Για τη διαχρονική αξία των περιφρονημένων κερμάτων


Για την τιμή ενός εικοσάρικου
πραγματικό περιστατικό
Δημοσιεύτηκε στην ΑΥΓΗ 9-1-98

Στην πλατεία Τερψιθέας στον Πειραιά έξω από τον Οίκο Ναύτη, τις ηλιόλουστες μέρες κάθεται μια χοντρή γυναίκα και ζητιανεύει με θρηνητική φωνή. 
«Ότι έχετε ευχαρίστηση κι ο Θεός να σας έχει καλά» 
Το σύστημα αποδίδει αφού ο τόπος είναι πέρασμα για τους ασφαλισμένους κι αν δεν αποδώσει μεταστρέφεται σε εξ ίσου θρηνητικές κατάρες, που κάνουν τους ανάλγητους να επιταχύνουν το βήμα, για ν’ αποφύγουν τους κεραυνούς ύβρεων που τους καταδιώκουν ως ερινύες. 
Κείνο το μεσημέρι κυριολεκτικά σταμάτησε την κυκλοφορία απ’ τις κραυγές της. Μέχρι κι οι εργαζόμενοι στα γύρω γραφεία και μαγαζιά βγήκαν στα παράθυρα. Ένας ταλαίπωρος γεοντάκος στεκόταν όρθιος μπροστά στην επαιτητική πολυθρόνα με ύφος κατηγορούμενου μπροστά σε εισαγγελέα. 
Ανάμεσά τους πεταμένο στο πεζοδρόμιο ένα κέρμα, ένα ολοκαίνουργιο εικοσάρι. 
-Βρε παλιάνθρωπε, ούρλιαζε η ζητιάνα. Για ποια με πέρασες; Τι αγοράζεις μ’ ένα εικοσάρι σήμερα; Τι είμαι δηλαδή εγώ; Σκουπίδι; Ακούς εκεί εικοσάρικο!
Ο γέρος έσκυψε και μάζεψε το περιφρονημένο εικοσάρι. Έπειτα στράφηκε στο συγκεντρωμένο πλήθος κι έβγαλε απ΄ την τσέπη του μια χούφτα κέρματα. 
-Έχω και δραχμές και δίφραγκα και τάληρα, είπε δείχνοντάς τα στους περίεργους. Χαμογέλασε αμήχανα. Δεν τα παίρνουν όμως πουθενά. Ούτε και στο περίπτερο.  Όμως με το εικοσάρι είπε και στράφηκε αγριεμένος στη ζητιάνα, ακόμη κάτι αγοράζεις. Δυο καραμέλες για τα εγγόνια σου και μ’ ένα πενηντάρι ένα κουλούρι. Πέστε το, είπε στους συγκεντρωμένους. Πόσα κουλούρια παίρνεις με τη σύνταξη του ναυτικού; Κι ας σκυλοπνιγόμαστε τόσα χρόνια! Φαίνεται με τη ζητιανιά κερδίζεις πιο πολλά σήμερα, μουρμούρισε και ξανάβαλε τα κέρματα στην τσέπη.
Η ζητιάνα ξανάρχισε τη θρηνητική της ψαλμουδιά κι ο κόσμος διαλύθηκε. 
Στο πεζοδρόμιο είχε μείνει πεταμένο ένα δίφραγκο. Μάλλον είχε ξεφύγει απ’ τα τρεμάμενα απ’ την οργή χέρια του γεροναύτη. Κάθε πρωί περνώ απ’ το ίδιο σημείο. Μια βδομάδα ακριβώς έλαμπε την απατηλά χρυσή του ανταύγεια. Κανείς δεν έσκυψε να το σηκώσει. Έτυχε νάμαι μπροστά την επόμενη ημέρα όταν επιτέλους πέρασε ο σκουπιδιάρης και το σάρωσε αδιάφορα μαζί με τα υπόλοιπα σκουπίδια που κάλυπταν το πεζοδρόμιο.

Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης