Η Μήδεια
Ήταν τ' αγαπημένο μας παιχνίδι η Λουλού. Γεννήθηκε στα χέρια μας. Στα χέρια μας μεγάλωσε. Τη μάνα της, μέχρι που πέθανε, δεν τα καταφέραμε να την ημερέψουμε. Η δυσπιστία της για το ανθρώπινο γένος δεν διαλυόταν με χάδια και καλοπιάσματα. Δεν είχε όμως κι άδικο. Όλα της τα παιδιά εξαφανίστηκαν εκτός απ' τη Λουλού, που κι αυτήν μόλις έπαψε να θηλάζει την υιοθετήσαμε κανονικά. Στιγμή δεν την αφήναμε μονάχη. Τη ντύναμε με κουρελόπανα, τη χτενίζαμε, τη στολίζαμε με φιογκάκια, κοιμόμαστε αγκαλιά. H μάνα της το πήρε απόφαση κι αδιαφορούσε. Η Λουλού όμως μεγάλωνε μαζί μας έτρωγε απ' το πιάτο μας, κοιμόταν στο κρεβάτι μας, ήταν της οικογένειας.
Πόσο την καμαρώναμε μέρα τη μέρα καθώς μεγάλωνε κι ομόρφαινε! Αφηνόταν στα χάδια μας μ' απόλυτη εμπιστοσύνη. Ποτέ δε νοιώσαμε τα νύχια της να χαρακώνουν τα ευαίσθητά μας δάχτυλα. Ακόμη κι όταν τσακωνόμαστε ποιος θα την πρωτοχαιδέψει με κίνδυνο να τη διαμελίσουμε, εκείνη αντιδρούσε στωικά μ' ένα παραπονιάρικο κλαψούρισμα.
Πώς να μη τη λατρεύουμε τη Λουλού; Μας συνόδευε ως το σχολειό και περίμενε στην αυλόθυρα το κουδούνι για το σχόλασμα. Απλωνόταν τις λιακάδες στο ζεστό τσιμέντο και ζέσταινε τα πόδια μας τις κρύες νύχτες του χειμώνα. Στις παιδικές μας μεταμφιέσεις τη φορούσαμε για γούνα γύρω από το λαιμό κι απόμενε με το κεφάλι κολλημένο στο μάγουλό μας, ακόμη κι αν κάποιος αντίζηλος την τραβούσε απ' την ουρά. Άλλοτε πάλι ζυγιζόταν μ' ακροβατική ευχέρεια ανάμεσα από πιάτα και ποτήρια κι εκτοξευόταν με απίστευτη ακρίβεια όπου μυριζόταν κάποιο τρωκτικό. Δεν ήταν λίγες οι φορές που μπροστά στα πόδια μας ακουμπούσε σαν τρόπαια, πτώματα από πουλιά ποντίκια ή κάτι μεγάλες ξανθοκόκκινες πεντάμορφες κατσαρίδες που όμως έκαναν τη μαμά μας ν' ανατριχιάζει από φρίκη.
Η Λουλού μας δεν άργησε να καρπίσει. Με θαυμασμό παρακολουθούσαμε το κορμί της να παραμορφώνεται καθώς ξαπλωνόταν πλάι στη φωτιά. Ήταν μια αποκάλυψη αυτή η σκληρή κοιλιά που πια είχε χάσει κάθε ελαστικότητα κι αυτές οι μυτερές θηλές που ξεπετάχτηκαν κάτω απ' το απαλό της χνούδι. Κι όταν ήλθε η ώρα να λευτερωθεί, της φτιάξαμε ένα κασονάκι, το στρώσαμε με παλιά μάλλινα και παρακολουθούσαμε μ' έκπληξη να ξεφυτρώνουν μέσα την στενάχωρη κάσα ένα, δυο, τρία, πέντε τυφλά, γυμνά και φωνακλάδικα πλασματάκια που έμοιαζαν πιότερο με μεγάλα σκουλήκια παρά με μικρές γάτες. Τσιρίζοντας απαίσια, ψαχουλεύοντας βρήκαν τις μυτερές της ρόγες κι όλα μαζύ κρεμάστηκαν πάνω της σαν κάποιο εξωφρενικό σταφύλι. Η Λουλού κοιτούσε μια εμάς, μια αυτά τα παράσιτα. Σίγουρα θα προτιμούσε να μοιραστεί τα παιχνίδια μας, όμως η μαμά μας έλεγε:
-Κοιτάχτε πόσο περήφανη νοιώθει για τα παιδάκια της!
-Τι περηφάνια, συλλογιζόμαστε, μπορεί να νοιώθει γιαυτά τα μυξιάρικα; Μόνο ντροπή θα νοιώθει η πεντάμορφη Λουλού μας γι αυτά τα τερατάκια.
-Μην τα βλέπετε έτσι, επέμενε η μαμά. Σε λίγες μέρες θ' ανοίξουν τα ματάκια τους και θα βγάλουν κι όμορφη γουνίτσα.
Είχε δίκιο. Δεν άργησαν να μεγαλώσουν. Θαρρείς και φούσκωναν ρουφώντας την κοιλιά της Λουλούς που όλο αδυνάτιζε. Στο τέλος τα γατάκια εξαφανίστηκαν .
-Τα χαρίσαμε, μας είπαν η μαμά και ο μπαμπάς, μα μεις το ξέραμε. Τα είχαν πνίξει σε μια λεκάνη με νερό. Όλα έξω από ένα, το πιο γλυκό, το πιο χαριτωμένο. Αυτό που έμοιαζε τόσο στη Λουλού. Μας είπαν πως μπορούμε να το βαφτίσουμε και μεις τσακωνόμαστε για τ' όνομα ξεχνώντας πως ξέραμε για τη δολοφονία όλων των άλλων που πέθαναν αβάφτιστα, αδιαφορώντας γιαυτό το φονικό, που μας φαινόταν φυσικό σα θεϊκός νόμος. Τα πολλά γατάκια πρέπει να πεθαίνουν, όπως οι κότες σφάζονται τις Κυριακές, και τ' αρνάκια κάθε Πάσχα, όπως τα ψάρια σπαρταρούν στο δίχτυ, όπως τα πουλιά προσγειώνονται στο γρασίδι μετά την έκρηξη του κυνηγού. Μπορούσαμε όμως να τσακωνόμαστε για τ' όνομα αυτού που έζησε, μπορούσαμε να το διεκδικούμε. Είχε δικαίωμα στη ζωή. Ανήκε στο δικό μας κόσμο.
Ήταν μεσημέρι, άνοιξη πια. Είχαμε πρωτοστρώσει τις πικεδένιες κουβέρτες κι ο μπαμπάς ξάπλωσε όπως πάντα μετά το φαγητό διαβάζοντας την εφημερίδα του πάνω στο κρεβάτι που λουζόταν στον ήλιο. Πάνω στην αστραφτερή λάμψη της άσπρης κουβέρτας η Λουλού έπαιζε με το παιδί που της απόμεινε.
-Παιδιά, τρέξετε, φώναξε ο μπαμπάς διπλώνοντας την
εφημερίδα. Είδατε; Τι αγαπημένη οικογένεια!
Κλείσαμε την πόρτα αφήνοντάς τον ν' αποκοιμηθεί με τα δυο γατιά στα πόδια του.
Εγώ πρωτάνοιξα την πόρτα νυχοπατώντας, κάτι να πιάσω απ' το κομοδίνο τους κι έμεινα άφωνη μη τολμώντας να κάνω μήτε βήμα. Η Λουλού ξερογλυφόταν περήφανη και περνώντας δίπλα μου τρίφτηκε χαδιάρικα στα πόδια μου και τ' απαλό της άγγιγμα μ' έκανε ν' ανατριχιάσω σύγκορμη.
Πάνω στην άσπρη αστραφτερή κουβέρτα στα πόδια του κοιμισμένου μου πατέρα ήταν το ματωμένο πτώμα του μικρού γατιού. Δεν ήταν πια ένα ψόφιο γατάκι, μα ένα κατασπαραγμένο αγρίμι. Η απαλή του γούνα είχε μεταμορφωθεί σε ξέφτια ματωμένου κρέατος. Τα ματάκια του ορθάνοιχτα με κοιτούσαν μ' απορία, ενώ τα μαλακά του νύχια είχαν καρφωθεί στη ματωμένη κουβέρτα. Δε θυμάμαι να φώναξα, όμως ο πατέρας ξύπνησε ίσως απ' την παράξενη σιωπή. Πετάχτηκε απ' το κρεβάτι σα νάδε κάποιο φάντασμα.
-Το τέρας, ψιθύρισε. Έφαγε το παιδί του!
Μ' έσπρωξε έξω απ' το δωμάτιο και φώναξε τη μαμά.
Το ίδιο βράδυ η Λουλού εξαφανίστηκε από το σπίτι μας.
-Θάφερνε γρουσουζιά, τους άκουσα να κουβεντιάζουν. Πού ξανακούστηκε να φάει το παιδί της;
Φαντάστηκα την ήμερη Λουλού μας να την κλείνουν στο σακκί για να μη βλέπει κι αυτή αθώα να παραδίδεται όπως παραδινόταν πάντα στα παιδικά μας βασανιστήρια. Έπειτα ν' ανεβαίνουν το βουνό (γκρεμνά υπάρχουν τόσα!). Κι έπειτα το παραπονιάρικο κλαψούρισμα, που πάντα έβγαζε σαν την παραζορίζαμε να τεντώνεται σε φρικιαστική κραυγή καθώς θα έπεφτε στο κενό. Από κείνο το βράδυ δεν ξανάφησα τους γονιούς μου να με χαϊδέψουν. Φοβόμουνα το άγγιγμά τους. Κι έδιωχνα με τις κλωτσιές κάθε γατάκι πούφερναν για να με καλοπιάσουν. Από τότε ξυπνώ στον ύπνο μου αλαφιασμένη πάνω που ονειρεύομαι πως βγάζω φτερά, εγώ που πάντα στα όνειρά μου άπλωνα τα δυό μου χέρια και πετούσα τόσο χαρούμενα. Γιατί πια ξέρω. Αμείλικτα θα τιμωρούν όποιον δεν μπαίνει στους κανόνες τους. Κι από τότε περιμένω. Κάποτε θάρθει κι η δική μου η σειρά.
Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου