Σεισμός στα μάτια ενός παιδιού

          Σεισμός

απόσπασμα από το βιβλίο 
"Ιστορίες του μικρού Αλέξανδρου"

http://mariasot.blogspot.gr/2011/12/blog-post_5216.html

Μπορεί νάμαι 10 μόλις χρονών, μα έχω ζήσει τόσα και τόσα. Μέχρι και σεισμό. Πολύ σπουδαία περιπέτεια, ο σει­σμός. Την θυμάμαι σαν τώρα.
Ήταν περίεργο, μα οι μεγάλοι φοβόντουσαν πιο πολύ από μας και μεις τα παιδιά τους παρηγορούσαμε.
Ο σεισμός έγινε τη νύχτα. Εμείς κοιμόμαστε κι ο μπα­μπάς κι η μαμά έβλεπαν τηλεόραση.
Ξαφνικά κουνήθηκε το σπίτι, το φως πήγαινε να γκρε­μιστεί απ'την κούνια μπέλλα και στον ουρανό φαίνονταν κάτι λάμψεις, σαν αστραπές έτσι είπε τουλάχιστον ο μπα­μπάς μου. Στην αρχή δεν κατάλαβαν τί έγινε, σώπασε κι η τηλεόραση και γύρναγαν γύρω απ'το κρεββάτι αμήχανοι, κουνούσε τόσο, που δεν μπορούσαν να περπατήσουν.
"Σεισμός" λέει τέλος ο μπαμπάς. "Τα παιδιά" λέει η μα­μά. Τρέχουν στο δωμάτιο μας και μας παίρνουν αγκαλιά, δύο ο καθένας και μας στήνουν κάτω απ'την κάσα. της πόρτας.
"Ετσι πρέπει" είπε ο μπαμπάς.Εμείς όμως, κοιμόμαστε ακόμη και μόλις μας έστηναν στα πόδια μας, εμείς χυνό­μαστε σα νάμαστε παράλυτοι. Κείνη την ώρα, ξαναρχίζει ο σεισμός.
"Παιδιά ξυπνήστε, σεισμός" φώναζε η μαμά κι ο μπα­μπάς.
"Και τώρα τί κάνουμε;" είπαν μόλις ο σεισμός σώπασε.
"Πάμε μέσ'τ'αυτοκίνητο" είπε ο μπαμπάς.
Πήραμε λοιπόν κουβέρτες, μέσ'τη νύχτα, πήραμε μαζί μας και το Ρούντυ το καναρίνι και την Κλαίρη τη χελώνα και μπήκαμε στ' αυτοκίνητο και πήγαμε στο πάρκιν πίσω απ'το γήπεδο. Εκεί ήταν κι άλλοι που είχαν βγει απ' τ' αυτοκίνητο κι άναβαν φωτιές, γιατί κρύωναν.
Η θεία με το θείο, τη γιαγιά και τα ξαδέλφια ήταν πιο κει με το δικό τους αυτοκίνητο. Είχαμε βάλει και το ρα­διόφωνο, μα δεν έλεγε και πολλά πράγματα. Ο Ρούντυ, το καναρίνι, τσίριζε κι η Νίκη πούταν μικρή, έκλαιγε γιατί ήθελε το κρεββάτι της και διψούσε, εμείς δε χωρούσαμε στ' αμάξι να κοιμηθούμε και τσακωνόμαστε, η Κλαίρη, η χελώνα έκανε τα κακά της και βρώμαγε κι έτσι ο μπαμπάς αποφάσισε να ξαναγυρίσουμε σπίτι. "Είναι γερό, λέει πρέ­πει ν'αντέξει".
Η θεία, ο θείος κι η γιαγιά έμειναν έξω όλη τη νύχτα. Εμείς γυρίσαμε σπίτι και κοιμηθήκαμε όλοι κι οι έξι στο κρεββάτι της μαμάς. Πότε-πότε άρχιζε να κουνάει και τό­τε σήκωνα το κεφάλι μου σα φίδι κι άρχιζα να μετράω μέ­χρι να τελειώσει. Η μαμά μούβαζε το κεφάλι στο μαξιλάρι ξανά και μούλεγε. "Μη φοβάσαι. Κούνια μας κάνει, μας νανουρίζει" . Κι εγώ στο τέλος, απ'την πολύ κούνια κοιμή­θηκα.
Το πρωί βιαζόμουν να πάω σχολείο, να δω τους συμ­μαθητές μου και να διηγηθούμε ο ένας στον άλλον την σπουδαία τούτη περιπέτεια, μα η μαμά δε μ'άφησε να πάω "Κλείσαν τα σχολεία" είπε.
Στον αμερικάνικο σταθμό είπαν, πως θα γίνει μεγαλύ­τερος σεισμός κι όλοι αμερικάνοι να φύγουν, έτσι τουλά­χιστον μας τηλεφώνησε η θεία Μαίρη, που ο γιός της ακούει τον αμερικάνικο σταθμό κι είπε να φύγουμε απ'το σπίτι.
Η γιαγιά όμως είπε πως να μη φοβόμαστε έχουμε ζή­σει και χειρότερους σεισμούς, στη Σαντορίνη.
"Αυτός, είναι παιχνιδάκι, μπροστά στο σεισμό της Σα­ντορίνης" είπε κι έτσι εγκατασταθήκαμε όλοι στο ισόγειο, γ La να μπορούμε να πεταγόμαστε έξω, αν αγριέψουν τα πράγματα.
Η μαμά μου πήγε στη δουλειά το ίδιο κι ο μπαμπάς μου, γιατί τα νοσοκομεία μένουν ανοικτά και στο σεισμό και στον πόλεμο, μα η γιαγιά κι η θεία δεν πήγαν, γιατί τα σχολεία κλείνουν και στους σεισμούς και στους πολέμους ακόμα και στις δικτατορίες και στις εκλογές, απ'όσο ξέρω.
Το βράδυ ήταν βασανιστήριο, γιατί κοιμόμαστε όλοι μα­ζί χάμω κι η Νίκη που ήταν μικρή κι είχε συνηθίσει στο κρεββάτι με τα κάγκελα δεν παλουκωνόταν κάτω να κοι­μηθεί, μα πηγαινοερχόταν πάνω κάτω περνώντας από πά­νω μας και μας τσαλαπατούσε και μας ξυπνούσε. Μάταια η μαμά προσπαθούσε να τη φυλακίσει στην αγκαλιά της, έβαζε τέτοιες φωνές, που αναγκαζόταν να την ελευθερώ­σει. Έτσι πέρασε και το δεύτερο βράδυ κι η μαμά βαρέθη­κε να ζούμε σαν τους τσιγγάνους κι αποφάσισε να γυρί­σουμε σπίτι μας κι ότι βρέξει ας κατεβάσει. Αν είναι τυχε­ρό κατέληξε, δεν γλυτώνεις, ότι και να κάνεις.
Μια άλλη πολύ αστεία υπόθεση ήταν, τότε με τις πλημ­μύρες. Αναρωτιέμαι γιατί όλα αυτά τα περίεργα συμβαί­νουν πάντα βράδυ. Ηταν πάλι βράδυ λοιπόν, μόλις είχαμε ξαπλώσει κι έξω έβρεχε, όταν ξαφνικά ακούμε νερά, σα να τρέχουν ποτάμια. Πεταγόμαστε όλοι απ'το κρεββάτι και τι να δούμε. Το νερό κυλούσε σα βρυσούλα γύρω απ'τους σωλήνες του καλοριφέρ, άλλο νερό έτρεχε απ'τα σκαλιά σαν καταρράκτης. Η μαμά τάχασε, καθόταν και το κοίταγε όλο αυτό το νερό. "Κάνε κάτι" είπε ο μπαμπάς.
Πήραμε όλοι πανιά και κουβάδες και μαζεύαμε, μαζεύ­αμε, ο μπαμπάς έδιωχνε τα νερά με τη σκούπα απ'το μπαλκόνι. Μετά είδαμε στην τηλεόραση, πως μερικοί πνί­γηκαν απ'την πολλή βροχή.
Και μας στο σπίτι μας, μετά λίγες μέρες το πάτωμα στο σαλόνι μας έγινε σαν βουνό. Ηταν πολύ αστείο! Κάτω εί­χαμε χαλιά και δεν το καταλάβαμε στην αρχή, μόνο όταν το τραπέζι έγειρε σαν το πύργο της Πίζας το καταλάβαμε, μα ήταν αργά. Μετά τα ξύλα του παρκέ, σα μαγεμένα, ξεκολούσαν κι έτσι αναγκαστικά φωνάξαμε το μάστορη και το ξεκόλησε κι έβαλε μετά κάτι πλάκες, μαρμαρίνες, για να μην ξαναπάθουμε τα ίδια.

Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου

Σχόλια

  1. καλημέρα

    καλή χρονιά

    τι να προσθέσω...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Μιχαλης Χανιωτακης ΚΑΛΗΣΠΕΡΑ ΜΑΡΙΑ.ΜΑΡΕΣΕΙ Η ΓΡΑΦΗ ΣΟΥ.ΑΛΛΑ ΚΑΙ Ο ΤΡΟΠΟΣ ΠΟΥ ΒΛΕΠΕΙΣ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ.ΚΑΙ Η ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΠΟΥ ΟΛΑ ΤΑ ΚΑΝΕΙ ΠΑΙΓΝΙΔΙ.ΕΧΕΙΣ ΕΝΑ ΟΜΟΡΦΟ ΠΑΙΔΙ ΜΕΣΑ ΣΟΥ.ΣΑΓΑΠΩ ΠΟΛΥ.!!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης