ο γάμος
Ο ΓΑΜΟΣ
Φύσαγε
απαίσια στο ξερό μαυρισμένο νησί. Απ' άκρη σ' άκρη σύγνεφο η σκόνη, σ' ανάγκαζε
να σφαλίζεις τα μάτια, να μη μιλάς, να προσπαθείς να μην αναπνέεις.
Άγριο
κύμα από χώμα μαστίγωνε το πρόσωπο, ενώ τ' αυτιά βούιζαν αδιάκοπα, μονότονα,
κουραστικά. Τα λίγα δέντρα λύγιζαν αποκαμένα τα κλαριά, υπόκλιση δουλοπρέπειας
στον άνεμο που τα κυβερνούσε. Οι αμπελιές χαμηλά σκαμμένες σα χελώνες στο
καβούκι τους, φλυαρούσαν κουνώντας βιαστικά τα βαθυπράσινα φύλλα τους ήρεμες,
δίχως το φόβο τ' αφανισμού.
Κάθισε στο
φράχτη με τις μαύρες εβένινες πέτρες κι αμέσως ηρέμησε ο νους απ' το κουβεντολόι
του ανέμου με τα βράχια. Αγκάλιασε Τα γόνατα της κι ακούμπησε το πηγούνι της ανάμεσα
τους.
Από μακριά
φαίνονταν το χωριό, χτισμένο στην άκρη του γκρεμού σαν ασκηταριό, αγνάντευε τ' αγριεμένο
πέλαγο με περηφάνια.
Τούτη την
ώρα ακούγονταν θαμπά ο ήχος της φουρτουνιασμένης θάλασσας, που έσκαζε μ' ορμή
στην απόκρημνη παραλία. Στο βάθος το ηφαίστειο κατάμαυρο, ραντισμένο στην κορφή
με θειάφι πούμοιαζε με γύρι σε παράξενο ανθοκαπνισμένο, σ' ασπρογάλαζο κλωνάρι.
Ο ήλιος έφεγγε θαμπά ανάμεσα στη σκόνη. Έκοψε μιαν αγριοβιολέττα μώβ που κοίτονταν
στα πόδια της, τη χάιδεψε με στοργή κι έπειτα αφηρημένα την άφησε να πέσει κι
εκείνη πέταξε στον άνεμο, στροβιλίστηκε, χόρεψε σαν πεταλούδα.
Σφάλισε
τα μάτια κουρασμένα απ' τη θολούρα. Έμεινε, ποιος ξέρει πόσην ώρα έτσι ώσπου
ένα σφύριγμα την έκανε να πεταχτεί όλορθη.
Ανάμεσα
στις λιγαριές, που πρασινογκριζα ύψωναν χέρια, είδε το πρόσωπο του, τα σγουρά κατάμαυρα
μαλλιά, το πλατύ μέτωπο, την ίσια μύτη, Τα ηδονικά του χείλια.
Πριν προλάβει
να μιλήσει, κείνος πήδησε λεβέντικα το φράχτη και την έχωσε στην αγκαλιά
του. Κάθισαν κι οι δυο πλάι πλάι σφιχταγκαλιασμενοι. Κάτω απ' τα πόδια τους απύθμενος
ο γκρεμός, πάνω τοις ο αγέρας, που κατρακυλούσε στα γκρεμνά κι αυτοί καλά προφυλαγμένοι
σα σε οχυρό. Ο ήλιος άρχισε να γέρνει κι είχαν Τα πρόσωπα τους μιαν αιμάτινη
φεγγοβολιά σα σε φωτιά.
Χούφτωσε
το πρόσωπο της στα δυο μεγάλα χέρια του και το κοίταζε με λατρεία. «Τούτη
είναι, σκέφτονταν η νια, που τη θαυμάζει το νησί για την αλλόκοτη ομορφάδα
της». Το βλέμμα του διάβαινε χαϊδευτικά τα καστανόξανθα μαλλιά της πούχαν μια
λάμψη πορφυρένια, φίλαγε Τα μακριά της ματοτσίνορα, που ασφάλιζαν για θησαυρούς
Τα αμυγδαλωτά της μάτια. Τα μάτια της, τι χρώμα είχαν άραγε; Το καταμεσήμερο
έμοιαζαν καταγάλανα σαν ουρανός, στον ίσκιο έπαιρναν πρασινωπές ανταύγειες, στ'
απαλό φως, στο λιόγερμα, έμοιαζαν μαγεμένα μπογιατισμένα στο καφέ. Η μύτη της, μικρή
και πεταχτή, το δέρμα της, λεπτό κι άσπρο σαν ατλάζι, Τα χείλια της λεπτά, καλογραμμένα,
ροδοκόκκινα.
— Σ' αγαπώ,
μουρμούρισε μεθυσμένα. Σ' αγαπώ Ιουλία.
Δεν την
άφησε ν' αποκριθεί. Τα χείλη του ρουφούσαν τη δροσιά των χειλιών της αχόρταγα. Εκείνης
η καρδιά σπαρτάραγε στα στήθια με λατρεία. Στις πρωτόγνωρες χαρές του έρωτα
ένοιωθε να παραλύει από λαχτάρα.
Τρεις μήνες
τον γνώριζε. Έμπορα γιος, έμπορας κι εκείνος με μαγαζιά στην Αθήνα και τα
νησιά, ψηλός γιομάτος αρχοντιά, με μπράτσα ατσαλένια και πλάτες σα βουνά, νανούριζε
τον ύπνο της παρθενίας των κοριτσιών του νησιού. Ήταν ο πρίγκιπας τους. Μα κι
αυτή δεν λείπονταν σε χάρες. Τη παίνευε όλο το νησί την ομορφιά της, της ζήλευαν
τα πλούτη της. Πρώτη καπετάνισσα στο νησί, με τρία γεροπλασμένα σκαριά, μοναχοκόρη
του καπτα-Κωνσταντή και της κυρά-Σοφίας.
Είχαν, θυμάται στ' αρχοντικό
τους, τη χαρά του γυρισμού του πατέρα της απ' την Οντέσσα. Κι ήλθαν ασήμια και χρυσά
να μεγαλώσουν τα προικιά της κι ήλθαν και πραμάτειες ξενικές κι έρχονταν οι
έμποροι να τις διαλέξουν. Ήρθε κι ο Κυρ-Παναγής μαζί με το γιο του. Στ' αντίκρισμα του πάγωσε η κρουσταλλένια της
καρδιά. Κι εκείνος λαβώθηκε απ' Τα γλυκά της κάλλη.
Τον μετάειδε του αη
Γιωργιοΰ το πανηγύρι. Ήταν μονάχος του και στο χορό φέρταρε δυο, φέρταρε τρεις χρυσές
να παίζουν τα βιολιά να τη χορεύει. Ο κύρης της καμάρωνε.
«Για τέτοιο γαμπρό, χαλάλι
του τέτοια νύφη».
Έπειτα εκείνος έφυγε για το
χωριό του, μιας μέρας με τ' άλογο απόσταση απ' το δικό της και κάθε μέρα
λάβαινε γραφή του κρυφά, με τον πιστό του υποστατικό, το κουτσο - Γιάννη.
Άρχισε κι εκείνη ν' απαντά δειλά, δειλά, να του ξομολογιέται... Πρωτάνοιξε ο
ανθός του έρωτα στην καρδιά και πλημμύρισε άρωμα η πλάση.
Ο κύρης της ξανάφυγε στο
ξένα κι έτσι και νάθελε ο καλός της να τον βρει να τη ζητήσει δε θάταν βολετό.
Τρεις μήνες είχε να τον δη
και να, που το πρωί ο κουτσο- Γιάννης της έφερε τη μικρή γραφή : «Το λιόγερμα στον
αη Γιάννη».
Θόλωσε το βλέμμα, στην απρόσμενη
χαρά, έκρυψε τη γραφή στον κόρφο.
Ο ήλιος
κρυμμένος στη φουρτούνα του αγέρα, αργά, βαριεστημένα πορευόταν,
θαρρείς κουρασμένος απ' την πεζοπορία, στην απέραντη έρημο τ’ ουρανού.
Μα
κείνη βιάζονταν. Δεν είχε νου για τίποτε. Μόνο μπροστά στον καθρέφτη άλλαζε ρούχα
αδιάκοπα. Το κόκκινο, πολύ χαρούμενο, το μπλε πολύ επίσημο, το καφέ πολύ πρόχειρο,
το κίτρινο πολύ παιδιάστικο, τέλος κατάληξε στο λευκό, που αντικειμενικά ήταν η
χειρότερη επιλογή της. Ήταν παράδοξο να φορά άσπρα καθημερινά για να πάει στο
κάμπο, μα ένοιωθε πως μόνο το άσπρο ταίριαζε με της ψυχής της την καλοκαιριά.. Η
μάνα της κρυφόβλεπε καχύποπτα δίχως να τη ρωτά.
Φτωχή στα
νιάτα της, μα όμορφη, πλάνεψε τον πρωτογιό του άρχοντα Μιχάλη και τον ανάγκασε να
την πάρει. Ήξερε τι σημαίνει φτώχεια κι ανάμεσα στα πλούτια της δεν εύρισκε ησυχία.
Στ' αυτιά της έφταναν οι φήμες για τις ασωτίες του προκομμένου της στα λιμάνια,
ασωτίες, που θα της στοίχιζαν πολλά. Μα δεν μιλούσε, άλλωστε όλα φαίνονταν διαδόσεις,
ψίθυροι, που Δεν μπορούσε να ζυγίσει. Ο καπτα-Κωνσταντής κάθε χρόνο έφτανε απ' το
ταξίδι, φορτωμένος με πλούσια, τη φίλαγε σταυρωτά και κοιμότανε μαζί της με την
ίδια. θέρμη. Μα οι υποψίες έφεραν στην όψη της μια στιφάδα, πούκλεβε με τον καιρό
την ομορφιά, που τον είχε κατακτήσει.
Δεν
πίστευε στον έρωτα η κυρά Σοφία. Δεν τον ένοιωσε ποτέ. Πλάγιασε με τον άντρα
της από συμφέρον κι έκτοτε τον έρωτα τον έβλεπε σαν μέσο ν' αποκτήσει οτιδήποτε
ποθούσε. Γι' αυτό κι έβλεπε μ' επιφύλαξη τις κινήσεις της μοναχοκόρης της κι
έσκυβε άγρυπνα πλάϊ της να επέμβει στην κατάλληλη στιγμή.
Την Ιουλία
δεν την απασχολούσε τίποτε, ούτε η μάνα της, ούτε η φήμη της στο χωριό. Όλη της
η ζωή ήταν ο έρωτας της. Και τώρα τον κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά της κι
ένοιωθε τον κόρφο της να πεταρίζει από λαχτάρα. Ένοιωθε μουδιασμένη κι ευτυχισμένη.
Είχε ότι ήθελε, δε ζητούσε τίποτε πιο πολύ απ' τη ζωή.
Πρώτα φοβόταν.
Ένοιωθε ακαθόριστη την τάση ν' αγαπήσει και ν' αγαπηθεί, μα δείλιαζε. Ποιος
ξέρει άραγε θαρχόταν ο καλός της να τη βρει η θα χανόταν στα πέλαγα, που την κύκλωναν; Στον ύπνο της τον
έβλεπε τυλιγμένο με ομίχλη, στο ξύπνιο της τον έψαχνε μα πουθενά δεν ένοιωθε την
αίσθηση, που την πλημμύριζε στα ονείρατα της. Και τώρα να, ολόγιομη, ξεχειλίζει
η καρδιά της απ' αγάπη για όλους. Τον αγαπά και βλέπει όλο τον κόσμο όμορφο. Αγαπά
τις βρωμόγριες, που την κοιτούν κάτω απ' τα μαύρα τους μαντήλια σαν περπατεί
καμαρωτή στην αγορά. Αγαπά τα μυξιάρικα, που κλεφτά την πλησιάζουν για ν' αγγίξουν
με τα βρωμοχερά τους τα φουστάνια της, ν' ακούσουν το γλυκό ήχο του καλού μεταξωτού.
Αγαπά το φοβερόν αγέρα, που βουίζει πάνω απ' τα κεφάλια τους, τη σκόνη, που
λεκιάζει το κάτασπρο της φόρεμα. Θάθελε νάμεναν έτσι αιώνια, δίχως τίποτε ν'
αλλάξει.
Κι όμως
εκείνος, πούνοιωθε πλάι της σα κομμάτι δικό της, έσπασε αμέσως τη στιγμή της ευδαιμονίας
της.
— Πάμε, της είπε, στον
αη Γιάννη;
Στου αη
Γιάννη το φτωχό ξωκκλήσι, που κείτονταν, κάτασπρο στην άκρη του γκρεμού σα
γλάρος έτοιμος να πετάξει πάνω απ' τα κύματα, είχε δοθεί λένε το θεϊκό χάρισμα,
να προβλέπει τα μελλούμενα.
Η εικόνα
του, ζωγραφισμένη με κερί και λιβάνι, σαν τις Παναγιές, που ζωγράφιζε ο αη Λουκάς,
ήταν σκεπασμένη με χοντρό ασήμι και μοναχά ένα μικρό πορτάκι απόμενε γυμνής εικόνας
στη δεξιά κάτω γωνιά, όπου ζευγάρια κολλούσαν ένα κέρμα στην κέρινη ευωδιαστή επιφάνεια
κι αν το νόμισμα δεν έπεφτε, ο γάμος ήταν τόσο σίγουρος σα νάχε κιόλας γίνει.
Τούτη την
ώρα την Ιουλία δεν την έμελλε που την οδηγούσε το μονοπάτι, που ακολούθαγε, μα
υπάκουα σηκώθηκε στο κάλεσμα του.
Άρχισε
πάλι ο αγέρας να βουίζει φοβερός κι αμίλητοι, χέρι, χέρι ανέβαιναν το δρομάκι
προς το θολωτό ξωκλήσι. Η ξύλινη καγκελωτή εξώπορτα ανοιγόκλεινε με πάταγο. Ψηλό
τοιχάκι, ένα γύρω, προφύλαγε την αυλίτσα απ' του ανέμου τον τρελό χορό, έτσι που
μόλις δρασκέλισαν το κατώφλι απλώθηκε ξανά γαλήνη. Κοιτάχτηκαν και χαμογέλασαν.
Έσπρωξαν το χαμηλό πορτάκι της εκκλησιάς, άνοιξε τρίζοντας και χύθηκε κατακόκκινος
χείμαρρος από φως, που αντανακλούσε απ' το πάτωμα στο ταβάνι κι έλουζε τα πάντα
με ολοπόρφυρες ανταύγειες. Πόσες φορές η Ιουλία τούτη την ώρα Δεν ένοιωσε κατάβαθα
της την ιερότητα τούτης της στιγμής ψέλνοντας το «Φως ιλαρόν»; Τα ρουθούνια
τους πλημμύριζαν από μιαν ανάκατη μυρουδιά λιβανιού, μαραμένων ανθών και
υγρασίας. Το καντήλι πάνω απ' το θαματουργό εικόνισμα τρεμόπαιζε έτοιμο να
σβήσει. Άναψαν ένα κερί και σίμωσαν. Ο Λευτέρης έβγαλε ένα χρυσό φλουρί, την κοίταξε
γελαστά, γεμάτος εμπιστοσύνη και κρατώντας της το χέρι πάντα, κόλλησε το βαρύ νόμισμα
στη σκοτεινή επιφάνεια, δίπλα σε δεκάρες και πεντάρες. Το πολύτιμο νόμισμα γλίστρησε
σιγά, σιγά κι έπεσε στο πλακόστρωτο αφήνοντας ένα μεταλλικό ήχο. Τράβηξε το
χέρι της απ' το δικό του και δίχως να προσκυνήσει βγήκε, σχεδόν τρέχοντας, στην
αυλίτσα. Πνιγόταν, έπρεπε ν' ανασάνει. Εκείνος την άδραξε απ' τη μέση κι έχωσε το
πρόσωπο του στα μαλλιά της.
— Κουτό,
της είπε γελώντας, πιστεύεις κάτι τέτοιες ανοησίες; Πάμε να δεις. Αν ήταν
δεκάρα, θα κολλούσε.
Του χαμογέλασε με βιάση, μα
αρνήθηκε να τον ακολουθήσει, να επιβεβαιώσουν τις θεωρίες του. Προτίμησε να
μείνει με την ελπίδα. Άλλωστε τελικά ολ' αυτά είχαν τόσο λίγη σημασία ...
Κυριακή,
χαρά Θεού. Ο ήλιος χαρωπός τρεμόπαιζε στη βαθυγάλαζη θάλασσα, άστραφτε στα
καλοασβεστωμένα σπίτια, χύνονταν στους πλακόστρωτους δρόμους με τις καμάρες και
τις ανηφοριές. Όλοι τους στην εκκλησιά του αη Γιώργη στα γιορτινά τους. Όλοι παπουτσωμένοι,
καθαροί, ένοιωθαν κάπως άβολα μια κι όλη τη βδομάδα κυκλοφορούσαν βρώμικοι και
ξυπόλητοι. Μα μπορούσαν να κάνουν κι αλλιώς; Ο παπάς τους τόπε ξεκάθαρα. Κανείς
βρώμικος η ξυπόλητος Δεν μπαίνει στην εκκλησιά, γιατί αν μπει σίγουρα θα πάει
στην κόλαση. Κι επειδή Ήταν καλός παπας κι αγαπούσε το ποίμνιο του, είχε επωμιστεί
ο ίδιος το βαρύ φορτίο ν’ ασκεί συγχρόνως δύο καθήκοντα, να υποδύει τα σώματα και
τις ψυχές, όπως συνήθιζε να λέει.
Οι
ψαλμουδιές, φάλτσες, πλημμυρίζουν την εκκλησιά και ξεχύνονται στο μυρωμένο
αγέρα μαζί με τα θυμιάματα. Τα πιτσιρίκια κρατούν τσιριχτά το ίσο σα νιά πετεινάρια,
πρωτοφτέρουγα, που καυχιόνται για την άχαρη φωνούλα τους. Ο αρχιψάλτης,
βαθύφωνος, κουνά τα χέρια σα μαέστρος μεγάλης ορχήστρας κι οι πρόθυμοι ψάλτες
του, καθένας με το δικό του τόνο φωνής, προσπαθούν ν' αγγίξουν την ίδια
μελωδία. Οι γυναίκες λοξοκοιτάζονται, σιγοψιθυρίζουν, κουτσομπολεύουν και πότε
πότε σταυροκοπούνται, κάνοντας βαθιές μετάνοιες. Οι άντρες κοιτάνε τους
πολυέλαιους, που μπρούτζινοι, ολογυάλιστοι, λαμποκοπάνε, τις γυναίκες πούναι πιο
φανταχτερές στα γιορτινά τους, και πότε πότε τον παπά που παίρνει πόζες, πότε μετάνοιας
και πότε μεγαλοπρέπειας. Στα μπροστινά στασίδια, οι άρχοντες ζερβά, οι αρχόντισσες
δεξιά, κοιτούν το τέμπλο, Τα εικονίσματα κι υπολογίζουν ποιος έκανε Τα πιο
πολλά αφιερώματα.
Η
Ιουλία, τυλιγμένη στο γαλάζιο αιθέριο φόρεμα, πούφερε ο πατέρας της απ' το ταξίδι,
στολισμένη με σειρές γνήσια μαργαριτάρια σα φουντούκια, ανήσυχα αναζητά κάποιο σημάδι απ' τον αγαπημένο της. Ο κουτσο Γιάννης
με την καμπούρα και το μαυριδερό μούτρο, στη σκέψη της γινόταν αρχάγγελος
Γαβριήλ, που θάφερνε το πιο καινούργιο, το πιο χαρωπό μήνυμα. Φοβόταν, Δεν ήξερε
επειδή φοβόταν, ήταν σαν το πουλί που πριν τη καταιγίδα κυκλοπεταρίζει, σαν το
σκυλί, που σκούζει μπρος στον κίνδυνο. Και να, κάποιο σούσουρο, κάποιο σημάδι,
την έκανε να στρέψη θαρρετά το βλέμμα στην πόρτα. Μ' αλλοίμονο! Δεν ήταν εκείνος.
Ήταν μονάχα ένας μεσόκοπος κοντόχοντρος άντρας με τσιγκελένιο μουστάκι και σμιχτά
φρύδια. Φαινόταν άρχοντας αν κρίνει κανείς απ' τη χρυσή αλυσίδα, που κρέμονταν στο
ρόλοι του, τη χοντρή του κοιλιά, που σκέπαζε βελούδινο γιλέκο και τη δουλοπρέπεια
στο ύφος αυτών, που τον παράστεκαν ζερβόδεξα. Ήταν δυο παράξενα όμοιοι άνθρωποι,
μέσα στην ασχήμια τους, ίδιο ύψος, ίδιο μουστάκι αλά - Χίτλερ, ίδιο βαρύ ύφος, το
ίδιο λιγνοί, με το ίδιο καμπουριαστούς ώμους από τη συνήθεια των υποκλίσεων. Μόνη
διαφορά Τα μαλλιά, του ενός ψαρά, του άλλου καστανά, στο χρώμα του βρεμένου
άχυρου. Δε ρώτησε ποιοι είναι κι όμως η κυρα
Σοφία έσκυψε και ψιθύρισε μ' ασυνήθιστο σεβασμό :
— Είναι
ο κυρ Ανέστης, απ' το Κεφαλοχώρι.
Δεν την
ένοιαζε ποιος ήταν ο ξένος, Μα όταν άκουσε από που έρχεται μόνο που δε ξεφώνισε
από χαρά.
Ναι,
έτσι είναι. Κάτι θάτυχε, αλλιώς δεν εξηγείται. Δεν μπορούσε ο καλός της να στείλει
όποιον όποιον για μαντατοφόρο. Τούτος, σίγουρα τούτος ο άρχοντας ο συγχωριανός
του θάναι. Κι άρχισε να τον κοιτά με κάποια συμπάθεια.
Ξανά η κυρά Σοφία
έσκυψε στ' αυτί της :
—
Κοίταξε, της είπε, να φερθείς καλά. Είναι ο
πρώτος άρχοντας στο Κεφαλοχώρι. Αμπέλια, γη, άνθρωποι, όλα δικά του.
Μετά το
«δι' ευχών», όλοι ξεχύθηκαν στην αυλή, κάτω απ' το μεγάλο ευκάλυπτο, να πιουν
τσικουδιά, να φλυαρήσουν. Οι γυναίκες τράβηξαν γοργά για το σπίτι, να ετοιμάσουν
το επίσημο κυριακάτικο τραπέζι, Τα παιδιά έτρεχαν πάνω κάτω ξεφωνίζοντας
χαρούμενα. Ο κυρ Ανέστης Ήταν τριγυρισμένος χωρικούς, που του μιλούσαν μ' ένα μόνιμο
χαμόγελο δουλικότητας, όλοι του χρωστούσαν, όλοι τον είχαν ανάγκη, όλοι τον
φοβόντουσαν, έτσι που έμοιαζε με βασιλιας τριγυρισμένος αυλοκόλακες.
Η κυρά
Σοφία κοντοστάθηκε, το ίδιο κι η Ιουλία. Κι οι δυο τους ήθελαν τούτη τη συνάντηση,
η κάθε μια για το δικό της λόγο.
Μόλις τις
είδε, έγνεψε με το χέρι του κι η φλυαρία των χωρικών έπαψε απότομα. "Όλοι
γύρισαν προς το μέρος τους.
—
Καλή σας μέρα, αρχόντισσες. Πλησίασε, φίλησε το
χέρι της κυρά Σοφίας, έπειτα της Ιουλίας, με κινήσεις ξενόφερτες κι ύφος ανθρώπου,
που συνήθισε να εξουσιάζει κι απόμεινε να κοιτά επίμονα την Ιουλία στα μάτια για
ώρα. Τέλος γέλασε βαθειά και φώναξε δυνατά να τον ακούσουν όλοι.
—
Μα δε βρέθηκε κανείς να μου πει επειδή όμορφη κόρη
έχει ο καπτα Κωνσταντής;
Οι χωρικοί άρχισαν να γελούν
λες από σύνθημα.
Η Ιουλία,
Τίναξε ξαφνιασμένη το κεφάλι σαν άλογο ατίθασο κι ένοιωσε τα μάγουλά της να καίνε.
Μα πριν προλάβει ν' αντιδράσει αυτός έπιασε με τη χοντρή του φούχτα το πηγούνι
της και το γύρισε στο πλάι, όπως κοιτούν τα εμπορεύματα.
—Ωραία κόρη έχεις
κυρά Σοφία, είπε με λάγνα φωνή.
Η Ιουλία
πισωπάτησε θυμωμένη, Ήταν έτοιμη να τον προσβάλει άγρια, μια κι εκείνος πρώτος
είχε προσβάλει την περηφάνια της, Μα το δουλικό χαμόγελο, που είδε ζωγραφισμένο
στο πρόσωπο της ίδιας της της μάνας, την έκανε να παγώσει.
—
Δεν περνάτε απ' το φτωχικό μας κυρ Ανέστη να μας
τιμήσετε, είπε μ' εξεζητημένη ευγένεια η κυρά Σοφία.
Εκείνος,
αντις γι' απάντηση της έδωσε το μπράτσο του να στηριχτεί. Κατόπιν έκανε το ίδιο
στην Ιουλία. Αυτόματα η Ιουλία μιμήθηκε την τακτική της μητέρας της. Τα μάτια
της ολάνοιχτα από έκπληξη δεν έβλεπαν τίποτε πια. Ήταν κυριευμένη από απελπισιά.
Ένοιωθε το φόβο να την παραλύει. Δεν καταλάβαινε ακόμη επειδή φοβόταν, μόνο ένοιωθε
μ' άγνωστες μέχρι τότε αισθήσεις, κάποιον αόρατο κίνδυνο να παραμονεύει.
—
Σας αρέσουν, Ιουλία τα κοσμήματα; είπε έξαφνα εκείνος.
Σα μέσα από όνειρο είπε μηχανικά «Μάλιστα» δίχως να καταλαβαίνει την ερώτηση.
—
Τότε, συνέχισε εκείνος, θα μού επιτρέψετε, όταν
ξανάρθω, να σας προσφέρω ένα δωράκι, μικρό δείγμα του θαυμασμού μου.
Τούτο της
φάνηκε χυδαίο. Ήθελε να τον χαστουκίσει κι όμως έμενε στηριγμένη στο μπράτσο
του και προχωρούσαν. Η μητέρα της χαμογελούσε συνέχεια, εύρισκε υπέροχο ό,τι κι
αν έλεγε και την αγριοκοίταζε για την αφηρημάδα της. Ο κόσμος, που συναντούσαν στο
δρόμο τους, έσκυβε το κεφάλι με σεβασμό και χαιρετούσε. Οι άντρες έβγαζαν τη
σκούφια τους κι όπως έσκυβαν οι φούντες τους άγγιζαν το χώμα. Μα ο κυρ Ανέστης,
ανάμεσα στις δυο γυναίκες και τους δυο σωματοφύλακές του, ανεπτιχαιρέταγε
κουνώντας το κεφάλι, δίχως να διακόπτη τη συζήτηση του.
Στου αρχοντικού
του καπτα Κωνσταντή την πόρτα πρόσμενε το Ρηνάκι, με τη νταντελένια του επίσημη
ποδιά και το κουτούτσικο χαμόγελο.
—
Κοπιάστε, κοπιάστε, φώναξε μόλις τους είδε στην
καγκελόπορτα κ' έκανε μιαν υπόκλιση και τα κατάμαυρα κοτσιδάκια με τους κατάλευκους
φιόγκους καμπάνισαν χαρμόσυνα. Πέρασαν στη μεγάλη σάλα. Πάνω απ' Τα κεφάλια
τους ένας πολυέλαιος πανάκριβος, σφράγιζε την επιβλητικότητα του δωματίου. Όπου
κι αν γύριζε το βλέμμα, αντίκριζε πολύτιμα πράματα ξενοφερμένα. Το ασημένιο
σαμοβάρι στη γωνιά, οι πίνακες απ' το Παρίσι κι ανάμεσα τους απαραίτητα η
ζωγραφιά της βασιλικής οικογένειας, οι πορσελάνες και τ' ασημικά παρατεταγμένα για
να φαίνονται, όλα τούτα υα πολύτιμα πράματα έτσι έκθετα, έδιναν την εντύπωση
μουσείου.
Κάθισαν
στο βελούδινο καναπέ, ενώ το Ρηνάκι έτρεχε να φέρει υα κεράσματα. Η Ιουλία
σηκώθηκε απότομα.
— Συγγνώμην
έχω πονοκέφαλο, είπε. Επειδή κοινή δικαιολογία!
Ο κυρ Ανέστης της
φίλησε το χέρι με τρυφεράδα, αφού φρόντισε να το κρατά σφιχτά, ανάμεσα στις
χούφτες του. Η κυρά Σοφία δεν έφερε αντίσταση, μήτε κι έδειξε ενδιαφέρον, λες και
βιαζόταν να την απομακρύνει. Μόνο τη φίλησε στο μέτωπο δίχως άλλη κουβέντα.
Η Ιουλία,
τρέχοντας σχεδόν, κλείστηκε στο δωμάτιο της, πέταξε το καπέλο απ' το κεφάλι της
και ξάπλωσε ανάσκελα στο πουπουλένιο στρώμα της με τα λουλουδιστά σεντόνια. «Δεν
πρέπει να σκέφτουμαι τίποτε, τίποτε», ψιθύρισε κι έκλεισε τα μάτια. Προσπάθησε μάταια
να κοιμηθεί κι όμως ανακατεμένες εικόνες, ασυνάρτητες, βασάνιζαν το νου της. Δε
μπορούσε να κλάψει, ν' αλαφρώσει, δε μπορούσε να σκεφτεί ψύχραιμα. Έβλεπε τα μάτια,
τα μαλλιά του, οσφραινόταν τη μυρουδιά του ιδρώτα του. Αγκάλιασε σφιχτά το
μαξιλάρι της. Έτσι έκανε πάντα από παιδί, όταν φοβόταν. Κι ανάμεσα απ' τα κλειστά
της βλέφαρα, εφιαλτική πρόβαλε η μορφή του κυρ Ανέστη. Έτρεξε στο παράθυρο ν' ανασάνει
κι είδε κει από κάτω τις σιχαμερές μορφές των μπράβων του να την κοιτούν γελώντας
ειρωνικά. Ξανάπεσε στο κρεβάτι της μ' απόγνωση.
Στο σαλόνι,
στο μεταξύ, μόλις εκείνη έφυγε, απλώθηκε μια παγερή σιωπή. Ο κυρ Ανέστης
σηκώθηκε απ' τη θέοη του κι αυθάδικα άρχισε να περιεργάζεται ότι βρισκόταν γύρω
του. Το Ρηνάκι πάντα γελαστό, σέρβιρε καφέ. Μόλις έφυγε κι αυτό, κλείνοντας
πίσω του την πόρτα, ο κυρ Ανέστης ξανακάθισε κοντά στην κυρά Σοφία, την κοίταξε
με το τρόπο, που μόνο Τα γεράκια έχουν σαν κοιτούν το θήραμα τους κι είπε ψυχρά
— Γι'
άλλο ήλθα κι άλλο βρήκα, χρυσή κυρία.
Ρούφηξε
τον καφέ.
—Ακριβώς
όπως τον πίνω, βαρύ γλυκό. Όμως πρέπει να μιλήσω για δουλειές μια κι ο καπετάνιος
ταξιδεύει. Πρέπει να μιλήσω σε σένα χρυσή μου κυρία. Κάτι, που ίσως έκρυψε ο καλός
μου φίλος ο καπετάνιος, είναι αυτό το χαρτί. Κι ενώ ρουφούσε ηδονικά τον καφέ
του, έβγαλε απ' τη μέσα τσέπη του σακακιού του ένα καλοδιπλωμένο χαρτί και της το
πρότεινε, αδιάφορα.
Ο φόβος
με το οποίο πήρε το χαρτί η κυρά Σοφία γρήγορα μεταμορφώθηκε σε λύσσα, σαν το
διάβασε γραμμένο με το χέρι του άντρα της :
«Εγώ ο
καπτα Κωνσταντής Καλομοίρης δανείζομαι απ' τον φίλο μου κυρ 'Ανέστη Σαββούρα
100.000 λίρες. Βάζω σαν υποθήκη όλη την κινητή κι ακίνητη περιουσία μου. Έχω υποχρέωση
να τα επιστρέψω μέχρι το Τρύγο».
—Ά,
κυρά Σοφία, είπε ξάφνου ο κυρ Ανέστης. Μήπως υπολογίζεις σε πόσο καιρό αρχίζει ο
τρύγος φέτος; Καλή χρονιά, Δεν πιστεύω να περάσει μήνας.
«Διαόλου
γέννα, σκέφτονταν μέσα της, η κυρά Σοφία, ποιος ξέρει επειδή θάλασσες κρασί τον
κέρασες για μια τέτοια συμφωνία;» Όμως ψύχραιμα δίπλωσε ξανά προσεκτικά το χαρτί
και του το έδωσε.
—
Είπες, νομίζω κυρ Ανέστη, πως ήρθες να μιλήσουμε
για δουλειά του είπε ψυχρά.
Εκείνος
ξέσπασε σε βροντερό γέλιο και τη χτύπησε δυνατά στη πλάτη όπως θάκανε με τους
πιο στενούς του φίλους.
— Μα
το Θεό, κυρά Σοφία μ' αρέσεις. Είσαι διαολογυναίκα.
Έπειτα πλησίασε πιο
κοντά και είπε εμπιστευτικά.
—'Ηλθα
μ' άλλους σκοπούς, Μα τώρα θέλω μόνο ένα πράμα να πάρω. Ξέσπασε σε ακράτητα
γέλια. Νομίζω ξέρεις Τι. Τη μορφονιά σου. Τη πιο όμορφη γυναίκα στο νησί μόνο ο
κυρ- Ανέστης πρέπει νάχει.
Η κυρά Σοφία ανάσανε
μ' ανακούφιση.
— Αυτό
ήταν όλο κι όλο κυρ Ανέστη; Στο υπόσχομαι μόλις γυρίσει ο καπετάνιος μου, ν' αρραβωνιαστείτε.
Έφτασε πια
ο τρύγος. Πλημμύρισε ο κάμπος ζωή. Χαρωπά άντρες, γυναίκες, παιδιά ξεχύθηκαν στον
κάμπο. Τα ζωντανά βαρυφορτωμένα, πηγαινοέρχονται απ' τ' αμπέλια στο πατητήρι.
Πανηγύρι κεφιού. Ο ήλιος λάμπει ευχάριστα, δροσίζει τα ιδρωμένα κορμιά τρυφερά
τ' αεράκι, ηχολογούν τραγούδια και φωνές, απλώνεται μεθύσι στον αιθέρα. Στις κάναβες
τις σκοτεινές μέσα στην υγρασία, θαρρείς και βλέπεις Ελευσίνια μυστήρια. Γυμνοπόδαροι
άντρες τραγουδώντας χοροπηδάνε στο πατητήρι κι αδιάκοπα κυλά ο μούστος στο ληνό
τραγουδώντας κι αυτός. Τ' αφεντικά ψήσαν αρνιά κι όλο και τους κερνάνε με κρασί
μην αποκάμουν πριν τελειώσουν. Άλλοι με κουβάδες αδειάζουν το ληνό και τρεχάτα
παιδιά γιομίζουν κοφινιές καινούριες τα πατητήρια.
Ανάλογα
στον πλούτο του αφέντη η κάναβα είχε ένα δυο, τρία η τέσσαρα πατητήρια, που σύγχρονα
και φωναχτά, ζωντάνευαν λες από μαγεία τις μέρες του φθινοπώρου. Στις κάναβες του
κυρ 'Ανέστη, στο κεφαλοχώρι, μεγάλη κοσμοσυρροή. Πολλά τ' αμπέλια, πολλά Τα
ζώα, που κουβαλούσαν, πολλοί οι άνθρωποι. Κι εκείνος βιαστικά πηγαινοέρχονταν ανάμεσα
τους κι όλο και τους ζόριζε για να βιαστούν.
—Άντε
Αργύρη, κούνησε τα πόδια σου, Άντρας είσαι μωρέ Αντρέα ή ζωντοβόλο;
Από την πόρτα της κάναβας
ρυθμικά ακούγονταν τα τραγούδια της βεντέμας και παντού μοσχοβολούσε ο
μούστος.
—Εδώ τα μαύρα παλιόπαιδο,
μην τ' ανακατεύεις.
Ζύγιζε,
μετρούσε, διάταζε, δίχως αναπαμό, κουβαλώντας τη χοντρή κοιλιά του, ενώ πιστά
σκυλιά, οι δυο μπράβοι του, παράστεκαν και σιγοντάριζαν κάθε του λέξη. Μα
ξάφνου ο ένας απ' αυτούς, ο νιότερος, τον σκούντησε, μ' όλο το σεβασμό του και τούδειξε
την ξώπορτα της άπλετης αυλής, όπου κάποιος ξεπέζευε με βιάση. Ήταν ένα ξανθό
σπανό παλληκάρι, που ο ιδρώτας είχε κολλήσει το πουκάμισο στο στήθος του έτσι, που
οι ρόγες του φαίνονταν σα κεφαλές καρφιών σε άσπρο τοίχο. Τρεχάτος σίμωσε και
κάτι ψιθύρισε στ' αυτί του κυρ Ανέστη δίχως να καλημερίσει.
— Να ζήσεις,
λεβέντη μου, φώναξε κείνος κεφάτα και τον χτύπησε δυνατά στην πλάτη. Ο νέος
άρχισε να βήχει, θάχε αδύναμα πνευμόνια, μα ο κυρ Ανέστης δεν γύρισε να τον ξανακοιτάξει.
Έτρεξε στην πόρτα της κάναβας και φώναξε με δύναμη :
—Αγγελική.
Η φωνή
του χτυπώντας στους θόλους της υπόσκαφης κάναβας άλλαξε μύριους τόνους και το
τραγούδι της βεντέμας κόπηκε απότομα. Όλοι γνώριζαν τη φωνή του αφέντη.
Απ' τη
σκοτεινιά βαρυπατώντας πρόβαλλε μια ψηλή χοντρή αντρογυναίκα.
— Μωρή Αγγελική, φέρε
κρασί και μεζέδες. Κούνησε τα πόδια σου, παλιόγρια. Παντρεύομαι. Παίρνω τη κόρη
του καπτα Κωνσταντή. Δώσε σε όλους να ευχηθούνε.
Στη
Γωνιά, στο σπιτικό του καπτα Κωνσταντή είχε ξεσπάσει θρήνος. Το Ρηνάκι τράβαγε τα
πλεξούδια του κι αρχίναγε ένα μονότονο τσιρικτό, που το σταμάταγε μόνο για ν' ανασάνει.
Η κυρά Αντωνία,
η χοντρή καλόκαρδη μαγείρισσα, που τους καλούς καιρούς περνούσε κουτσομπολεύοντας,
τώρα ξεσπούσε σε μιαν ατέλειωτη θρηνητική φλυαρία.
—Αφέντη
μας, κολώνα του χωριού μας, λεβέντη μας, ακριβέ μας. Τι έγινες, πού χάθηκες;
Ποιά μοίρα κακή μας βάσκανε; Που θα βρούμε τέτοιο αφεντικό, ποιος θάρχεται να μας
φορτώνει πεσκέσια; Γιατί μας τόκανες; Γιατί μας άφησες; Τι θ' απογίνουμε;
Κανείς δεν απαντούσε στ' ατέλειωτα ερωτήματα των θρήνων της, Μα κείνη δε νοιαζόταν.
Λες κι έπαιρνε νέο κουράγιο απ' τον ίδιο το θρήνο της, όλο και πιο πολλά, όλο και
πιο γρήγορα θρηνούσε.
Ολόγυρα,
στο σαλόνι, που άλλοτε γέμιζε γιορτινά ντυμένους ανθρώπους, τώρα μαυροντυμένοι
χωρικοί μ' επίσημο ύφος, στέκονταν βουβοί με χαμηλωμένο βλέμμα. Κι ολομεσίς η
κυρά Σοφία, άκλαφτη, μαυροντυμένη, αμίλητη, μ' ένα διάφανο βέλο να της κρύβει το
πρόσωπο και δίπλα της η 'Ιουλία, χλωμή σαν πεθαμένη, κρατούσε σφιχτά το λευκό μαντήλι
και τόπαιζε νευρικά στα δάκτυλά της. Τα χείλη της σφιχτά και κάτασπρα, το
βλέμμα της θόλο, ταξιδεμένο. Κι όμως και μέσα στην απελπισία φάνταζε τόσο όμορφη!
Πώς
έγιναν σκέφτονταν, όλα τούτα; Πώς πρόλαβαν και χώρεσαν σε τόσο χρόνο, πώς έσβησε
έξαφνα η ελπίδα μου; πώς έλειωσε η χαρά μου; Ο πατέρας, ο αγαπημένος μου
πατέρας, που μ' έσφιγγε στην αγκαλιά του, έπειτα από κάθε ταξίδι με τόση αγάπη,
πού βρίσκεται, σε ποιές άραγε θάλασσες ταξιδεύει; Ποιο κύμα τον κρατά άσπλαχνα
στην αγκαλιά του και Δεν τον φέρνει πίσω ποτέ. πια; Πως μύριζε το κορμί του ήλιο
κι αλμύρα κάθε που γύρναγε από ταξίδι, και τώρα . . . Θυμήθηκε κάποιες διηγήσεις
του γι' ανθρώπους πνιγμένους, τουμπανισμένους, που τις σάρκες τους; τις έτρωγαν
Τα ψάρια. Λες έτσι νάγινε και με κείνον; Σκέφτηκε κι αύτη η σκέψη την
πλημμύρισε φρίκη. Ο θάνατος πάντα την τρόμαζε. Ήταν πολύ νέα για να μπορεί να συνθηκολογήσει
με την ιδέα του τέλους. Ήταν όμορφη, έσφυζε από ζωή. Πως ήταν δυνατόν, εκείνη κάποτε
να πεθάνει, να γίνει κόκκαλα ασύνταχτα; Τ' ωραίο της πρόσωπο, πως Ήταν δυνατό να
γίνει τροφή, για Τα σκουλήκια; Όχι Ήταν όμορφη, Ήταν νέα. Ο χάρος έπρεπε να τη λυπηθεί
. . . Ήταν ευτυχισμένη, ο χάρος έπρεπε να την αφήσει νάναι ευτυχισμένη.
Κι όμως,
να που όλα άλλαξαν. Ο ακριβός της πατέρας, στο βυθό της θάλασσας, έπεσε είπαν μεθυσμένος
και πνίγηκε. Μα γιατί να μεθύσει πάνω στο καράβι; Τι πίκρα να τον έδερνε; Αυτός
που ήτανε γλυκός κι ευγενικός, ευαίσθητος σαν παιδί, της έλεγε ώρες ολόκληρες
ιστορίες για γοργόνες και για δράκους, για στοιχειά και για νεράιδες ... Και
τώρα, τώρα τίποτε πια, ποτέ πια δε θ' ακούσει τη ζεστή φωνή του να διηγείται
γι' άλλα μέρη, για την Κίνα, με τους ανθρώπους με τα κίτρινα πρόσωπα, για τις όμορφες
γκέισες της 'Ιαπωνίας, για τους ψηλούς ουρανοξύστες της Νέας Υόρκης, για τη
φτώχεια της 'Ινδίας, την ομίχλη της 'Αγγλίας και την κάψα της Αφρικής..
Τώρα τίποτε
δεν έχει απομείνει. Όλα βυθίζονται στο κενό. Η μαμά άραγε τι νοιώθει μπρος στο θάνατο
του; Ψυχρή γυναίκα, νομίζω πως ποτέ Δεν τον κατάλαβε, ποτέ δεν τον αγάπησε όπως
εγώ αγαπώ το Λευτέρη. Αλήθεια, μοναχή αχτίδα ευτυχίας εκείνος, σ' αυτές τις μαύρες
ώρες. Χτες μόλις έλαβε το γράμμα του. Βρίσκονταν στη Σύρα για κάποιες υποθέσεις
του πατέρα του.. Έφυγε άξαφνα. Δεν μπόρεσε να την ειδοποιήσει. Της έγραφε, λόγια
γλυκά και τρυφερά, λόγια ερωτευμένα, για την αγάπη τους. την ομορφιά της και τη
μελλούμενη ευτυχία τους. Χτες Ήταν τόσο ευτυχισμένη! Της έγραφε : «Την άλλη Κυριακή
θάμαι κοντά σου να σε ζητήσω, κι αν τολμήσουν ας αρνηθούν».
Την Κυριακή,
μεθαύριο είναι Κυριακή. Κι όμως σε μια μέρα ολάκερος ο κόσμος γκρεμίστηκε
τριγύρω της.
Αχ και νάταν
κοντά της, νάκρυβε το πρόσωπο της στο στήθος του και νάκλαιγε, νάκλαιγε, να
ξεπλύνει την πίκρα, που τη βασανίζει. Κοντά του δε φοβάται θάνατο. Κοντά του
νοιώθει πως όλα είναι δυνατά.
Κόσμος
έμπαινε κι έβγαινε. Όλοι θλιμμένοι, τις χαιρέταγαν μουρμουρίζοντας ακατανόητα
παρηγόρια μέσα απ' τα σφιγμένα τους χείλια.
— Ζωή
σε σας, Θεός σχωρές τον.
Πολλές
γυναίκες ξέσπαγαν σε κλάμα κι ανάμεσα απ' τους λυγμούς, τις γλυκοφιλούσαν. Οι κηδείες είναι πάντα κατάλληλη
περίπτωση να σκεφτεί ο καθένας τα βάσανα του ακόμη και να κλάψει γι' αυτά.
Μα
εκείνες, οι πρωταγωνίστριες τούτης της πένθιμης σκηνής έμεναν βουβές κι αδάκρυτες,
τούτο απαιτούσε η κοινωνική τους Τάξη. Δεν ήταν λαουτζίκος για νάχουν το δικαίωμα,
μα και την υποχρέωση να σκούζουν.
Μια και
δεν υπήρχε πτώμα ν’ αγρυπνήσουνε, με το σούρουπο, η κάμαρα άρχισε ν' αδειάζει. Ένας - ένας έφευγε βγάζοντας στην
ξώπορτα το πένθιμο ύφος, έτσι, που τώρα κιόλας απ' έξω απ' τα παράθυρα, ηχολογούσαν
γέλια και κουτσομπολιά :
—
Καλός ο μακαρίτης, μα πολύ μπαμπέσης. Ποιος
ξέρει τι βρωμοδουλειές σκάρωνε σε κάθε λιμάνι;. .—
Και μεσ' το καράβι, έλεγε κάποιος άλλος, με νόημα
κι όλοι γέλασαν νευρικά.
—
Σ σσσ, ακούστηκε κάποιος κι ο τόνος της κουβέντας
χαμήλωσε για να ξανασηκωθεί σε λίγο πάλι :
—Ε,
πλούσια είναι, κάποιον, θα κουκουλώσει. Αλλοίμονο στα φτωχαδάκια. Αυτούς μην τους
κλαις, ούτε ο θάνατος τους αγγίζει.
Η κυρά Αντωνία
πρόβαλλε στο κατώφλι αγριεμένη :
—Α να χαθείτε
από δώ ρεμάλια, Τι μουρμουρίζετε κάτω απ' Τα παράθυρα του πεθαμένου; Ξέρετε πως
η ψυχή του τριγυρνά και σας ακούει; Αλλοίμονο σας, παλιοτόμαρα, θα βρικολακιάσει
και θα σας βασανίζει. Αλλοίμονο σας!
Η κυρά Αντωνία
πίστευε στους βρικόλακες, όπως πίστευε και στα θάματα. Είχε φτιάξει μια
παράξενη κοσμοθεωρία, δικιάς της έμπνευσης, ανάμεσα από προλήψεις, και πίστη,
δεισιδαιμονίες και παρεξηγημένα λόγια της Γραφής. «Ο Θεός, κορίτσι μου, έλεγε
παλιά στην 'Ιουλία, φεγγαρόλουστο βράδυ, έχτισε τη γης, και τους ανθρώπους.
Βλέπεις αυτό το φεγγάρι στον ουρανό; Είναι το καντήλι του. Τόφτιαξε να μας φωτίζει
τα βράδια».
—
Τότε γιατί δε βγαίνει κάθε βράδυ, κυρά Αντωνία;
ρώταγε με παιδιακίσια λογική η 'Ιουλία.
—
Του σώνεται το λάδι, αποκρίνονταν με περίσσια
πειθώ, η γριά παραμάνα της. Κι έβαλε που λες, μωρό μου, ο Θεός τον Καη, τον αδελφό
του Άβε, κατά που λένε οι γραφές, να το γεμίζει λάδι, το φεγγάρι. Μα ώσπου να
τ' ανάψει, εκείνο σώνεται και τρέχει πάλι γι' άλλο λάδι, ο κακούργος. Και τούτη
είναι η τιμωρία του, που σκότωσε τον αδελφό του. Και η κυρά Αντωνία σταυροκοπιότανε
με δέος και ψιθύριζε : «Ως εμεγαλύνθης τα έργα σου Κύριε, πάντα η σοφία εποίησες».
Η Ιουλία,
μεγαλώνοντας, έμαθε πέντε γράμματα, διάβασε δυο βιβλία, μπόρεσε να ξεμπλέξει κάπως
απ' τον κύκλο του παράλογου, που κύκλωνε την στοργική της κυρά Αντωνία· Όμως
εκείνη δεν έπαυε να της θυμίζει ιστορίες της γραφής, παραλλαγμένες σύμφωνα με τις
φοβίες της, όπου οι άγιοι έμπλεκαν με τις λάμιες και τους δράκους κι οι
άγγελοι με τα μαγικά βοτάνια. Παρ' όλα τούτα τα παράξενα ήταν καλή κι ήταν η μόνη,
πούξερε το μυστικό της καρδιάς της μικρής της αφεντικίνας.
Σαν
έμειναν μόνες στο έρημο σαλόνι, η 'Ιουλία ρίχτηκε με λυγμούς στην αγκαλιά της μάνας
της.
—
Μαμά, είπε, ξεχειλίζοντας την απελπισία στη φωνή
της, Τι θ' απογίνουμε;
Εκείνη αμίλητη,
τραβήχτηκε απ' την αγκαλιά της (πόσο αντιπαθούσε τούτες τις αδύναμες στιγμές της
κόρης της, έμοιαζε τόσο στον πατέρα της) σηκώθηκε, πλησίασε το καρυδένιο
γραφείο, έβγαλε απ' τον κόρφο της ένα κλειδί, άνοιξε το μεσαίο συρτάρι, (πάντα ήταν
κλειδωμένο), και πήρε ένα διπλωμένο γράμμα.
—
Διάβασε της είπε ψυχρά.
Θαμπά ανάμεσα
στα δάκρυά της η 'Ιουλία ξεχώρισε το γράψιμο του πατέρα της.
«Αγαπημένη μου Σοφία,
Έφταιξα αγαπημένη μου, απέναντι σου, κι απέναντι στο παιδί μας.
Στο
τελευταίο μου ξέμπαρκο, σ' ένα μεθύσι πούκαμα στο Κεφαλοχώρι, έπαιξα κι έχασα
κι έδωσα χρεώγραφο στον κυρ 'Ανέστη, το σπίτι, τα καράβια, κι οτι έχω και δεν
έχω. Συγχωρέστε με. Δεν ήξερα τι έκανα, ήμουν μεθυσμένος. Σας αγαπώ·
Σας χαιρετώ για στερνή φορά.
Κωνσταντής.»
Το
γράμμα ήταν λερωμένο με λεκέδες κόκκινους, ίσως από κρασί, ίσως από αίμα. Το
γράψιμο ακατάστατο με τόσο πόνο γεμάτο!
—
Και πέθανε, πέθανε γιαυτο... ξεφώνισε ανάμεσα σε
λυγμούς που την έπνιγαν η Ιουλία.
—
Ναι, και πρέπει να ζήσουμε εμείς, ξεφώνισε με οργή
η κυρά Σοφία, τραντάζοντας την απ' τους ώμους. Την κοίταξε βαθιά στα μάτια και
της είπε κοφτά.
—
Θα παντρευτείς τον κυρ 'Ανέστη.
—
Μάνα αυτός τον σκότωσε.
—
Σιωπή, ανόητη, Του έδωσα το λόγο μου, Είσαι δική
του.
—
Προτιμώ να πεθάνω.
Ένα χαστούκι
άστραψε στο πρόσωπο της, το πρώτο χαστούκι στη ζωή της.
—
Μάνα, ξέρεις γιατί, ψιθύρισε με παράπονο.
-Ηλίθια
είπε εκείνη με περιφρόνηση, νομίζεις πως αυτό το παλιόπαιδο θα γυρίσει να σε κοιτάξει
έτσι άπροικη; Εδώ τόσο καιρό και δεν ήλθε να σε ζητήσει.
—
Μα τον αγαπώ.
-Ανοησίες,
Τι πάει να πη τον αγαπάς; Με ποιο δικαίωμα τον αγαπάς; Τι είσαι, καμιά του δρόμου;
Και σα να τη χτύπησε κάποια
τρέλα την έπιασε απ' τα μαλλιά και την κοίταξε κατάματα.
—
Μπας και...
—- Όχι είπε η Ιουλία περήφανα.
Εκείνος τουλάχιστον είναι τίμιος, μ' αγαπά. Θα κλεφτούμε.
—
Αυτό θα το δούμε, ψιθύρισε η κυρά Σοφία μες απ' τα
δόντια της.
Και φεύγοντας έκλεισε την πόρτα
πίσω της με κλειδί.
Έφτασε η Κυριακή που
την περίμενε με τόση αγωνία.
Το σπίτι
της ανάστατο. Έτρεχαν πάνω κάτω ετοιμάζοντας προικιά.
Τα
γαϊδούρια σε παράταξη στολισμένα με παρδαλά χαϊμαλιά και κουδούνια, χόρευαν τις
ουρές τους πέρα δώθε διώχνοντας τις μύγες, ένώ Τα κουδούνια τους ηχούσαν σα βουητό
κυψέλης.
Η Ιουλία
κλεισμένη στη κάμαρη της, δε μιλούσε ούτε έκλαιγε. Ακίνητη κοιτούσε το ξύλινο
πάτωμα τόσο έντονα λες κι απ αυτό κρεμιόταν η ύπαρξη της.
Απέναντι
της η κυρά 'Ασημίνα, πιστός φρουρός της. Ψηλή, γεροδεμένη, με χοντρό κότσο
κάθονταν σα κέρβερος δίπλα στην πόρτα. Εμφανίστηκε φ' ότου η Μάνα της είπε τους
φόβους της γιαυτο το γάμο στον μέλλοντα άντρα της.
Κείνος
θέλοντας να εξασφαλίσει το εμπόρευμα του, έστειλε χωροφύλακα την κυρα Ασημίνα, που
τη συνόδευε ακόμα και στην τουαλέτα.
Κάθε ελπίδα
να επικοινωνήσει με τον αγαπημένο της φαινόταν χαμένη.
Έξω ηχολογούσαν
τραγούδια γάμου, τραγούδια χαράς, θα πήγαινε στο νέο σπιτικό της.
—
Είσαι τυχερή είπε έξαφνα η κυρα 'Ασημίνα. Ο κυρ Ανέστης
είναι καλός. Άλλος δε θα σ' έπαιρνε έτσι πομπεμένη.
— Τι
εννοείς; είπε θυμωμένα η 'Ιουλία.
—
Όλοι τα ξέρουν τα μελώματα σου με τον προκομμένο
το· Λευτέρη. Πρόλαβε και τα διαλάλησε.
—
Λες ψέματα, φώναξε η Ιουλία κι η φωνή της ήχησε σα
ξεκούρδιστο βιολί.
—
Σιγά, οι άλλοι τόχουν τούμπανο, και συ κρυφό καμάρι!
Ως και τα γράμματα σου, τα διάβασε στο καφενείο μπροστά σε όλους τους άντρες. Τι
ξετσιπωσιά!
— Λες
ψέματα, είπε άτονα η 'Ιουλία.
—
Ήρθε προχτές από τη Σύρα κι έκανε το νταή. Είπε
πως θα σε κλέψει γιατί τέτοιαν όμορφη δε βρήκε ούτε στη Σύρα. Μα πάω στοίχημα
θέλει να σε σπιτώσει κι όχι να σε στεφανωθεί.
— Λες
ψέματα ψιθύριζε απεγνωσμένα η Ιουλία.
— Αν σ' αγάπαγε δε θα σε πόμπευε έτσι. Ενώ ο
κυρ Ανέστης, δίχως να σ' αγγίξει θα σε πάρει με στεφάνι, κι ας του χρωστάτε όλο
σας το βιος.
Η Ιουλία έπαψε να μιλάει. Στύλωσε
το βλέμμα σ' ένα ρόζο στο ξύλινο πάτωμα, κι άφηνε τα δάκρυα ανενόχλητα να
κυλούν από το πρόσωπο στο μπούστο της.
Το
βράδυ με τη δύση ξεκίνησαν. Η Ιουλία δεμένη πάνω σ’ ένα γάιδαρο.
Έπρεπε να
φθάσουν νύχτα στο χωριό. Βάδιζαν στο σκοτάδι. Έκανε ψύχρα και φεγγάρι δεν φαινόταν
στον ουρανό.
Η κυρα
'Ασημίνα δίπλα της περπατούσε αμίλητη. Μπροστά της καβάλα σ' ένα μουλάρι η κυρά
Σοφία, πίσω η κυρά Αντωνία μουρμούριζε προσευχές και ξόρκια.
Της Ιουλίας το
κεφάλι πήγαινε να σπάσει απ' τον πόνο.
Όλο και
σκεφτόταν πως κείνος θα φαινόταν. Δεν
μπορεί από κάπου θα πρόβαλε στο σκοτάδι να την πάρει δική του. Μα τίποτε, απόλυτη
ησυχία. Μόνο το κροτάλισμα των ποδιών των ζωντανών και το χαρούμενο κουβεντολόι
απ' τα καμπανάκια τους.
Κι η μάνα
μου, ως πότε θ' αντέξει η μάνα μου να με πουλάει; Πάντα της ήταν στοργική, πάντα
με καληνύχτιζε με φιλιά. Γιατί τώρα άλλαξε τόσο ; Τι φταίει; Πως μπορεί η
καρδιά της ναναι νεκρή;
Περπάτησαν
δίχως σταματημό. Στο βάθος δειλά φάνηκαν τα πρώτα φωτάκια. Ξάφνου μια φωνή ακούστηκε
στο σκοτάδι.
— Σταματήστε.
Η καρδιά της σταμάτησε
απ' ελπίδα.
Κάποιος
κρατώντας φανάρι την πλησίασε. Στο δεξί του χέρι έλαμπε παράξενα ένα τουφέκι. Μεσ'
το σκοτάδι δεν τον γνώριζε.
Αν τον έστειλε εκείνος;
—
Εντάξει κυρά Ασημίνα. Αναλαμβάνω εγώ, είπε εκείνος,
κι έπιασε τα χάμουρα τ' άλογου.
Δεν
πέρασαν απ' την πλατεία του χωριού, σκαρφάλωσαν χωμάτινα δρομάκια, πέρασαν απ'
τις κατοικιές των ζώων για να φτάσουν στ' αρχοντικό του κυρ Ανέστη απαρατήρητοι.
Τίποτε,
Τίποτε δεν έγινε, κανείς δε βρέθηκε να τους εμποδίσει.
Η
μεγάλη αυλή ήταν άδεια και σκοτεινή. Εκεί την έλυσαν. Αυτός με το τουφέκι την
έπιασε απ' το χέρι σφιχτά και την τράβηξε προς το φωτισμένο σπίτι. Μπήκαν στη σάλα.
Σοβαρός, αγέλαστος ο
κυρ Ανέστης καμώθηκε πως δεν την είδε.
—
Καλώς ορίσατε, είπε στην κυρά Σοφία πουρχονταν
κατόπι τους.
— Όλα
έτοιμα; είπε εκείνη.
—
Παπά Γιώργη, φώναξε ο κυρ
'Ανέστης. Απ' το διπλανό δωμάτιο μπήκε ο παπάς ντυμένος επίσημα. Έβαλαν τα στέφανα
και τα δακτυλίδια στο τραπέζι, στήθηκε ο κυρ Ανέστης δεξιά της κι ο άνθρωπος με
το τουφέκι αριστερά.
Με βιάση ο παπάς διάβασε την ακολουθία, της πέρασε στο χέρι τη βέρα, στα
μαλλιά το στεφάνι.
«Φοράω το φουστάνι τ' άσπρο, συλλογίστηκε, Με αυτό πήγα στον αη Γιάννη.
Για σκέψου, μ' αυτό.» Δεν έκλαψε, δε φώναξε. Δεν προσπάθησε να φύγει. Κι αν
έφευγε πού θα πήγαινε;
Η μάνα
της τη φίλησε δακρυσμένη. Φορούσε μαύρα.
«Μ'
έκανες ευτυχισμένη» της ψιθύρισε.
Έπειτα την έσπρωξαν στο διπλανό δωμάτιο. Ένα καντήλι που τρεμόπαιζε ήταν
το μόνο φως. Εκείνος, ο άντρας της, ο κυρ Ανέστης, έπιασε τ' άσπρο φουστάνι απ'
το στήθος και με μια κίνηση το ξέσχισε. Τα στήθη της γυμνά τον αγρίεψαν.
Βάλθηκε να της ξεσχίζει τα ρούχα, να τη χτυπά, να τη δαγκώνει, να τη φιλά, ως που
την έριξε στο πάτωμα.
—
Βρωμοθήλυκο, νόμιζες θα σ' άφηνα;
Είσαι δική μου, σε κάνω οτι θέλω, σ' έχω αγοράσει, μου ανήκεις της ψιθύριζε.
Ένοιωθε τη γεύση του αίματος αλμυρή στο στόμα και πόνο σ' όλο το κορμί.
Μα ούτε έκλαψε ούτε παραπονέθηκε.
Μόλις εκείνος συνήλθε απ' τον ερωτικό παροξυσμό του ξαπλώθηκε στο διπλό
κρεβάτι και σύντομα άρχισε να ροχαλίζει.
Εκείνη
σούρθηκε στο πάτωμα, αγκάλιασε τ' απομεινάρια του άσπρου της φουστανιού, και
κει στο σανιδένιο πάτωμα αποκοιμήθηκε την πρώτη νύχτα του γάμου της.
Πέρασαν τριάντα χρόνια. Οι καιροί άλλαξαν, τ’ αφεντικά έπαψαν να διατάζουν
γιατί οι εργάτες πήρανε τ' αμπέλια. Ο κυρ Ανέστης έχει ακόμα τ' αρχοντικό του, μα
δεν είναι όπως πριν ο άνθρωπος που όλο διατάζει. Τώρα πρέπει να παρακαλά, να
δίνη τιμή για το κρασί του.
Η κυρά Ιουλία με όμορφο ακόμη πρόσωπο, πάχυνε, άσπρισε, δεν είναι πια
πρώτη αρχόντισσα, κανείς πια δε την κοιτά με ζήλεια.
Έκανε 7 παιδιά, όλα ξενιτεύτηκαν. Έμεινε μόνη μαζί με τον άντρα που δεν
αγάπησε. Όλα τα χρόνια τούμεινε πιστή στο κρεβάτι, άπιστη στη καρδιά.
Ο Λευτέρης άνοιξε μεγάλο ζαχαροπλαστείο στη Σύρα, παντρεύτηκε μια
πλούσια, που ήταν όμως στείρα.
Στο νησί το μόνο αναλλοίωτο μένει ο καιρός. Συχνά φυσάει τρελά κι ανασηκώνεται
σύγνεφο η σκόνη, και τότε μόνο, η κυρά Ιουλία πάει ν' ανάψει το καντήλι στον
άγιο Παντελεήμονα.
Το διήγημα περιέχεται στο βιβλίο μου "Ιστορία δίχως όνομα και άλλα διηγήματα" Αθήνα 1976
Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου
Μιχαλης Χανιωτακης ΜΕ ΣΥΝΕΠΗΡΕΣ ...ΕΚΑΨΑ ΚΑΙ ΤΟ ΦΑΙ...ΧΑΛΑΛΙ ΣΟΥ !!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΝουλη Μελιχουρτη Πολύ καλό Κ. Μαρία μου!
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο διάβασα δύο φορές! !