Ο Μπόγος

πίνακας Fernando Botero

Ο Μπόγος

Ο Λάκης ήταν μοναχοπαίδι. Φαταούλα, τον φώναζαν τα παιδιά στο σχολειό, δίχως άδικο τα δύσμοιρα, μιας και ήταν ο χοντρύτερος στην τάξη. Ας όψεται η μαμά που τον κυνήγαγε να πιει και την τελευταία γουλιά από το γάλα και τον μπούκωνε μέχρι και το τελευταίο ψίχουλο από την τραχανόσουπα με το μυαλουδάκι. Αλίμονο! Ένα παιδί τόχε  κακομοίρα κι εφταμηνίτικο το γέννησε, να πάει από ασιτία; Θεός φυλάξοι!
Πόσο τον καμάρωνε ντυμένο με τα ναυτικά του ρουχαλάκια, μπλε κουστουμάκι μ’ ένα κάτασπρο φιόγκο στο λαιμό κι έναν απίθανο μπερέ μ’ ένα κατακόκκινο φουντάκι.
Και ήτανε τόσο έξυπνο! Πρώτος, κατάπρωτος στην τάξη. Τι όμορφες εκθέσεις έγραφε, τι καλοσυγυρισμένα τετράδια που είχε! Ούτε κορίτσι! Τι νοικοκύρης ο κανακάρης της! Μα και στα Μαθηματικά, σπίρτο μοναχό! Τον ζήλευαν όλοι και γιαυτό και τα καημένα τον κορόιδευαν. Ακούς εκεί, Φαταούλας το αγοράκι της, που κακό ψόφο νάχουν τα βρωμόπαιδα!
Πάντα τα βράδια σα μαντάριζε δίπλα στο μαγκάλι σιγοτραγουδούσε: «Μωρέ γιε μου κανακάρη, ποια γυναίκα θα σε πάρει;» κι ο Λάκης από το τραπέζι πέταγε καμιά χριστοπαναγία, γιατί μεγαλώνοντας γινόταν κι αθυρόστομο, το πουλάκι της κι έτσι η φουκαριάρα η κυρα Ευτέρπη το βούλωσε κι άρχιζε στα βουβά να οραματίζεται την υπέροχη πριγκηπέσσα που θ’ αγάπαγε και θα παντρευόταν ο Λάκης της.
Και περνούσαν τα χρόνια κι ο Λάκης ψήλωνε δίχως εν τούτοις να χάσει τίποτε από το μπαλονοειδές της κορμοστασιάς του και μπήκε στο Πανεπιστήμιο (καμάρι για όλο του το σόι) κι εκεί απλώς το παρατσούκλι άλλαξε. Εκεί ήταν ο Μπόγος. Μα πια το συνήθισε κι άρχισε να καλαμπουρίζει μάλιστα και να μη του κακοφαίνεται. Γιατί να του κακοφανεί; Με πιο γεμάτη πάντα την τσέπη από τους όμορφους συμφοιτητές του, πάντα τα κατάφερνε να κυκλοφορεί με τα ομορφότερα κορίτσια της ορεινής ταξιαρχίας. Και όσο με περισσότερες τσουλίτσες έκανε παρέα τόσο και πιότερο πίστευε πως η δική του γυναίκα θάπρεπε νάναι παρθένα, άσπιλη, αμόλυντη, νοικοκυρά, να μη βάφεται, να μη τσιτσιδώνεται με ξώπλατα και μπικίνια, να μην έχει ξαναγαπήσει, να μην έχει δουλειά κι ενδιαφέροντα έξω από το σπίτι και την οικογένειά της.
-Έτσι είναι. Φίλοι μου, ρητόρευε στην ομήγυρη καπνίζοντας το ένα τσιγάρο έπειτα από τ’ άλλο, ενώ οι άλλοι γλυκοκοιτούσαν τις γόπες του. Οι γυναίκες είναι κατώτερες, είναι χαζές. Οι άντρες είναι βιολογικά ανώτεροι γιαυτό και πρέπει να τις κουμαντάρουν. Θένε γερό χαλινάρι οι γυναίκες, φίλοι μου!
Ώσπου σε μιαν οικογενειακή συγκέντρωση γνώρισε τη Ρίτα. Είχε τα μαύρα της μαλλιά κότσο, γνώρισμα σεμνής κι ενάρετης κόρης και τον κοίταγε τόσο δειλά! Ήταν κοντούλα, συμπαθητική, παρά τα σπυράκια της κι από τα κορίτσια που πάνω απ’ όλα βάζουν την τιμή τους.
Ο έρωτας άνθισε στις καρδιές τους. Δεν αναρωτήθηκε τι του βρήκε και τον ερωτεύτηκε. Είχε πια τόση σιγουριά για τον εαυτό του! Δεν αναρωτήθηκε ούτε καν γιατί την ερωτεύτηκε, έπειτα από τόσες συγκλονιστικές εμπειρίες. Μόνο με καμάρι είπε μια μέρα στους δικούς του.
-Θα φέρω να σας συστήσω τη χαζούλα μου.
Πόσο περηφανευόταν για τη χαζομάρα της! Τι υπέροχο, που αυτός, μονάχα αυτός, μπόρεσε ν’ ανακαλύψει το μοναδικό γυναικείςο κόσμημα, τη μόνη τίμια γυναίκα, τη μόνη σεμνή, τη μόνη παρθένα!
Ήταν τόσο σίγουρος για την παρθενιά της! Αφού μ’ εκείνον, ένας χρόνος δεσμού δεν ήταν αρκετός να ολοκληρωσει τις σχέσεις τους, ήταν σίγουρα αγνή. Μα κι εκείνη με πόση περιφρόνηση μιλούσε για τις άλλες ομόφυλές της! Σαν έμαθε πως η Καίτη ήταν κιόλας έγκυος στο γάμο της μόνο που δεν έπαθε αποπληξία η καημένη η Ρίτα, τόσο αθώα στη βρωμιά της κοινωνίας!
-Τι να γίνει, Λάκη μου, τον παρηγόρησε. Δεν είναι όλες οι γυναίκες σαν και μας!
Ήταν όμως ο μπαμπάς της που την πίεζε, ήταν κι η μαμά της που είχε την καρδιά της και δεν έκανε να στεναχωριέται κι έτσι ο Λάκης αναγκάστηκε ευγενικά να τη ζητήσει σε γάμο.
Κι όσο παρά τον έρωτά του, θέλοντας να τη δοκιμάσει, παράτεινε την ημερομηνία του γάμου, τόσο πιο αυστηρός γινόταν ο μπαμπάς, τόσο οι στηθαγχικές κρίσεις της μαμάς συντόμευαν, τόσο τα κρυφά φιλιά αραίωναν, τόσο που αναγκάστηκε να επισπεύσει το μοιραίο.
Την παντρεύτηκε κι όλο λαχτάρα έφθασε στη νυφική παστάδα. Μα ίσως ήταν βίαιος, ίσως εκείνη ήταν υπερβολικά παρθένα, έπαθε τέτοια αιμορραγία, που για τους επόμενους επτά μήνες ούρλιαζε και μόνο όταν οσμιζόταν τις ύποπτες προθέσεις του.
Όταν στο τέλος αναγκάστηκε να υποκύψει στις ορέξεις του, του εξομολογήθηκε αυτό που αποζημίωσε όλες του τις ταλαιπωρίες.
-Λάκη μου, του είπε. Εγώ είμαι σεμνή κοπέλα και δε θέω τέτοια πράματα. Μα υπομένω για τη δική σου ευχαρίστηση και γιατί πρέπει κάποτε ν’ αποκτήσουμε παιδιά.
-Πολλά παιδιά, αγάπη μου, της είπε λιγωμένος από έρωτα ο Λάκης.
- Ας κάνουμε πρώτα ένα, του απάντησε αινιγματικά.
Αυτή ήταν και η πρώτη αναίρεση μιας και η κυρία Ρίτα προ του γάμου διακήρυσσε πως μια οικογένεια με λιγότερα από 12 παιδιά είναι μισερή, δεν είναι καν οικογένεια.
Έκτοτε οι σχέσεις τους λουλούδιαζαν στο ίδιο μοτίβο της θυσίας της κυρίας Ρίτας και η κατάσταση χειροτέρεψε με την εγκυμοσύνη της. Οι ναυτίες, οι αηδίες, οι πεθυμιές δεν της επέτρεπαν τέτοιες υποχωρήσεις κι έπειτα θα έβλαπτε και το παιδί!! Θάθελε ο Λάκης να βλάψει το παιδί;;;
Έτσι αναγκαστικά νήστευσε ο Λάκης, δίχως εν τούτοις να πάψει να λατρεύει τη σεμνή του γυναικούλα και με πιότερο από πριν πάθος. Α!! ήταν χρυσοχέρα. Το σπίτι έλαμπε από πάστρα. Το σαλόνι, μόνιμα κλειστό και τα πάνινα παντοφλάκια τον περίμεναν στην πόρτα. Αν τολμούσε ας πατούσε το χαλί με τα παπούτσια του. Τα δάκρυα της Ρίτας θάτρεχαν βροχή, το κατηγορητήρια θάταν αμείλικτο.
-Αχάριστε, που δεν εκτιμάς τη θυσία μου, που παλεύω μέρα νύχτα να σε ξεβρομίσω και συ με βασανίζεις. Σαδιστή, που με ταλαιπωρείς, στην κατάσταση που βρίσκομαι! Που αν είχες άλη γυναίκα θάβλεπες! Καμιά γυναίκα δε θα σ’ έπαιρνε έτσι χοντρός και ασουλούπωτος που είσαι, κανείς δε θα σε ανεχόταν έτσι βάρβαρος που είσαι.
Ο Λάκης ξεστόμιζε πεντέξι βρωμόλογα ανάμεσα στο δόντια του, μα επειδή δεν άντεχε στα δάκρυά της την κανάκευε, την ηρεμούσε και κατά βάθος την πίστευε.
Αλήθεια θα μπόραγε ποτέ να βρει καλύτερη γυναίκα, τόσο τίμια, τόσο χρυσοχέρα, τόσο ηθική, που νάναι και έγκυος;
Επιτέλους το μωρό γεννήθηκε και της χάρισε για ανταμοιβή των πόνων της ένα ολόχρυσο περιδέραιο με διαμάντια και μαργαριτάρια. Όμως εκείνη του το δήλωσε κατηγορηματικά.
-Και χρυσή ολόκληρη να με κάνεις, Λάκη μου, άλλο παιδί δεν έχει. Σούκανα και γιο για να μην έχεις παράπονο. Άλλωστε κι η μάννα σου ένα παιδί έκανε.
-Μα, τόλμησε να πει ο Λάκης. Τι ωραίο νάχει πεντέξι παιδιά, γύρω σου…
-Για στάσου, Λάκη, σοβάρεψε η Ρίτα. Υπόγραψε συμβόλαιο πόσα παιδιά θα σου κάνω; Μπορεί να μην έκανα και κανένα. Δε λες, δόξα τω Θεώ, καημένε μου!
-Δόξα τω Θεώ, μουρμούρισε ο Λάκης, ενώ βγαίνοντας απ’ την πόρτα αράδιασε όλο του το υβρεολόγιο, έτσι για να ξεσπάσει, να το φχαριστηθεί.
Μαγείρευε όμως τόσο όμορφα η Ρίτα και για έναν άντρα της διαμέτρου του Λάκη ισχύει πιότερο αυτό που λένε πως η ευτυχία στο γάμο ξεκινά απ’ το στομάχι.
Η Ρίτα είχε μάννα Σμυρνιά κι είχε μάθει από κει όλα τα κόλπα για τις νοστιμιές της κουζίνας. Έτσι μια μέρα μπαίνοντας στ’ αρχοντικό του οσμίστηκε σπέσιαλ μεζέ, αγριογούρουνο στιφάδο, κάτι τέτοια η μύτη του Λάκη τάπιανε με την πρώτη.
-Που το ανακάλυψε; συλλογίστηκε.
Μπαίνει στην κουζίνα. Τι να δει; Πάει ο ωραίος κότσος της Ρίτας. Στη θέση του πολλά μικρά μπουκλάκια περμανάντ της έπεφταν στο σπυριασμένο μουτράκι της. Έμεινε άναυδος. Μα πριν προλάβει ν’ αντιδράσει η Ρίτα τον μπούκωσε στο στόμα ένα μεζέ και του ψυθίρισε με λαγνεία.
-Δεν είναι γλύκα, αγάπη μου; Θάθελες να λένε τη γυναικούλα σου γεροντοκόρη;
-Μα είχαμε συμφωνήσει, βρυχήθηκε ο Λάκης, αλλά ο μεγάλος του θυμός είχε κιόλας καταλαγιάσει. Σε λίγο θα φορέσεις και παντελόνια, παραπονέθηκε σα δαρμένο σκυλί. Εκείνη ξανά χαμογέλασε αινιγματικά.
Μα πρόλαβε ένας άλλος όρος του δεκαλόγου των απαραβάτων απαγορεύσεων να λυθεί πρώτος. Το τσιγάρο. Πέθανε η φουκαριάρα η κυρά Ευτέρπη. Μαυροφορέθηκαν και την πένθησαν κατά που πρέπει και κει που την ξενύχταγαν, την ώρα του καφέ, εκεί μπροστά σε όλους τους συγγενείς, η Ρίτα του ζήτησε τσιγάρο.
-Μα αφού δεν καπνίζεις! Γρύλισε ο Λάκης και της πάτησε το πόδι.
-Αχ, Λάκη μου, αναστέναξε από τα φυλλοκάρδια της. Από τον καημό μου το θέλω, να ζαλιστώ, να πάνε τα φαρμάκια κάτω, και ξέσπασε σε σπαραχτικούς λυγμούς, τόσο που όλοι οι βαρυπενθούντες συγγενείς τον αγριοκοίταξαν. Φυσικά από τότε το τσιγάρο πάντα συνόδευε φανερά τον καφέ της κυρίας Ρίτας. Τι διάολο; Είχαν περάσει 3 χρόνια έγγαμου βίου.
Τότε ήταν πούσπασε το πόδι της.
-Λάκη μου. Πήγαινε αγόρι μου σε παρακαλώ να μου αγοράσεις ένα παντελόνι. Ξέρει το νούμερό μου.
-Βρε γυναίκα, θα φορέσεις παντελόνι;
-ναι Λάκη μου, καταλαβαίνω, δίκιο έχεις. Είναι δυνατός εγώ, μια τίμια σεμνή γυναίκα να ντυθώ όπως οι αποτέτοιες του δρόμου; Μα πρέπει, λεβέντη μου, να μη φαίνεται ο γύψος, παλικάρι μου,
-Ναι, αλλά όταν γίνεις καλά, ποτέ πια, απαίτησε.
-Μα το συζητάς, αγόρι μου; Τόση εμπιστοσύνη μου έχεις; Είπε η Ρίτα και βούρκωσε. Εγώ, που για χατήρι σου χαλί γίνομαι να με πατήσεις και τι σου ζητώ η κακομοίρα και μου φέρεσαι έτσι; Αντε τώρα να το πάρεις και να δεις πόσο θα μου πηγαίνει. Θα την καμαρώνεις τη γυναικούλα σου, κορόνα μου, αφέντη μου.
Και πραγματικά, σαν βγήκε ο γύψος την καμάρωνε. Με το παντελόνι, του φάνταζε μικρότερη, πιο σέξι κι έτσι της πήρε μερικά νάχει κι για το σπίτι.
Η απαγόρευση του ξώπλατου λύθηκε ομαλά και φυσικά. Είχε πια μπει το νερό στ’ αυλάκι. Παντρευόταν ο μικρός της αδελφός και της δώρισε το φουστάνι μιας και ήταν η κουμπάρα. Και αφού ήταν δώρο του γαμπρού έπρεπε και να το φορέσει κι ας ήταν ξώπλατο. Δεν έπρεπε να στενοχωρήσει το παιδί, πούκανε τέτοιο έξοδο να πάει και γρουσουζιά στο Μυστήριο!
-Κι έγνοια σου, Λάκη μου. Τούτη τη νύχτα εσύ θάσαι στ’ αλήθεια ο γαμπρός, του υποσχέθηκε. Για το λιμοκτονούντα Φαταούλα, η ελπίδα μιας τέτοιας νύχτας ήταν το καλύτερο αντίδοτο σε όλες του τις απογοητεύσεις.
Μα γιατί τάχατες ν’ ανησυχεί και να διαμαρτύρεται. Ήταν τόσο υπερβολικός πάντα σε όλες του τις απαιτήσεις. Δίκιο είχε η κοπέλα. Είχε δίπλα του μια τόσο χαριτωμένη, τίμια, νοικοκυρά, ιδανική μητέρα, τέλεια μαγείρισσα, υπέροχη σύζυγο και αυτός τολμούσε να θέτει όρους; Έπρεπε να κάνει το κάθε τι να την κρατήσει κοντά του. Ίσως κόμη και νάπρεπε ν’ αδυνατίσει. Ένιωθε τόσο ευτυχισμένος! Αυτή η τέλεια γυναίκα τον έκανε να βρει τον αληθινό του εαυτό. Ήταν πια λεύτερος. Κι αν χάθηκε η κυρία Ευτέρπη, η Ρίτα του ήταν πάντα δίπλα του, κοντά του. Θάκανε το παν για να την κρατήσει για πάντα πλάι του.

Και πράγματι. Αυτό ο Λάκης τόκανε μέχρι το τέλος της ζωής του. 

περιέχεται στη συλλογή διηγημάτων "Ο Θηλυκός άνθρωπος"

Πρόλογος   
   
Τούτο το βιβλίο είναι πέρα για πέρα αληθινό.
Είναι ότι η γυναικεία μου διαίσθηση κατάφερε να φωτογραφίσει από τις καθημερινές στιγμές των ομόφυλών μου. Φωτογραφίες τόσο αλλιώτικες, μα τόσο ίδιες. Η Εύα, πολύμορφη σαν τη θάλασσα, πάντα γοητευτική και ζωογόνα, πάντα καταπιεσμένη, από τα γεννοφάσκια ως τη θανή της, πάντα θύμα εκμετάλλευσης μα πάντα τολμηρή κι έτοιμη ν’ αντιδράσει με όποια δύναμη της είναι βολετό.
Γυναίκες ηρωίδες, μα και γελοίες, σκληρές, κακές ή αδύνατες, μα πάντα προδομένες από παντού, ακόμη κι από το φύλο ή τα παιδιά τους.
Γυναίκες παγιδευμένες σε μιαν εποχή επανάστασης, που πριν προλάβουν να γευτούν τη γλύκα των καρπών της, τις φόρτωσε με νέες ευθύνες.
Γυναίκες πελαγωμένες από τις τόσες θεωρίες, που τέλεια ανοργάνωτα παλεύουν κι αντιδρούν, υπακούοντας τυφλά στην παρόρμηση και τις εμπειρίες τους.
Γυναίκες τόσο όμοιες στον πόνο και την αγάπη, τόσο ευαίσθητες κι υπεύθυνες μπροστά στην ίδια τη ζωή.
Τούτες οι φωτογραφίες παρθηκαν με αγάπη και γνήσιο ενδιαφέρον. Είθε να βοηθήσουν να βρει επιτέλουν η Εύα το χαμένο της πρόσωπο, την αληθινή της ταυτότητα. Είθε να γίνει κάποτε η Εύα αυτό που πάντα ήταν. Ο Θηλυκός άνθρωπος.
Πειραιάς 1981                                       
Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου

Σχόλια

  1. Γιαννης Μπιρμπας Πολυ καλο!!!
    Δεν μου αρέσει · Απάντηση · 1 · 7 ώρες

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Katerina Voulgaris Μαράκι μου το ρούφηξα!! Τώρα βγαίνει το βιβλίο ή δεν τόχα πάρει είδηση; καλοτάξιδο όπως και νάναι.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης