Νύχτα διακοπών



Νύχτα διακοπών
      Δεκαπενταύγουστο και θερινή ραστώνη. Με το μελτέμι να καβαλά το Αιγαίο ιδρώνοντας τις μασχάλες της στεριάς θαλασσινές ανατριχίλες και τα τζιτζίκια να κορώνουν πήζοντας την αψιά μοσκοβολιά του πεύκου σ' ερωτικό ρετσίνι σαν αυτά που γεύονται οι τουρίστες στις ταβέρνες με «χωριάτικη». Γεύση Ελλάδας. Πικρή, μεθυστική, παράδοξη.
    Δε μου κολλούσε ύπνος. Φταίγαν αυτά τα ξενυχτάδικα της παραλίας που βρικολακιάζουν στα νησιά τα καλοκαίρια. Και τα μηχανάκια που συναγωνίζονται στο μαρσάρισμα κυρίως τις ώρες που βαφτίσανε «κοινής ησυχίας». Παιδιά σου λέει ο άλλος. Τι παιδιά; που φορτώνονται σαν τα ζώα στα καράβια για ν αράξουν στα ξερονήσια κι εκεί χάνουν το μπούσουλα.
    Όλα τα ποστάλια ίδια. Κάνουν τη μέρα νύχτα και τη νύχτα σαν τα φαντάσματα στήνονται έξω απ' τις τρύπες με τα πολύχρωμα φώτα και τις μουσικές που σειούν τη γη μ' ένα ποτήρι στο χέρι και σειούνται και λυγιούνται σαν καλαμιές στον ήχο της μαστούρας μέχρι που φθάνει το πρωί, ο ήλιος βγαίνει για να τους σαρώσει απ' τα δρομάκια, να τους φτυαρίσει στα ρουμς του λετ, όπου κοιμούνται την ώρα που ο θεός ξυπνά τον κόσμο για ν' ανοίξουν τα μισά τους μάτι ντάλα μεσημέρι και ν' απλώσουν την αρίδα τους στην κάψα τον ήλιου να στεγνώσει τη θολούρα του αλκοόλ, ν' αλατίσουν το κορμί τους να νοστιμίσει από τα στρώματα των αντηλιακών, να τσιμπολογήσουν κάτι στα όρθια να στυλωθούν, να φθάσουν πάλι σούρνοντας μέχρι το κρεβάτι για να μαζέψουν λίγο κουράγιο για το επόμενο ξενύχτι.
    -Θαυμάσια περάσαμε, λένε ξαπλωμένοι σαν τα σακιά στην αποβάθρα προσμένοντας τα πλοίο της επιστροφής.
    Θαυμάσια... Μα μεις τι φταίμε, που με τα κλαπατσίμπαλα δε μας αφήνουν να κλείσουμε μάτι όλη νύχτα, κι εμείς θέλουμε να ζήσουμε κατά που προστάζει ο Θεός τις μέρες μας, να κοιμόμαστε με τις κότες και να ξυπνάμε με τα κοκόρια, διακοπές κάνουμε, μακριά απ' το ξυπνητήρι, κοντά στους ρυθμούς της φύσης επιτέλους. Αλλά πού να μας αφήσουν οι ορδές των βαρβάρων, που μας κυνηγούν από ξερονήσι σε ξερονήσι υψώνοντας την παντιέρα της αξιοποίησης, καταστρέφοντας την ανάσα τον χρόνου.
    Πολλά μιλώ. Λάθος μου. Γι άλλα ήθελα να πω. Ίσα πως δεν κοιμόμουν κι η νύχτα ήταν ξάστερη και καθόμουν στο μπαλκονάκι του ξενοδοχείου και χάζευα τα πέλαγα και τ' αντικρινά φώτα, πασχίζοντας να ξεχωρίσω ανάμεσα στις μουσικές που πια ήξερα απ' έξω κι ανακατωτά τούς ήχους των κυμάτων. Μπα, είχε κάλμα. Και ζέστη. Κάποια τριζόνι τρυπούσε τη μονοτονία των κραδασμών της μουσικής με το μοναχικό τον παράπονο.
    Είχα τα νεύρα μου. Πάντα έτσι γίνεται όταν θέλω να κοιμηθώ και δεν τα καταφέρνω. Και τίποτε δεν ωφελεί. Ούτε το να μετράς πρόβατα που πηδάνε κάποιο φράχτη, ούτε το να καταπιείς δύο τρία χαπάκια. Και το πράγμα σκουραίνει πιο πολύ, όταν ξέρεις ότι σε απειλεί το ξυπνητήρι κι ένα πρωινό με οργισμένους πελάτες στη δουλειά. Τουλάχιστον εδώ δεν είχα τέτοιο πρόβλημα. Ας ξυπνούσα αργότερα για μια φορά. Μπα, Θα με ξύπναγε η συμβία. Θάθελε εκδρομή.
   -Ήρθαμε εδώ για να κλειστούμε μέσα; θα γκρίνιαζε. Πόσες μέρες μας μένουν; Κι ακόμη δεν είδαμε τον πλάτανο ταυ Ιπποκράτη. Τι θα πω στις φίλες μου; Αν ήθελες να κοιμάσαι όλη μέρα, ας έμενες στο σπίτι. Δε χρειαζόταν να χρυσοπληρώνουμε ξενοδοχεία και μ' έγχρωμη τηλεόραση.
  -Στο σπίτι, κυρά μου, θα κοιμόμουν τη νύχτα, θα της ούρλιαζα πρωί πρωί. Θάβαζα το αιρκοντίσιον να μην ακούω τους γείτονες -άσε που ψυχή δε βρίσκεται τον Αύγουστο στην Αθήνα- και θα κοιμόμουνα σαν το πουλάκι. Εδώ, με αυτά τα πηδηχτάδικα, δε μπορώ να κοιμηθώ. Όμως εγώ φταίω. 'Επρεπε να ρωτήσω πριν το κλείσω το ρημάδι το ξενοδοχείο. Ησυχία! Τι ησυχία δηλαδή; Μοναχική παραλία και σα μανιτάρια οι ομπρέλες, σκιά με το χαράτσι κι οι μπάλες να σε απειλούν σα νάσαι σε πεδίο βολής και τα μωρά να σκούζουν και να κατουράνε τους παραδεισένιους πύργους που στήνει ο μπαμπάς και η μαμά για το χατίρι τους στην άμμο.
    Πάλι ξεφεύγω. Τι σχέση έχουν όλα αυτά; Φταίει το καλοκαίρι και η έξαψη. Και η τηλεόραση που βγήκα να τα πω. Σε όλα τα κανάλια. Πρόσωπο της ημέρας χάρη στην αϋπνία μου! Προσωπικότητα κι εγώ για μια φορά. `Ετσι για να κοκορεύεται η συμβία και να τηλεφωνούν γνωστοί και συγγενείς -πού μας ξετρύπωσαν καλοκαιριάτικα; «Σε είδαμε, σε είδαμε στην τηλεόραση. Τι καλά που τάπες! Και τι όμορφος πού φαινόσουν! Τι φωτογένεια! Ούτε ηθοποιός!» Αυτό έλειπε. Γιατί δηλαδή; Τι μου λείπει εμένα; Είμαι καλύτερος απ' τον καθένα τους, καλύτερος απ' όλους μαζί.
    Καθόμουν λοιπόν στο μπαλκόνι, στο ξενοδοχείο, στην Κω, χαζεύοντας τη θάλασσα, στα στενά απέναντι απ’ την Τουρκία. Και νάσου βλέπω κάτι φώτα από καράβια που αρμενίζανε. Τουλάχιστον δύο μεγάλα καράβια. Νύχτα. Τι καράβια, πώς να πω; Καράβια με φώτα. Κι έπειτα ακούω ένα γρουτς, τόσο δυνατό που σκέπασε τα μπουμπουνητά του ξενυχτάδικου. Το μεγάλο πλοία σταμάτησε κι άναψαν φώτα και φώτα πράσινα άρχισαν ν' αναβοσβήνουν από απέναντι, απ' την Τουρκία. Κοντά, ούτε 200 μέτρα σταματημένο τα καράβι και τ' άλλο να πηγαινοέρχεται σα χαμένο και ν' αναβοσβήνουν φώτα πολεμώντας να συνεννοηθούν. Κι έπειτα ήλθαν κι άλλα πλοία, πιο μικρά κι άρχισαν να ξεφορτώνουν το μεγάλο κι ούτε που πήρα είδηση πότε το ξενυχτάδικο έπαψε να μπουμπουνίζει κι η μέρα χάραξε. Μόνο που είδα τότε τη σημαία του.-Τούρκικο, λέω και σταυροκοπήθηκα. Τούρκικη ναυαρχίδα στην πλαζ της Κω. Ψάχνω για δικό μας. Πουθενά. Μια τούρκικη φρεγάτα με τα κανόνια και τα όλα της κι άλλα δύο τρία πιο μέσα να χαζεύουν κι άλλα μικρότερα να ξεκουβαλάνε, όλα με τα κόκκινο σαν την κόλαση φλάμπουρο κι από δικό μας ούτε πανί. Όρμηξα στο τηλέφωνο παρασύροντας τις καρέκλες που βρέθηκαν στο διάβα μου.
     -Σεισμός; ρωτά η γυναίκα μου μισοκοιμισμένη.
     -Κανάλι, λέω στην τηλεφωνήτρια. Δώστε μου ένα κανάλι.
    Τους πρόλαβα. Όλους τους πρόλαβα. Πρώτος τους είπα την είδηση στον «πρωινό καφέ». Μ’ έβγαλαν αμέσως στον αέρα.
    -Απόβαση, είπα. Οι τούρκοι έκαναν απόβαση στην Κω. Μια τούρκικη φρεγάτα. Γράφει. Τι γράφει; Μια στιγμή, Φαίνεται. Πώς δε φαίνεται! Ζ1 34, γράφει. Τι; Είναι η ναυαρχίδα τους; Η Γιαβούζ είναι; Αυτό το κωλοβάπορο που μας έκανε τον καμπόσο στα `Ιμια; Εδώ είναι. Με τα πόδια να πάμε τους πιάσαμε. Πού είναι αι δικοί μας; Κοιμούνται; Τι πάει να πει «λείπουν σε διακοπές»; Ακούς εκεί «κι οι πολιτικοί εργαζόμενοι είναι»! Εδώ τους έχουμε τους τούρκους, σας λέω. Κολυμπώντας αν πάμε -τι λέω;- ρηχά είναι. Περπατώντας αν πάμε, τους πιάσαμε. Λάθος τους! Τι λάθος τους, δηλαδή; Εξεπίτηδες το κάνανε, να μας αμφισβητήσουν πάλι. Τους έχουμε στο χέρι, σας λέω. Ένα ντου να κάνουμε όλοι όσοι είμαστε με τα μαγιό στην παραλία, δε θα μείνει ούτε το μικρό τους κοκαλάκι. Γιατί δηλαδή; μονάχα αυτοί θα μας σκοτώνουνε στην Κύπρο;
    Δε μ' άφησαν να πω πιο πολλά. Ούτε και μετά που ήλθαν με τις κάμερες. Έβγαλαν τον υπουργό Άμυνας που είπε ότι ήταν λάθος, ατζαμοσύνη του καπετάνιου είπε, όμως εμείς τους παρακολουθούσαμε από κοντά, είπε, κι έπειτα, κατά το μεσημεράκι ήλθαν πεντέξι δικά μας ρυμουλκά και κάνα δύο αντιτορπιλικά -τα δικά τους έγιναν καπνός- εμείς στα γαλανόλευκα, αυτοί στα κόκκινα, αν έβγαζες τη σημαία δεν ξεχώριζες τα καράβια, όλα το ίδιο σουλούπι είχαν, τα ίδια φουγάρα, τα ίδια ραντάρ, τα ίδια όπλα, κι άρχισαν να τραβολογάνε τη φρεγάτα με σχοινιά κάτω απ' τα γιουχαΐσματα των λουσμένων κι εγώ κουράστηκα να τα κοιτώ, ήμουν και ξάγρυπνος όλη τη νύχτα. χάσαμε και την εκδρομή, τουλάχιστον δε γκρίνιαζε η γυναίκα, καμάρωνε να δέχεται τηλεφωνήματα, στάθηκα κι εγώ στην έγχρωμη ν' απολαύσω κι εγώ τη φάτσα μου, μα δεν πρόλαβα. 
   Είχαν την κηδεία στην Κύπρο κείνου τον νεαρού που σκότωσαν προχθές στην πράσινη γραμμή, καλά τη λένε «Νεκρή ζώνη» τον σκότωσαν απ' το ξύλο κάτω απ' τα μάτια των κυανόκρανων. Τόδειχνε και το ξανάδειχνε τα βίντεο. Ένας σωματαράς πεσμένος καταγής και καμιά δεκαριά να τον χτυπάνε με παλούκια, έμεινε ξέπνοος, ένας από τους κυανόκρανους έσκυψε να δει αν είναι ζωντανός και τότε ο άλλος απ' τους γκρίζους λύκους άρπαξε την κοτρόνα και του πλάκωσε το πρόσωπο. Εικοσιπεντάρης. Σαν κι αυτούς τους αχαΐρευτους που πιλαλάγαν ολονυχτίς. Με μοτοσυκλέτα, όπως κι αυτοί πού μ' εκνευρίζουν κάθε βράδυ. Με γυναίκα ετοιμόγεννη. Τι ήθελε να μπλέκει;
    Κηδεία κι ο άλλος να σου λέει, κατά λάθος ήλθε η φρεγάτα να κολυμπήσει στην πλαζ της Κω, σα νάταινε αλογάκι, σαν τις κουλούρες των παιδιών. 
   Κι έπειτα πήγαν οι φίλοι του στον τόπο που τον χτύπησαν ν' αφήσουνε στεφάνι κι ένας θερμόαιμος, ίσως συγγενής, όρμησε στο κοντάρι της τούρκικης σημαίας με το τσιγάρο στο στόμα και με γυμνά χέρια σκαρφάλωσε σαν πίβηκος -πώς θάφθανε ως την κορφή;- ούτε ένα μέτρο δεν πρόλαβε ν' ανέβει και τον χτύπησαν. Έγειρε το κεφάλι σαν ξαφνιασμένος και γλίστρησε πάντα αγκαλιά με το κοντάρι. Δεν τ' άφησε ούτε στο έδαφος. 

    Τριγύρω γίνονταν χαμός. Βροχή οι σφαίρες απ' τους τούρκους.
    -Κάτω, κάτω ούρλιαζαν όλοι.
     -Ντάουν, ούρλιαζαν κι οι κυανόκρανοι.
    Δε γλίτωσαν ούτε κι αυτοί, Πάνω από δέκα τραυματίες κι ανάμεσά τους δύο απ' τους ουδέτερους στρατιώτες του ΟΗΕ, που ούτε είδαν ούτε άκουσαν τι είχε γίνει όταν μακέλευαν τους άλλους.
   Κι άλλος νεκρός, κι άλλοι τραυματίες. Έξω απ' το μπαλκόνι το τούρκικο καράβι σφύριξε «ευχαριστώ». Τα δικά μας αμολήσανε τα σχοινιά. Μπήκαν στα δικά τους χωρικά ύδατα.
    -Ο πρωθυπουργός, έλεγε η τηλεόραση, διέκοψε τις διακοπές του και θα μεταβεί στην Κύπρο για την κηδεία. Και τώρα, το ρεπορτάζ από την Κω.
    -Τρέχα, τρέχα να δεις! Σε δείχνει, φώναζε η γυναίκα μου χαρούμενη, την ώρα που, σκυμμένος στη λεκάνη τον καμπινέ, πάσχιζα ν' αδειάσω απ' το στομάχι την Ψυχή μου.

15-8-96

Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης