Τα παιδιά της πέτρας



     Σαν ξεκινούσε ήταν κιόλας αργά. Τέσσερα αδέλφια, όλα αγόρια είχε μεγαλώσει μετά το θάνατο της μάνας της. Μπήκε στη σχολή καλών τεχνών ξεχωριστά δίχως εξετάσεις σαν ταλέντο που ήταν.        Την αγάπαγε την πέτρα από παιδί. Έμεναν δίπλα στα νταμάρια και χαιρόταν να βλέπει το βουνό να κοιλοπονά με βόγγους σαν κάθε θηλυκό για να γεννήσει τα πέτρινα παιδιά του.
Είχε αρχίσει με τα χρώματα, έτσι της λέγαν πως πρέπει τα κορίτσια, μα δεν άργησε ν' αρχίσει να παλεύει με την πέτρα, το μάρμαρο, το γύψο, να οραματίζεται συμπλέγματα μορφών αιώνιων, έκθετων στον αγέρα και το φως, λεύτερων στο χάδι κάθε βλέμματος. Το φως που γλιστρά και λούζει το έργο των ανθρώπινων χεριών, η νέα κοσμογονία, το γλυπτό που με τον όγκο του ομορφαίνει την ίδια τη φύση! Όλα της μοιάζαν θεϊκά, όλα θυμίζαν την αθωότητα της πρώτης μέρας της δημιουργίας.
   Ήξερε πως διάλεγε δύσκολο μονοπάτι. Πώς να στηθεί ανθρώπινη φωλιά σ' ένα σπιτικό όπου κυριαρχεί η πέτρα; Κι έπειτα ποιος θα μπορούσε ν' ανεχθεί για γυναίκα του ένα πλάσμα που μένει ώρες ολάκερες ακίνητο κι απορροφημένο στη λύση κάποιου εικαστικού προβλήματος;
   Tόχε μάθει καλά από μικρή, τότε που φρόντιζε τους άντρες της οικογένειας στο σπίτι δίπλα στη σπηλιά. Κι όταν τη βάραινε αβάσταγα η μονοτονία του νοικοκυριού έτρεχε να κουρνιάσει στη σπηλιά ν' αφουγκραστεί τη σιωπή του βράχου. Η σπηλιά έγινε το εργαστήρι της. "Τ' ομορφότερο ατελιέ του κόσμου" συνήθιζε να καυχιέται. Εκεί πρωτόπλασε με υγρό χώμα τα πρώτα της γλυπτά στην ηλικία που άλλα παιδιά έφτιαχναν γράμματα με την πλαστελίνη. Στην υγρή δροσερή σιωπηλή κοιλιά της γης ένοιωθε προφυλαγμένη όπως τα μικρά καγκουρό στη μάρσιπο. Ίσως ξανάβρισκε τη μητρική αγκαλιά που πρόωρα στερήθηκε. Πάντως μονάχα από κει μπορούσε ν' αντλήσει τη δύναμη για να παίζει μ' επιτυχία το ρόλο της μαμάς στ' αδέλφια και τον πατέρα της. Δεν ένοιωθε να την κουράζει αυτός ο ρόλος.
    -Είναι φυσικό. Έτσι συνήθιζε να λέει σ' όσους παίνευαν την προκοπή της. Μ' αρέσει νάμαι η μαμά, συμπλήρωνε. Θα κάνω εφτά παιδιά σα μεγαλώσω.
     Όσο αργά κυλά ο καιρός στ' ανηφόρι της ζωής τόσο βιάζεται να κατηφορίσει μόλις αγγίξεις την κορφή. Τέλειωσαν οι σπουδές της στην Αθήνα, πήγε στο εξωτερικό για μετεκπαίδευση, άρχισαν οι εκθέσεις, ήλθε κι η επιτυχία. Μια ζωή δημιουργίας, μια ζωή γεμάτη ασφυχτικά, τόσο που να μη χωρά η προσωπική της ευτυχία.
    Είχε δεσμούς, μια δυο φορές σοβάρεψαν τα πράματα ίσα ν'αγγίξουν τη γραμμή του γάμου, μα έπειτα κάπου στράβωναν. Δεν είναι εύκολο να σέρνει μια γυναίκα την επιτυχία για προικιό. Ο άντρας τη φοβάται. Δίπλα της φαίνεται λειψός. Πάντα ο άντρας πρέπει νάναι πιο ψηλός απ' τη γυναίκα αν θες να στήσεις σπιτικό. Μήτε που κατάλαβε πως πέρασαν τα χρόνια και ήταν πια αργά για τα παιδιά. Οι άντρες είναι πάντα πιο τυχεροί. Μπορούν κι αργότερα ν' αποφασίσουν. Για τα κορίτσια η άνοιξη γελά ίσα να μπουμπουκιάσουν τα λουλούδια. Έπειτα οι ελπίδες φυλλοροούν και μένει η πικρή γεύση της βαριά πληρωμένης ωριμότητας.
     Γιατί το "ποτέ δεν ειν' αργά" να μην ταιριάζει στις γυναίκες;
    Έτσι και σαν παρηγοριά άρχισε να γεννά τα πέτρινα παιδιά της. Παιδιά των φίλων της που πόζαραν μ' όσην υπομονή μπορούν να διαθέσουν τα παιδικά κεφάλια, τέσσερα αγόρια και τρία κορίτσια, άλλα μικρά κι άλλα μεγαλύτερα, η Αγγελικούλα έχει αλογοουρά κι η Μαίρη κοτσιδάκια, του Πετράκη το ατίθασο τσουλούφι πέφτει στο τρανό του μέτωπο. Τα σκάλισε μ' αγάπη στην πέτρα και τάστησε σ' ένα ράφι στην κρεββατοκάμαρά της για να τα βλέπει πριν κοιμηθεί και να τα χαϊδεύει μόλις ξυπνήσει.
    Εφτά παιδιά. Όσα ευχόταν ν' αποκτήσει.
    -Είμαι τυχερή. Ποτέ τους δεν αρρώστησαν, αστειευόταν με τους φίλους της. Κι ούτε που μεγαλώνουν, να μου δώσουν έγνοια. Θα τάχω πάντα πλάι μου. Βέβαια ο Πετράκης μου φέτος μπήκε στην Ιατρική κι Καίτη πια παντρεύτηκε. Ο Γιώργος κι η Αγγελική είναι αδέλφια. Ολα βγήκαν καλά παιδιά. Μόνο ο Τασούλης δε λέει να κατασταλάξει, μα ευτυχώς έχει μιαν οικογένεια που θα τον στηρίξει.
    Τα χάιδευε στο κεφάλι, στη μυτούλα. τα κανάκευε. Αρκούσε ν' ακουμπήσει το βλέμμα πάνω τους για ν' αναθαρρήσει όποτε η θλίψη τη συνέπαιρνε. Κι όλα αυτά μέχρι που μπήκε ο Άγγελος στη ζωή της . Δεν ήταν καλλιτέχνης μήτε διανοούμενος μα τους ένωνε αυτό το ακατανόητο συναίσθημα που συνηθίσαμε ν' αποκαλούμε έρωτα. Δεν ήταν μόνο η σαρκική επικοινωνία. Εκείνη ένοιωθε βαθειά μέσα της αυτό το κοινότυπο κλισέ "Ήταν πλασμένοι ο ένας για τον άλλο".
    -Αυτά εδώ να τα διώξεις, της είπε μισοαστεία μισοσοβαρά την πρώτη φορά. Δε ντρέπεσαι να κάνουμε έρωτα μπροστά σε τόσα νήπια;
     Εκείνη δε ντρεπόταν, μα της αρκούσε ο υπαινιγμός για να εξορίσει τα παιδιά της στο υπόγειο.
   Τι μονόπλευρος φακός που είν ο έρωτας! Σαν τηλεσκόπιο. Αλλάζει την όψη του κόσμου ανάλογα με την πλευρά που τον κοιτάς. Έτσι και κείνη. Δε μπορούσε να δει ότι οι άλλοι έβλεπαν δε μπορούσε να τον ζυγίσει με τα ίδια σταθμά. Γι αυτήν ήταν ο άντρας της ζωής της ένα κομμάτι απ' τον ίδιο της τον εαυτό. Για τους άλλους απλά ήταν ένα συμπαθητικός συμφεροντολόγος τυχοδιώκτης.     Τσακώθηκε με τους συγγενείς της για να τον πάρει. Ειπώθηκαν και κακίες.
    -Θέλουν να μείνω γεροντοκόρη για να με κληρονομήσουν τα παιδιά τους.
    Δεν είχε ελπίδα ν' αποκτήσει πια παιδί, μα κείνος έλεγε πως δεν τον νοιάζει.
    -Πφ! χαρά στο πράμα τα παιδιά! Νάξερες πόσα δικά μου θάχουν γεννηθεί σε κάποια λεκάνη πριν να σε γνωρίσω!
     Πριν να τη γνωρίσει. Έτσι γινόταν. Όλη του η ζωή σπασμένη στα δυο. Πριν και μετά από κείνη. Και κείνη πάσχιζε ν' αποδειχθεί αντάξια των θυσιών του. Η γλυπτική της πια δεν την απορροφούσε. Θάπρεπε να στριμωχτεί στις ώρες της απουσίας του.
Όμως κι αυτές γέμιζαν από τις μικροέγνοιες που της έδιναν χαρά. Να του μαγειρέψει, να του πλύνει τα ρούχα, να τον φροντίσει να ετοιμάσει το κορμί της στοργικά όχι για ν' απολαύσει η ίδια τις χαρές του έρωτα μα για να μην απογοητεύσει εκείνον.. Ο εαυτός της έπαψε να είναι αυθύπαρκτος κι αυτάρκης. Ήταν απλά το αντικείμενο για το δικό του βλέμμα, ήταν εκείνη που αυτός θα ήθελε να είναι. Ένοιωθε ο ίδιος της ο εαυτός να μεταμορφώνεται σε κάποιαν εικαστική σύλληψη που εκείνος θα έπρεπε να δημιουργήσει.
  Και ήταν τόσο απορροφημένη απ' τον έρωτά της που δεν εντόπισε τη διαφορά. Τις πρώτες φωτοσκιάσεις. Κάποιες καθυστερήσεις, κάποιες γκρίνιες, τα πρώτα κατσουφιάσματα, κάτι καυγαδάκια δίχως αφορμή και πάνω απ' όλα η διάχυτη αδιαφορία.
   -Έτσι γίνεται με όλα τα ζευγάρια όταν παντρευτούν. Αυτή ήταν η απάντηση του στο πρώτο της ξάφνιασμα. Ο έρωτας σαν τη σαμπάνια ξεθυμαίνει με το γάμο.
    Τόχαν συμφωνήσει από πριν. Ήταν πολιτισμένοι. Δε θ' άφηναν τον έρωτά τους να εκφυλιστεί. Ο ένας θάπρεπε να υποχωρήσει μόλις ο άλλος αποφάσιζε πως κάτι άλλο πιο δυνατό μπήκε στη ζωή του.
   Και όμως ξαφνιάστηκε. Πόσο ξαφνιάστηκε κείνο το βράδυ πουκείνος ψυχρά της ανακοίνωσε:
   -Ξέρεις, είμαι ερωτευμένος με κάποιαν άλλη.
    Πίστευε πως ήταν ώριμη, πολιτισμένη, απελευθερωμένη. Πού βρέθηκαν λοιπόν αυτοί οι ποταμοί δακρύων που την έπνιξαν, αυτή η σπαραχτική κραυγή που ξέσχισε το στήθος της, αυτή η μαχαιριά στα έγκατα των σπλάχνων της;
     Kαι όμως τον ρώτησε ψυχρά:
     -Γιατί; και Τι της βρίσκεις;
     -Είναι πιο νέα, της αποκρίθηκε μ' αφοπλιστικό κυνισμό. Έχει πιο απαλό δέρμα κι ομορφότερο κορμί. Είναι και πιο πλούσια.
     Ήταν πολιτισμένοι και οι δυο. Απελευθερωμένοι. Τούδωσε το χέρι τυπικά καθώς τον χαιρετούσε στην εξώθυρα. Δεν πάλεψε να τον κρατήσει. Κατάπιε την οδύνη που τρεμόπαιζε σα χορδή τεντωμένη την κάθε ίνα του κορμιού της.
    -Φίλοι ; τη ρώτησε.
     Κατένευσε σιωπηλά. Κλείνοντας την πόρτα πίσω του έτρεξε στο υπόγειο. Σύναξε γύρω τα εφτά παιδιά της, πήρε τη σμίλη κι άνοιξε τις φλέβες της. Τα χάιδευε στοργικά στη μυτούλα, τα μαλλιά, τα μάγουλα, τα χείλη και το μάρμαρο ζωντάνευε με την πορφύρα του αίματός της.
    Τη βρήκαν λευκή κι άψυχη σαν άγαλμα, ενώ τριγύρω της εφτά παιδιά της πέτρας κοκκίνιζαν απ' τη ντροπή για την ανημποριά τους να τη συντρέξουν.

Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου

Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης