά μιλά τήν ίδια γλώσσα, με αύτή, πού μίλαγε κι εκείνη στό νεκρό πατέρα του. Πάνω της έσμιγε ή ζωή κι ό θάνατος. Δέν θάλεγε κανείς πώς είναι εύτυχισμένη, μά ζούσε σέ μιά κατάσταση, πού στή θρησκεία ονομάζουν μακαριότητα.
Ή Λούλα μέ τόν καιρό άρχισε νά ζηλεύη. Οί στείρες όμοια μέ τις γεροντοκόρες αποκτούν σιγά - σιγά μιά στυφή όψη στό χαρακτήρα τους.
«Άμα γέννηση καί ξεντροπιαστούμε, νά τή διώξης, έλεγε στόν Παντελή, ώς πότε θά τήν τρέφης αύτή καί τό μπαστάρδικό της».
«Μά» τόλμησε νά πή ό Παντελής.
«Δέν έχει, άν δέν τό κάνης δέν θά μ' άγαπάς. Έγώ πού θυ¬σιάστηκα γιά σένα, πού άν ήμουν μ' άλλον, θάχα λεφτά, θάχα κάνει καί παιδιά», έκλαιγε υστερικά καί μέ κραυγές κι ό φουκαράς ό Παντελής βάλθηκε νά τήν παρηγορή νά δώση τόπο στήν οργή της.
Τό ίδιο κι όλας βράδυ, σά γύρισε ή Λίτσα άπ' τό δάσος, τής τό είπε όσο πιό μαλακά μπορούσε. «Ξέρεις ... άμα μέ τό καλό λευτερωθής νάρθης πάλι στήν Αθήνα, νά συνέχισης τό Πανεπιστήμιο, νά βρής καμμιά δουλειά. Έδώ βλέπεις, δέν υπάρχουν τά μέσα νά μεγαλώσουν τά παιδιά». «Ναι Παντελή», είπε ή Λίτσα, «καταλαβαίνω, σ' ευχαριστώ» καί βλέποντας τό θλιμμένος βλέμμα του ξανάπε «ειλικρινά σ' ευχαριστώ».
Τήν άλλη μέρα τό πρωί ή Λούλα πλησίασε τή Λίτσα, που έρραβε μωρουδιακά στό μπαλκόνι. «Λίτσα μου τί ώραΐα ρουχαλάκια ... τό καημενούλι μου, κουκλάκι θά είναι σά θά τά φορεί.... τό όρφανούλι μου ... δίχως πατέρα ... ξέρεις γιά σένα θάναι άσχημο καί γιά τό παιδί... καταλαβαίνεις τί εν¬νοώ ... Λίτσα μου ... δώστο σέ μένα. νά τό υιοθετήσω, θά τ' άγαπώ σά δικό μου κι όποτε θές θάρχεται νά τό βλέπεις».
Ή Λίτσα συνέχιζε νά ράβη άμίλητη. Στό τέλος σήκωσε τό κεφάλι.
«"Οχι» τής είπε ψυχρά, «είναι δικό μας».
Ή Λούλα ξαφνιάστηκε πιότερο μέ τό ύφος, παρά μέ τήν απάντηση.
«Ε, τότε, τής είπε άγρια, φρόντισε γρήγορα νά δής τι θά κάνης. Έμεΐς πάντως δέν μπορούνε νά σέ ταΐζουμε γιά πάντα».
Ή Λίτσα κοίταξε κατά τό δάσος, πού έπιβλητικό στή σκούρα πρασινάδα του έφτανε ώς τά πόδια της.
«Πρέπει νά μείνω έδώ μέχρι τή γέννα. Πρέπει νά μείνω κοντά του μέχρι νάρθη τό παιδί του στό φώς», ψιθύρησε.
Ήταν Χριστούγεννα, όταν τήν έπιασαν οί πόνοι. Όλοι οί χωριανοί στήν εκκλησία, κανείς γιά νά φωνάξη τή μαμμή.
Είχε ένα δύσκολο τοκετό, βασανιζόταν ώρες. Κι ήτανε μόνη δίχως νά ξέρη τίποτα άπ' τή γέννα. Βογγούσε, σέρνονταν, σηκώνονταν, πρόσμενε κάποιον να φανή, μά κανείς δέν έρχονταν. Κανείς δέν τό περίμενε. Εξω χιόνι πυκνό έπεφτε. Ή Λίτσα ούρλιαζε άπ' τόν πόνο κι έννοιωσε να γλυστρά άνάμεσα στά πόδια της καταματωμένο ένα μαλακό πράγμα. "Ενα κρεάτινο σχοινί κρεμμόνταν στό λαιμό του. Γονάτισε τόπιασε στά χέρια της ξεμπέρδεψε τό κρεάτινο σχοινί άπ' τό λαιμό του, πρόσμενε τήν κραυγή του, τήν ανάσα του. Μά κείνο μελανό κι αιματοβαμμένο ήταν τόσο άκίνητο, σάν ενα ύδρόβιο τερατάκι.
Εννοιωσε τήν τρέλλα νά τής πλημμυρίζει τό μυαλό. Τό βούτηξε στήν αγκαλιά της και μισόγυμνη τράβηξε γιά τό δάσος.
«'Αγάπη μου, μουρμούραγε, σου φέρνω τό παιδί σου».
Τό χιόνι έφτανε ώς τά γόνατα. Προχώραγε, έπεφτε, ξανασηκώνονταν.
«Πάρε με παρακάλαγε μέ λυγμούς, πάρε με μαζύ σου».
Τό χιόνι είχε πιά σταματήσει νά πέφτη. Έκανε κρύο τσουχτερό. Ξημέρωνε. Ό κόσμος γύρναγε άπ' τήν έκκλησία.
Τή βρήκαν τό πρωί μελανιασμένη 50 μέτρα πάνω άπ' τό σπίτι, άγκαλιασμένη μέ τό νεκρό μωρό. Στό τραπέζι ύπήρχε μιά κάρτα : 
«Λίτσα μου. Καλά Χριστούγεννα. Τήν Πρωτοχρονιά θάρθω νά σέ βοηθήσω στή γέννα. Σέ φιλώ ή μαννούλα σου».
«Ήταν πρόωρο», είπαν οί χωριάτες. Φαίνεται οί καλλικατζάροι θά τή μάγεψαν καί τήν πήραν μαζύ τους στό βουνό».
Καί τό βουνό γιομάτο έλατα έμοιαζε μέ Χριστουγεννιάτικο παραμύθι.
Κάλαντα στην Αθήνα τότε
τότε που οι τροχονόμοι έπαιρναν δώρα την Πρωτοχρονιά

Χριστούγεννα στην καταναλωτική Αθήνα των -60


Το διήγημα περιέχεται στο βιβλίο μου "Ιστορία δίχως όνομα και άλλα διηγήματα" Αθήνα 1976

 Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης