Μεγαλυνάρι της Σαντορίνης
Μεγαλυνάρι της Σαντορίνης
Εκεί όπου τα πάντα ανατρέπονται.
Εκεί στο ξεπνόισμα στης επιστήμης, στης φύσης της παραφροσύνη μ’ αρχαίους ήχους αλαλάζεις.
«Ιδού εγώ, η Μοίρα όλων!
Ιδού εγώ, το τέλος κι η αρχή.
Ιδού όπου αναφλέγομαι και κατατρώγω, όπου τίκτω και θεοποιώ δια του θανάτου.
Ιδού όπου οι επαναστάσεις αυτοκτονούν. Ιδού όπου οι τάξεις ανατρέπονται.
Ιδού εγώ, του ηφαιστείου το απύθμενον θάμπος»
Εκεί όπου απαλή κι αφράτη η παλάμη του Θεού, ο ομφαλός του κόσμου, καπνίζει, αναδεύεται κι οσμίζει, βουρκώνει τα νερά και τα σκουριάζει, βωμός των ταπεινών μας προσφορών, ώσπου τη φούχτα κλείνει, κι υψώνοντας τη χαοτική γροθιά συντρίβει την ανθρώπινη χαμοζωή που παριστάνει την απέραντη.
Γελά και τρέμουμε.
Ξερνά κραυγές μυστηριακές και προσκυνούμε, ανθοβολεί στεριές, γονιμοποιεί θάλασσες, καλύπτει ουρανούς.
Με μύρια όπλα μας καλεί, σειρήνα τραγουδάει, μας σφιχτοδένει σε νερένια δόκανα, μας πνίγει σε γεροχτισμένα κάστρα.
Τον ίδρω, μ’ αίμα πάνω της ξεχύνουμε.
Σπόρια ζωής τα νεκρά κορμιά μας κατάντικρύ της στήνουμε, ξόρκια στη μάνητα, φυλαχτά στις κούνιες των μωρών μας.
Εκεί στου ηφαιστείου το εβένινο λίκνο οι ελπίδες μας πεθάναν αγέννητες.
Κάθε που αντικρίζουμε τα φεγγερά κρίνα, τους μικρόσωμους ψαράδες, τα παιδιά που παλεύουν, τους λιθόχτιστους δρόμους, τ’ αγάλματα, τις ζωγραφιές, τις γκρεμισμένες εκκλησιές, τα κιούπια, τις άδειες στέρνες, τις γεμάτες αποθήκες, τα όστρακα, το στάρι, τα πλοία και τα μαγεριά, τη φάβα και τη ντομάτα, το κρασί και το τραγούδι, την ψαλμουδιά και την καμπάνα, χαμογελάμε στη Μοίρα μας.
Χαμογελάμε δίχως πίκρα, απόγνωση, κούφια λόγια επιτύμβια, εμπορεύσιμα. Τα μυστικά φτερά ξεδιπλωμένα.
Χαμογελάμε με κατανόηση.
Είναι η ορατή Μοίρα του κόσμου, η Μοίρα των ανθρώπων της γης, που ξέρουν να βουτούν το πρόσωπο στο μοσκοβολιστό της κόρφο.
Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου