Το παιδί και το φεγγάρι


 Το παιδί και το φεγγάρι
Θάχετε ακούσει κείνο το παραμύθι για τους ανθρώπους που τάχα πήγαν στο φεγγάρι. Θα τόδατε και στην τηλεόραση. Κείνες τις αστείες αστροναυτικές στολές με τους καθρέφτες στο κεφάλι, κείνες τις αργές κινήσεις, τη σημαία, που δεν είναι πάνινη αλλά τσίγκινη, το διαστημόπλοιο που μοιάζει με ακρίδα έτοιμο να πετάξει κι οι κουβέντες βραχνές, λες κι όλους τους έπιασε ομαδικά ο λαιμός τους.
Τα πιστέψατε; Δεν το φαντάζομαι. Τότε, γιατί δεν πιστεύετε και τις άλλες εικόνες που δείχνουν απ' το παρελθόν, κείνες με τους δεινόσαυρους και τον κατακλυσμό ή κείνες που δείχνουν απ' το μέλλον με τα ρομποτάκια να σεργιανούν χέρι χέρι με τους ανθρώπους;
Κάποτε τα πίστευα και γω όλα αυτά. Κάποτε.... Τώρα όμως όχι. Τώρα πια ξέρω. Τώρα πια μπορώ και να σας το πω, να το φωνάξω σε σας, τους φίλους μου.
-Ψέματα, μας λένε ψέματα. Ποτέ κανείς δεν πήγε στο φεγγάρι.
Πώς το ξέρω; Πώς είμαι τόσο σίγουρος; Mα μου το είπε το ίδιο. Ποιο ίδιο; Mα φυσικά το φεγγάρι. Μα μη γελάτε! Πάψετε επιτέλους να με κοροϊδεύετε!... Αρκετά τράβηξε το αστείο! ... Αφήστε με να σας εξηγήσω! ... Μα είναι τόσο απλό!
Είμαι μονάχος, όπως τα πιο πολλά παιδιά στην ηλικία μου. Δεν έχω αδέλφια, όπως όλοι οι γνωστοί μου. Δεν έχω φίλους -οι φίλοι κάνουν φασαρίες- κι όπως όλοι ξέρουν, στον κάθε ουρανοξύστη το συμβούλιο αποφασίζει πως οι φασαρίες απαγορεύονται.
Παιχνίδια; Πώς, έχω παιχνίδια πλαστικά. Μου τα χαρίζουν οι μεγάλοι, τα διαλέγω απ' τις διαφημίσεις της τηλεόρασης, τα ψωνίζουμε ταχυδρομικά, μας χαρίζει και το κράτος. Ψηφίστηκε νόμος το κράτος να χαρίζει παιχνίδια στα παιδιά, μέχρι και ηλεκτρονικούς εγκέφαλους, αρκεί τα παιδιά να μένουν σιωπηλά, να μην κάνουν φασαρίες. Βλέπεις, όλοι είναι απασχολημένοι στον κόσμο που ζούμε. Όλοι κάνουν πάντα κάτι σοβαρό. Δεν υπάρχει καιρός για φλυαρίες στην εποχή μας. Και μεις τα παιδιά, όλο κάτι πρέπει να μαθαίνουμε και τα παιχνίδια σ' αυτό μας βοηθούν, να μαθαίνουμε πιο ευχάριστα, να γίνουμε αύριο χρήσιμοι και καλοί πολίτες, όπως οι γονιοί μας, νάχουμε και μεις δικαίωμα να κάνουμε ένα παιδί, όπως οι γονιοί μας.
Μα βέβαια! Αν δεν είσαι καλός πολίτης δεν επιτρέπεται να κάνεις παιδί. Είναι ο νόμος. Θα πεινούσαμε, θα πεθαίναμε απ' την πείνα, αν δεν προλαβαίναμε το ρυθμό των γεννήσεων. Ευτυχώς προλάβαμε. Τώρα, όλα πάνε καλά. Κανείς δεν πεθαίνει από την πείνα. Μόνο μερικοί πεθαίνουν πριν γεννηθούνε.
Λοιπόν, τι έλεγα; Α, ναι. Εγώ γεννήθηκα και είμαι μόνος. Τα παράθυρα του ουρανοξύστη που μένουμε έχουν κάτι τζάμια ειδικά. Τη μέρα σκοτεινιάζουν και κάνουν σκιά και τη νύχτα φαίνονται διάφανα, σα να μην υπάρχουν. Όλο το κτίριο είναι παράθυρα. Παράθυρα που δεν ανοίγουν, γιατί είναι επικίνδυνο κάποιος να πηδήξει και να σκοτωθεί. Εδώ που τα λέμε, γιατί ν' ανοίξουν; Το αιρ κοντίσιον από μόνο του ξέρει πόσο πρέπει να δουλεύει για να μη νοιώθουμε κρύο ή ζέστη κι έπειτα έξω για να κυκλοφορείς πρέπει να φοράς ειδική μάσκα για τη μόλυνση. Αν το ξεχάσεις, αρρωσταίνεις. Ένας συμμαθητής μου στο σχολειό μάλιστα, που επίτηδες βγήκε έξω χωρίς τη μάσκα του πέθανε σε δυο μέρες κι οι γονείς του άδικα παρακαλούσαν, δεν τους έδωσαν την άδεια ν' αποκτήσουν άλλο παιδί.
Όλο πηδάω κουβέντες, νομίζω. Έτσι λένε και στο σχολειό ο δάσκαλοι κομπιούτερ. Δεν τα καταφέρνω στις εκθέσεις.
Λοιπόν για το παράθυρο. Τ' αγαπώ το παράθυρό μου. Είναι το καλύτερο παιχνίδι μου. Το προτιμώ πάντως κι από την τηλεόραση. Μπορείς και βλέπεις να καθρεφτίζονται τα παράθυρα απ' τους άλλους ουρανοξύστες, μα μπορείς μόνο να φανταστείς τι γίνεται πίσω απ' το κάθε παράθυρο. Άλλοι κλαίνε, άλλοι γελούν, άλλοι τρώνε, άλλοι βλέπουν τηλεόραση. Σίγουρα οι πιο πολλοί βλέπουν τηλεόραση. Γιατί έχουν τότε ογδόντα κανάλια; Για να μπορείς να διαλέγεις. Και γω συνέχεια τηλεόραση έβλεπα πριν ανακαλύψω το παράθυρο, πριν μ' ανακαλύψει το φεγγάρι.
Κείνο το βράδυ δε μπορούσα να κοιμηθώ. Πήρα και κείνες τις ειδικές υπνωτικές βιταμίνες, μα τίποτε. Στριφογύρναγα σαν τη σβούρα. Πατούσα όλα τα κουμπιά του κρεβατιού μου και το κρεβάτι μου άλλαζε χίλια σχέδια για να με βοηθήσει να κοιμηθώ, μα πάλι τίποτε.
Τότε πρωτοπήγα στο παράθυρο και γονάτισα απέναντί του. Ήταν σκοτάδι. Δεν ακουγόταν τίποτε, μήτε κι η αναπνοή μου. Και ξαφνικά σα να κινήθηκαν χορευτικά οι γύρω ουρανοξύστες. Τα παράθυρα καθρεφτίστηκαν γυαλοκοπώντας σαν τα κρύσταλλα κάποιου παραμυθένιου πολυέλαιου. Όλα βάφτηκαν βυσσινιά κι έπειτα από κάθε παράθυρο πρόβαλε κι ένα πρόσωπο στρογγυλό, κεφάτο, ξεκαρδισμένο στα γέλια, ένα πρόσωπο φεγγαριού, όχι σαν αυτά που ζωγραφίζουν, μα όπως είναι αληθινά, μεγάλο σαν ταψί, φεγγοβόλο σα φανάρι, κόκκινο σα πατζάρι και γιορτινό σα διακόσμηση αποκριάτικη. Και πριν να το καλοσκεφτώ το φεγγάρι ακουμπούσε το λαμπερό του καραφλό κεφάλι στο στήθος μου, κρύβοντας το πρόσωπό του στην αγκαλιά μου.
Ήταν αλήθεια. Δεν το φαντάστηκα. Δεν κοιμόμουν. Δεν ονειρεύτηκα. Το φεγγάρι, ένα πρόσωπο δίχως κορμί, μου ζέσταινε τα χέρια. Μόλις συνήλθα λίγο απ' την έκπληξη, το σήκωσα όπως σηκώνουν μια μπάλα και τόφερα αντικριστά στο πρόσωπό μου. Εξακολουθούσε να χαμογελά σκανταλιάρικα και να με κοιτά μ' αυτά τα στρογγυλά του μάτια.
-Γεια σου, μούπε στο τέλος.
-Μι. .μιλάς; ψέλλισα.
-Γιατί; Δεν τόξερες; με κορόιδεψε. Και πας και στο σχολειό!
-Μα.. μα.. δεν..
Τάχα χάσει εντελώς. Γιατί δηλαδή. Εσείς τι θα λέγατε;
- Δεν έχεις ακουστά, συνέχισε το φεγγάρι, κείνες τις ιστορίες για το φεγγάρι, το καντήλι του θεού ή κείνες τις διαδόσεις για τον Κάιν που σκότωσε τον αδελφό του και μεταμορφώθηκε σε φεγγάρι ή τις άλλες για τη θεά Άρτεμη, που ήμουν εγώ, αυτοπροσώπως; Όλα αυτά αγόρι μου φυσικά είναι παραμύθια τόσο, όσο και τ' ότι είμαι πέτρινο και μου κάνουν αναλύσεις και σκοπεύουν λέει να μ' εποικήσουν. Τα τελευταία είναι παραμύθια επιστημονικής φαντασίας ενώ τ' άλλα είναι ιστορικά αυτή είναι η διαφορά τους. Αυτό όμως που κρύβουν τα επιστημονικά παραμύθια είναι η αλήθεια, που αν είχες λίγο μυαλό μπορούσες να τη διακρίνεις στα ιστορικά. Τα παλιά παραμύθια μούδιναν ανθρώπινες ιδιότητες γιατί φυσικά μην κοκορεύεσαι δεν είσαι ο πρώτος ή ο μοναδικός ανθρωπάκος, που μ' έχει πιάσει στα χέρια του.
Κείνη την ώρα ακριβώς τρόμαξα.
-Κι αν μου πέσει κάτω; σκέφτηκα. Φαντάσου να μου πέσει κάτω το φεγγάρι και να σπάσει.
Το φεγγάρι ξεκαρδίστηκε στα γέλια.
-Άκου τι σκέφτεται! κατάφερε να ψελλίσει μες από χαχανητά και δίνοντας ένα πήδο στρογγυλοκάθισε στην κορφή του κεφαλιού μου.
Άπλωσα τα χέρια να το ξαναπιάσω. Μ' άρεσε η χνουδάτη του επιφάνεια κι ήταν τόσο ελαφρύ να το κρατάς, μα κείνο μου ξέφυγε και κύλησε στο πάτωμα. Έπεσα μπρούμυτα και μπουσούλισα, κουτρουβάλησα και σκαρφάλωσα, πήδησα σαν καγκουρό και σα στρουθοκάμηλος, μα πάντα εκείνο μου ξέφευγε, πότε πηδώντας, πότε κυλώντας, πότε τρέχοντας και πάντα ξεκαρδισμένο στα γέλια. Στο τέλος κούρνιασε στην αγκαλιά μου και χαϊδεύτηκε σα γατί γεμίζοντας τα ρούχα μου φεγγαροστάλες.
-Ώρα για ύπνο λεβέντη μου, ψιθύρισε κουρασμένα και γω βυθίστηκα σε μιαν αστραφτερή ομίχλη ύπνου.
Το πρωί η μαμά μου φώναζε γιατί δε μπορούσα να σηκωθώ. Είχα πιαστεί να κοιμάμαι γονατιστός μπροστά στο παράθυρο.
Από κείνο το βράδυ και κάθε βράδυ γονατίζω μπρος το παράθυρο προσμένοντάς το. Και κείνο έρχεται, πότε μισό σα φέτα από καρπούζι, πότε σα δρεπάνι μαγικό, πότε σα στεφάνι βασιλικό, πότε στρογγυλό σαν πορτοκάλι. Γελάμε, συζητάμε, παίζουμε. Πίνω φεγγαροστάλες που μοσκοβολούν, ακουμπώ πάνω του κι ακούω ήχους πρωτόγνωρους, κάτι σαν τη θάλασσα που σκάει στα βράχια ή τον αγέρα ανάμεσα στα φύλλα. Δε θυμάμαι τι λέμε όλη νύχτα. Δεν νομίζω πως έχει σημασία. Αρκεί που είμαστε μαζί και βρίσκουμε πως ο κόσμος έχει πλαστεί σωστά για μας τους δυο, το φεγγάρι και μένα. Αρκεί πούμαστε ζεστά κι ευτυχισμένα.
-Ξέρεις, μια νύχτα μου ψιθύρισε στ' αυτί. Ξέρεις ποιος είμαι στ' αλήθεια;
-Μα βέβαια, γέλασα χαρούμενα. Είσαι το φεγγάρι, το φεγγαράκι μου. "Φεγγαράκι μου λαμπρό, φέγγε μου να περπατώ, να πηγαίνω στο σχολειό.."
Δε μ' άφησε να τελειώσω.
-Κοίτα έξω, μου είπε σοβαρά.
Και τότε είδα. Σε κάθε παράθυρο του κάθε ουρανοξύστη, κάθε παιδί κρατούσε το φεγγάρι, κάθε παιδί μιλούσε στο φεγγάρι, κάθε παιδί ήταν ευτυχισμένο. Κοίταξα ξαφνιασμένος το φωτεινό μου φίλο. Δεν είχε πια το σκανταλιάρικο χαμόγελό του.
-Κατάλαβες; με ρώτησε. Είμαι η ψυχή των φίλων σου, του κάθε φίλου σου, που δε μπορείς να φτάσεις. Κοίτα! Πίσω από κάθε τζάμι υπάρχει κι ένας φίλος, υπάρχω εγώ. Τώρα θα φύγω. Δε νομίζω πια να με χρειάζεσαι . Κι αν με χρειαστείς ξέρεις πού θα με βρεις. Πίσω απ' το κρύο τζάμι του κάθε ουρανοξύστη σε περιμένουν οι φίλοι σου, σε περιμένω εγώ. Σιγά σιγά το φεγγάρι χάθηκε, διαλύθηκε. Απόμεινε ένα γλυκό φως να χαϊδεύει τα βλέφαρά μου. Απέναντί μου χιλιάδες μάτια παιδικά μου χαμογελούσαν μες απ' τους καθρέφτες. Και τότε ξάπλωσα ευτυχισμένος.
-Ποτέ πια μόνος, ψιθύρισα πριν βυθιστώ στην αγκαλιά του ύπνου που με κύκλωνε.

Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου

Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης