Το σίδερο


Το σίδερο

Σιδέρωνε. Πάντα βαριόταν τα σιδέρωμα. Είναι τόσο άχαρο να πηγαινοέρχεται τα καυτό σίδερο σ’ ένα κομμάτι πανί, τόσο μηχανικό! Βιαζόταν να τελειώσει. Ο γιος της την τράβαγε από τη φούστα, η κόρη της τσίριζε στην κούνια, το φαΐ μύριζε στην κουζίνα.
-Ωραία εικόνα! σκέφθηκε. Και μου τάλεγαν τόσο ρομαντικά! Μια αγγελική εικόνα, η μάννα να κρατά αγκαλιά το κοιμισμένο αγγελούδι της. Αλήθεια, κάτι θάξεραν για να το βάζουν πάντα να κοιμάται!
Έριξε νερό στο φαΐ. Τα κλάματα του μωρού δυνάμωσαν. Έτρεξε στο δωμάτιό του. Ο Κωστάκης του τραβούσε τα αυτιά.
-Κακό παιδί είσαι Κωστάκη; Δεν αγαπάς το μωρό μας; Τούδωσε δυο στα μαλακά κι αυτός άρχισε να κλαίει τσιριχτά. Δεν πίστευε πια στην αγωγή των ψυχολόγων και παιδαγωγών για την ολέθρια επίδραση του ξύλου στον ψυχισμό των παιδιών Όλοι αυτοί με δαύτες τις ωραίες θεωρίες, σίγουρα ποτέ τους δεν απόκτησαν παιδιά. Ας τους έκλειναν κάνα μήνα σ’ ένα δυάρι με κάνα δυο κουτσούβελα και θάβλεπαν για πότε θ’ άλλαζαν πεποιθήσεις. Άλλωστε κι εγώ, σκέφτονταν, τις έτρωγα συχνά από τους δικούς μου, με ποτέ δεν τους κράτησα κακία γιατί πάντα ήταν δίκαιο και λογικό. Η τιμωρία και η ανταμοιβή είναι μέσα στο παιχνίδι της ζωής και μια ξυλιά στην κατάλληλη στιγμή είναι πολύ αποτελεσματικότερη από οποιαδήποτε άλλη τιμωρία κατόπιν εορτής. Όσο για τα περίφημα ψυχικά τραύματα κάποτε θάρθουν σίγουρα. Και όσο αργότερα τόσο βαθύτερα πληγιάζουν την ψυχή. Παράδειγμα η ίδια. Έζησε σ’ ένα κόσμο όλο σύννεφα ρόδινα, γαλανά και άσπρα σα μπαμπάκι. Και ήλθε μια βροχή και βρέθηκε βουτηγμένη σ’ ένα μαύρο τέλμα δίχως ελπίδα να ξεφύγει. Της έλεγαν πως τα  νιάτα είναι η αρχή της ζωής, το χάραμα κι ενώ πρόσμενε το μεσημέρι ήλθε το σούρουπο δίχως να καταλάβει πώς.
Έζησε έναν έρωτα. Πίστευε πως ο γάμος ήταν η ευτυχισμένη κατάληξη. Και όμως σιγά σιγά κάτι άλλαζε. Ο άντρας δε μπορεί να θαυμάζει μια γυναίκα που τη βλέπει να πλένει πιάτα, νάναι αγουροξυπνημένη, πασαλειμμένη με τα φαγιά που τάιζε τους κανακάρηδες του. Την θέλει όμορφη, καλοντυμένη δίχως να ξοδεύει, τη θέλει ξεκούραστη κι ευδιάθετη, με το σπίτι πεντακάθαρο, τα παιδιά φρόνιμα και καθαρά, τα ρούχα καλοσιδερωμένα, το φαΐ καλομαγειρεμένο στην ώρα του.
Ο άντρας της ήταν προοδευτικός. Δεν έπαυε να κηρύσσει την ισότητα των φύλων. Δεν τον κακολογούσε γιατί δεν τα εφάρμοζε. Όλη του η ζωή διδάσκονταν να φέρεται σαν άντρας σκληρός, τυραννικός κι αφέντης.
-Δεν την αγαπάς την αδελφούλα σου, Κωστάκη, είπε λυπημένα.
-Την αγαπώ, είπε πρόθυμα ο μικρός. Έτρεξε να φιλήσει το μωρό, μα κείνο τρόμαξε κι άρχισε πάλι να κλαίει.
Το χέρι δουλεύει μηχανικά πάνω κάτω στη σανίδα, -ήθελε τα ρούχα του πάντα τέλεια. Της τάψαλε στο χθεσινό τους καυγαδάκι.
-Δεν τον φροντίζει. Δεν τα κάνει όλα όπως πρέπει. Είναι αδιάφορη.
Δεν την αγαπούσε πια το ίδιο. Αν δεν ήταν παντρεμένοι, αν δεν υπήρχαν τα παιδιά, ίσως να χώριζαν.
Παραλίγο να καεί το πουκάμισο. Το χέρι είχε πάψει να πηγαινοέρχεται στη σανίδα.
Τώρα όμως όλα είναι συνήθεια. Ίσως όχι όλα. Απλώς όλα γίναν πιο πεζά. Τους ενώνει η ώρα που σμίγουν τα κορμιά τους. Έπειτα μονιάζουν οι καρδιές ώσπου να ξημερώσει. Και είχαν πετυχημένο γάμο κι ευτυχισμένο….
Ξανάρχισε το κλάμα το μωρό. Βαρέθηκε κι αυτό να κάθεται. Ήθελε λίγο αγκαλιά. Τυχερά τα μωρά, που μπορούν να κλάψουν. Εκείνη δεν έκλαιγε πια, όση απελπισία κι αν ένοιωθε, όση απογοήτευση κι αν μούσκευε την καρδιά της ως τα κατάβαθά της. Δε θα ξανάκλαιγε ποτέ πια. Δε θα λυτρωνόταν.
Έκλαιγε τότε που είχε όνειρα κι ελπίδες, τότε που ερωτευότανε τα σύννεφα και τη βροχή. Έκλαιγε δίχως αφορμή για την κακία των ανθρώπων, για τη δυστυχία τους, για την ομορφιά της ζωής, της φύσης, του έρωτα.
Πίστευε στον έρωτα πριν τον γνωρίσει. Τον πίστευε σε πείσμα όσων πάλευαν να την πείσουν για την πεζότητα της ζωής. Τον πίστευε αγνό κι αιώνιο, γυμνό από λογική. Ναι ήταν σπάνιος. Μια στους χίλιους, ένα στο εκατομμύριο. Μα υπήρχε η ελπίδα! Εγώ αγαπώ, συλλογίζονταν. Βλέπω την ομορφιά στο γέλιο, το βλέμμα, στ’ αντιφέγγισμα του προσώπου, στην κίνηση, στο περπάτημά του. Πιάνω τον έρωτα στη μυρουδιά του κορμιού του, στο φέγγος που αναδίδεται απ’ τα γήινα χαρακτηριστικά της μορφής του, μεθώ στον ήχο της φωνής του. Γιατί μόνο εγώ; Οράματα! Πόσες φορές ακούραστα σας έχτισα για να γκρεμιστείτε στην πρώτη πνοή το ανέμου!
Οι άντρες γυρεύουν λογική, γυρεύουν χρήμα, γυρεύουν σάρκα. Και όμως ακοίμητη, πεισματική η ελπίδα για το απάντημα εκείνου, που θα τη γνώριζε όπως αυτή τον γνώρισε, εκείνου που θα την αγάπαγε όσο εκείνη ήξερε ν΄αγαπά…
Μα τέσσερα χρόνια γάμου έφτασαν για να γίνουν στάχτη όλα τούτα τα οράματα, όπως οι μούμιες που αντικρίζουν αμείλικτο τα φως.
Κάθισε το μωρό στ’ αριστερό της πόδι και το χόρευε, ενώ με το δεξί της χέρι συνέχισε τον περίπατο του σίδερου στη σανίδα. Ζωή  κι αυτή! Μια κίνηση πέρα δώθε σαν το εκκρεμές ώσπου ναρθεί το τέρμα.
Και τι υποσχέσεις μας μοίραζαν στην αρχή! Είμαστε η ελπίδα του κόσμου, η άνοιξη της ζωής, τα νιάτα! Και όμως τα νιάτα κυλούν τόσο ανούσια και ρηχά, χάνονται στο πρόγραμμα και τη ρουτίνα και σβήνουν όπως χάνονται οι ζάρες του υφάσματος κάτω από τις βόλτες του καυτού σίδερου.
Ο Κωστάκης ζήλεψε. Θέλει κι αυτός αγκαλιά. Όταν είναι και τα δυο χέρια απασχολημένα δε δουλεύει εύκολα κανείς. Μα κανένας άνδρας δε μπορεί κάτι τέτοιο να το καταλάβει. Βλέπει μόνο τις ανάγκες του, τον ύπνο του, το φαί, τη βόλτα, την ξεκούρασή του κι έχει συνηθίσει να τα παίρνει όλα στο χέρι σαν αντίτιμο τη πάλαι ποτέ οικονομικής προσφοράς του στην οικογένεια.
Άρχισε να τους τραγουδά και να τα χορεύει, τόνα καθισμένο στο  ένα γόνατο και τ’ άλλο στο άλλο. Εκείνα χτύπαγαν χαρούμενα παλαμάκια και ξεφώνιζαν ευτυχισμένα.
Το σίδερο έπρεπε να περιμένει ώσπου να κοιμηθούνε.

Περιέχεται στη Συλλογή διηγημάτων "Ο θηλυκός άνθρωπος" 
                       
Τούτο το βιβλίο είναι πέρα για πέρα αληθινό.
Είναι ότι η γυναικεία μου διαίσθηση κατάφερε να φωτογραφίσει από τις καθημερινές στιγμές των ομόφυλών μου. Φωτογραφίες τόσο αλλιώτικες, μα τόσο ίδιες. Η Εύα, πολύμορφη σαν τη θάλασσα, πάντα γοητευτική και ζωογόνα, πάντα καταπιεσμένη, από τα γεννοφάσκια ως τη θανή της, πάντα θύμα εκμετάλλευσης μα πάντα τολμηρή κι έτοιμη ν’ αντιδράσει με όποια δύναμη της είναι βολετό.
Γυναίκες ηρωίδες μα και γελοίες, σκληρές, κακές ή αδύνατες, μα πάντα προδομένες από παντού, ακόμη κι από το φύλο ή τα παιδιά τους.
Γυναίκες παγιδευμένες σε μιαν εποχή επανάστασης, που πριν προλάβουν να γευτούν τη γλύκα των καρπών της, τις φόρτωσε με νέες ευθύνες.
Γυναίκες πελαγωμένες από τις τόσες θεωρίες, που τέλεια ανοργάνωτα παλεύουν κι αντιδρούν, υπακούοντας τυφλά στην παρόρμηση και τις εμπειρίες τους.
Γυναίκες τόσο όμοιες στον πόνο και την αγάπη, τόσο ευαίσθητες κι υπεύθυνες μπροστά στην ίδια τη ζωή.
Τούτες οι φωτογραφίες παρθηκαν με αγάπη και γνήσιο ενδιαφέρον. Είθε να βοηθήσουν να βρει επιτέλουν η Εύα το χαμένο της πρόσωπο, την αληθινή της ταυτότητα. Είθε να γίνει κάποτε η Εύα αυτό που πάντα ήταν. Ο Θηλυκός άνθρωπος.
Πειραιάς 1981


Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου

Σχόλια

  1. Ageliki Maniadaki Πέρα από το εξαιρετικό διήγημα ,που μιλά τόσο αποκαλυπτικά για την σκληρή για πολλές γυναίκες πραγματικότητα της καθημερινότητάς τους,νομίζω ότι είμαι από τις λίγες γυναίκες που αγαπούν το σιδέρωμα και το θεωρώ δημιουργική εργασία...
    Μου αρέσει! · Απάντηση · 1 · 10 ώρες

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης