Και οίνος καρδίαν ανθρώπου στηρίζει

ΚΑΙ ΟΙΝΟΣ ΚΑΡΔΙΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΣΤΗΡΙΖΕΙ
Κείνη την εποχή τέλειωσε άδοξα κι η συνεργασία μου με το Θανάση. Έφταιξα. Δεν πρόλαβα τον κατήφορο του. Ήμουν πολύ απασχολημένος με τα δικά μου προβλήματα, τον είχα στείλει αντι­πρόσωπο στη Θεσσαλονίκη, τον είχα εμπιστευθεί στην κρίση του Σωτήρη. Ξαφνιάστηκα όταν τον ξανασυνάντησα στο θάλαμο του νοσοκομείου, όπου με κάλεσε, επειγόντως με τη μεσολάβηση ενός μυστηριώδη Σωτήρη για να με δει, όταν ήταν πια πολύ αργά. Αγνώριστος. Μου διηγήθηκε την ιστορία του.
"Το πιοτό ποτέ δεν μ' άρεσε, θα το θυμάσαι. Ίσα για μια μπου­κιά λικέρ, εντάξει. Κι η μεταλαβιά καλή. Το ψωμάκι γλύκιζε παπα- ριασμένο στο χλιαρό κρασόνερο. Και πόση προσοχή να μη χυθεί! Έπειτα μ' έβαζαν θυμάμαι, σε κάτι γιορτινές συνάξεις, να τσου­γκρίζω το ποτήρι μου και γω, να γίνω άντρας... Ίσα που τό 'φερνα στη γλώσσα κι αηδίαζα. Πικρό, καυτό, σα φάρμακο.
Βρε, άσπρο πάτο, γρύλιζαν τριγύρω μου και γω κοιτούσα σα χαμένος ν' αναψοκοκκινίζουν και να τραγουδάνε συνεπαρμένοι από κάποιο πυρετό, όλοι καλόκαρδοι κι ευγενικοί, αυτοί που τις καθημερνές ήταν γρουσούζηδες και γκρινιάρηδες, αυτοί που πετροβολούσαν τα γατιά και τους ζητιάνους έβλεπα να μεταμορ­φώνονται σ' ανοιχτοχέρηδες άρχοντες, να τσακώνονται ποιος θα πρωτοκεράσει την παρέα, να γεμίζουν τα ποτήρια των διπλανών, να παραγγέλνουν ξανά και ξανά κι άλλους μεζέδες, να χορεύουν μ' όλο τους το κορμί σαν τους δερβίσηδες και ν' απλώνουν τα χέρια τους να κρεμαστούν απ' τον ουρανό.
Κείνη την εποχή τέλειωσε άδοξα κι η συνεργασία μου με το Θανάση. Έφταιξα. Δεν πρόλαβα τον κατήφορο του. Ήμουν πολύ απασχολημένος με τα δικά μου προβλήματα, τον είχα στείλει αντι­πρόσωπο στη Θεσσαλονίκη, τον είχα εμπιστευθεί στην κρίση του Σωτήρη. Ξαφνιάστηκα όταν τον ξανασυνάντησα στο θάλαμο του νοσοκομείου, όπου με κάλεσε, επειγόντως με τη μεσολάβηση ενός μυστηριώδη Σωτήρη για να με δει, όταν ήταν πια πολύ αργά. Αγνώριστος. Μου διηγήθηκε την ιστορία του.
"Το πιοτό ποτέ δεν μ' άρεσε, θα το θυμάσαι. Ίσα για μια μπου­κιά λικέρ, εντάξει. Κι η μεταλαβιά καλή. Το ψωμάκι γλύκιζε παπα- ριασμένο στο χλιαρό κρασόνερο. Και πόση προσοχή να μη χυθεί! Έπειτα μ' έβαζαν θυμάμαι, σε κάτι γιορτινές συνάξεις, να τσου­γκρίζω το ποτήρι μου και γω, να γίνω άντρας... Ίσα που τό 'φερνα στη γλώσσα κι αηδίαζα. Πικρό, καυτό, σα φάρμακο.
Βρε, άσπρο πάτο, γρύλιζαν τριγύρω μου και γω κοιτούσα σα χαμένος ν' αναψοκοκκινίζουν και να τραγουδάνε συνεπαρμένοι από κάποιο πυρετό, όλοι καλόκαρδοι κι ευγενικοί, αυτοί που τις καθημερνές ήταν γρουσούζηδες και γκρινιάρηδες, αυτοί που πετροβολούσαν τα γατιά και τους ζητιάνους έβλεπα να μεταμορ­φώνονται σ' ανοιχτοχέρηδες άρχοντες, να τσακώνονται ποιος θα πρωτοκεράσει την παρέα, να γεμίζουν τα ποτήρια των διπλανών, να παραγγέλνουν ξανά και ξανά κι άλλους μεζέδες, να χορεύουν μ' όλο τους το κορμί σαν τους δερβίσηδες και ν' απλώνουν τα χέρια τους να κρεμαστούν απ' τον ουρανό.
Αυτό που μ' αηδίαζε πιο πολύ ήταν η μπύρα.
Μα πώς το πίνουν τούτο 'δώ το κατρουλόνερο; αναρωτιόμου­να τα καλοκαίρια, που πλάι στη θάλασσα έβλεπα τους τουρίστες ν' αδειάζουν τις μπουκάλες ξεροσφύρι κάτω απ' τον καυτό ήλιο και τα ξανθιά τους γένια ν' αφρίζουν από τη δίψα και το ξεφλουδι­σμένο τους κορμί να λούζεται με άλμη, άμμο κι ιδρώτα που μύριζε ουρανό.
Αν πεις για τα παράξενα πιοτά, ουίσκια τζην και τα υποδέλοιπα, δεν τ' άγγιζα μήτε δετός. Μόνο το ούζο είχα συνηθίσει να μπου­κώνω και να φτύνω όποτε μ' έπιανε πονόδοντος κι ένιωθα το στόμα μου να καίει, η γλώσσα μου να μουδιάζει κι ο πόνος μέρευε σιγά σιγά, σα να διαλυόταν μες τους μυρωδάτους ατμούς που τρύ­πωναν στο μυαλό μου.
Το ούζο μ' άρεσε... σαν καραμέλα
  Καραμέλες ούζου, έλεγα στον περιπτερά απλώνοντας περή­φανα τη δραχμούλα μου. Μια δραχμή, δέκα καραμέλες που τις πιπιλούσα αργά αργά και χαιρόμουν την αντρίκεια συνήθεια να πλημμυρίζει το στόμα μου, καθώς η γλώσσα χάιδευε την αδρή όλο γωνιές καραμέλα, που σιγά σιγά διαλυόταν κάτω απ' το ψαχούλε- μα της γλώσσας μου. Έκλεινα τα μάτια κι άφηνα τη γλώσσα μου να βλέπει ψηλαφιστά. Ποτέ δεν κατέφευγα στη βιαιότητα των δοντιών. Μου αρκούσε να παρατείνω την απόλαυση, να παίζω με την καραμέλα, όπως η γάτα με το ποντίκι της. Μπολιαζόμουν με τη γεύση της αντρειάς αργά και παθητικά.
Ώσπου μας ήλθαν κείνες οι άλλες καραμέλες, οι κάλπικες. Απ' όξω καραμέλα και μέσα πιοτό. Εκεί που πιπιλούσες ανέμελα ξάφ­νου το στόμα γέμιζε καυτό δηλητήριο και πάει η απόλαυση. Σαν την τιμωρία των μαμάδων στα μωρά, που πρέπει να κόψουν την πιπίλα. Πιπίλα με πιπέρι, με κινίνο. Καραμέλα με πιοτό! Σοκολάτα με ουίσκι!
Έπειτα ήλθε η ντροπή. Έβγαινα με παρέα, αντράκι πια, πρέπει να το θυμάσαι, όλοι γεμίζατε και ξαναγεμίζατε τα ποτήρια και με λοξοκοιτούσατε που το δικό μου ποτέ δε στέρευε. Λες και σας έκλεβα την απόλαυση. Δεν είχατε κι άδικο. Σε μια παρέα μεθυσμέ­νων ο ξενέρωτος είναι σα σπιούνος. Κατασκοπεύει τις διαβρώσεις, ξεσκεπάζει τα προσωπεία, είναι ψύχραιμος σε μια χώρα ονείρου, είναι ντυμένος σ' ένα στρατόπεδο γυμνιστών. Έτσι μ' απόφευγαν οι πιο πολλοί και δεν τους κατηγορούσα.
Έπαιρνα το κορίτσι μου να φάμε έξω.
Τι θα πιείτε; πρώτα πρώτα μας ρωτούσε το γκαρσόν.
Νεράκι του Θεού, ήθελα να του πω, μα έλεγα "μια κόκα κόλα" μπας και κακοφανεί στη κοπελιά, μήπως με πάρει για τσιγκούνη. Μαζευόταν κι αυτή. Παράγγελνε πορτοκαλάδα. Τι να πιει μ' έναν άντρα που δεν πίνει;
Φιλοσοφούσα, διάβαζα πολύ. Πάλευα να κρύψω τη γύμνια μου μπροστά στο χάρο. Φοβόμουν, έτρεμα, μα δεν τ' ομολογούσα Κλεινόμουν στον εαυτό μου, μαράζωνα
Είμαστε κάποια εκδρομή. Πριν το στρατό. Φοιτητομάνι. Σ' ένα βουνό, σ' ένα ταβερνάκι χωμένο στα έλατα. Μεζέδες και κρασί γλυκόπιοτο, αγνό. Δεν το κατάλαβα πώς ήλθα στο κέφι. Αναψοκοκκίνησα, άρχισα και γω να τραγουδώ, έσμιξα με τους άλλους. Πήγαμε στη βρυσούλα και πιτσιλιόμαστε σαν τα μωρά. Αγκάλιασα και φίλησα κάποια κοπέλα, δίχως να ντρέπομαι, μπρο­στά σε όλους κι αυτή αφέθηκε στα χέρια μου παραδομένη. Έπειτα μπήκαμε στο πούλμαν και κείνο έτρεχε κι είχε στροφές, -θά 'ταν κι ο οδηγός πιωμένος— τσιρίζαμε κάθε που βρισκόμαστε φάτσα με φάτσα με κάποιο άλλο αμάξι κι αυτοί μας μούτζωναν και μας κορόιδευαν, μα γω γελούσα, κρατούσα το κορίτσι αγκαλιά κι ένιωθα λεύτερος στ' αληθινά για πρώτη φορά στη ζωή μου. Ένιωθα όμορφα, ήμουνα βασιλιάς και πάνω απ' όλα έτσι απλά σαν σ' αποκάλυψη δεν υπήρχε πια θάνατος να με τρομάζει. Κολυμπούσα ή μάλλον ένιωθα να αιωρούμαι σ' έναν απέραντο ουρανό αιώνιας ευτυχίας. Το μυαλό μου έμοιαζε λαμπερό. Ο κόσμος δεν έκρυβε πια κανένα μυστήριο για μένα. Όλα στη γη ήταν καλοβαλμένα. Δεν υπήρχε κακία και δυστυχία, δεν υπήρχαν αρρώστια, φτώχεια και γηρατειά, δεν υπήρχε ο θάνατος.
Έτσι ξεκίνησα κι ύστερ' αργά αργά ήλθε κι η κατρακύλα. Έφταιγ' η Ελένη με τα φωτεινά λαδιά της μάτια και τα περήφανα στήθια Πριν την αγγίξω άναβα Κι αλίμονο, όχι μονάχα εγώ, μα όλη η παρέα μας. Κι αυτή μου δόθηκε. Μόνο σε μένα... στην αρχή. Κι έπειτα σ' άλλο κι άλλον, τέλος σε όλους, δίπλα μου, δίχως εγώ, ο τυφλωμένος απ' τον πόθο να το μυριστώ, εγώ που ζήλευα και την ανάσα της. Κρυφογελούσαν πίσω από την πλάτη μου οι φίλοι και γω καμάρωνα κρατώντας το χεράκι της.
Ήταν στο κέντρο. Μόλις πήραμε το χαρτί. Επιτέλους πτυχιού­χοι, ξεφαντώναμε. Αύριο φεύγαμε φαντάροι, σκλαβωνόμαστε. Σήμερα όμως είχαμε καιρό, η νύχτα όλη ήτανε δική μας. Πίναμε όλοι να προλάβουμε τη νύχτα. Πίναμε και τραγουδούσαμε. Κι έπειτα κάποιος τράβηξε το τραπεζομάντηλο κι όλα σωριάστηκαν στο πάτωμα με κρότο. Η Ελένη πάνω στο τραπέζι να χορεύει. Χόρευε και λικνιζόταν κι έστελνε σ' όλους μας φιλιά
— Σαμπάνια, ούρλιαξε κάποιος και το γκαρσόνι βιάστηκε να φέρει το μπουκάλι. Κείνος την κούνησε μανιασμένα κι έπειτα ο φελλός τινάχτηκε στον ουρανό, ενώ αυτός σίμωσε την Ελένη, που σήκωνε την κοντή της φούστα κι εκείνος άρχισε να πυροβολεί μ' αφρούς το δαντελωτό άσπρο της εσώρουχο κοντά, όλο πιο κοντά στο κορμί της. Όρμησα να τον κατασπαράξω, μα ήμουν τόσο ζαλισμένος που σωριάστηκα καταγής. Από 'κεί την έβλεπα να χορεύει λικνιστικά, μουσκεμένη με το κρασί, που την στόχευε, μουσκεμένη με το μυρωδάτο της ιδρώτα, την έβλεπα να προσφέ­ρεται σ' όλους και πουθενά και γω πεσμένος καταγής άρχισα να ξερνοβολώ μέχρι που έχασα τον κόσμο από μπροστά μου.
Ξύπνησα σ' ένα θάλαμο νοσοκομείου μ' όλο μου το κορμί να πονάει και το πόδι και το χέρι μου στο γύψο.
Όπως μου είπαν έπεσα μονάχος μου στις ρόδες κάποιου φορτη­γού κι ευτυχώς που ο χριστιανός δεν έτρεχε και πρόλαβε να πατή­σει φρένο. "Αλλιώτικα θα σε πλήρωνε γι' άνθρωπο" συμπλήρωναν γελώντας μ' ανακούφιση οι φίλοι.
Η Ελένη δεν ήλθε ούτε να με δει. Αργότερα έμαθα πως την είχα χαστουκίσει μπροστά σ' όλο τον κόσμο. Εγώ δε θυμάμαι τίποτε, έξω από μια νύχτα φορτωμένη μ' αστέρια λαμπερά σαν κι αυτά που βλέπουμε στην εξοχή κι ένα αίσθημα θριάμβου. Σα νά 'χα επιζήσει μες απ' τον ίδιο μου το θάνατο, σαν νά 'χα ξεσχίσει το προσωπείο της ζωής.
Πήγα φαντάρος, σε γνώρισα, νοικοκυρεύτηκα, έπινα πια με μέτρο, ούτε και συ δεν τό 'ξερες, άλλωστε τότε δεν ήταν ακόμη πρόβλημα, έπινα όπως όλοι, δεν άργησα να προκόψω, ταιριάξαμε στα επιχειρηματικά αποφάσισα να παντρευτώ μια νοικοκυρεμένη κοπελίτσα, όπως τη θέλαν οι δικοί μου.
"Όποιος καεί με το χυλό φυσάει και το γιαούρτι" με δούλευαν οι φίλοι, και συ μαζί, όταν σχολίαζαν την παθιασμένη μου ζήλια για τ' ασήμαντο κορίτσι που έγινε γυναίκα μου. Ήλθαν και τα παι­διά, μα τίποτε δεν άλλαζε. Τότε σου ζήτησα να πάω στη Θεσσαλονίκη, ελπίζοντας να ξεφύγω απ' το τέλμα. Μάταια. Οι μέρες κυλούσαν ομοιόμορφες σα σε καρμπόν, το κορμί μου ξεχεί­λωνε απ' τα βαρίδια του χρόνου και γω πια δεν αντιστεκόμουν. Τώρα το πιοτό μου ήταν απαραίτητο. Όχι πως μεθούσα Ίσα που έκανα κεφάλι. Αποζητούσα την αψιά του γεύση να με δροσίσει, να με ζεστάνει, να με βουτήξει στ' ονειροπήγαδο κάθε που την αγκάλιαζα, να μεταλάζει τον πόθο σε πάθος, το καθήκον σ' έρωτα, τη συνήθεια σ' ηδονή. Γιατί ποθούσα όλο και πιο συχνά κάθε γυναίκα που συναντούσα, μα σιχαινόμουν τον ίδιο μου το κορμί, το ξεχειλωμένο μου στομάχι, τα προγούλια μου, το πρησμένο μου πρόσωπο με τις κόκκινες φλεβίυσες.
Κι ας λένε πως οι γυναίκες το κάνουν για τα λεφτά. Εγώ δεν τό 'θελα. Ήθελα να μ' ερωτευθούν για το λαμπερό άντρα που κρυ­βόταν κάτω απ' τη σκουριασμένη πανοπλία, ήθελα σαν το βάτραχο να μεταμορφωθώ σε πριγκηπόπουλο, μα το κορμί μου στον καθρέ­φτη μου φάνταζε απωθητικό στα ίδια μου τα μάτια. Όσο για κείνη σάμπως την έβλεπα; Σβυστά τα φώτα, ντυμένοι κι οι δυο, χρονο­μετρούσα την επαφή μας —αυτά τα ψηφιακά ρολόγια με το φωτει­νό καντράν πόσο προδίδουν!— δυο τρία λεφτά κι έπειτα γυρνάγα­με πλευρό, λαγοκοιμόμασταν, εκείνη ροχάλιζε ελαφρά, τόσο σιγά πού 'μοιάζε σα να κλαίει.
Δεν είχα παράπονο. Ήταν η τέλεια σύντροφος, ιδανική νοικο­κυρά, υπέροχη σα μάνα. Οι γέννες της την χόντρυναν, ρυτίδες χάραζαν το πρόσωπο της, ποτέ δε μοσκοβόλησε στα ρουθούνια μου τ' άρωμα του κορμιού της.
Έπρεπε κάπως να επιζήσω. Έπρεπε κάτι να γενεί να σπρώξω τον καιρό να δώσω κάποιο τέλος. Ήλθε το ουίσκι, το τζιν, η βότκα και μού 'γιναν συνήθεια, δίχως να το καταλάβω. Πρωί πρωί μόλις ξυπνούσα αντί καφέ είχα το "φάρμακο". Αγόρασα κι ένα φλασκάκι για να το παίρνω στη δουλειά Μα τ' άτιμο πια δε με νανούριζε. Στην αρχή μονάχα ήταν εκείνη η απέραντη αιώρα που μ' αγκάλιαζε και μ' ανέβαζε στ' αστέρια κι ένιωθα τη διάθεση να ξεφωνίσω από χαρά σαν τα μικρά παιδάκια και τότε αρπαζόμουν πάνω της να κρατηθώ, την όργωνα με θέρμη και κείνη έμενε βουβή κάπως σα λυπημένη. Καταλάβαινε άραγε την προδοσία μου; Δεν κρατούσα εκείνη στην αγκαλιά μου, μα ολάκερη τη θηλυκή ανθρωπότητα, που στέναζε κάτω απ' το δυναμικό γονιμοποιό μου βάρος. Βούλιαζα μέσα της καθώς σε θάλασσα Πόσο χαιρόμουν σαν πνι­γόμουν! Την ένιωθα να με ρουφά στη μέγγενη ίων ποδιών της κι αναγάλιαζα.
  Ελένη, της φώναξα κάποτε κι αυτή τραβήχθηκε ενοχλημένη. Από τότε δεν ξανακοιμήθηκε στο πλάι μου. Έπειτα ήλθαν και οι πόνοι. Όχι σπουδαίοι, κάτι σα σουβλιές. Όπως στον πονόδοντο τους μέρευα με το "φάρμακο" μου, που έπρεπε συνέχεια να πίνω, όλο και πιο πολύ. Σαν κάποιος δαίμονας να μου το νέρωνε εντός μου.
Στη δουλειά άρχισαν τα παράπονα. Πρώτος εσύ. Έστειλες το Σωτήρη να δεις ιι τρέχει. Με κάλυψε διορίζοντας κάποιον άλλο, ενώ συνέχισα να παίρνω κάποιο μισθό. Δεν έμαθες τίποτε. 0 Σωτήρης δίσταζε, εγώ ντρεπόμουν, ο αντικαταστάτης ήταν ικανός, μα ένιωθα ξοφλημένος.
Και κείνη άρχισε τη γκρίνια.
Δε σκέπτεσαι πια ούτε τα παιδιά Τι θα φάμε, πώς θα ντυθού­με, έτσι που όλα πάνε στο μπουκάλι;
Δε μπορούσα πια να το κόψω. Όχι πως δεν προσπάθησα. Μα ήταν εκείνοι οι πόνοι στο κορμί και κάποια φαντάσματα που άπλω­ναν τα χέρια τους να με κατασπαράξουν, κείνα τα ερπετά που σέρ­νονταν στο κορμί μου, μόλις το σφουγγάρι μέσα μου στέγνωνε.
Αλκοολισμός, είπαν οι γιατροί, ντελίριουμ τρέμενς. Στην κλι­νική, είπαν, γι' αποτοξίνωση. Εκείνη έκλαιγε και με χάίδολογούσε καθώς μ' εγκατάλειπε στα χέρια τους.
  Θα δοκιμάσουμε καινούρια μέθοδο, είπε περήφανα ο τρελο- γιατρός. Λωβοτομή. Θ' αποδώσει θεαματικά Δίχως να υποφέρετε. Τι λέτε; Δυστυχώς είναι οδυνηρή η πορεία της απεξάρτησης. Χρειάζεται δυνατός χαρακτήρας και σεις φοβούμαι ότι δεν τον διαθέτετε. Κι έπειτα η επανένταξη σε μια κοινωνία όπου όλοι κατέ­χουν και καταναλώνουν οινοπνευματώδη... Με αντιλαμβάνεσθε; Θα ήτο άθλος να ξεφύγετε... Ενώ με την λωβοτομή...
Το ήξερα. Το είχα διαβάσει. Ήταν τρελός, χειρότερος από μένα. Ήθελε να με σακατέψει. Όμως δεν είχα άλλη διέξοδο. Το συκώτι μου ήταν λιωμένο, το στομάχι μου καμένο, τ' όργανο μου ανίκανο να ξιφουλκεί, το δέρμα μου χαραγμένο απ' τα σημάδια του πιοτού και πάνω απ' όλα το μυαλό μου βουλιαγμένο στους ωκεανούς της εγκατάλειψης.
     Ξέρεις τι λένε στην Κρήτη; Καλύτερα να πεθαίνεις σαν άντρας παρά να ζεις μουνούχος. Έτσι το αποφάσισα. Γιατί όχι; είπα. Ίσως έτσι προσφέρω και κάτι για το καλό της επιστήμης!!
Τώρα πια δεν ξέρω να γράφω. Θυμάμαι μόνο να μιλώ κι αυτό κομματιαστά Σαν τα παιδιά ψάχνω τις λέξεις. Κάτι θα πήγε στρα­βά, ίσως, και το μισό κορμί μου το βλέπεις, έμεινε παράλυτο. Όμως θυμάμαι, μπορώ ακόμη να μιλώ, ακούω, τραγουδάω.
Προχθές μού 'φεραν τα παιδιά ένα πακετάκι καραμέλες. Τις πιπί- λισα αργά, ηδονικά. Είχαν το άρωμα του ούζου.
     Ειδικά για άντρες, συλλογίστηκα κοιτάζοντας τον αχρηστεμέ­νο αντρισμό μου.
Κατέβασα το κεφάλι με ντροπή.
Χρειάζεσαι τίποτε; ρώτησα ηλίθια.
     Όχι. Ο Σωτήρης φρόντισε κι έκανε αγωγή στον τρελογιατρό. Μού 'βγαλαν αποζημίωση και σύνταξη, διόρισε και τη γυναίκα μου στο εργοστάσιο. Χαμογέλασε αμήχανα. Δε σε κάλεσα για ζητιανιά Ήθελα απλώς να σε ξαναδώ πριν πεθάνω.
     Μα δε θα πεθάνεις! διαμαρτυρήθηκα Κι ίσως στο εξωτερικό υπάρχουν δυνατότητες. Ποτέ δεν ξεχνώ ότι χάρη σε σένα ξεκίνη­σαν όλα στη ζωή μου. Δε θα σ' εγκαταλείψω. Το ξέρεις.
Χαμογέλασε αινιγματικά.
Την επόμενη διάβασα στις εφημερίδες ότι σύρθηκε ως το παρά­θυρο του νοσοκομείου και ρίχτηκε απ' τον πέμπτο όροφο. Θυμήθηκα τα λόγια του: "Καλύτερα να πεθαίνεις σαν άντρας".Αυτό που μ' αηδίαζε πιο πολύ ήταν η μπύρα.
Μα πώς το πίνουν τούτο 'δώ το κατρουλόνερο; αναρωτιόμου­να τα καλοκαίρια, που πλάι στη θάλασσα έβλεπα τους τουρίστες ν' αδειάζουν τις μπουκάλες ξεροσφύρι κάτω απ' τον καυτό ήλιο και τα ξανθιά τους γένια ν' αφρίζουν από τη δίψα και το ξεφλουδι­σμένο τους κορμί να λούζεται με άλμη, άμμο κι ιδρώτα που μύριζε ουρανό.
Αν πεις για τα παράξενα πιοτά, ουίσκια τζην και τα υποδέλοιπα, δεν τ' άγγιζα μήτε δετός. Μόνο το ούζο είχα συνηθίσει να μπου­κώνω και να φτύνω όποτε μ' έπιανε πονόδοντος κι ένιωθα το στόμα μου να καίει, η γλώσσα μου να μουδιάζει κι ο πόνος μέρευε σιγά σιγά, σα να διαλυόταν μες τους μυρωδάτους ατμούς που τρύ­πωναν στο μυαλό μου.
Το ούζο μ' άρεσε... σαν καραμέλα
  Καραμέλες ούζου, έλεγα στον περιπτερά απλώνοντας περή­φανα τη δραχμούλα μου. Μια δραχμή, δέκα καραμέλες που τις πιπιλούσα αργά αργά και χαιρόμουν την αντρίκεια συνήθεια να πλημμυρίζει το στόμα μου, καθώς η γλώσσα χάιδευε την αδρή όλο γωνιές καραμέλα, που σιγά σιγά διαλυόταν κάτω απ' το ψαχούλε- μα της γλώσσας μου. Έκλεινα τα μάτια κι άφηνα τη γλώσσα μου να βλέπει ψηλαφιστά. Ποτέ δεν κατέφευγα στη βιαιότητα των δοντιών. Μου αρκούσε να παρατείνω την απόλαυση, να παίζω με την καραμέλα, όπως η γάτα με το ποντίκι της. Μπολιαζόμουν με τη γεύση της αντρειάς αργά και παθητικά.
Ώσπου μας ήλθαν κείνες οι άλλες καραμέλες, οι κάλπικες. Απ' όξω καραμέλα και μέσα πιοτό. Εκεί που πιπιλούσες ανέμελα ξάφ­νου το στόμα γέμιζε καυτό δηλητήριο και πάει η απόλαυση. Σαν την τιμωρία των μαμάδων στα μωρά, που πρέπει να κόψουν την πιπίλα. Πιπίλα με πιπέρι, με κινίνο. Καραμέλα με πιοτό! Σοκολάτα με ουίσκι!
Έπειτα ήλθε η ντροπή. Έβγαινα με παρέα, αντράκι πια, πρέπει να το θυμάσαι, όλοι γεμίζατε και ξαναγεμίζατε τα ποτήρια και με λοξοκοιτούσατε που το δικό μου ποτέ δε στέρευε. Λες και σας έκλεβα την απόλαυση. Δεν είχατε κι άδικο. Σε μια παρέα μεθυσμέ­νων ο ξενέρωτος είναι σα σπιούνος. Κατασκοπεύει τις διαβρώσεις, ξεσκεπάζει τα προσωπεία, είναι ψύχραιμος σε μια χώρα ονείρου, είναι ντυμένος σ' ένα στρατόπεδο γυμνιστών. Έτσι μ' απόφευγαν οι πιο πολλοί και δεν τους κατηγορούσα.
Έπαιρνα το κορίτσι μου να φάμε έξω.
Τι θα πιείτε; πρώτα πρώτα μας ρωτούσε το γκαρσόν.
Νεράκι του Θεού, ήθελα να του πω, μα έλεγα "μια κόκα κόλα" μπας και κακοφανεί στη κοπελιά, μήπως με πάρει για τσιγκούνη. Μαζευόταν κι αυτή. Παράγγελνε πορτοκαλάδα. Τι να πιει μ' έναν άντρα που δεν πίνει;
Φιλοσοφούσα, διάβαζα πολύ. Πάλευα να κρύψω τη γύμνια μου μπροστά στο χάρο. Φοβόμουν, έτρεμα, μα δεν τ' ομολογούσα Κλεινόμουν στον εαυτό μου, μαράζωνα
Είμαστε κάποια εκδρομή. Πριν το στρατό. Φοιτητομάνι. Σ' ένα βουνό, σ' ένα ταβερνάκι χωμένο στα έλατα. Μεζέδες και κρασί γλυκόπιοτο, αγνό. Δεν το κατάλαβα πώς ήλθα στο κέφι. Αναψοκοκκίνησα, άρχισα και γω να τραγουδώ, έσμιξα με τους άλλους. Πήγαμε στη βρυσούλα και πιτσιλιόμαστε σαν τα μωρά. Αγκάλιασα και φίλησα κάποια κοπέλα, δίχως να ντρέπομαι, μπρο­στά σε όλους κι αυτή αφέθηκε στα χέρια μου παραδομένη. Έπειτα μπήκαμε στο πούλμαν και κείνο έτρεχε κι είχε στροφές, -θά 'ταν κι ο οδηγός πιωμένος— τσιρίζαμε κάθε που βρισκόμαστε φάτσα με φάτσα με κάποιο άλλο αμάξι κι αυτοί μας μούτζωναν και μας κορόιδευαν, μα γω γελούσα, κρατούσα το κορίτσι αγκαλιά κι ένιωθα λεύτερος στ' αληθινά για πρώτη φορά στη ζωή μου. Ένιωθα όμορφα, ήμουνα βασιλιάς και πάνω απ' όλα έτσι απλά σαν σ' αποκάλυψη δεν υπήρχε πια θάνατος να με τρομάζει. Κολυμπούσα ή μάλλον ένιωθα να αιωρούμαι σ' έναν απέραντο ουρανό αιώνιας ευτυχίας. Το μυαλό μου έμοιαζε λαμπερό. Ο κόσμος δεν έκρυβε πια κανένα μυστήριο για μένα. Όλα στη γη ήταν καλοβαλμένα. Δεν υπήρχε κακία και δυστυχία, δεν υπήρχαν αρρώστια, φτώχεια και γηρατειά, δεν υπήρχε ο θάνατος.
Έτσι ξεκίνησα κι ύστερ' αργά αργά ήλθε κι η κατρακύλα. Έφταιγ' η Ελένη με τα φωτεινά λαδιά της μάτια και τα περήφανα στήθια Πριν την αγγίξω άναβα Κι αλίμονο, όχι μονάχα εγώ, μα όλη η παρέα μας. Κι αυτή μου δόθηκε. Μόνο σε μένα... στην αρχή. Κι έπειτα σ' άλλο κι άλλον, τέλος σε όλους, δίπλα μου, δίχως εγώ, ο τυφλωμένος απ' τον πόθο να το μυριστώ, εγώ που ζήλευα και την ανάσα της. Κρυφογελούσαν πίσω από την πλάτη μου οι φίλοι και γω καμάρωνα κρατώντας το χεράκι της.
Ήταν στο κέντρο. Μόλις πήραμε το χαρτί. Επιτέλους πτυχιού­χοι, ξεφαντώναμε. Αύριο φεύγαμε φαντάροι, σκλαβωνόμαστε. Σήμερα όμως είχαμε καιρό, η νύχτα όλη ήτανε δική μας. Πίναμε όλοι να προλάβουμε τη νύχτα. Πίναμε και τραγουδούσαμε. Κι έπειτα κάποιος τράβηξε το τραπεζομάντηλο κι όλα σωριάστηκαν στο πάτωμα με κρότο. Η Ελένη πάνω στο τραπέζι να χορεύει. Χόρευε και λικνιζόταν κι έστελνε σ' όλους μας φιλιά
— Σαμπάνια, ούρλιαξε κάποιος και το γκαρσόνι βιάστηκε να φέρει το μπουκάλι. Κείνος την κούνησε μανιασμένα κι έπειτα ο φελλός τινάχτηκε στον ουρανό, ενώ αυτός σίμωσε την Ελένη, που σήκωνε την κοντή της φούστα κι εκείνος άρχισε να πυροβολεί μ' αφρούς το δαντελωτό άσπρο της εσώρουχο κοντά, όλο πιο κοντά στο κορμί της. Όρμησα να τον κατασπαράξω, μα ήμουν τόσο ζαλισμένος που σωριάστηκα καταγής. Από 'κεί την έβλεπα να χορεύει λικνιστικά, μουσκεμένη με το κρασί, που την στόχευε, μουσκεμένη με το μυρωδάτο της ιδρώτα, την έβλεπα να προσφέ­ρεται σ' όλους και πουθενά και γω πεσμένος καταγής άρχισα να ξερνοβολώ μέχρι που έχασα τον κόσμο από μπροστά μου.
Ξύπνησα σ' ένα θάλαμο νοσοκομείου μ' όλο μου το κορμί να πονάει και το πόδι και το χέρι μου στο γύψο.
Όπως μου είπαν έπεσα μονάχος μου στις ρόδες κάποιου φορτη­γού κι ευτυχώς που ο χριστιανός δεν έτρεχε και πρόλαβε να πατή­σει φρένο. "Αλλιώτικα θα σε πλήρωνε γι' άνθρωπο" συμπλήρωναν γελώντας μ' ανακούφιση οι φίλοι.
Η Ελένη δεν ήλθε ούτε να με δει. Αργότερα έμαθα πως την είχα χαστουκίσει μπροστά σ' όλο τον κόσμο. Εγώ δε θυμάμαι τίποτε, έξω από μια νύχτα φορτωμένη μ' αστέρια λαμπερά σαν κι αυτά που βλέπουμε στην εξοχή κι ένα αίσθημα θριάμβου. Σα νά 'χα επιζήσει μες απ' τον ίδιο μου το θάνατο, σαν νά 'χα ξεσχίσει το προσωπείο της ζωής.
Πήγα φαντάρος, σε γνώρισα, νοικοκυρεύτηκα, έπινα πια με μέτρο, ούτε και συ δεν τό 'ξερες, άλλωστε τότε δεν ήταν ακόμη πρόβλημα, έπινα όπως όλοι, δεν άργησα να προκόψω, ταιριάξαμε στα επιχειρηματικά αποφάσισα να παντρευτώ μια νοικοκυρεμένη κοπελίτσα, όπως τη θέλαν οι δικοί μου.
"Όποιος καεί με το χυλό φυσάει και το γιαούρτι" με δούλευαν οι φίλοι, και συ μαζί, όταν σχολίαζαν την παθιασμένη μου ζήλια για τ' ασήμαντο κορίτσι που έγινε γυναίκα μου. Ήλθαν και τα παι­διά, μα τίποτε δεν άλλαζε. Τότε σου ζήτησα να πάω στη Θεσσαλονίκη, ελπίζοντας να ξεφύγω απ' το τέλμα. Μάταια. Οι μέρες κυλούσαν ομοιόμορφες σα σε καρμπόν, το κορμί μου ξεχεί­λωνε απ' τα βαρίδια του χρόνου και γω πια δεν αντιστεκόμουν. Τώρα το πιοτό μου ήταν απαραίτητο. Όχι πως μεθούσα Ίσα που έκανα κεφάλι. Αποζητούσα την αψιά του γεύση να με δροσίσει, να με ζεστάνει, να με βουτήξει στ' ονειροπήγαδο κάθε που την αγκάλιαζα, να μεταλάζει τον πόθο σε πάθος, το καθήκον σ' έρωτα, τη συνήθεια σ' ηδονή. Γιατί ποθούσα όλο και πιο συχνά κάθε γυναίκα που συναντούσα, μα σιχαινόμουν τον ίδιο μου το κορμί, το ξεχειλωμένο μου στομάχι, τα προγούλια μου, το πρησμένο μου πρόσωπο με τις κόκκινες φλεβίυσες.
Κι ας λένε πως οι γυναίκες το κάνουν για τα λεφτά. Εγώ δεν τό 'θελα. Ήθελα να μ' ερωτευθούν για το λαμπερό άντρα που κρυ­βόταν κάτω απ' τη σκουριασμένη πανοπλία, ήθελα σαν το βάτραχο να μεταμορφωθώ σε πριγκηπόπουλο, μα το κορμί μου στον καθρέ­φτη μου φάνταζε απωθητικό στα ίδια μου τα μάτια. Όσο για κείνη σάμπως την έβλεπα; Σβυστά τα φώτα, ντυμένοι κι οι δυο, χρονο­μετρούσα την επαφή μας —αυτά τα ψηφιακά ρολόγια με το φωτει­νό καντράν πόσο προδίδουν!— δυο τρία λεφτά κι έπειτα γυρνάγα­με πλευρό, λαγοκοιμόμασταν, εκείνη ροχάλιζε ελαφρά, τόσο σιγά πού 'μοιάζε σα να κλαίει.
Δεν είχα παράπονο. Ήταν η τέλεια σύντροφος, ιδανική νοικο­κυρά, υπέροχη σα μάνα. Οι γέννες της την χόντρυναν, ρυτίδες χάραζαν το πρόσωπο της, ποτέ δε μοσκοβόλησε στα ρουθούνια μου τ' άρωμα του κορμιού της.
Έπρεπε κάπως να επιζήσω. Έπρεπε κάτι να γενεί να σπρώξω τον καιρό να δώσω κάποιο τέλος. Ήλθε το ουίσκι, το τζιν, η βότκα και μού 'γιναν συνήθεια, δίχως να το καταλάβω. Πρωί πρωί μόλις ξυπνούσα αντί καφέ είχα το "φάρμακο". Αγόρασα κι ένα φλασκάκι για να το παίρνω στη δουλειά Μα τ' άτιμο πια δε με νανούριζε. Στην αρχή μονάχα ήταν εκείνη η απέραντη αιώρα που μ' αγκάλιαζε και μ' ανέβαζε στ' αστέρια κι ένιωθα τη διάθεση να ξεφωνίσω από χαρά σαν τα μικρά παιδάκια και τότε αρπαζόμουν πάνω της να κρατηθώ, την όργωνα με θέρμη και κείνη έμενε βουβή κάπως σα λυπημένη. Καταλάβαινε άραγε την προδοσία μου; Δεν κρατούσα εκείνη στην αγκαλιά μου, μα ολάκερη τη θηλυκή ανθρωπότητα, που στέναζε κάτω απ' το δυναμικό γονιμοποιό μου βάρος. Βούλιαζα μέσα της καθώς σε θάλασσα Πόσο χαιρόμουν σαν πνι­γόμουν! Την ένιωθα να με ρουφά στη μέγγενη ίων ποδιών της κι αναγάλιαζα.
  Ελένη, της φώναξα κάποτε κι αυτή τραβήχθηκε ενοχλημένη. Από τότε δεν ξανακοιμήθηκε στο πλάι μου. Έπειτα ήλθαν και οι πόνοι. Όχι σπουδαίοι, κάτι σα σουβλιές. Όπως στον πονόδοντο τους μέρευα με το "φάρμακο" μου, που έπρεπε συνέχεια να πίνω, όλο και πιο πολύ. Σαν κάποιος δαίμονας να μου το νέρωνε εντός μου.

Στη δουλειά άρχισαν τα παράπονα. Πρώτος εσύ. Έστειλες το Σωτήρη να δεις ιι τρέχει. Με κάλυψε διορίζοντας κάποιον άλλο, ενώ συνέχισα να παίρνω κάποιο μισθό. Δεν έμαθες τίποτε. 0 Σωτήρης δίσταζε, εγώ ντρεπόμουν, ο αντικαταστάτης ήταν ικανός, μα ένιωθα ξοφλημένος.
Και κείνη άρχισε τη γκρίνια.
Δε σκέπτεσαι πια ούτε τα παιδιά Τι θα φάμε, πώς θα ντυθού­με, έτσι που όλα πάνε στο μπουκάλι;
Δε μπορούσα πια να το κόψω. Όχι πως δεν προσπάθησα. Μα ήταν εκείνοι οι πόνοι στο κορμί και κάποια φαντάσματα που άπλω­ναν τα χέρια τους να με κατασπαράξουν, κείνα τα ερπετά που σέρ­νονταν στο κορμί μου, μόλις το σφουγγάρι μέσα μου στέγνωνε.
Αλκοολισμός, είπαν οι γιατροί, ντελίριουμ τρέμενς. Στην κλι­νική, είπαν, γι' αποτοξίνωση. Εκείνη έκλαιγε και με χάίδολογούσε καθώς μ' εγκατάλειπε στα χέρια τους.
  Θα δοκιμάσουμε καινούρια μέθοδο, είπε περήφανα ο τρελο- γιατρός. Λωβοτομή. Θ' αποδώσει θεαματικά Δίχως να υποφέρετε. Τι λέτε; Δυστυχώς είναι οδυνηρή η πορεία της απεξάρτησης. Χρειάζεται δυνατός χαρακτήρας και σεις φοβούμαι ότι δεν τον διαθέτετε. Κι έπειτα η επανένταξη σε μια κοινωνία όπου όλοι κατέ­χουν και καταναλώνουν οινοπνευματώδη... Με αντιλαμβάνεσθε; Θα ήτο άθλος να ξεφύγετε... Ενώ με την λωβοτομή...
Το ήξερα. Το είχα διαβάσει. Ήταν τρελός, χειρότερος από μένα. Ήθελε να με σακατέψει. Όμως δεν είχα άλλη διέξοδο. Το συκώτι μου ήταν λιωμένο, το στομάχι μου καμένο, τ' όργανο μου ανίκανο να ξιφουλκεί, το δέρμα μου χαραγμένο απ' τα σημάδια του πιοτού και πάνω απ' όλα το μυαλό μου βουλιαγμένο στους ωκεανούς της εγκατάλειψης.
     Ξέρεις τι λένε στην Κρήτη; Καλύτερα να πεθαίνεις σαν άντρας παρά να ζεις μουνούχος. Έτσι το αποφάσισα. Γιατί όχι; είπα. Ίσως έτσι προσφέρω και κάτι για το καλό της επιστήμης!!

Τώρα πια δεν ξέρω να γράφω. Θυμάμαι μόνο να μιλώ κι αυτό κομματιαστά Σαν τα παιδιά ψάχνω τις λέξεις. Κάτι θα πήγε στρα­βά, ίσως, και το μισό κορμί μου το βλέπεις, έμεινε παράλυτο. Όμως θυμάμαι, μπορώ ακόμη να μιλώ, ακούω, τραγουδάω.
Προχθές μού 'φεραν τα παιδιά ένα πακετάκι καραμέλες. Τις πιπίλισα αργά, ηδονικά. Είχαν το άρωμα του ούζου.
     Ειδικά για άντρες, συλλογίστηκα κοιτάζοντας τον αχρηστεμέ­νο αντρισμό μου.
Κατέβασα το κεφάλι με ντροπή.
Χρειάζεσαι τίποτε; ρώτησα ηλίθια.
     Όχι. Ο Σωτήρης φρόντισε κι έκανε αγωγή στον τρελογιατρό. Μού 'βγαλαν αποζημίωση και σύνταξη, διόρισε και τη γυναίκα μου στο εργοστάσιο. Χαμογέλασε αμήχανα. Δε σε κάλεσα για ζητιανιά Ήθελα απλώς να σε ξαναδώ πριν πεθάνω.
     Μα δε θα πεθάνεις! διαμαρτυρήθηκα Κι ίσως στο εξωτερικό υπάρχουν δυνατότητες. Ποτέ δεν ξεχνώ ότι χάρη σε σένα ξεκίνη­σαν όλα στη ζωή μου. Δε θα σ' εγκαταλείψω. Το ξέρεις.
Χαμογέλασε αινιγματικά.
Την επόμενη διάβασα στις εφημερίδες ότι σύρθηκε ως το παρά­θυρο του νοσοκομείου και ρίχτηκε απ' τον πέμπτο όροφο. Θυμήθηκα τα λόγια του: "Καλύτερα να πεθαίνεις σαν άντρας".

Απόσπασμα 12 συνέχεια από "Ονείρου απατηλότερα"

Μαρία Αρβανίτη Σωτηροπούλου

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο γιος σου στο Ναυτικό

Ο Τηλέμαχος από τη Δίβρη δεν έφυγε ποτέ

Τα Λουβιάρικα της Σαντορίνης