Η μικρή ζωή της Ισμήνης


Γλυκοί, ήμεροι, αρμονικοί οι ήχοι απ' το πιάνο χάϊδευαν τα παλιά αρχοντικά έπιπλα, το οβάλ τραπέζι, το σκαλιστό σκρίνιο, το βελούδινο βυσσινί καναπέ, ξεφτισμένο ενθύμιο, θαρρείς κάποιας ηρωϊκής εποχής κι έφευγαν, πετάριζαν από το στενόμακρο παράθυρο με τις ξεβαμμένες γρίλιες και χά­νονταν στη βουή της πολυάνθρωπης πολιτείας.
Έπαιζε με πάθος η Ισμήνη το πιάνο της. Δεν ήταν υπέροχη πιανίστρια, άλλωστε λένε πώς το να παίζεις καλά τα μουσικά όργανα είναι επιδεξιότητα στα δάκτυλα κι όχι καλλιέργεια στη ψυχή, μα δίνονταν στη μουσική ολόψυχα, αφήνονταν να πλέει σε πελάγη ονειροπολήσεων, καθώς τα χέρια της πλανιόνταν, ρυθμικά, απαλά η βίαια στις ασπρόμαυρες σειρές των πλή­κτρων.
Άλλωστε, Τι άλλη χαρά είχε γνωρίσει η μικρή Ισμήνη, ως τα 15 της από το πιάνο και Τι άλλο έρωτα; 'Ορφάνεψε μωρό στη κούνια. Ο πατέρας της ήταν πιλότος, τόσο όμορφος στη στο­λή του, κι η μαμά αεροσυνοδός, μόνο μιά φωτογραφία της, νύφη, βρίσκεται στο οικογενειακό άλμπουμ. Σκοτώθηκαν κι οι δυό σ' αεροπορικό δυστύχημα. Φταίει η εξέλιξη, είπαν οι θείες. Φταίει η μανία για πρόοδο, φταίει κι η αεροσυνοδός με τα γκριζοπράσινα μάτια. Δίχως δαύτη, το παιδί θαχε πάψει να πετάει από καιρό, θα τον είχαν πείσει αυτές στα σίγουρα, τον αγαπούσαν τόσο. Μα ήταν άτυχες. Πρόλαβε κείνη και τον πήρε μαζί της, για πάντα.
Οι θείες, η θεία Μαργαρούλα κι η θεία Αγγελική, την ανάλαβαν, ποτέ δεν έμαθε κάτω από ποιές συνθήκες, και τη μεγάλωσαν στοργικά. Ήταν θείες του μπαμπά, γεροντοκόρες και φαίνεται πώς τον αγάπαγαν πολύ γιατί πάντα δακρύζουν σαν αναφέρουν τ’ όνομά του, ενώ για την καημένη τη μαμά μιλούν πάντα με το «εκείνη».
Η Ισμήνη μεγάλωσε σ' ένα κόσμο ξεκομμένο απ' την εξέλιξη, σ' ένα κόσμο στατικό μα ήρεμο και ρομαντικό. Ποτέ δεν έκανε παρέες μ' άλλα κορίτσια. Εκείνες είχαν άλλα εν­διαφέροντα ρούχα μοντέρνα, αγόρια, βόλτες, αυτοκίνητα και μηχανάκια, κόκα - κόλα και σουβλάκια, καφέ εσπρέσσο και παγωτό Σικάγο, ντισκοτέκ και μπουζούκια, «πικρή μικρή μου αγάπη» και το «παλληκάρι» στο συνοικιακό σινεμά. Εκείνη γνώριζε κι αγαπούσε το πιάνο της, τον πρίγκηπα που στ' άσπρο άλογο θάρχονταν να την πάρει, τη γάτα της τη Τζίνα, τ' αγιό­κλημα της αυλής, το μπακλαβά πούφτιαχνε στα γενέθλιά της η θειά Αγγελική.
Η θειά Αγγελική ήταν τόσο άσπρη, σα ναταν συνεχώς αλευρωμένη και τόσο παχουλή πούμοιαζε μ' αφράτο Χριστό­ψωμο. Συνέχεια τραγούδαγε, γελούσε με το παραμικρό κι όλο και κάτι της πρόσφερε.
Η θειά Μαργαρούλα λιγνή με μεγάλο κεφάλι σα ξαραχνιάστρα ήταν τύπος εγκεφαλικός. Τη μάθαινε πιάνο, τη συμ­βούλευε, της έδινε και κανένα μπάτσο πότε πότε, ήταν με λίγα λόγια η ενσάρκωση της συνείδησης της «όπως θάπρεπε νάναι η συνείδηση κάθε καθώς πρέπει κοριτσιού κι όχι όπως έχει καταντήσει»
Κανείς δεν ξέρει γιατί μείναν γεροντοκόρες. Πότε πότε λέγαν πώς θυσιάστηκαν γιαυτή,  μα μάλλον δεν το πίστευαν γιατί ήταν πολύ μεγάλες και πριν ακόμη γεννηθεί η Ισμήνη.


Το σπιτικό τους κοντά στο Πασαλιμάνι, από τυπικό προ­πολεμικό μεσοαστικό κτίσμα κατάφερε να γίνει απόρθητο φρού­ριο του συντηρητισμού έτσι όπως τυλίχθηκε ολούθε από πο­λυκατοικίες. Οι ήχοι απ' το πιάνο πού κάποτε θα χάριζαν στο διαβάτη ευχάριστο ξάφνιασμα, τώρα ενώνονταν με το τζούμποξ του απέναντι σουβλατζίδικου και τη βουή των αυτοκινήτων κι έμοιαζαν σαν ανούσιοι ενοχλητικοί θόρυβοι, ικανοί μόνο για να ταλαιπωρούν το νευρικό σύστημα των κατοικιών των διαμερισμάτων.
Μα η Ισμήνη έπαιζε ακούραστα πνιγμένη στα ολοφούσκωτα όνειρα των 15 χρόνων της, έπαιζε για τον έρωτα, την ομορφιά, τη ζωή, την αιωνιότητα.
Ό πληθωρισμός όλο και κέρδιζε έδαφος, ό σοσιαλισμός όλο και κατακτούσε ψυχές και ψήφους, οι αποστολές στο διά­στημα πλήθαιναν ανάλογα με τις αγορές όπλων για τους διά­φορους μικροπολέμους της γης, άλλοι πέθαιναν απ' την πείνα άλλοι απ' τα ναρκωτικά, άλλοι απ' τον πόλεμο κι άλλοι από πλήξη, η τάδε σταρ παντρεύονταν για δέκατη φορά, ο τάδε τραγουδιστής αποπειράθηκε ν' αυτοκτονήσει, οι απαιτήσεις κι η ανεργία αυξάνονταν ανάλογα με το ύψη του τιμάριθμου, αυτοί πού έκαναν πορείες για την ειρήνη διάλεγαν τη βία σα το πιο δραστικό μέσο εξυγίανσης της ανθρωπότητας, η γη στριφογύρναγε τον πανάρχαιο χορό της κι η ζωή πού έδενε τη φου­σκωτή, θαρρείς εγκυμονούσα μέση της, είχε γραμμένο το σύνθη­μα «Επανάσταση», κι η Ισμήνη έπαιζε στο πιάνο Μπετόβεν και Τσαϊκόφσκυ.
Κάθε Κυριακή πήγαιναν εκκλησία οικογενειακά, στη γραφική άγια Αικατερίνη, μ' αυτή ταχιά παράταγε τη συντροφιά των θειάδων της, για να κατέβη τα σκοτεινά σκαλιά πού οδη­γούν στο υπόγειο παρεκκλήσι του άγιου Βικέντιου. Τούτο το διόλου ελληνικό παρεκκλήσι όπως κι όλη η εκκλησιά ήταν κτίσματα κάποιου πλούσιου Ιταλιάνου, και στέγαζε όπως συχνά γίνεται σε τέτοιες θρησκευτικές περιπτώσεις μια ρομαντική ιστορία.
Απέναντι στη σκοτεινή καγκελόπορτα πού χρησίμευε για είσοδο, σχεδόν μόλις έμπαινες ξεχώριζες το κόκκινο φώς απ' το ηλεκτρικό καντήλι, πού κρέμονταν πάνω απ' τ' ασημένιο σκαλιστό φέρετρο όπου χρόνια τώρα αναπαύονταν ταριχευμένη η αείμνηστη κτίρια του ιερού ναού. Διόλου απίθανο μετά κάμποσα χρόνια όσα φτάνουν για να ξεχαστούν μερικά γεγονότα κάποιος νάβλεπε στον ύπνο του πώς μετά τόσα χρόνια μετα­θανάτιου εγκλεισμού σε ιερό χώρο η Κατερίνα άγιασε οπότε και βέβαια οι θεόπνευστοι πατέρες της εκκλησίας μας θα γο­νάτιζαν να την ανακηρύξουν σαν Αγία Αικατερίνη η Β'.
Μα κείνη δεν έχει την ευθύνη. Η τιμή ανήκει πλέρια στον άντρα της το Βικέντιο, πού αν και Ιταλός, αν και καθολικός, ήταν τόσο ερωτευμένος μαζί της και τόσο πλούσιος πού σαν πέθανε τόσο νέα και τόσο όμορφη η γλυκιά Κατερίνα, την ταρίχευσε για να τη βλέπει αιώνια, και για να κλείσει τα στόματα μερικών ξεροκέφαλων παπάδων πού δεν πίστευαν τις μού­μιες για ορθόδοξο τρόπο επιστροφής του κορμιού στη γη, έχτισε το γραφικό εκκλησάκι με το υπόγειο παρεκκλήσι, και ίσως για να δείξει πώς εκείνη τον κυβερνούσε έδωσε τ' όνομά της στην επάνω εκκλησιά ενώ για τον εαυτό του κράτησε το υπόγειο, Τι ταπεινοσύνη αξιομίμητη!!
Λένε πώς για πολλά χρόνια πήγαινε καθημερινά κι άνοιγε το φέρετρο της, την κοίταγε και της μιλούσε με λόγια ερωτευμένα, μα επειδή συνέπεσε κείνα τα χρόνια νάναι ο ελληνοϊταλικός πόλεμος κι η κατοχή, πολλοί έλεγαν, κακοήθειες, πώς είχε κάτω απ' το φέρετρο ασύρματο, πώς κατέδιδε τους πατριώ­τες, κι άλλα πολλά τέτοια ανάξια για να τα διαψεύσει ακόμη ένας ευυπόληπτος άνθρωπος.
Η Ισμήνη όμως δεν ήξερε τίποτε απ' όλη τούτη τη συναρ­παστική ιστορία, μονάχα έβρισκε την φωτογραφία της νεκρής, όμορφη στο μισοσκόταδο και μόλις έμπαινε λιγάκι τρόμαζε στην ιδέα του θανάτου πούταν κλεισμένος στην ασημένια κάσσα, σαν κάτι πολύτιμο.
Μα γρήγορα συνήθιζε σ' αυτή τη σκέψη καθώς τα μάτια της συνήθιζαν το σκοτάδι, και προχώραγε προς το μαρμάρινο τέμπλο. Εκεί στο μισοσκόταδο γονάτιζε μπρος την εικόνα του Χριστού κι ακούμπαγε το μέτωπο στο τζάμι της εικόνας κι άφηνε την καρδιά της ανοιχτή να ξεχυθούν, λες απ' το κουτί της Πανδώρας, όλοι οι καημοί κι οι φόβοι πού αδιάλυτοι συνωστίζονταν μέσα της. Η ίδια δεν ξεχώριζε να κρίνει τ' άσπρο «π' το μαύρο ως της το δίδασκαν, δεν πίστευε πώς το κακό χώριζε με βαθύ αυλάκι απ' το καλό. Αμφέβαλε, φοβόταν. Κι αν είσαι τούτη τη στιγμή άγιος κι αγνός ίσως είναι γιατί δεν έτυχε να σφάλεις, δεν ξέρεις Τι θάσαι αύριο, πώς θάσαι αύριο. Άθελά της μέσα της ένοιωθε το βαθύ νόημα της ενοχής για το προπατορικό αμάρτημα. Η αμφιβολία για τον ίδιο μας τον εαυτό, για τον αχανή ομιχλιασμένο αγέρα πού ανασαίνει η ψυχή μας, στη φυλακή της ίδιας της της ύπαρξης.
Εκεί η Ισμήνη ένοιωθε ασφάλεια.
Πάνωθέ της ό παπάς κήρυττε όμορφες θεωρίες, για την ουσία της πίστης, την ιδέα της αγνότητας, την ελπίδα της ανάστασης, η καταπιάνονταν να κατακηλιδώνει τη σύγχρονη παραστρατημένη νιότη, την αμαρτωλότητα της γυναίκας πού πλάστηκε για νάναι το πλευρό μονάχα του άντρα κι όχι να ροβολά μπροστά σα νάναι τραγί, την ασέβεια του άντρα πού τρέχει πίσω από κάθε ποδόγυρο δίχως να σκέφτεται, ό άθλιος, πώς ποθεί να πλαγιάσει με τον «οίκο του Θεού.»
Πάνωθέ της οι ψαλτάδες ικέτευαν το Θεό να κρατά στα πόδια της ορθή την κοσμική εξουσία, για να εξασφαλίσει κι η αγία εκκλησία το κεράκι της, να ευλογεί τους στρατιώτες να σκοτώνουν πολλούς στρατιώτες, πού όμως είναι άπιστοι.
Κι έπειτα έβγαινε ό δίσκος, μα τ' ασθενικό κουδούνισμα των κερμάτων δεν έφτανε ως τ'  αυτιά της, (άλλωστε καμουφλά­ρεται έντεχνα με την τσόχα που απαραίτητα σκεπάζει τον ασημόχρωμο δίσκο, πράσινη τσόχα σαν του καζίνου), μονάχα ο θόρυβος από καρέκλες πού σούρνονταν, τσάντες πού ανοι­γόκλειναν και το σχετικό σούσουρο που ακολουθεί πάντα κάθε μετακίνηση ανάμεσα στο πλήθος.
Έπειτα κοινώναγαν, κοινώναγαν πολλοί κάθε Κυριακή, ήταν το αγαπημένο εκκλησάκι πολλών χριστιανικών οργανώσεων κι αυτοί κοινώναγαν σχεδόν κάθε Κυριακή για να ενώνονται με το Θεό σε μυστικούς γάμους. Τότε μόνο η Ισμήνη έβγαινε απ' το ατομικό της καταφύγιο, έκλεινε πίσω της τη σιδερένια καγκελόπορτα, ανέβαινε τ' απότομα μαρμάρινα σκα­λιά κι έβγαινε στο φώς και τη φασαρία να συναντήσει τις θειάδες της.
Μέχρι να πάρουν οι άντρες το αντίδωρο, -ώ, πόσο την ενο­χλούσε τούτη η διάκριση! (δίχως κανείς ποτέ να την έχει ορμηνέψει για την ισότητα των φύλων)- οι γυναίκες κουβέντιαζαν χαμηλόφωνα. Κάθε Κυριακή άκουγε να της λένε τόσα καλά λόγια για το πόσο καλό παιδί είναι, τι ευγενικό, τι χαριτωμένο, κι αν τύχαινε όλα τούτα τα κοινότυπα να τ' άκουγε από καμιά καθηγήτρια πού της είχε ιδιαίτερη αδυναμία, συχνό τούτο το παθιασμένο συναίσθημα συμπάθειας στην ανέραστη εφηβεία της, τότε ένοιωθε αληθινά ευτυχισμένη. Έπειτα έτρωγαν απαραίτητα γλυκό στο ζαχαροπλαστείο, και περπατώντας, βρέξει χιο­νίσει, γύρναγαν σπίτι να ξαναρχίσουν την καθημερινή τους ρουτίνα, εκείνη διάβασμα, η θεία Αγγελική μαγείρεμα, η θεία Μαργαρούλα πλέξιμο η κέντημα.
Δεν έβγαινε ποτέ μοναχή της, δεν πήγαινε ποτέ έξω απ' την Αθήνα, δεν την άφηναν να πάει ούτε με το σχολείο σ' εκδρομή. Ήταν γι αυτές ένα πολύτιμο βάζο, το προφύλαγαν μήπως μια μικρή αδέξια κίνηση το μετατρέψει απ' τη μιά στιγμή στην άλλη σε θρύψαλα.
Μοναδική εξαίρεση, η κατασκήνωση της χριστιανικής ορ­γάνωσης πού την έστειλαν μόλις έκλεισε τα δεκαπέντε το καλοκαίρι.
Βιβλία ως τότε δεν είχε να διαβάσει. Όλα πέρναγαν από αυστηρή λογοκρισία. Υπήρχαν πράματα πού δεν έπρεπε να ξέρει γιατί ήταν γυναίκα κι άλλα πάλι πού δεν έπρεπε να μάθει γιατί ήταν παιδί.
Αγαπημένο της ερωτικό μυθιστόρημα το «Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου» της Π. Δέλτα. Συχνά τα βράδια έπιανε τον εαυτό της να ονειρεύεται τη λεπτή αχνή φιγούρα του ήρωα, του Κων/νου, και τ' όνομά του ηχούσε στ' αυτιά της αρμονικά σαν ήχος από πιάνο.
Ζούσε μαζί του ολόκληρη τη γεμάτη δράση ιστορία, τη ζούσε έντονα σε κάθε λεπτομέρεια που αφορούσε τις σχέσεις των δυό ηρώων κι όταν στο τέλος εκείνος πέθαινε τόσο ένδοξα, ρίχνονταν στο μαξιλάρι της μ' αναφιλητά.
Πόσο τον ήθελε δικό της για πάντα. Τον ήθελε; Δεν ήξερε Τι ήθελε απ' αυτόν. Γύρευε την ασφάλεια όμοια μ' αυτή που ένοιωθε σαν ακούμπαγε το μέτωπο στο εικόνισμα του Χριστού γύρευε τη στοργή κι ακόμη περισσότερο γύρευε την ανθρώπινη ζεστασιά, το χέρι το πρόθυμο ν' αδράξει το δικό της, την αγκαλιά την έτοιμη πάντα να την κλείνει εντός της, τον ώμο ν' ακουμπήσει, ν' αποκοιμηθεί, να λυτρωθεί από τις αδέσποτες έγνοιες πού σαν όρνια έσκουζαν πάνω από το κεφάλι της. Γύρευε ένα σκοπό για τη ζωή της. Όλα τούτα για τη γυναικεία ψυχή σημαίνουν πώς γύρευε τον έρωτα.
Τ' αγόρι ξέρει από πολύ νωρίς Τι ζητά απ' το θηλυκό του. Το κυνηγά ενστικτώδικα, δεν αφήνει τη σκέψη του να ξεστρατίζει σε άσκοπους συναισθηματισμούς, τις πιο πολλές φορές.
Κι έρχεται μια εποχή πού για έρωτα μιλούν σε αλλιώτικη γλώσσα και τα δύο φύλα και τότε είναι ό κίνδυνος και για τους δυό.
Μα η Ισμήνη δεν κινδύνευε. Ο αγαπημένος των ονείρων της ήταν τόσο τέλειος, τόσο αλλιώτικος από τους ασήμαντους νεαρούληδες που της πετούσαν πειράγματα στο δρόμο!
Στην κατασκήνωση της μίλησαν για το κακό, για την αμαρτία, το θάνατο, για το Θεό πού λυτρώνει απ' όλα τούτα. Κι έβλε­παν τους άντρες κι ανάμεσά τους και το βασιλόπουλο της, σαν όργανα του σατανά που θέλει να σκλαβώσει τις ψυχές. Τις μισούσε όλες αυτές τις ιδέες. Είχε κι όλας αρκετή νοημοσύνη για να μη τις πιστεύει.
Από την άλλη όμως ζούσε τόσο όμορφα στη λιλιπούτεια κοριτσίστικη κοινωνία.
Στην πόλη φοβόταν τους ανθρώπους, τους απρόσωπους με το σκληρό βλέμμα, το γεμάτο αυτοπεποίθηση ύφος, που πλημ­μύριζαν τους δρόμους, τα λεωφορεία. Τι αξία είχε αυτή ανάμεσά σε τόσο κόσμο; Ήταν ένας αριθμός, ένα τίποτε. Τι άξια είχε γιαυτούς αυτό το κορίτσι πού τους κοίταγε όλο θαυμασμό, πού δείλιαζε μήπως φερθεί άπρεπα, πού πάσχιζε νάναι ευγενικό;
Μα εδώ όλα ήταν αλλιώτικα. Όλα τα κορίτσια φέρνονταν ευγενικά, όλα πάσχιζαν να σου δείξουν πώς σ' αγαπούν γιατί είσαι κάτι το μοναδικό, είσαι η Καίτη, η Μαρία, η Ισμήνη, κάτι το ανεπανάληπτο στα μάτια του Θεού. και τα δικά τους.
'Ιδανική πολιτεία, σα κυψέλη όπου καθένας πάσχιζε να ξεπεράσει τον άλλο σε αρετές, σε προσφορά, σε θυσία.
Το Θεό δεν τον γνώρισε στην αρχή.
Ο ξύλινος απέριττος σταυρός στο προσευχητάρι δεν είχε τίποτε να πει στην καρδιά της. Μα η θάλασσα των πεύκων που κυμάτιζε στο φύσημα τ' αγέρα της γης, το τραγούδι του τζί­τζικα, η ήρεμη νυχτιά η γιομάτη μυστήριο γήτευαν παράξενα την ψυχή, της την ταξίδευαν σ' ονειρόπλαστους κόσμους. Οι μα­κρινές φωνές των τσακαλιών, η βραδινή δροσιά κι ο καυτός ήλιος του μεσημεριού ξύπναγαν στο αίμα της πρωτόγονες ορμές ξεχασμένες στη ζωή της πόλης.
Έκλεβε χρόνο απ' το πρόγραμμα να ξεχυθεί στην πλαγιά σα νιό άτι, να κυνηγηθεί με τον αγέρα, να παίξει κρυφτό με τους κορμούς των πεύκων, να νοιώσει την έχθρητα των χαμόκλαδων να ξεσπά στα πόδια της καθώς τα τσαλαπατούσε στο αφηνιασμένο της πιλάλημα και τέλος να σωριαστεί κατάχαμα στο μυρωμένο χώμα, να ακούσει το αίμα να χτυπά γοργά και ρυθμικά στα μη­νίγγια της, ν' ακούει στη θέση της καρδιάς της, τους χτύπους της καρδιάς όλου του κόσμου. Τι όμορφα! Τι ασφαλισμένα πού ένοιωθε αναπαμένη στο ζεστό χώμα! Τι κι αν οι πευκοβελόνες της τρυπούσαν το κορμί, μπλέκονταν στα μαλλιά της; Τις αγαπούσε. Αγαπούσε τον αγέρα, το χώμα πούλυωνε στις χού­φτες της αφράτο, αγαπούσε τη ζωή που τη μεθούσε.
Μια τέτοιαν ώρα μέθης βρέθηκε άξαφνα σ’ ένα ξέφωτο. Ήτανε δείλι κι ο ήλιος πορφυρός χάιδευε την πλάση με το στερνό του φώς και την τύλιγε μ' όλη του την αγάπη, θησαύ­ρισμα, θαρρείς ίσαμε τ' άλλο πρωινό. Κι ολάκερη τούτη η φωτεινή πανδαισία αθροίζονταν, σαν από κάποιους αόρατους προβολείς σ’ ένα βράχο, ξερό, μοναχικό, ψηλό ίσαμε το μπόι της πού ορθώνονταν περήφανα ολομεσίς του ξέφωτου.
Στάθηκε και το θαύμαζε στοχαστικά.
«Να σκέφτηκε μέρος για λατρεία του Θεού, όχι ο φτιαχτός πέτρινος βωμός πού κινδυνεύει να σωριαστεί στο πρώτο τρέ­μουλο τ' αγέρα.»
Πλησίασε σιγά σιγά, τον χάιδεψε με τις παλάμες της, ακούμπησε το μάγουλο της στη ξερή του επιφάνεια κι ένοιωσε τη θέρμη του όμοια με κάτι ζωντανού να τη διαπερνά.
Έπειτα τίναξε πεισμωμένα το κεφάλι και βάλθηκε να τον σκαρφαλώνει. Γλιστρούσε, κουραζόταν, μάτωσε και το γόνυ της σε κάποια αιχμή του μα τέλος πάτησε θριαμβευτικά την κορ­φή. Στάθηκε ολόρθη, γύρισε ολόγυρα το βλέμμα. Δεν έβλεπε τίποτε έξω από μιά θάλασσα πευκοκορφές. Μα εκείνη ένοιωθε πώς πατούσε το Έβερεστ.
Άπλωσε τα χέρια της κι άρχισε να μιλά σ' αόρατο ακροατήριο.
«Με λένε Ισμήνη» φώναξε. Μα η φωνή της που την πρόσ­μενε δυνατή και θριαμβευτική, διασκορπίστηκε στο λεύτερο αγέρα κι έφτασε στ' αυτιά της άτονη κι αδύναμη, τη πότισε απογοήτευση. Έδωσε ένα πήδο και βρέθηκε στο χώμα. Τα πό­δια της πονούσαν απ' την απότομη προσγείωση. Κι απότομα ξαναπλημμύρισε ευτυχία.
«Βρήκα το Θεό μου, σκέφτηκε. Δεν ξέρω πώς τον βάφτισαν οι άνθρωποι. Τον νοιώθω ζωντανό, κυρίαρχο εντός μου, γύρω μου. Νοιώθω πώς με αγαπά. Νοιώθω ευγνωμοσύνη για ό,τι μου χάρισε, τη ζωή, τον εαυτό μου. Μου χαρίζει καθάρια πρωινά, βροχές γεμάτες φοβέρα, νύχτες γαλήνιες. Ακούω τη φωνή του καθαρά στο φώς της αστραπής, νοιώθω το χάδι του στα μαλλιά μου με τη πνοή τ' ανέμου. Είναι ό Θεός μου.»
Κι έτσι ο παράξενος βράχος της κατασκήνωσης στηλίτεψε τη ζωή της Ισμήνης, σαν αποκάλυψη.
.

Κείνο το ίδιο καλοκαίρι ήρθε ό θείος από την 'Αμερική.
Πρώτος ξάδερφος του μπαμπά, τώρα λεγόταν Μπόμπυ Χώτ, όλα τα χρόνια στην Αμερική δεν κατάφερε να βρει νύφη και τώρα στα σαράντα του, πλούσιος και καλοστεκούμενος, ήρθε να βρει μια γυναίκα από την πατρίδα, νόστιμη, ηθική, και δίχως προίκα, για να την πάρει στην Αμερική, γιατί «παπούτσι απ' τον τόπο σου κι ας είν' και μπαλωμένο».
Οι θείες έκλαψαν όταν τον είδαν. Έμοιαζε τόσο του μπαμπά της είπαν. Είχε τη λεπτή του μύτη, τ' άψηλό του μέτωπο, μόνο που τα μαλλιά του είχαν αρχίσει να γκριζάρουν στους κρο­τάφους κι αυτό τούδινε μεγάλη γοητεία, τον βεβαίωναν.
Έφτιαξαν διάνο σούπα με αυγολέμονο, το βράδυ της επιστροφής του ξενιτεμένου κι έκτοτε τόβαλαν σκοπό στη ζωή τους να του βρούνε νύφη.
Ο θείος Μπόμπυ κοίταζε παράξενα την Ισμήνη. Την κοί­ταγε βαθειά μέσα στα πρασινόγκριζά της μάτια κι όλο της έλεγε πώς τέτοια μάτια σ’ όλη την Αμερική δεν τα ματάδε. Της έπιανε το χέρι, όπως έπαιζε το πιάνο και το κοιτούσε σα παράξενο λου­λούδι, της χάιδευε τα μαλλιά, όλα βέβαια σε τόνο τρυφερό και πατρικό, με τρόπο που η καημένη η Ισμήνη να κακίζει το νου της πού έβλεπε με δυσπιστία τη στάση του απέναντι της.
Οι θείες, όλο κι έβγαιναν στα χριστιανικά κι ηθικά σπί­τια για προξενιά κι η Ισμήνη όλο κι έμενε μόνο παρέα με το θείο και τις τρυφερές του χειρονομίες.
Ήρθε κι η μέρα η ευτυχισμένη που οι θειες όρμησαν με ύφος θριαμβευτού στο σπίτι.
Η θεία Αγγελική με  αναψοκοκκινισμένο το παχουλό της πρόσωπο κι η θεία η Μαργαρούλα με σπιρτάτο βλέμμα μπήκαν στο σαλόνι απ' όπου τρυφερές ξεχύνονταν οι νότες, αγκάλιασαν το θείο με ορμή και τον φίλησαν σταυρωτά.
—Θρίαμβος, αγόρι μου, του είπαν. Νέα, όμορφη, θα δεις, και προικισμένη.
—'Ηθική; ρώτησε ό θείος σοβαρά.
—Μα μέσα από τη Χ. Ι.Ν. σου λέω, είπε η θεία Μαργαρούλα με κύρος.
Η Ισμήνη ένοιωθε να ζαλίζεται, κι έτρεξε στην κουζίνα κι έκανε εμετό. Η θεία Αγγελική έτρεξε ξωπίσω της.
  Αυτό το παιδί τώρα τελευταία πολύ μ' ανησυχεί Μπόμπυ, είπε η θεία Μαργαρούλα. Συνέχεια αφηρημένη, συνέχεια νυσταγμένη, συνέχεια απρόσεκτη. Φοβάμαι μήπως είναι ερωτευμένη.
  Μα φυσικό είναι, τη διέκοψε γελώντας, ό θείος Μπόμπυ.
  Φυσικό για την Αμερική, και να λείπουν οι νεωτερισμοί. Είδες και μόνος σου. Ζητάς γυναίκα πάνω απ' όλα ηθική. Πήρε βαθειά ανάσα και συνέχισε. Γι' αυτό σε παρακαλώ φρόντισε να μάθεις.
Ό θείος Μπόμπυ όμως δεν είχε καιρό για έρευνες και ανακρίσεις.
Η αρραβωνιαστικιά του, ήταν πράγματι πολύ γλυκιά κοπέλα κι από οικογένεια. Συμμαζεμένη, χαμηλοβλεπούσα, άβαφτη, μα με μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια, είχε βέβαια λίγο μεγαλούτσικη μύτη, αλλά έτσι λεπτή και ψηλή καθώς ήταν της πήγαινε. Ντυνόταν σεμνά μα κομψά και χαμογελούσε με το παραμικρό.
Ο θείος Μπόμπυ έδειχνε τρελά ερωτευμένος μαζί της, έκανε για τα χρονάκια του τόσες τρέλες. Πήγαινε μαζί της στο Λούνα πάρκ, στα σουβλατζίδικα.!!! Σπάνια έπαιρναν και την Ισμήνη μαζί, μα είχε γίνει τόσο χλωμή κι αδύνατη, πού φαίνονταν άχαρη και γερασμένη μπροστά στο αυτάρεσκο χαμόγελο της νέας θείας της, που σημειωτέον είχε συμπληρώσει τους 25 Μαΐους, έλεγε.
Οι θείες όμως πιο πολύ ανησυχήσανε, όταν δειλά δειλά τους μίλησε για κάποια καθυστέρηση. Την πήγαν στο γιατρό πού εύκολα βρήκε πως ήταν έγκυος.
Φυσικά κανείς δεν πίστεψε ότι ποτέ της δεν είχε σχέση με οποιονδήποτε αρσενικό εκτός από τον Κωνσταντίνο των ονείρων της, με τον όποιο διατηρούσε πλατωνικό δεσμό.
Ό θείος Μπόμπυ, φρόντισε με κάθε μυστικότητα να γίνει η έκτρωση, μα κείνη, η ανόητη το πήρε στραβά το πράγμα κι έκλαιγε και φώναζε κι έπεσε τέλος σε τέτοια μελαγχολία, που αναγκάστηκαν να της δίνουν χάπια ηρεμιστικά.
Μάταια η θεία Αγγελική με τη στοργική της φροντίδα κι η θεία Μαργαρώ με το αυστηρό της ύφος γύρευαν να βρούνε άκρη στην παράξενη υπόθεση. Εκείνη επέμενε ορκιζόταν πώς είναι αθώα, ώσπου έπαψε να τους μιλά, έπαψε να πηγαίνει σχο­λείο κι απόμεινε να παίζει ατέλειωτα πιάνο, μα τόσο άχρωμα, λες και δεν ένοιωθε πια τίποτε από το πάθος ή την ένταση των ήχων.
Κι η θεία Μαργαρούλα κι η θεία Αγγελική ένιωθαν τόσην ευγνωμοσύνη για το θείο Μπόμπυ και τη συμπαράσταση που έδειξε σε μια τόσο βρωμερή υπόθεση. Τι κατάντημα! Πού πορεύονται τα σημερινά νιάτα;
Το μυστήριο λύθηκε πολύ αργότερα, μετά τρία χρόνια, όταν η νεαρή ακόμη, κυρία Χώτ κατέφθασε με το διαζύγιο στο χέρι.
—· Είχα ατονίες, πολλές ατονίες, τους είπε. Χλώμιαζα, αδυνάτιζα κι έπειτα ποτέ δεν είχα με τον άντρα μου καμιάν επαφή, εξόν από την πρώτη νύχτα, που δοκίμασε την παρθενιά μου και με το συμπάθιο, που αναφέρω τέτοια πράγματα. Έβαλα λοιπόν ντεντέκτιβ,( συνηθίζεται πολύ στην Αμερική ξέρετε), και μας παρακολούθησε. Τον έπιασε επ' αυτοφώρω. Κάθε βράδυ μούριχνε υπνωτικά στο γάλα μου, (ξέρετε τι καλό κάνει το γάλα στην επιδερμίδα, ποτέ δεν το ξεχνούσα) κι όλη νύχτα, πού λέτε, έκανε πάνω μου ότι όργια ξέρναγε τ' αρρωστημένο του κεφάλι. Τώρα φυσικά παίρνω τη διατροφή και μεγάλη, (είναι βλέπετε οι αμερικάνικοι νόμοι) κι έτσι θα ζήσω θαύμα τα υπόλοιπα χρόνια μου. Α, όχι δεν κάνω το λάθος να ψάξω γι άλλον άντρα...
Το πιάνο έκλεισε με πάταγο κι η Ισμήνη έτρεξε στο δωμάτιό της κλείνοντας με το κλειδί την πόρτα. Όταν άνοιξαν δεν την βρήκαν. Είχε πηδήξει από το παράθυρο.


Κείνη τη νύχτα ένας νεαρός ψαράς βρήκε στη βάρκα του μια κοπέλα.
— Σε παρακαλώ, του είπε, κάνε με δική σου.
Όταν όλα τέλειωσαν, αμίλητη εκείνη βούτηξε στη σκοτεινή θάλασσα. Ήταν βαθειά. Ό ψαράς φοβήθηκε να τη γλυτώσει. Ήταν χειμώνας κι έκανε τόσο κρύο!

Το διήγημα περιέχεται στο βιβλίο μου "Ιστορία δίχως όνομα και άλλα διηγήματα" Αθήνα 1976

Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης