Ρίψασπις

          ΡΙΨΑΣΠΙΣ

Χωρίσαμε απότομα. Εξαφανίστηκε απ' τη ζωή μου. Σκεπτόμουν ότι δεν πρόλαβα να της πω αυτό που μού 'λεγε η μάνα μου: "Ποτέ να μην αφήνεις το ψαλίδι ανοιχτό. Κόβει την Τύχη σου". Δεν της είχα πει τίποτε απ' τη σοφία των αιώνων που κουβαλούν τέτοιοι χρησμοί. Ένιωθα πως την είχα συναντήσει παλιά σε κάποιες άλλες εποχές. Κι όμως αναρωτιέμαι, αν την αγάπησα στ' αλήθεια. Δεν πάλεψα να την κρατήσω. Ήταν σαν εκείνο το παιδικό παιχνί­δι. Είχα ένα πουλάκι στο καλαθάκι της καρδιάς μου. Πέταξε και πρόσμενα πως θα ξαναγυρίσει, αλλ' αρνιόμουν να καταφύγω σε τεχνάσματα ταχυδακτυλουργικά για να την φέρω πίσω.
Κοιτούσα τις γραμμές στο χέρι μου. Πού γράφει ότι θα την συναντήσω; Πνιγόμουν κάποιες στιγμές στο λακκάκι των χειλιών της. Θυμόμουν τις βραδυές της καταχνιάς που κούρνιαζα στην αγκαλιά της κι εκείνη τα δάκρυα στέγνωνε στα χείλη της. Τα χέρια της θυμάμαι που σφούγγιζαν τον πόνο, το χάδι της που απορρο­φούσε την κούραση, τον έρωτά της που ξανάνθιζε το χαμόγελο στο πρόσωπο μου. Θά 'θελα νά 'χα προφτάσει να της το πω με όσους τρόπους δεν ειπώθηκε ποτέ. Ο καθρέφτης των ονείρων είχε σπάσει και κείνη απόμενε μοναδική μου ελπίδα. Δεν ήξερα ως τότε με πόσο πόνο αγοράζεις την αγάπη. Όσο ξοδεύεις την καρ­διά σου σπάταλα, τόσο κανείς δεν πλησιάζει. Αναρωτιέμαι ακόμη αν αξίζει ν' αγαπάς ή ν' αγαπιέσαι. Κάποτε ποθούσα μέχρι θανά­του ν' αγαπηθώ. Τώρα πια ξέρω πως η ψυχή πλουτίζει με την αγάπη, που ξοδεύει κι όχι μ' αυτή που γεύεται. Αφηνόμουν λοι­πόν να ταξιδεύω στα μονοπάτια που η ζωή μου χάραζε σίγουρος πως δεν ωφελεί να σπρώχνεις τα πράγματα. Όσο κι αν κοιλοπο- νάς ο τοκετός θα 'ρθεί την ώρα που πρέπει. Αλλωστε πίστευα πως όπου νά 'ναι θά 'φευγα και γω.
Ήμουν αποφασισμένος ν' ακολουθήσω την πορεία των πραγ­μάτων. Διάβασα μόνο δυο μαθήματα, αφού τ' άλλα δυο μπορούσες να τα περάσεις πληρώνοντας κάποιο αντίτιμο. Για μεγαλύτερη σιγουριά το μάθημα της Βιολογίας δήλωσα να το δώσω σ' ένα γνωστό φιλέλληνα καθηγητή που ξεπέταγε όλο το ελληνικό φοιτηταριό με μια δυο ερωτήσεις. Διάβασα δυο μαθήματα καλά. Παραμονή των εξετάσεων το σκάνδαλο. Μετά από καταγγελίες φοιτητών ο ένας καθηγητής βρέθηκε στη φυλακή για δωροληψία κι ο άλλος, αν και είχε πληρωθεί προκαταβολικά, δεν τολμούσε να επαναλάβει το ολίσθημα.
Πήγα στη Βιολογία πανέτοιμος. Μέχρι την παραμονή ήμουν ο φωστήρας, εκείνος που ανέλυε στους άλλους τις δύστροπες θεω­ρίες, που με συγκινούσαν. Ο καθηγητής προσηνής, πίσω μου όρθιοι τέσσερις βοηθοί του. Η ερώτηση, ό,τι απλούστερο. Νόμοι του Μέντελ. Ακόμη το θυμάμαι. Μπορούσα ν' αναλύω μύρια θέμα­τα, να συνθέτω όλες τις απόψεις. Τους ήξερα αυτούς τους νόμους όσο ένας μαθηματικός γνωρίζει την προπαίδεια. Κι όμως δε μπό­ρεσα ν' αρθρώσω ούτε λέξη. Στο μυαλό μου απλωνόταν ένα χάος βασανιστικό. Δε θυμόμουν ούτε κουβέντα. Αντίθετα η μνήμη μου δεχόταν καταιγισμούς από εικόνες. Στο εργαστήριο κείνο το βατράχι που το τεμαχίζαμε ζωντανό. Η καρδιά του έπαλλε προ­σαρμοσμένη σ' ένα γυάλινο σωλήνα κι εκτόξευε το υγρό για πολ­λές ώρες μετά την απομάκρυνσή της από το κορμί του ζώου. Το πόδι του αντιδρούσε στα ηλεκτροσόκ ακόμη κι όταν είχε αποκοπεί απ' το γλοιώδες κορμί.
— Ο βάτραχος είναι το καταλληλότερο πειραματόζωο, είχε πει ο βοηθός. Αντέχει κι έπειτα για τους πρωτοετείς δεν είναι απωθητι­κό. Ανήκει στα ψυχρόαιμα.
Στους διαδρόμους αντηχούσαν ουρλιαχτά. Ήταν απ' τα σκυλιά του υπογείου. Τα είδα κατά λάθος κείνο το πρωί που πήγα να πάρω την υπογραφή. Στο χειρουργικό τραπέζι. Ένα κομμάτι του εντέρου έξω από την κοιλιά. Τα πότιζαν απ' το σωληνάκι, έπαιρναν αίμα και μετρούσαν. Ένιωσα σαν πειραματόζωο του Παβλόφ. Τάση για εμετό. Η ίδια τάση που με κυρίεψε μπροστά στο σεβά­σμιο καθηγητή, που μου ζητούσε να του πω τους νόμους του Μέντελ. Ζήτησα συγγνώμην κι έτρεξα στην τουαλέτα. Απ' το στο­μάχι μου βγήκαν κιτρινοπράσινα υγρά, σα νά 'χα καταπιεί βατρά­χια
Ήμουν ο βάτραχος της Περούτζια και περίμενα το φιλί που θα με μεταμόρφωνε ξανά στ' όμορφο βασιλόπουλο. Το φιλί της Μιλένας. Την έψαχνα στα γυναικεία κορμιά που ξεδιψούσαν στο κορμί μου. Έτυχε νά 'χω δυο γυναίκες την ίδια μέρα. Οι Ιταλίδες είναι προοδευτικές. Δεν είχαν πρόβλημα να με μοιράζονται, αν εγώ άντεχα Όμως εγώ έψαχνα μέσα στα κορμιά τους να ξαναβρώ τον ίδιο μου τον εαυτό. Κι ο έρωτας δεν έρχεται παρά μόνο αν ξεχά­σεις την ίδια σου την ύπαρξη, αν αφεθείς να συγχωνευτείς στην ύπαρξη κάποιου άλλου. Ήξερα μόνο τι δε θέλω στη ζωή. Έψαχνα να βρω τι θέλω.
Τώρα πια ξέρω. Το μόνο σταθερό τούτη η γη που μας ανέχεται κι η θάλασσα που ανεβοκατεβαίνει στους ρυθμούς του φεγγαριού. Το μόνο σταθερό σημείο οι αμετακίνητες μεταμορφώσεις μας. Δεν προσπαθώ πια να καταλάβω. Είμαι αυτό που νιώθω κι αφήνομαι στο ρέμα της ζωής που ξεχειλίζει ως το θάνατο. Το θάνατο έφερνα στα χείλη μου κάθε φορά που η στιγμή λαμποκοπούσε από την παρουσία του πάθους. Έπειτα βούλιαζα. Κάθε φορά. Μετά τον ίλιγγο, το βάραθρο. Μετά τη μέρα, το σκοτάδι. Ζούσα ελπίζοντας ότι το φως θα ξαναρθεί. Ήξερα πια πως δε μπορεί να σπρώξω τον ήλιο να βιαστεί, ούτε να τον κρατήσω στην άκρη του ορίζοντα εμποδίζοντάς τον να βασιλέψει. Ήξερα πως δεν ωφελεί ν' αφου­γκράζομαι το σπόρο που κοιμάται στο παγωμένο χώμα. Έμαθα πια ότι δε μπορώ να βιάσω τον ερχομό της Άνοιξης, ούτε να εμποδί­σω το φυλλορόημα του Φθινοπώρου. Έμαθα να εκτιμώ την απο­δοχή του Μοιραίου και την απάθεια της υπομονής. Αυτό σημαίνει ίσως ότι γέρασα. Η άχρηστη σοφία της ανημπόριας ασήμωσε τους κροτάφους μου. Το δέρμα μου χαρακώθηκε απ' τη γεωγραφία όσων έζησα. Το πρόσωπο μου φωτίζεται από τις εμπειρίες που με φόρτωσε η ζωή. Κανένας δεν κοιτά πια το πρόσωπο μου. Όλοι απολαμβάνουν την ακτινοβολία της μνήμης μου. Το χαμόγελο μου απόκτησε τη σιγουριά της προσφοράς. Δε φοβάμαι πια τις αυτα­πάτες μου. Αποδέχομαι πια πως ό,τι αγαπάς, ίσως να μην υπάρχει. Μου αρκούν οι στιγμές που ήλθαν ή που θά 'ρθουν. Εκπέμπω την αγάπη που γεύτηκα. Δεν είμαι παρά ένας συσσωρευτής. Ακτινοβολώ τις εμπειρίες μου.
Τότε όμως έψαχνα παντού. Ξέφυγα απ' ία βιβλία κι έμπλεξα με τους χίπηδες. Άφησα μαλλιά, ήμουν με τη μόδα. Κανείς δε σε κοι­τούσε παράξενα στην Ιταλία. Οι χίπυς ήταν καθεστώς. Γύρισα στην Ελλάδα για διακοπές κι η μάνα μου δε με γνώρισε.
Είσαστε φίλος του γιου μου; με ρώτησε στην πόρτα
0 πατέρας με είδε απ' το βάθος του διαδρόμου. Απλώς μου γύρισε την πλάτη. Δε σχολίασε την εμφάνιση μου. Εκείνη με παρακάλεσε.
Κάνε μου το χατήρι. Πώς θ' αντικρύζει ο πατέρας σου τη γει­τονιά;
Δε θα κουρευόμουν ούτε για κείνην, αν δε μου ριχνόντουσαν στην Ομόνοια δυο μάγκες να μου βάλουν χέρι. Δεν ήθελα να ξεχωρίζω. Ήθελα νά 'μαι ένα με τους ανθρώπους της δικής μου της γενιάς.
Κείνη τη χρονιά γνώρισα τη Σοφία. Νόστιμη, καλοστεκούμενη, χαμηλοβλεπούσα. Δεν την ερωτεύτηκα. Εκείνη με αγάπησε, όπως όλες. Τα φτιάξαμε κι εγώ έφυγα ξανά. Ούτε που τη θυμόμουν. Είχα άλλες έγνοιες. Τη μάνα μου που φεύγοντας μου είχε πει "Ή θά 'ρθεις με το πτυχίο ή να μην ξανάρθεις σπίπ μας". Κι εγώ πια μισούσα την Ιατρική. Περνούσα με το ζόρι κι ήθελα να γυρίσω πάση θυσία. Δε μπορούσα ειδικά να καταλάβω τι είδους διαστρο­φή έσπρωχνε κάποιο γιατρό να γίνει ιατροδικαστής. Υποτίθεται ότι γίνεσαι γιατρός για να θεραπεύεις. Τι νόημα έχει να σκαλίζεις τ' ανυπεράσπιστα πτώματα; Και καλά αν θυσιάζεις κάποιο απ' αυτά για την εκπαίδευση των νεαρών ασκληπιάδων, όπως γίνεται στην Ανατομική. Τι αδιακρισία όμως να εισβάλεις στην πιο ενδόμυχη πτυχή ενός αθώου νεκρού μόνο και μόνο γιατί πέθανε "αιφνίδια", δηλαδή πριν οι γιατροί τεκμηριώσουν τη θανατική του καταδίκη. Ναι, ξέρω. Δίχως την ιατροδικαστική πώς θα μαθαίναμε τόσα και τόσα χρήσιμα για τις αιτίες θανάτου των βροτών. Ναι, βέβαια. Και πώς θ' ανακαλύπταμε τους δολοφόνους; Όμως ποιος φυσιολογι­κός άνθρωπος επιλέγει να ζήσει μια ζωή πλάι στα φρέσκα πτώμα­τα; Ποιος συνηθίζει την οσμή του σάπιου κορμιού; Ποιος δεν αναγουλιάζει στο θέαμα των σωριασμένων διαμελισμένων οργά­νων μετά από κάποιο ατύχημα, των καρβουνιασμένων ξόανων που πριν λίγο ήταν ζωντανά, των τουμπανιασμένων ή αποξηραμένων υπολειμμάτων της ανθρώπινης σάρκας κάθε ηλικίας σ' όλες τις φάσεις της φθοράς;
Για όλους τους φοιτητές το μάθημα ήταν μαρτύριο. Δεν ήταν λοιπόν παράξενο που αυτό ακριβώς το μάθημα διάλεξα ν' αφήσω έτσι που ποτέ να μην πάρω το πτυχίο της Ιατρικής, παρά τα παρα­κάλια της μάνας μου. Ακόμη και για τους γιατρούς η συνεργασία με τους ιατροδικαστές ήταν πάντα δύσκολη. Όλοι προσπαθούσαν να τους αποφύγουν, όπως θ' απέφευγαν μια μαύρη γάτα. Και βέβαια αν ο δικός τους πατέρας πέθαινε από συγκοπή αρνιόντουσαν να τον παραδώσουν στα χέρια του χασάπη κι ας ήξεραν ότι παρανομούν κι ότι καταπατούν τους όρκους τους, προδίδοντας την πρόοδο της επιστήμης. Καλύτερα αδιάγνωστος κι αρτιμελής, παρά με διάγνωση και τεμαχισμένος, αυτή ήταν η ανθρώπινη αντιμετώ­πιση μέχρι που ανακατεύτηκαν οι κάμερες της δημοσιότητας. Χάρη σ' αυτές όλοι αυτοί που αρνιόντουσαν να παραδώσουν το νεκρό κορμί, τώρα βιάζονται ν' αποχωριστούν τα ζωντανά του μέλη. Με το προσωπείο του πόνου καυχιόνται μπροστά στα μικρόφωνα.
  Τα μάτια του παιδιού μου ζουν. Η καρδιά του θα χτυπά σε ξένο στήθος. Πόσο χαίρομαι που ο άλλος θα κατουρά με τα νεφρά του παιδιού μου!
Χαζοκουβέντες των γονιών που αρνούνται ν' αποδεχθούν το αναπόφευκτο. Και το αναπόφευκτο υπάρχει μόνο στο υπόγειο του νεκροτομείου όπου ο καθηγητής διέλυε μεθοδικά την ανθρώπινη μηχανή στα εξ ων συνετέθη. Γιατί όχι; Θεϊκό έργο είναι κι αυτό. Ο καθηγητής μας ήταν θρήσκος. Ο Θεός ήταν γι' αυτόν ο ιδανικός φονιάς. Έφευγε πάντα την κατάλληλη στιγμή δίχως ν' αφήσει ίχνη.
Μην παρασύρεστε από την αφορμή. Πρέπει ν' αναλύετε κάθε αιτία, έλεγε στα κατακίτρινα από αηδία φοιτητάκια. Ας πέθανε από τροχαίο. Εσείς πρέπει να ψάχνετε από τι άλλο θα μπορούσε νά 'χει πεθάνει. Τρυπάτε τα πνευμόνια του. Μπορεί με τόσο κάπνισμα νά 'χε κιόλας πάθει τον καρκίνο του. Ανοίχτε την καρδιά του. Με τέτοια διατροφή μπορεί να ήταν στα πρόθυρα εμφράγματος. Ξεσκεπάστε το κρανίο του. Κι αν ήταν επιληπτικός; Κι αν έπεσε στις ρόδες πάνω σε μια τέτοια κρίση;
Η Ιατροδικαστική είναι Η Επιστήμη, καυχιόταν διαμελίζοντας κορμιά που κάποτε ήταν ανθρώπινα. Μόνο που την ψυχή ποτέ δεν τη συνάντησα, αστειευόταν. Είναι γιατί πάντα πριν αναλάβω την υπόθεση μού 'χει πετάξει το πουλάκι.

Λοιπόν ξεχάστηκα. Είπα πως θα μιλήσω για τ' αποτρόπαια εγκλήματα που υπονομεύουν τις πτυχές της ύπαρξης, για τα γλαυ­κά χαμόγελα που σφάζουν, για τις ματωμένες πεδιάδες της Άνοιξης, για τους έρωτες των ερπετών που κροτούν το μεσοκαλό- καιρο. Κι ιδού που η βροχή έλουσε τ' ανομήματα και καθάρισε τις ανατολές. Οι εκπλήξεις χαμογέλασαν ειρωνικά, λιόφωτα έλιωσαν το σκοτάδι και η νύχτα λούστηκε στο φως. Ποιος κατηφόριζε τις σκληρές μου ανάσες; Και μακρυά, μήτε κι ο νους το χώρεσε, τα "πώς" και τα "γιατί", τα "πότε" και τα "θα" μορφάζουν. Διασχίζουν υπέρηχες ικεσίες, βουβές επικλήσεις συγκατανεύουν την απόγνω­ση, βαρειές αλυσίδες στεγάζουν την ηδονή, λίμνες ονείρων κατα­ποντίζονται, αλήθειες εκτροχιάζονται. Η οργή μου τον ήλιο ντρο­πιάζει, αισχυμοσύνη βαμμένη ασέλγεια
Η Ιατρική δεν ήταν πια ο στόχος μου. Η Ιταλία πια δε με χωρούσε. Στην Ελλάδα επιστρατεύσεις, μεταπολίτευση, όλοι μιλούσαν για το Πολυτεχνείο κι εγώ στην Ιταλία κρυβόμουν στα κοριτσίστικα σεντόνια όμοια με τον Αχιλλέα που αποφεύγει να εκστρατεύσει για την Τροία, ξέροντας το βέβαιο χαμό του. Ο Οδυσσέας πού 'ρίξε τ' άρματα στο γυναικωνίτη της καρδιάς μου και μ' ανάγκασε να πολεμήσω δεν ήταν άλλος απ' τη Σοφία. Μού 'γράφε τακτικά και δεν της απαντούσα. Όταν κατάλαβε ότι ήταν έγκυος προτίμησε να μη μου γράψει, αλλά να πάει κατευθείαν στη μητέρα μου. Ήταν τη χρονιά που είχαμε χάσει τον πατέρα. Από καρδιά, πριν προλάβει να πάρει σύνταξη. Η Σοφία αξιοποίησε τη θλίψη της μάνας μου. Δεν κλάφτηκε πως την ατίμασα. Μίλησε ψυχρά και λογικά
— Αυτός, της είπε, πτυχίο αποκλείεται να πάρει στην Ιταλία. Ο πατέρας μου καράβια έχει, θα του βρει κάποια δουλειά. Θά 'ναι αμαρτία να το ρίξω το παιδί. Μαζί μου θά ' ναι ευτυχισμένος.
Οι γυναίκες συνεννοούνται καλύτερα Η μάνα μου λαχταρούσε το εγγόνι τόσο, που να ξεχάσει το πτυχίο. Ήταν ο μόνος δρόμος που μου άνοιγε η ζωή. Ο γάμος μ' έβγαζε απ' το τέλμα Η Σοφία είχε νικήσει. Μπορούσε να περηφανεύεται ότι με κατέχει. Άλλωστε κρατούσε όμηρο στα σπλάχνα της το γιο μου.
Δεν την αγάπησα ποτέ, αλλά προσπάθησα να την κάνω ευτυχι­σμένη. 0 γάμος μας έγινε με την πολυτέλεια που ταίριαζε σε κόρη εφοπλιστή στη Μητρόπολη της Αθήνας κι ο πεθερός μου χρησι­μοποίησε τη δεξίωση του γάμου σιη "Μεγάλη Βρεττανία" για να εντυπωσιάσει εκείνους που θα τον βοηθούσαν στις επιχειρήσεις του. Οι δικοί μου ήταν συγκινημένοι μέχρι δακρύων. Η μάνα μου μόνο κατάλαβε ότι δε ήμουν εκεί με την καρδιά μου κι ότι ήταν προσποίηση τα χαμόγελα κι η υποταγή μου στα καθιερωμένα. Χορέψαμε το πρώτο βαλς, ανοίξαμε την πρώτη σαμπάνια και περι­φερόμαστε από τραπέζι σε τραπέζι συλλέγοντας ευχές και φιλιά. Από τους φίλους μου ελάχιστοι. Αφού ο πεθερός πλήρωνε δε μπορούσα να καλέσω όσους εγώ επιθυμούσα. Δε μ' ενόχλησε πραγματικά. Στο βάθος δεν ήθελα να δουν οι φίλοι μου τον εξευ­τελισμό μου. Στο δικό μας τραπέζι ο πεθερός μου έκλεισε μια συμφωνία με τον υπουργό Εμπορικής Ναυτιλίας κι είχε τόσο ενθουσιαστεί που με χτύπησε δυνατά στους ώμους για να μου πει ότι τελικά του φέρνω γούρι κι ας είμαι αχαΐρευτος. Δε θύμωσα. Ήταν κι αυτό στη συμφωνία. Θα δούλευα στα γραφεία των επιχει- ρήσεών του. Θα μ' έκρυβαν στο γραφείο της ιδιαιτέρας του, για να μη φαίνεται ότι είμαι άσχετος. Δε μπορούσε να με κάνει κλητήρα, αν και αυτή ήταν η θέση που ταίριαζε με τα προσόντα μου, όπως μου υπογράμμισε.
Γιατί δέχθηκα; Μόνο για τη μάνα μου και για το αγέννητο μωρό; Γιατί αφέθηκα; Δεν προσδοκούσα τίποτε απ' όσα ακολούθησαν. Απλώς αφέθηκα στο ποτάμι της Ζωής να με παρασύρει. Καθώς τα πρόσωπα μπερδεύονταν στη μνήμη μου, όλα με την ίδια έκφραση της ψεύτικης συγκίνησης, όλα με τις ίδιες τυπικές ευχές στο στόμα, τα ίδια κοπλιμέντα "Τι όμορφος γάμος!", "Τι ωραία νυφού­λα!", "Να ζήσετε", "Καλούς απογόνους" είχα τη βασανιστική αίσθηση ξανά ότι κάποτε κάπου είχα ξαναπαντρευτεί, αλλά κάτω από εντελώς διαφορετικές συνθήκες. Θυμόμουν το δάκρυ, το φιλί της, τη μυρωδιά της εκκλησιάς, μα δε θυμόμουν το πρόσωπο της. Προσπαθούσα μάταια να τη ντύσω με το κορμί της Σοφίας. Δεν ήταν άσχημη και μ' αγαπούσε. Γιατί να μην την αγαπήσω; Θα γινόταν η μάνα του παιδιού μου.
"Ο έρωτας έρχεται σιγά σιγά, μού 'λεγε η μάνα μου. Κι έπειτα σ' ένα γάμο υπάρχουν σημαντικότερα πράγματα από τον έρωτα". Όσο ήμουν μικρός έβλεπα ότι δεν ήταν ευτυχισμένη κοντά στον πατέρα μου. Δεν ήταν δυστυχισμένη. Προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της ότι αυτή η μίζερη ζωή -δουλειά, σπίτι, κοινωνικοί αγώ­νες, όλα μετρημένα, όλα για τους άλλους και τίποτε γι' αυτήν— θά 'πρεπε νά 'ναι η ευτυχία. Αργότερα όταν ήμουν φοιτητής ήλθε κάποιες φορές στην Ιταλία να με φροντίσει. Εκείνη είχε αναλάβει κι αυτό το καθήκον. Ο πατέρας πάντα πίστευε ότι με παραχάιδευε κι ήταν μαζί μου αυστηρός. Πάντα με κυνηγούσε τι ώρα γυρνώ τα βράδια και δεν ήθελε να φέρνω καμιά κοπέλα στο σπίτι. Μια φορά είχαμε άγρια τσακωθεί, όταν μ' έπιασε να φιλιέμαι στη γωνία με κάποια απ' τις φιλενάδες μου. "Με ποιες κυλιέσαι; έλεγε. Καμιά κοπέλα από σπίτι δε θά 'κανε κάτι τέτοιο". Ό,τι κι αν έκανα δεν τον ικανοποιούσε. Εκείνη συνωμοτούσε καλύπτοντάς με. Ένιωθα ότι θα έσκαγα από την καταπίεση μέχρι που έφυγα στην Ιταλία. Και θυμάμαι τον καυγά που προηγήθηκε. Ο πατέρας φοβόταν αυτό που έγινε τελικά. Ότι θα πετάξουμε τόσα λεφτά και πτυχίο δε θα πάρω. Φοβόταν και για χειρότερα που δεν τολμούσε να αρθρώσει. Δε μου είχε εμπιστοσύνη. Με θεωρούσε τελείως ανεύθυνο. Κι η μάνα πίστευε ότι είμαι εγωιστής, αλλά ήθελε να μου ανοίξει όλους τους δρόμους. Από μικρό με άρχισε μουσική —το πιάνο μένει ακόμη στο σαλόνι του πατρικού μου— και δεν υπήρξε γνώση που να θελήσω ν' αποκτήσω και να την αρνήθηκε. Για τον πατέρα ήταν πεταμένα λεφτά και ήταν, αφού ξεκινούσα για δυο μήνες γιαπωνέ­ζικα για να τα εγκαταλείψω προτιμώντας τα ρωσικά. Η μάνα όμως έλεγε ότι δεν είναι κακό να δοκιμάζω.
Στο βάθος συμφωνούσε σε πολλά με τον πατέρα. Ανακατευόντουσαν κι οι δυο σε κοινωνικούς συλλόγους, διάβα­ζαν πολύ κι έβλεπαν κουλτουριάρικες ταινίες. Ο πατέρας αν και δημόσιος υπάλληλος κι από δεξιά οικογένεια πριν από τη Χούντα είχε ενταχθεί σ' αυτούς που υποστήριζαν το 114 κι έβλεπε τον Αντρέα σα Μεσσία της πολιτικής ζωής του τόπου. Μετά τη μετα­πολίτευση ήταν απ' αυτούς που πρόσφεραν τις πλάτες τους για ν' ανεβούν οι τυχοδιώκτες που ξεπούλησαν τα οράματα του σοσιαλι­σμού κι ο γέρος το κατάλαβε νωρίς. "Έθεσεν εαυτόν εκτός Κινήματος" με μια σκληρή επιστολή του στις εφημερίδες την ώρα που οι νυφίτσες ροκάνιζαν το τραπέζι της εξουσίας. Τον είπαν αιθεροβάμονα και τον λοιδώρησαν. Πέθανε πριν προλάβει να δικαιωθεί. Δεν τον καταλάβαινα. Ίσως ούτε κι η μάνα που όμως συνηγορούσε στην αφιέρωση του σ' αυτούς τους ουτοπικούς για μένα στόχους. Όσο εκείνος πάσχιζε να στήσει το Κόμμα, εκείνη δούλευε διπλά για να μη μας λείψει τίποτε. Τίποτε απ' αυτά που εκείνη θεωρούσε σημαντικά. Γιατί αρνιόταν και μάλιστα κατηγορη­ματικά να μου αγοράσει σινιέ ρούχα και δεν υποχωρούσε να μου παραχωρήσει πολυτέλειες, όπως μιαν ακριβή κολώνια.
"Γι' αυτά θα πρέπει πρώτα να δουλέψεις" έλεγε.
"Μα δε μπορώ νά 'μαι ευτυχισμένος, όταν όλοι οι φίλοι μου έχουν κι εγώ στερούμαι", έλεγα.
"Ευτυχισμένος είναι μόνο όποιος κάνει το καθήκον του" μου απαντούσε και συχνά στενοχωριόταν γιατί σε μένα το αίσθημα του καθήκοντος ήταν λειψό. Τώρα, μετά το θάνατο του πατέρα ένιωθε περήφανη που είχα επιτέλους αναλάβει τις ευθύνες μου απέναντι στο καημένο το κορίτσι. Ίσως πίστευε ότι έτσι ικανοποι­ούσε και την επιθυμία του νεκρού πια πατέρα μου. Εκείνος την είχε παντρευτεί μόλις έμεινε έγκυος σε μένα. Πίστευε λοιπόν ότι κι εγώ θά 'πρεπε να κάνω το ίδιο. Θά 'πρεπε επιτέλους να αναλά­βω τις ευθύνες μου.
"Θα δεις ότι όλα θα πάνε καλά" μου έλεγε. Η μάνα μου ήταν σίγουρη ότι εγώ είχα ξεπαρθενέψει τη Σοφία. Εγώ δε την είχα ξεπαρθενέψει ακόμη κι αυτό ήταν το γελοίο. Ήμουν σίγουρος ότι είχε πάει και με άλλους πριν, διατηρώντας την ακεραιότητα του παρθενικού της υμένα, ακριβώς όπως το έκανε και μαζί μου. Αειπάρθενος σαν την Παναγιά Πολύ το διασκέδαζα σα σκέψη, μα δεν τολμούσα να το ξεστομίσω στη μάνα μου που πίστευε σε τέτοια θάματα. Ήταν δικό μου το παιδί; Αν κι έλειπα στην Ιταλία ήθελα να το πιστεύω. Ήταν ερωτευμένη μαζί μου. Θα μπορούσε να πάρει κάποιον άλλο πλουσιότερο και πιο ταιριαστό με το περι­βάλλον της. Θα μπορούσε ίσως ακριβώς επειδή εμένα ήθελε να μείνει έγκυος από κάποιον άλλο για να μ' εκβιάσει; Ίσως. Η ημε­ρομηνία της γέννας θα την πρόδιδε, γιατί τουλάχιστον όπως πίστευα δεν ήταν απ' εκείνες που πάνε το ίδιο βράδυ με πολλούς. Έτσι κι αλλιώς κείνη την εποχή η σκέψη ενός δικού μου παιδιού με συγκινούσε. Όχι ότι ήταν η πρώτη φορά που κάποια φιλενάδα μου έμενε έγκυος. Η μάνα μου ήταν αυτή που μ' έκανε να δω σ' αυτό το παιδί τη δική μου συνέχεια Δε σκεπτόμουν ότι ήταν κάτι που θα μοιραζόμουν αναγκαστικά με τη Σοφία. Ένιωθα θλίψη γιατί δε μπορούσα να την αγαπήσω. Ήταν πλάι μου "κουκλίτσα σωστή" στο νυφικό της, μα γω έψαχνα να βρω το πρόσωπο εκεί­νης που αποζητούσαν οι μυστικές μου θύμισες. Ήξερα ότι ένιωθα για κείνη πολλά, όλα όσα δε μπορούσα να νιώσω για τη Σοφία. Μα έπαιζα την παράσταση της ευτυχίας τόσο πετυχημένα που κανείς δεν καταλάβαινε την απάτη. Κανείς έξω ίσως από την Άννα.
"Είναι αποσπάσματα ονείρου, επιθυμίες απραγματοποίητες τόσο δυνατές που έχεις την εντύπωση ότι βιώθηκαν". Έτσι μου είχε απαντήσει ο καθηγητής της Ψυχιατρικής στην Περούτζια και προ­σπαθούσα να δεχθώ αυτό τον ορθολογισμό ακόμη και τις στιγμές που το ποτάμι αυτής της παράδοξης μνήμης μού 'φερνε αναμφι­σβήτητες αποδείξεις για την ύπαρξη της δικής μου εσωτερικής πραγματικότητας. Αναρωτιόμουν τι καταλάβαινε η Άννα απ' αυτά τα παράλογα αισθήματα που με κατάκλυζαν. Ποια θέση είχαμε στο πάνθεον της δημιουργίας; Η Άννα μπορούσε να με καταλάβει περισσότερο ίσως από τη μάνα μου. Εγώ όμως δε μπορούσα να την ερωτευθώ. Μπορούσα ίσως μόνο να της κάνω έρωτα. Δε μπο­ρούσα να κάνω πια με τη Σοφία.
Το πρώτο βράδυ έμεινε λευκό. Μόλις ανεβήκαμε και την αγκά­λιασα μου είπε:
"Ξέρεις, αγάπη μου, απ' την ταλαιπωρία της προετοιμασίας του γάμου, μου ήλθε λίγο αίμα. Ο γιατρός είπε να μείνω στο κρεβάτι γιατί κινδυνεύω να αποβάλω και να μην έχουμε σχέσεις για λίγο καιρό. Δεν σου είπα τίποτε πριν για να μη σε στεναχωρήσω".
Δεν την ποθούσα. Θα ήταν μια πράξη καθήκοντος. Η νύχτα του γάμου. Όσο είμαστε εραστές μου δινόταν με κάθε τρόπο, που θα της επέτρεπε να διατηρεί αλώβητη την περιοχή της αγνότητας. Δεν ήταν ψυχρή. Φαινόταν να το απολαμβάνει. Τώρα που είμαστε σύζυγοι, την πρώτη νύχτα του γάμου, μου αρνιόταν ακόμη και το χάδι. "Είπε ο γιατρός να μην αναστατώνομαι". Δεν της είπα τίποτε. Κοιμήθηκα στον καναπέ. Την άλλη μέρα εγκατασταθήκαμε στο σπίτι που μας είχαν ετοιμάσει οι γέροι της πάνω απ' το δικό τους. Εκείνη έμεινε στο κρεβάτι για όλο το διάστημα της εγκυμοσύνης ιης κι η μάνα της εγκαταστάθηκε στο σπίτι για να τη φροντίζει, ενώ εγώ άρχισα να πηγαίνω στη δουλειά μέχρι που με πήρανε φαντάρο.
Λένε ότι ο στρατός είναι το καλύτερο σχολειό. Άλλοι δεν τον ανέχονται. Για μένα ήταν απόδραση τελειωτική. Πνιγόμουν στο γραφείο του πατέρα της. Ο γέρος δεν έπαυε να μου υπενθυμίζει ότι ζω από την ελεημοσύνη του και δε μ' άφηνε να μάθω τίποτε απ' όσα μ' ενδιέφεραν πραγματικά. Γιατί μπαίνοντας σ' αυτό τον κόσμο κατάλαβα ότι η γλώσσα των επιχειρήσεων ήταν απλή κι εύκολη για μένα ήξερα ότι θα μπορούσα να επιβιώσω σ'αυτό τον άγριο κόσμο, που μου δημιουργούσε με τους ανταγωνισμούς του μια ταραχή όμοια μ' αυτή που νιώθουν τα πολεμικά άτια πριν απ' τη μάχη. Στο στρατό συνάντησα παλιούς μου συμφοιτητές και το Θανάση, ένα ανοικτόκαρδο παιδί, που τότε άνοιγε μια φαρμακευ­τική Εταιρεία με λίγα κεφάλαια και πήγαινε καλούτσικα μοιράζο­ντας ποσοστά στους γιατρούς. Μου ζήτησε να συνεργαστούμε. Ο γέρος της είχε βάλει μέσον για να με κρατήσει στην Αθήνα, όμως ποτέ δε θά 'βαζε το χέρι στην τσέπη για τις δικές μου επιχειρή­σεις. Ήθελε να μ' έχει πάντα στα πόδια του εξαρτημένο για να νιώθει η δική του σιγουριά Ζήτησα απ' τη μάνα μου να πουλήσει ένα χωράφι στο νησί, που με τον τουρισμό είχε πάρει τα πάνω του και ρίχτηκα με τα μούτρα στις επιχειρήσεις. Αποδείχτηκε ότι η εμπειρία μου στην Ιταλία δεν ήτανε δίχως νόημα, αφού με ιταλικές εταιρείες πρωτοσυνεργάστηκα κι οι γνωριμίες μου απ' την Ιατρική αποδείχθηκαν σταθερές φιλίες που στερέωσαν τα κέρδη μου. Κι όλα αυτά πριν καλά καλά ξεμπλέξω με το στρατιωτικό.

Δεν έζησα με τη Σοφία. Ελάχιστο χρόνο μοιραζόμαστε. Της χρωστώ όμως την εμπειρία της γέννας του παιδιού. Ήμουν μπρο­στά όταν ο γιος μου ήλθε στο φως. Δεν ήταν ο πρώτος τοκετός που παρακολουθούσα. Εκείνη μυξόκλαιγε και ζήτησε να τη ναρ­κώσουν να μην πονάει. Έτσι, η ηλίθια έχασε το θάμα της γέννας του παιδιού της. Τον πήρα στα χέρια μου τυλιγμένο ακόμη από το αίμα της και λιπαρό κι άκουσα το πρώτο κλάμα του. Ήταν ο γιος μου. Εκείνη δεν ήταν πια η γυναίκα μου. Καθώς κρατούσα το μωρό κάτω απ' το ψυχρό φως του χειρουργικού προβολέα θυμή­θηκα κάποιαν άλλη φορά που κάτω απ' το σκληρό φως του ήλιου κρατούσα ξανά στα χέρια μου το νεογέννητο παιδί μου κι εκείνη τούτη τη φορά είχε χαμόγελο και βλέμμα κι ήξερα πια ότι οπωσ­δήποτε θα την ξανάβρισκα όσα χρόνια κι αν μεσολαβούσαν.
Η σχέση μου όμως με τη Σοφία πήγαινε απ' το κακό στο χειρό­τερο. Στην αρχή απόρησε που δεν της ξαναζήτησα να κάνουμε έρωτα. Άρχισε τη ζήλεια. Κατηγορούσε την εγκυμοσύνη της κι έψαχνε την τσάντα μου αναζητώντας αποδείξεις απιστίας. Δε μου ζητούσε να της κάνω έρωτα. Προσδοκούσε ότι δε θ' άντεχα τόσον καιρό, ότι εγώ θα το ζητούσα πρώτος. Δεν τσακωνόμαστε. Απλώς έλειπα όλο και περισσότερο από το σπίτι. Και βέβαια είχα σχέση με πολλές. Δεν ήθελα όμως να την πληγώνω. Θα μπορού­σαμε ίσως να συμβιώσουμε τελικά. Έτσι ήθελε να πιστεύει η μάνα μου. Όμως όσο αποκτούσα την οικονομική μου ανεξαρτησία, τόσο την κυρίευε ο πανικός. Ο πεθερός μου, που στην αρχή ειρω­νευόταν τις προσπάθειές μου, άρχισε μετά να απειλεί ότι θα με καταστρέψει αν τυχόν την εγκαταλείψω. Καμιά δεκαπενταριά μέρες μετά τη γέννα του γιου μας απαίτησε να της κάνω έρωτα. Συμπεριφέρθηκε σαν πουτάνα έμπειρη. Ανάλογα της συμπεριφέρ­θηκα και γω.
Δε μ' αγαπάς, μου είπε ξεσπώντας σε λυγμούς. Δεν της απά­ντησα. Καθώς τη βύζαινα —δε θήλασε, έπαιρνε χάπια, για να μην της πέσει το βυζί— το στήθος της έβγαλε μια σταγόνα γάλα κι εγώ θυμήθηκα το πρόσωπο Εκείνης σκυμμένο πάνω απ' το παιδί μας καθώς το θήλαζε κι ήξερα πια τη γυναίκα που περίμενα να ξανα- φανεί να λύσει το μυστήριο, να γεμίσει το κενό της ζωής μου.
Δε μ' αγαπάς, μυξόκλαιγε η Σοφία κι αφού δεν της απαντούσα ξέσπασε. Καταραμένε. Γιατί σε παντρεύτηκα; Μήπως ήταν δικό σου το παιδί; Ήταν του Στέφανου. Αυτόν ήθελα να πικάρω. Πίστευα ότι δε θ' άντεχε μέχρι το τέλος. Όμως ο Στέφανος ήταν άντρας. Δεν ανεχόταν εξευτελισμούς, όπως εσύ.
Ο Στέφανος, της είπα ψυχρά έχει τα καράβια του πατέρα του. Θα παντρευτεί κάποια με περισσότερα καράβια. 0 δικός σου πατέ­ρας κινδυνεύει να χάσει κι αυτά που έχει. Δε σε συμφέρει να χωρίσουμε. Εσένα. Όσο για το παιδί, είναι ο γιος μου. Εμείς οι άντρες δε γινόμαστε πατεράδες όταν σπέρνουμε, (εκατομμύρια αγέννητα παιδιά χύνονται στα σεντόνια ή τη φούχτα μας) αλλ' όταν παίρνουμε στα χέρια μας το δρεπάνι του θερισμού, όταν ανα­λαμβάνουμε την ευθύνη αυτού, που η γυναίκα απιθώνει έκθετο στα χέρια μας.
Έμεινε άναυδη. Μεταμορφώθηκε. Έγινε καλόγνωμη κι υποτα­κτική. Έδιωξε τους δικούς της απ' το σπίπ μας, βιαζόταν να προ­λάβει τις επιθυμίες μου, μέχρι και στη μάνα μου πήγε για να μεσο­λαβήσει, σε χαρτορίχτρες και μάγισσες για να με δέσει, όμως όλα αποδείχτηκαν μάταια. Δε μπορούσα να ξαναπλώσω χέρι πάνω της. Κάθε φορά θυμόμουν τη σταγόνα από το γάλα, που ξεχείλισε το αμπάρι των μυστικών μου αναμνήσεων κι ανυπομονούσα πια, βια­ζόμουν να συναντήσω τη γυναίκα που περίμενα κι όσο έψαχνα στα γυναικεία κορμιά που μου προσφέρονταν πάντα με τόσην ευκολία τόσο η πείνα μου για κείνη θέριευε κι απειλούσε να με καταπιεί.
Όλα πήγαιναν καλά. Κι οι επιχειρήσεις θέριευαν χωρίς μεγάλη προσπάθεια κι η γαλήνη του τέλματος που βασίλευε στο σπίτι κι οι ανέξοδες νίκες μου στα γυναικεία κρεβάτια. Θά 'πρεπε νά 'μαι ευτυχισμένος. Είχα περισσότερα απ' όσα ένας λογικός άνθρωπος μπορεί να προσδοκά. Κι όμως να που πάλι έφθασα ν' αναρωτιέμαι τι ήταν το πραγματικό, πόσα από κείνα που με πόνεσαν υπήρχαν στ' αλήθεια και πόσα ήταν πλάσματα της φαντασίας μου. Λες κι έχει σημασία τελικά. Τώρα πια όλα ήταν σα να τα ονειρεύτηκα. Μόνη πραγματικότητα αυτή η γεύση τέφρας, ο κόμπος που μου πνίγει το λαιμό κι οι αναίτιοι λυγμοί, που μου θολώνουν το βλέμμα στις πιο ακατάλληλες στιγμές. Όλα τ' άλλα κυλούν όπως πάντα. Μηχανικά Ο χειροπιαστός κόσμος γύρω μου αποδείχθηκε ανθε­κτικότερος. Εξωτερικά παραμένω αναλλοίωτος. Κανείς δε διακρίνει τις ρωγμές. Θα ήταν έκπληξη αν μ' έβλεπαν ξαφνικά να καταρρέω.
Όμως όχι. Στο βάθος είμαι ανθεκτικός, σφιχτοδεμένος στις συνήθειες μου, σε όσα εκείνοι αρνούνται. Μαζεύω τα ψέματα. Ήταν στ' αλήθεια ψέματα ή μήπως η αλήθεια τους είναι τόσο ευμετάβλητη;
Το μόνο βέβαιο. Ο έρωτας δεν είναι επικοινωνία. Είναι ψευδαί­σθηση ανθρώπινης επαφής, είν' η ενσάρκωση της ουτοπίας μας. Ποτέ "Εκείνη" δε θα 'ρθεί. Υπάρχουν μόνο τα θραύσματα του ονείρου μας. Δεν υπάρχει εγωιστικότερο συναίσθημα απ' την ερω­τική αυταπάρνηση. Τα δίνεις όλα γιατί απαιτείς τα πάντα. Όταν ία πάντα σου προσφέρονται, τότε η αδιαφορία στεγνώνει το πάθος. Ο στόχος κατακτήθηκε. Δεν ήταν και τόσο σημαντικός. Πάντα υπάρχει το καλύτερο.


Απόσπασμα 7η συνέχεια από "Ονείρου απατηλότερα"


Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης