Κύπρια μάνα (οι αγνοημένοι)
Oι τάφοι... Οι τάφοι στις φυλακές της Λευκωσίας είναι ακριβώς στα σύνορα. Αντικρύ σα σταγόνα αίμα στο γαλανό ουρανό, η σημαία με το μισοφέγγαρο, Οι σιωπηλές τειχοκλεισμένες φυλακές, το κελί των μελλοθανάτων, το δωμάτιο με την αγχόνη (τι πολιτισμός σε τόση βαρβαρότητα!) και οι τάφοι ν’ ακουμπούν στα τουρκικά φυλάκια. Πιο κει η εγγλέζικη πρεσβεία, κοντά στην ουδέτερη ζώνη, ουδέτερη τάχατες κι αυτή. Εδώ ερχόταν η Αντρούλα ταχτικά ν’ ανάψει το κερί της και να κλάψει. Εδώ γιατί δεν είχε άλλο μέρος ν’ ακουμπήσει τον πόνο της, ν’ ανασάνει. Ο Παναγής της δεν είχε τάφο. Κανείς δεν έμαθε ποτέ που βρίσκεται ο στερνός του σύνδεσμος με τον κόσμο των ζωντανών. Αγνοούσαν, όλοι αγνοούσαν. Κανείς δεν έμαθε ποτέ. Κι εκείνη έτρεχε με την κοιλιά στο στόμα, νιόπαντρη, ετοιμόγεννη και χαροκαμένη, απ’ την εγγλέζικη διοίκηση στον Ερυθρό Σταυρό κι ένιωθε τα παγωμένα βλέμματα να την καρφώνουν στο μεδούλι. Κι εκείνη έτρεχε μαυροντυμένη κι εκείνοι την πετούσαν σα μπαλάκι από το ένα γραφείο στο άλλο. ...