Κύπρια μάνα (οι αγνοημένοι)
Oι τάφοι... Οι τάφοι στις φυλακές της Λευκωσίας είναι ακριβώς στα σύνορα. Αντικρύ σα σταγόνα αίμα στο γαλανό ουρανό, η σημαία με το μισοφέγγαρο, Οι σιωπηλές τειχοκλεισμένες φυλακές, το κελί των μελλοθανάτων, το δωμάτιο με την αγχόνη (τι πολιτισμός σε τόση βαρβαρότητα!) και οι τάφοι ν’ ακουμπούν στα τουρκικά φυλάκια. Πιο κει η εγγλέζικη πρεσβεία, κοντά στην ουδέτερη ζώνη, ουδέτερη τάχατες κι αυτή.
Εδώ ερχόταν η Αντρούλα ταχτικά ν’ ανάψει το κερί της και να κλάψει. Εδώ γιατί δεν είχε άλλο μέρος ν’ ακουμπήσει τον πόνο της, ν’ ανασάνει. Ο Παναγής της δεν είχε τάφο. Κανείς δεν έμαθε ποτέ που βρίσκεται ο στερνός του σύνδεσμος με τον κόσμο των ζωντανών. Αγνοούσαν, όλοι αγνοούσαν. Κανείς δεν έμαθε ποτέ.
Κι εκείνη έτρεχε με την κοιλιά στο στόμα, νιόπαντρη, ετοιμόγεννη και χαροκαμένη, απ’ την εγγλέζικη διοίκηση στον Ερυθρό Σταυρό κι ένιωθε τα παγωμένα βλέμματα να την καρφώνουν στο μεδούλι. Κι εκείνη έτρεχε μαυροντυμένη κι εκείνοι την πετούσαν σα μπαλάκι από το ένα γραφείο στο άλλο.
Όλοι αγνοούσαν. Οι φίλοι του, οι συναγωνιστές μιλούσαν για προδοσία, για μπαμπεσιά. Τον πήγαν σε κάποια φυλακή, ύστερα σε άλλη κι ύστερα χάθηκε έτσι ξαφνικά, δίχως επίσημη ανακοίνωση εκτέλεσης, δίχως απόπειρα απόδρασης.
Όλοι αγνοούσαν. Και τ’ όνομά του δεν έμεινε γραμμένο πουθενά. Τόξεραν οι φίλοι του, μα κι αυτοί με τον καιρό το ξέχασαν. Ήταν τέτοιο το μεθύσι της Λευτεριάς, ποιος να ζυγιάσει δίκαια;
Και όταν βρεθήκαν κείνοι οι άγραφτοι τάφοι στις φυλακές της Λευκωσίας η Αντρούλα βρήκε μέρος ν’ ακουμπήσει την καρδιά της μια στάλα, ν’ ανασάνει. Το σπίτι της ήταν κοντά, δυο στενά πιο κάτω. Δούλευε μόνη σε κάποιο εμπορικό πωλήτρια να ζήσει το μικρό της γιο. Στα τρυφερά του χεράκια είχε ακουμπήσει όλες της τις ελπίδες. Έμοιαζε τόσο στον πατέρα του! Τα ίδια αστραφτερά μάτια, το ίδιο θεληματικό πηγούνι, το ίδιο περήφανο μέτωπο, τα ίδια καμαρωτά σμιχτά φρύδια, τα ίδια κατάμαυρα ατίθασα μαλλιά. Είχε τον παλληκαρήσιο του αγέρα στο βάδισμα, στην ομιλία τόσο που ξάφνιαζε όσους τον θυμόντουσαν ακόμη.
Η Αντρούλα είχε τη φωτογραφία του στο εικονοστάσι, πλάι στα στεφάνια τους, κοντά στα βάγια και τα βασιλικά της Σταυροπροσκύνησης, στο φως τ’ ακοίμητο του καντηλιού κι όταν τα βράδια έβαζε το παιδί να ψελλίσει τις πρώτες του προσευχούλες, τ’ ορμήνευε σοβαρά:
«Κοίτα τον πατέρα σου, παιδί μου. Χάθηκε για τη Λευτεριά μας. Κοίτα να του μοιάσεις. Ευχή και κατάρα μου, παιδί μου. Κοίτα να του μοιάσεις.»
Κι έπειτα σαν εκείνο τράνευε, έπιανε να του ιστορεί σα σε παραμύθι κείνους τους δύσκολους καιρούς της εγγλέζικης τυραννίας. Είχε γλυκιά, εκφραστική φωνή και στα χείλια της τόσα χιλιοειπωμένα πράγματα έπαιρναν κάποιο αλλιώτικο φως. Και όσο τριγύρω αντίκρυζε το συμβιβασμό, κι όσο τα παλληκάρια έφευγαν για σπουδές στο Λονδίνο και γύρναγαν με ξενόφερτες, αλλόγλωσσες νύφες, τόσο με πιότερο πάθος ανιστορούσε τα παλιά τότε που «ξένοι πατούσαν τ’ άγια χώματά μας, πούμπαιναν στα σπίτια μας, που διαγούμιζαν το βιό μας, πούπαιρναν τους άντρες και τα παιδιά μέσα απ’ την αγκαλιά μας. Η σκλαβιά, αγόρι μου, είναι φαρμάκι. Μη το ξεχνάς. Και μεις μάθαμε πια να παλεύουμε για τη Λευτεριά μας. Η κύπρια καρδιά είναι περήφανη. Ποτέ δε συμβιβάζεται και ποτέ δε ξεχνά την ταπείνωσή της.»
Και ήλθε ο καυτός Ιούλης του 1974. Κι οι τούρκοι πάτησαν την Κύπρο. Οι τούρκοι που ποτέ δε μόχθησαν για τη λευτεριά τούτης της γης, που πάντα ξένοι ένιωθαν στα χώματά της, ήλθαν να λευτερώσουν τους λευτερωτές από την τυραννία κάποιου ασήμαντου δικτατορίσκου. Ο σταθμός τους μετάδιδε συνθήματα. «Αδέλφια έλληνες. Ερχόμαστε να σας λευτερώσουμε. Μην αντιστέκεστε. Είμαστε οι λευτερωτές σας.» Και οι λιγοστοί έλληνες φαντάροι σκοτωνόντουσαν δυο τετράγωνα πιο κει βλαστημώντας τη μάνα Ελλάδα και οι εγγλέζοι αδιάφοροι και παθητικοί (από πίτα που δεν τρως τι σε μέλλει κι αν χαθεί)
Γύρω από τις φυλακές γινόταν μάχες. Το σπίτι της Αντρούλας στη μέση της φωτιάς κι ο Μιχαλάκης της άφαντος.
-Πίσω, πίσω, φώναζαν οι δικοί μας
-Μην είδατε το Μιχαλάκη μου;
-Πίσω, προχωρούν..
-Πού πήγε το αγόρι μου;
-Πίσω, πίσω...
-Πού χάθηκε το παιδί μου;
-Ο Σταύρος μου το είδε στον κήπο πίσω από την πρεσβεία.
-Τρέξτε... Πίσω...
-Έγραφε κάτι συνθήματα στον τοίχο...
-Πίσω.. Πίσω...
-Έγραφε «Τούρκοι δε θα μείνετε στην Κύπρο»
Τ’ αεροπλάνα πάνω από τα κεφάλια και οι βόμβες να σφυρίζουν πριν ξεράσουν φωτιά κι η Αντρούλα μόνη, τυλιγμένη την ορφάνια της.
-Πίσω, ακόμη πιο πίσω...
Παρέκει κάποιο ζευγάρι με πέντε δικά του παιδιά κι ένα ξένο μωρό, ένα μωρό του πολέμου. Καθισμένοι καταγής σε κάποιο πάρκο ακούν αλλόκοτες ιστορίες φονικών, κουρσάρικες διηγήσεις, λες και το σκοτάδι πύκνωσε, αλλοιώτεψε ο καιρός, πισωγύρισε ο χρόνος. Η βία για τη βία, το αίμα για το αίμα. Τι χωρίζει τον άνθρωπο από το θεριό; Γιατί να ματωκυλήσεις τον κύπριο αστό, γενναίε τούρκε στρατιώτη; Γιατί να βιάσεις την άπραγη κυπριωτοπούλα; Στις μακρινές τις στέπες της Ασίας η μάνα, η αδελφή, η αγαπημένη σου, μη τάχατες αλλιώτικα πονούν; Και τούτο το ορφανό, το παιδί του πολέμου, τι φταίει τούτο να πληρώνει με τόση δυστυχία; Μη τάχα το δικό σου το παιδί, γενναίε τούρκε στρατιώτη, μήπως περνά αλλιώτικα, μήπως πονά αλλιώτικα, μη δε γυρεύει το ίδιο τη μητρική την αγκαλιά, το πατρικό σου χάδι;
-Τη μάνα του τη βίασαν, μπροστά σε όλους μας, μπροστά στον άντρα της. Μας κρατούσαν μακριά με τα όπλα. Κανείς δεν τόλμησε να τους εμποδίσει, ούτε ο άντρας της. Τη βίαζαν πολλοί, μια όμορφη ξανθιά γυναίκα... Κι άξαφνα πού το βρήκε το σπαθί; Από τη τσέπη κάποιου φαντάρου; Και το βύθισε στο στήθος της. Τέτοια ταπείνωση, τόση ντροπή πώς να την αντέξεις; ...Ο άντρας της έπεσε πάνω της σα πληγωμένο αγρίμι. Μούγκριζε, βογκούσε. Τράβηξε το σπαθί απ’ το κορμί της κι όρμησε καταπάνω τους... Τον γάζωσαν με το αυτόματο. Και το μωρό πεσμένο καταγής να σκούζει.... Το μαζώξαμε μόλις ησύχασαν τα πράγματα. Μα τι να το κάνουμε; Έχουμε τόσα στόματα να θρέψουμε και η ζωή θα γίνει τώρα πιο σκληρή. Και σας ρωτώ. Όλοι αυτοί οι άνδρες, αν έχουνε ψυχή, πώς θα ξαναγκαλιάσουνε γυναίκα;
Το μωρό έκλαιγε παραπονεμένα. Ποιος ξέρει από πότε θάχε να βυζάξει; Η Αντρούλα το πήρε αγκαλιά. Μπροστά σε τόσο ξένο πόνο η καρδιά της βουβαινόταν στο πικρό της μοιρολόι. Το κανάκεψε, τούβαλε στο στόμα ένα πανάκι κι αυτό μέρεψε, βύζαξε κι αποκαμωμένο αποκοιμήθηκε.
-Δυστυχισμένο μωρό μου.. Συλλογίστηκε.
-Θα το κρατήσω εγώ, τους είπε. Πρέπει κι αυτό κάποτε να μάθει.
Η νύχτα γύρω τους πηχτή σα καταχνιά, θαρρούσες πως την άγγιζες και τ’ αστέρια κι αυτά κρυμμένα. Μα η Αντρούλα με το μωρό στην αγκαλιά νιώθει ένα χάδι στην καρδιά, το ξύπνημα απ’ τη στάχτη μιας καινούριας ελπίδας.
Πίσω απ’ τις φυλακές δυο στενά στη ρημαγμένη περιοχή της ουδετερότητας έμεινε το σπίτι της Αντρούλας. Το βλέπει κάθε φορά που πάει να προσκυνήσει τους τάφους. Εκεί έμεινε το εικονοστάσι με τα στεφάνια και τη φωτογραφία του άντρα της, κει μείναν τα προικιά της, όλο της το βιος, κει έμεινε όλη της η περασμένη ζωή, κει έμεινε ο γιος της.
Και άρχισε πάλι το ατέλειωτο κυνηγητό στους γεμάτους αγωνία διαδρόμους.
-Κανένα νέο για το παιδί μου; Άφησαν τίποτε νέους αιχμαλώτους με τις ανταλλαγές; Δόθηκαν καινούριοι κατάλογοι αιχμαλώτων; Τίποτε ονόματα πεθαμένων;
Στην παγωμένη προσμονή το ξένο μωρό στην αγκαλιά, της ζεσταίνει την ανάσα, το μωρό του πολέμου.
-Τάχατες μην το πήρε κάνα βόλι;
-Αγνοείται.
-Μη και το έκαψε η βόμβα;
-Αγνοείται.
-Μη και το πήραν στην Τουρκία, αιχμάλωτο;
-Αγνοείται.
Και η Αντρούλα μαυροφορεμένη με το μωρό του πολέμου στην αγκαλιά, ολόρθη μπροστά στους τάφους για μια φορά ακόμη αναπαύει την καρδιά της.
-Εδώ, μωρό μου, είναι οι ελπίδες μας για λευτεριά. Εδώ είναι οι νεκροί μας. Μη το ξεχνάς. Θαρθει στιγμή για να βρεθούν όλοι οι χαμένοι τάφοι. Θάρθει στιγμή νια να βρεθούν όλοι οι αγνοημένοι.
Α Πανελλήνιο Βραβείο Διηγήματος διαγωνισμού Συνδέσμου Ελλάς- Κύπρος
(Θεσ/νικη 1981)
Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου